Μονοπάτια της ιστορίας Οδοιπορικό στο Αρτσάχ (Καραμπάχ) Εκτύπωση E-mail

Αζνίβ Γεραμιάν

Τεύχος: Mάρτιος-Απρίλιος 2009

 

 

Ο προπάτορας των Αρμενίων Χάικ1 παραχώρησε την περιοχή Αρτσάχ στον πρωτότοκο γιο του Αραμανιάκ, ο οποίος φύτεψε αμέτρητα δέντρα, καλλιέργησε απέραντες εκτάσεις με κήπους και κάλυψε όλη την περιοχή. Αυτή είναι μία από τις διάφορες λαϊκές παραδοσιακές δοξασίες, την οποία αποδίδουν στο Αρτσάχ οι Αρμένιοι.

Το όνομα προέρχεται από τη γεωμορφολογία της περιοχής, η οποία είναι ορεινή και καλύπτεται με πυκνό δάσος. Στην αρχαία αρμενική Αρ-τσαχ είναι σύνθετη λέξη και σημαίνει ξύλα του Αραμανιάκ (τσαχ=ξύλα και Αρ σύντμηση του Αραμανιάκ), κατά μια άλλη εκδοχή Αρ είναι παράφραση της λέξης Σαρ, το οποίο σημαίνει όρος-βουνό.

Περί τα τέλη του 14ου μ.Χ. αι., ορισμένα περσικά κείμενα αναφέρονται στην περιοχή με την ονομασία Καραμπάχ, η λέξη είναι τουρκική (καρά=μαύρος, μπαχ=κήπος) και αποδίδεται στις νομαδικές φυλές. Η ονομασία επικράτησε όταν η χώρα υποτάχθηκε στις τουρκικές δυνάμεις.

 

 

Το σπηλαίο Αζόχ

Όλη η ιστορική επικράτεια της Αρμενίας, ως εκ τούτου και το Αρτσάχ συγκαταλέγεται μεταξύ των αρχαιοτέρων περιοχών του ανθρώπινου πολιτισμού. Αναμφισβήτητα είναι μια από τις πρώτες περιοχές εξόρυξης σιδήρου, χαλκού και οσμηρού (αναδύει οσμή) χαλκού. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν στοιχεία της πρώιμης παλαιολιθικής και νεολιθικής περιόδου, σε πολλές και διαφορετικές περιοχές του Αρτσάχ. Αξιόλογα είναι τα σπήλαια της περιοχής Χατρούτ στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αρτσάχ, εκ των οποίων το σημαντικότερο είναι το αρχαίο σπήλαιο του Αζόχ, στα αρχαία αρμενικά σημαίνει άγουρο σταφύλι. Ο τεράστιος πλούτος των σπηλαίων του Αζόχ, κίνησε το ενδιαφέρον ομάδας παλαιοντολόγων σπηλαιολόγων και αρχαιολόγων, οι οποίοι αφού μελέτησαν το σπήλαιο και τα ευρήματά του, το αποτύπωσαν σε χάρτες και το κατέταξαν στα παλαιότερα της ανθρωπότητος. Το σπήλαιο απαρτίζεται από έξι διαδοχικές αίθουσες, διακοσμημένες με μοναδικά εντυπωσιακά επαναλαμβανόμενα στοιχεία. Σε μια από αυτές βρέθηκαν σκελετικά υπολείμματα -τμήμα σιαγόνας με τρία δόντια- ενός προϊστορικού ανθρώπου, ακόμα 2000 σκελετούς τα οποία αντιπροσωπεύουν 43 διαφορετικά είδη ζώων, 6000 λίθινα εργαλεία, πολλά σπαράγματα σκευών της παλαιολιθικής εποχής, πιστοποιώντας τη γνώση της παρασκευής κρασιού. Ο επίσκοπος Μακάρ Μπαχραντουνιάντς (19ος μ.Χ. αι.) αναφέρει ότι, είχε δει να ανασύρουν από το σπήλαιο του Αζόχ ένα «...λίθινο γυναικείο άγαλμα ... τα ενδύματα της οποίας και ο κεφαλόδεσμος είναι πανομοιότυπα με την παραδοσιακή ενδυμασία της γυναίκας του Αρτσάχ. Όλα αυτά μαζί με τα υπολείμματα των ερειπίων αρκετών αρχαίων ναών σε διάφορες περιοχές του Αρτσάχ, επιβεβαιώνουν την ακμή ενός αρχαίου πολιτισμού, ο οποίος κίνησε το έντονο ενδιαφέρον των επιστημόνων σε όλο τον κόσμο.

 

Η Μονή Αμαράς και η εκκλησία του

Αγ. Γρηγορίου Φωτιστού

(το πρώτο Χριστιανικό Μνημείο του κόσμου)

 

Η μονή βρίσκεται κοντά στην πόλη Σος στην περιοχή Μαρτουνί. Στις αρχές του 4ου αιώνα ο Αγ. Γρηγόριος Φωτιστής ίδρυσε κοντά σε έναν μικρό ποταμό μια μικρή χριστιανική εκκλησία, η οποία φέρει το Όνομά του και το οποίο αργότερα αποτέλεσε μέρος του μοναστηριακού συγκροτήματος Αμαράς.

Είναι το πρώτο παγκόσμιο χριστιανικό μνημείο του κόσμου, ειδικά δε για τους Αρμενίους αποτελεί το σημαντικότερο και ιερότερο τμήμα της μονής, καθώς κάτω από το ιερό βρίσκεται το υπόγειο μαυσωλείο του Αγίου, ο οποίος βάφτισε τον Αρμένιο βασιλιά Τιριδάτη Γ’ (301) και έτσι επισήμως το Αρμενικό βασίλειο υπήρξε το πρώτο Χριστιανικό κράτος του κόσμου.

Η μονή Αμαράς περιβάλλεται από τείχος ύψους 5 μ. και στις τέσσερεις γωνίες του φέρει στρογγυλούς πύργους. Σώζονται τα κελιά των μοναχών και κάποια βοηθητικά κτίρια. Στο κέντρο του δυτικού περιβόλου της μονής υπάρχει η σημερινή τρίκλιτη βασιλική εκκλησία, αφιερωμένη στον Αγ. Γρηγόριο Φωτιστή (1858), διαστάσεων (13,5x23,2 μ.) κτισμένη με πέτρα από το όρος Χαζάζ.

Στο νεκροταφείο της μονής μια επιτύμβια επιγραφή στα αρμενικά αναφέρει: «Εδώ βρίσκεται ο τάφος του Καθολικού του Αγβάνκ Γρηγορίου, εγγονού του Αγ. Γρηγορίου του Φωτιστού. Γεννήθηκε το έτος 322, εχρίσθη επίσκοπος το έτος 340, μαρτύρησε το έτος 348 στο Ντερμέντ2 , από το βασιλιά Σανεσάν3 , τα ιερά λείψανα του οποίου μετέφεραν στο Αμαράς οι μαθητές του, οι διακόνοι του Αρτσάχ».

Ο Αγ. Μεσρώπ Μαστότς4  έγραψε στην μονή το πρώτο χειρόγραφο για διδακτικούς σκοπούς και χρησιμοποιήθηκε στην ιερατική σχολή της μονής, η οποία αποτέλεσε σημαντικό κέντρο για τη διάδοση της αρμενικής αλφάβητου. Παλαιά αρμενικά χειρόγραφα αναφέρουν ότι εμπνευστής και ιδρυτής αυτού του Χριστιανικού κέντρου ήταν ο Αγ. Γρηγόριος Φωτιστής. Η μονή ολοκληρώθηκε από τον επίσκοπο του Αγβάνκ, Γρηγόριο, εγγονό του Γρηγορίου του Φωτιστού. Από το 330 μ.Χ. στη μονή έδρευε η Επισκοπική Έδρα και παρέμεινε σημαντικό θρησκευτικό κέντρο μέχρι τον 19ο αι.

Οι μοναχοί της μονής πρωτοστάτησαν και ίδρυσαν πολλά σχολεία, μετατρέποντας την επαρχία σε ένα από τα κέντρα του Χριστιανικού Διαφωτισμού, του πολιτισμού και των γραμμάτων.

Πέρσες κατακτητές κατέστρεψαν τη μονή περίπου εκατό χρόνια μετά την ίδρυσή της. Ανοικοδομήθηκε τον 5ο μ.Χ. αι. από τον βασιλιά Βατσαγκάν Β’ τον Ευσεβή. Το 640 το Αμαράς καταστράφηκε εκ νέου από τους Άραβες κατακτητές και επανοικοδομήθηκε τον 9ο μ.Χ. αι., από τον πρίγκιπα του Ντιζάκ5  Γεγισέ. Το 1223 η μονή λεηλατήθηκε από τους Ταταρο-μογγόλους. Μεταξύ άλλων χάθηκαν η ποιμαντορική ράβδος του Αγ. Γρηγορίου και ένας περίτεχνος χρυσός σταυρός του 4ου μ.Χ. αι. διακοσμημένος με 36 πολύτιμους λίθους.

Το 1387, δεκάδες εκκλησίες του Αρτσάχ ισοπεδώθηκαν από τις δυνάμεις του Λεγκ-Τιμούρ. Λέγεται, ότι οι στρατιώτες του είχαν εντολή να γκρεμίσουν το τείχος του μοναστηριού και να πετάξουν τις πέτρες στον ποταμό Άραξο. Για το σκοπό αυτό είχαν παραταχθεί στρατιώτες σε μήκος περίπου 35 χλμ. από το τείχος της μονής μέχρι το ποταμό και μετέφεραν τις πέτρες χέρι-χέρι. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, οι εισβολείς εγκατέλειψαν αμέσως τη μονή κυνηγημένοι από αρμενικές δυνάμεις.

Το μοναστήρι αποκαταστάθηκε πλήρως το 1858 με την αρωγή των κατοίκων του Σουσί, αλλά είχαν καταστραφεί ανεπανόρθωτα πολλά παλαιά ιστορικά μνημεία. Σώζεται ένα επιτύμβιο χατσκάρ (σταυρόπετρα) του 1091, με την υπογραφή του Γκασμόγ Γαζάρ (δημιουργό Γαζάρ) στο χωριό Ματχασλασέν, χαρακτηριστικό δείγμα της μεσαιωνικής αρμενικής τέχνης, διακοσμημένο με ρόδια και τσαμπιά σταφυλιών. Στο δεύτερο τέταρτο του 19ουμ.Χ. αι., αλλόθρησκοι κατακτητές αλλοίωσαν τη φυσιογνωμία του Αμαράς. Ταξιδιώτες της Ανατολής καθ’ οδόν προς τη Ρωσία ή άλλες ευρωπαϊκές χώρες χρησιμοποίησαν το μοναστήρι ως πανδοχείο. Αργότερα ορισμένα κτίρια της μονής μετατράπηκαν σε παραθεριστικές κατοικίες, ενώ ο νερόμυλος χρησιμοποιήθηκε από τους αγρότες της περιοχής.

 

 

Η Μονή Καντσασάρ

 

Το Αρτσάχ λόγω της στρατηγικής γεωγραφικής θέσης του, δεν δέχθηκε μεγάλης κλίμακας εισβολή από τους Σελτζούκους Τούρκους κατά τους 11ο και 12ο μ.Χ. αι. και απέφυγε την Ταταρο-μογγολική προέλαση του 13ου μ.Χ. αι. Η αρμενική αρχιτεκτονική είχε φθάσει στο αποκορύφωμά του, είχαν κτισθεί πολλά μνημεία με σημαντικότερα τα μοναστήρια του Καντσασάρ και Τατεβάνκ.

Η λέξη «Καντσασάρ» είναι σύνθετη λέξη (καντς=θησαυρός - σαρ=βουνό). Η μονή πράγματι είναι ένας θησαυρός και ίσως το σημαντικότερο μνημείο της αρμενικής χριστιανικής αρχιτεκτονικής. Βρίσκεται κοντά στην πόλη Βανκ της περιοχής Μαρντακέρτ στην καρδιά της ιστορικής επαρχίας Αρτσάχ-Χατσέν6  και είναι το σύμβολο του Αρτσάχ.

Ο διάσημος ρώσος μελετητής του μουσείου Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης A. L. Yakobson αναφέρει ότι η μονή Καντσασάρ είναι «Η εγκυκλοπαίδεια της αρμενικής αρχιτεκτονικής». Ο καθηγητής Charles Diehl της Σορβόννης, καθώς και διαπρεπείς γάλλοι ιστορικοί τέχνης και βυζαντινολόγοι αναφέρουν, ότι το Καντσασάρ βρίσκεται στον κατάλογο των παγκόσμιων αρχιτεκτονικών αριστουργημάτων και είναι το τρίτο σημαντικότερο χειροποίητο μνημείο της αρμενικής μοναστικής αρχιτεκτονικής. Η δυναμική του Καντσασάρ αποτελεί για την μεσαιωνική αρμενική αρχιτεκτονική το ονομαζόμενο «ύφος Καντσασάρ».

Πιστεύεται ότι η μονή ιδρύθηκε στη θέση στην οποία βρέθηκε η λάρνακα με τα λείψανα του Αγ. Ιωάννου του Βαπτιστού, η οποία μεταφέρθηκε στο Αρτσάχ από την Παλαιστίνη στη διάρκεια των σταυροφοριών. Την εποχή εκείνη η αρμενική αριστοκρατία του Αρτσάχ διατηρούσε ισχυρούς δεσμούς με την βασιλική οικογένεια του αρμενικού βασιλείου της Κιλικίας (Μικρή Αρμενία).

Ο αρμένιος συγγραφέας του Αρτσάχ Γκιραγκός Καντσαγκετσί (13ος μ.Χ.αι.), στο βιβλίο του «Η Ιστορία της Αρμενίας» λέει «[…]στη θέση του οικογενειακού θησαυροφυλακίου, ο (πρίγκιπας) Αsan-Jalal7  έκτισε έναν θεσπέσιο Καθεδρικό Ναό αφιερωμένο στη Δόξα του Θεού, φροντίζοντας ιδιαίτερα τον έξοχο διάκοσμό του[…]».

Ο ναός είναι αφιερωμένος στον Χοβαννές Μικιρντίτς (Ιωάννη Βαπτιστή) διακοσμήθηκε από εξειδικευμένους τεχνίτες με κοιλανάγλυφα γλυπτά, το οποία απεικονίζουν τη Σταύρωση, τον Αδάμ και την Εύα και δεκάδες άλλες παραστάσεις από την παλαιά και την καινή διαθήκη. Πάνω στη πέτρα της εισόδου είναι λαξευμένοι οι βασιλείς του Χατσέν, στο διάδημα των οποίων υπάρχει το πρότυπο του Καθεδρικού Ναού. Περισσότερες από 150 λίθινες επιγραφές είναι εντοιχισμένες στους εξωτερικούς τοίχους. Η επιγραφή στην είσοδο του ναού αναφέρει ότι ολοκληρώθηκε το 1236. Στη μονή Καντσασάρ παραδοσιακά εδρεύει το Καθολικοσάτο της ανατολικής Αρμενίας και είναι το κέντρο της θρησκευτικής ζωής του Γαραπάγ. Σήμερα εκεί βρίσκεται η Αρχιεπισκοπική έδρα της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας του Αρτσάχ. Υπάρχουν δυο ακόμα σημαντικά αρμενικά μοναστικά συγκροτήματα, του Χοβαναβάνκ και του Χαρίτς στη Δημοκρατία της Αρμενίας, τα οποία είναι πανομοιότυπα

του Καντσασάρ.

 

Η Μονή Τατεβάνκ

Η μονή Τατεβάνκ ή Χουταβάνκ8  είναι το μεγαλύτερο μοναστικό συγκρότημα στο Αρτσάχ και αληθινό αριστούργημα της αρμενικής μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της περιοχής Μαρντακέρτ της Δημοκρατίας του Γαραπάγ, στην ιστορική επαρχία του Αρτσάχ Άνω Χατσέν. Ιδρύθηκε στο τέλος του 1ου μ.Χ. αι. και πήρε το όνομά της από τον απόστολο Θαδδαίο, ο οποίος δίδαξε το χριστιανισμό στην ανατολική Αρμενία.

Το μοναστικό συγκρότημα περιλαμβάνει εκτός από τον ιστορικό καθεδρικό ναό, την εκκλησία της Παρθένου, ένα μικρό παρεκκλήσι, τον Πύργο του κωδωνοστασίου και διάφορα κτίρια.

Το εσωτερικό του Καθεδρικού ναού κοσμούν σημαντικές νωπογραφίες. Μια μεγάλη επιγραφή η οποία καλύπτει ολόκληρο τον τοίχο της εισόδου αναφέρει: «Εγώ η Αρζού Χατούν, πειθήνια υπηρέτης του Χριστού[…], σύζυγος του βασιλιά Βαχτάνκ, κυβερνήτη του Χατέρκ και όλου του Άνω Χατσέν, κτίζω αυτόν τον ιερό καθεδρικό ναό στη θέση την οποία ο σύζυγος και οι γιοι μου αναπαύονται εν ειρήνη[…] Ο πρωτότοκος γιος μου Ασάν μαρτύρησε για τη χριστιανική του πίστη στον πόλεμο κατά των Τούρκων, τρία χρόνια αργότερα ο νεότερος γιος μου Κρικόρ συνάντησε τον Χριστό[…]. Ολοκληρώθηκε το έτος 663 του αρμενικού ημερολογίου».

Το μοναστήρι Τατεβάνκ επανακαθαγιάστηκε το 1994 και είναι σήμερα ένα από τα εν λειτουργία μοναστήρια της αρμενικής αποστολικής εκκλησίας στην επισκοπή του Αρτσάχ. Από το 1997 έχουν αρχίσει εργασίες αρχιτεκτονικής αποκατάστασης στο συγκρότημα της μονής.

 

Βιβλιογραφία: Bagrat Ulubabian. Studies in the History of the Eastern Province of Armenia, 5th-7th Centuries, Yerevan, 1981. Strabo. Geography, (V). Cambridge, 1969. Hewsen, Robert H. “The Kingdom of Αρτσάχ,” in T. Samuelian & M. Stone, eds. Medieval Armenian Culture. Chico, CA, 1983. Constantine VII Porphyrogenitus, De ceremoniis aubae byzantinae (Ed. J.P.Migne. Patrologiae cursiis completus, Series Graeco-Latina, 112).

 

1 Ιδρυτής του αρμενικού έθνους.  2 Πόλη της Δημοκρατίας του Νταγκεστάν, ομοσπονδιακό υποκείμενο (η Ρωσία ως ΕΣΣΔ ήταν ομοσπονδιακό κράτος και αποτελείτο από 83 ομοσπονδιακά υποκείμενα) της Ρωσίας.  3 Ήταν βασιλιάς μιας μικρής ομάδας ανθρώπων στη Γεωργία στις αρχές του 4ου αι. Ασπάστηκε το χριστιανισμό από τον Γρήγοριο το Φωτιστή, τον οποίο στη συνέχεια κυνήγησε βάναυσα.  4 Αρμένιος μοναχός, θεολόγος και γλωσσολόγος (γεν. το 361 ή 362μ.Χ, στο χωριό Χατσίκ της επαρχίας Ταρόν απεβίωσε στις 17/02/440 μ.Χ. στο Ετσμιατζίν). Έμεινε στην ιστορία ως ο εφευρέτης του Αρμενικού αλφαβήτου, μετά από το οποίο ισχυροποιήθηκε η Αρμενική Εκκλησία και έγινε ο συνδετικός κρίκος των Αρμενίων της Βυζαντινής και της Περσικής αυτοκρατορίας.  5 Πριγκιπάτο στο Μεσαιωνικό Αρτσάχ.  6 Αρμενικό μεσαιωνικό πριγκιπάτο στο ιστορικό Αρτσάχ, το οποίο μαζί με το πριγκιπάτο του Ουτίκ αποτελούσαν τμήμα του βασιλείου της Αρμενίαςαπό την αρχαιότητα. Από το 12ο αι. το πριγκιπάτο ήταν η κυρίαρχη δύναμη της περιοχής. Ορισμένοι σύγχρονοι χρονικογράφοι χρησιμοποιώντας το όνομα Χατσέν υπονοούν όλο το Aρτσάχ. 7 Γόνος της αρμενικής αριστοκρατικής οικογένειας του Khokhanaberd ιδρυτής Τζαλαλιάν Aρτσάχ μέχρι τα μέσα του 13ου μ.Χ. αι., ο Ασάν-Τζαλάλ, ήταν ο ισχυρότερος αρμένιος φεουδάρχης της ανατολικής Αρμενίας. 8 Ο επάνω λόφος του μοναστηριού.

 


Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 11 επισκέπτες συνδεδεμένους