Aρά Αποστολίδης Τεύχος: Oκτώβριος - Δεκέμβριος 2009
Οι επισκέπτες της αρμενικής πόλεως Γκιουμρί την πλουσιότερη και την ομορφότερη της Υπερκαυκασίας μετά την Τιφλίδα, με την προγενέστερη ονομασία του 19ου αι. Αλεξανδροπόλ, ταξιδεύουν πίσω στον χρόνο στην εποχή των Τσάρων, καθώς απαραιτήτως θα επισπευθούν τα δύο σημαντικά μουσεία της, Τζιτογτσιάν και Μερκούρωφ. Πληροφορίες για τα μουσεία αυτά τα αντλήσαμε από την εφημερίδα “Armenian Reporter” και συγκεκριμένα από το άρθρο του δημοσιογράφου Τατούλ Αγκοπιάν, ο οποίος συνομίλησε στο μουσείο Τζιτογτσιάν με την Καρίν Μκρντιτσιάν και στο μουσείο Μερκούρωφ με το διευθυντή Αρσάκ Μανουκιάν.
Λίγα λόγια για το Γκιουμρί
Βρίσκεται στην επαρχία του Σιράκ της Αρμενίας. Οι σεισμοί της 22ας Οκτωβρίου του 1926 και της 7ης Δεκεμβρίου του 1988 κατέστρεψαν τα περισσότερα κτήρια της πόλης με αποτέλεσμα να χαθούν περίπου 750 και 17.500 ζωές αντίστοιχα. Όμως ως εκ θαύματος γλύτωσαν τα κτήρια της τσαρικής περιόδου, από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και τη δεκαετία του 1920, λες και ο ίδιος ο Θεός θέλησε να μείνουν ανέγγιχτα ώστε να θυμίζουν την παλιά μεγαλοπρέπεια και τη δόξα της πόλης, να ομορφαίνουν το πρόσφατο παρελθόν της, τη στιγμή κατά την οποία το σύνολο του Γκιουμρί ήταν εντελώς κατεστραμμένο και οι κάτοικοί του μετρούσαν τις πληγές τους. Ένας περίπατος στους κεντρικούς δρόμους του Γκιουμρί, πραγματικά μαγεύει τον επισκέπτη με την αρχιτεκτονική της, νοιώθει την αύρα του 19ου αιώνα την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα και υπογραμμίζει την αίγλη του λαμπρού παρελθόντος της. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ήταν ένα απλό χωριό ονομαζόταν Κουμαϊρί και σχεδόν μέσα σε μια δεκαετία, αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους σιδηροδρομικούς κόμβους ολόκληρου του Καύκασου. Γνωστή με το όνομα Αλεξαντροπόλ, ήταν η δεύτερη πλουσιότερη, ομορφότερη και ελκυστικότερη πόλη μετά την Τιφλίδα. Το 1837 ο ρώσος τσάρος Νικόλαος όταν επεσκέφθη το Κουμαϊρί την μετονόμασε «Αλεξαντροπόλ» προς τιμήν της συζύγου του, Αλεξάνδρα Φιοντόροβνα. Τρία χρόνια αργότερα το 1840 η Αλεξανδρούπολη δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τις σύγχρονες πόλεις της εποχής της. Όμως είναι αδύνατον να γνωρίσουμε τη ιστορία του σημερινού Γκιουμρί και να αφουγκραστούμε την ανάσα της παλαιάς Αλεξαντροπόλ, καθώς οι διαθέσιμοι τόμοι των ιστορικών και εθνογραφικών βιβλίων δεν είναι επαρκείς να μας κατατοπίσουν. Αυτό θα το επιτύχουμε με μια επίσκεψη στο μουσείο των Τζιτογτσιάν, το όποιο βρίσκεται στο κέντρο της πόλης του παλαιού Κουμαϊρί. Ο δημοσιογράφος των Αrmenian Reporters Τατούλ Αγκοπιάν αναφέρει: «Η πόλη Γκιουμρί έχει από μόνη της πλούσιο μουσειακό χαρακτήρα. Αν και προσπαθώ να αποφύγω τη φιλόδοξη έκφραση «ανοιχτό μουσείο», για οποιοδήποτε αξιοθέατο ανεξάρτητα σε ποια χώρα βρίσκεται η πόλη, παρά ταύτα δεν μπορώ να την αποφύγω όταν αναφέρομαι στην κεντρική περιοχή του Γκιουμρί». Απαρτίζεται από αξιοθαύμαστες κατοικίες κλασικιστικής αρχιτεκτονικής 100 έως 150 ετών και διάφορα άλλα κτήρια κατασκευασμένα από μαύρη πέτρα και σε πολλές περιπτώσεις στις αποχρώσεις μαύρου και κίτρινου, επίσης υπάρχουν πολλές εκκλησίες με τη χαρακτηριστική αρμενική αρχιτεκτονική και αρκετά μουσεία. Στο κέντρο της πόλης, στην οδό Βαρ-μπετάτζ σώζονται τα σπίτια των αρμενίων συγγραφέων Αβεντίκ Ισαακιάν και Οβαννές Σιράζ, καθώς και του αγαπημένου των απανταχού της γης Αρμενίων ηθοποιού Μχερ Μκρντιτσιάν. Αυτά τα τρία σπίτια έχουν μετατραπεί σε μουσεία με την προσφιλή στους Αρμενίους ονομασία «ντουν τανκαράν δηλ. σπίτι μουσείο». Αξιοσημείωτο είναι το Μουσείο Τέχνης των αδελφών Ασλαμαζιάν το οποίο βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τα προηγούμενα τρία. Ωστόσο το δημοφιλέστερο όλων, το οποίο επισκέπτονται ανελλιπώς όλοι οι ομογενείς και οι τουρίστες που καταφθάνουν στο Γκιουμρί, είναι τα μουσεία των Τζιτογτσιάν και του γλύπτη Μερκούρωφ.
Το μουσείο των Τζιτογτσιάν
Ή αλλιώς Μουσείο Εθνικής Αρχιτεκτονικής και Αστικής Ζωής του Γκιουμρί, κατασκευάστηκε το 1872. Το οίκημα στο οποίο στεγάζεται σήμερα το μουσείο, ανήκε σ’ έναν από τους επιφανέστερους ανθρώπους του Γκιουμρί, τον Μπεντρός Τζιτογτσιάν. Καλύπτει αρκετούς τομείς του ιδιωτικού βίου της εποχής και ο επισκέπτης μπορεί να σχηματίσει μια ξεκάθαρη εικόνα του τρόπου διαβίωσης των επιφανών αστών Αρμενίων της πόλης πριν από 150 χρόνια. Στα καλοδιατηρημένα δωμάτια η οικοσκευή των ιδιοκτητών, η οποία αποτελεί μέρος των εκθεμάτων του μουσείου, συντηρείται σε άψογη κατάσταση και αποτυπώνει τη χάρη, την καλαισθησία, τις προτιμήσεις και τα ενδιαφέροντα των ιδιοκτητών. Μεταξύ άλλων διακρίνουμε το πιάνο και ένα ρολόι τα οποία είχαν παραγγελθεί στην Αυστρία πριν από 130 χρόνια, πίνακες διάσημων ιταλών ζωγράφων, αλλά και έπιπλα από τη Ρωσία και την υπόλοιπη Ευρώπη. Η Αλεξανδρούπολη ήταν πράγματι η πόλη των τεχνών και της καλλιτεχνίας. Η διάσημη όπερα «Ανούς» του Αρμέν Τικρανιάν, ανέβηκε για πρώτη φορά στη θεατρική σκηνή της Αλεξαντροπόλ. Τα μουσικά όργανα τα οποία συνόδευσαν την παράσταση η γκάιντα, το κεμαντσά, το σβι (είδος φλογέρας), το ντουντούκ και το ταρ βρίσκονται στο μουσείο σε άψογη κατάσταση. Οι διάσημοι Αρμένιοι ασούγ (τροβαδούροι) της εποχής Τζιβανί και Σεράμ, τραγουδούσαν στην Αλεξανδρούπολη. Στην πόλη άκμασαν όλες οι τέχνες, διέπρεψαν κοσμηματοποιοί και αργυροχόοι αλλά και σιδηρουργοί, υποδηματοποιοί και πολλές άλλες τέχνες γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση στην πόλη αυτή. Στην Αλεξαντροπόλ υπήρχαν δυο εργοστάσια μπύρας, το ένα άνηκε στην οικογένεια Τζατζικιάν και είχε ιδρυθεί το 1881 και το δεύτερο, το οποίο δραστηριοποιήθηκε λίγο αργότερα, άνηκε στον Μκρντίτς Τζιτογτσιάν αδελφό του Μπεντρός Τζιτογτσιάν, ο οποίος έστειλε το γιο του στο Μόναχο για να εντρυφήσει στα μυστικά της ζυθοποιΐας. Η παραγωγή της μπύρας της Αλεξαντροπόλ, είχε ζήτηση όχι μόνο στο εσωτερικό της αρμενικής επικράτειας αλλά και εκτός συνόρων στην ευρύτερη περιοχή του Καύκασου. Μέσα στο μουσείο ο επισκέπτης πράγματι έχει την αίσθηση του 19ου αιώνα, εποχή κατά την οποία η Ανατολική Αρμενία αποτελούσε τμήμα της Τσαρικής Ρωσίας και η Αλεξαντροπόλ ήταν η πλουσιότερη και σημαντικότερη αρμενική πόλη. Ακολουθούσαν το Ερεβάν, το Νέο Μπαγιαζίτ (η σημερινή Γκαβάρ), το Γκορίς, το Σουσί και τέλος το Καρς. Τη δεκαετία του 1920 οι Τζιτογτσιάν εγκατέλειψαν το σπίτι και την πόλη τους και μετακόμισαν στην Κριμαία και από εκεί στη Γαλλία. Δεν υπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες για την οικογένεια και τους απογόνους της. Το 1984 το σπίτι μετετράπη σε μουσείο.
Το μουσείο του Σεργκέι Μερκούρωφ
Βρίσκεται δίπλα στο μουσείο Τζιτογτσιάν. Ο διευθυντής Αρσάκ Μανουκιάν ομολογεί ότι οι δημιουργίες του Σεργκέι Μερκούρωφ είναι πρωτοφανείς και συνέβαλλαν στην εξέλιξη του ύφους της αρμενικής γλυπτικής. Ο γλύπτης σύνδεσε το όνομά του με τις μνημειακές μαρμάρινες απεικονίσεις των προσωπικοτήτων της προ-επαναστατικής Ρωσίας. Ο ελληνικής καταγωγής Σεργκέι Μερκούρωφ συνήθιζε να λέει: «Είμαι Ελληνο-Γκιουμρετσί (δηλ. κάτοικος του Γκιουμρί ελληνικής καταγωγής) ή «Είμαι Ελληνο-αρμένιος Γκιουμρετσί». Μετά από αρκετές δεκαετίες, αφού είχε μετοικήσει πλέον από την Αλεξαντροπόλ, όχι μόνο δεν ξέχασε την αρμενική γλώσσα η οποία γι’ αυτόν ήταν μητρική γλώσσα, αντιθέτως μιλούσε και αστειευόταν στην ιδιόμορφη διάλεκτο του Γκιουμρί ως γνήσιος Γιουμρετσί. Το πραγματικό όνομα της οικογένειας Μερκούρωφ ήταν Μερκουρίδης. Μετακόμισαν στην Αλεξαντροπόλ στα μέσα του 19ου αιώνα, μαζί με άλλες 100 οικογένειες Ελλήνων και ήταν μια από τις πλουσιότερες οικογένειες της πόλης. Ο παππούς του ήταν έμπορος και διατηρούσε καταστήματα στις πόλεις Καρς, Τιφλίδα και Μπακού, ενώ στην Αλεξαντροπόλ είχε ιδιόκτητα λουτρά. Ο γλύπτης Σεργκέι Μερκούρωφ έμαθε τα πρώτα του γράμματα στην Αλεξαντροπόλ και έζησε εκεί μέχρι την ηλικία των 15 ετών. Μετακόμισε στην Τιφλίδα όπου έλαβε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στη συνέχεια γράφτηκε στην πολυτεχνική σχολή του Κιέβου, την οποία εγκατέλειψε μετά από ένα πολιτικό σκάνδαλο. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ελβετία, υπήρξε μαθητής του Άντολφ Μάγιερ. Από το 1902-1905 συνέχισε τις σπουδές του στο ινστιτούτο τέχνης της Γερμανίας και από εκεί εισήχθη στο στούντιο Auguste Rodin στο Παρίσι. Παράλληλα σπούδασε φιλοσοφία και εκτός της Αρμενικής μιλούσε άπταιστα αγγλικά, ρωσικά, γερμανικά και γαλλικά. Ο Μερκούρωφ διέπρεψε ως γλυπτής και κατασκευαστής μνημείων. Τα μνημειώδη γλυπτά του διακοσμούσαν δημόσιους χώρους και πλατείες. Όταν ανοίξαμε αυτό το μουσείο είχαμε προβληματιστεί αν πρέπει να μετακινήσουμε μερικά από τα γλυπτά του στον κλειστό χώρο του μουσείου, λέει ο Αρσάκ Μανουκιάν. Ο επιφανής καλλιτέχνης είναι επίσης διάσημος για τις επιθανάτιες μάσκες, τις οποίες άρχισε να κατασκεύαζει στην προ-σοβιετική αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου. Την πρώτη του επιθανάτια μάσκα την κατασκεύασε το 1907 όταν εκοιμήθη ο Καθολικός πασών των Αρμενίων Χριμιάν Χαϊρίγκ. Οι πρεσβύτεροι κληρικοί προσκάλεσαν τον Μερκούρωφ από την Ευρώπη και του εμπιστεύτηκαν την κατασκευή της επιθανάτιας μάσκας του Προκαθημένου της Αρμενικής Εκκλησίας. Στη συνέχεια ο γλυπτής και παγκοσμίου φήμης κατασκευαστής μνημείων, άρχισε να ασχολείται με αυτό το είδος. Είχε λάβει προσκλήσεις για να απαθανατίσει τις πρώτες στιγμές του θανάτου πολλών διασήμων προσωπικοτήτων, μεταξύ των οποίων ήταν οι συγγραφείς Λέων Τολστόι, Οβαννές Τουμανιάν, ο μουσικοσυνθέτης Νικολάι Σκιαρίμπιν, πολιτικές προσωπικότητες όπως ο Βλαντιμίρ Λένιν και ο Γκεόργκι Πλεκάνοφ κλπ. Συνολικά κατασκεύασε 70 επιθανάτιες μάσκες, από τις οποίες οι 56 εκτίθενται στο μουσείο Μερκούρωφ. Το μεγαλύτερο παγκόσμιο μουσείο με παρεμφερές περιεχόμενο είναι το μουσείο Γκαίτε στο Ντίσελντορφ το οποίο εκθέτει περίπου 300 επιθανάτιες μάσκες. Ο Μερκούρωφ ήταν προσωπικός φίλος του Λένιν και μετά το θάνατό του κατασκεύασε περίπου δώδεκα τεράστια αγάλματα του σοβιετικού ηγεμόνα, τα οποία τοποθετήθηκαν σε πολλές πόλεις, σε όλη την επικράτεια της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης. Υπήρξε δημιουργός των αγαλμάτων και πολλών άλλων επιφανών προσωπικοτήτων της πολιτικής και των τεχνών παγκοσμίως όπως οι Τολστόι, Πούσκιν, Ντοστογιέφσκι, Μαρξ , καθώς και των Ένγκελς, Σαχουμιάν και Στάλιν, συνολικά κατασκεύασε 190 αγάλματα. Στη διάρκεια των ετών κατά την οποία έζησε και δημιούργησε στη Μόσχα, συντήρησε το άγαλμα της βασίλισσας Αικατερίνης Β΄ το οποίο έστειλε στο Ερεβάν. Το 2006, το άγαλμα επέστρεψε στη Ρωσία μετά από αίτημα του δημάρχου της Μόσχας, Γιούρι Λουτζκόφ. Πριν από το θάνατό του ο Σεργκέι Μερκούρωφ κληροδότησε το σπίτι του στην πόλη του Γκιουμρί, με την προϋπόθεση να υπηρετήσει τις τέχνες. Συμφώνα με την επιθυμία του, το σπίτι στο οποίο έζησε για δεκαπέντε χρόνια, σήμερα στεγάζει το ομώνυμο μουσείο του Γκιουμρί. Ο γιος του διάσημου καλλιτέχνη Γκεόργκι Μερκούρωφ δώρισε όλα τα γλυπτά και τα εργαλεία του εργαστηρίου του, το οποίο διατηρούσε στη Μόσχα, στο μουσείο, μας αποκαλύπτει ο Αρσάκ Μανουκιάν. Όμως αντιμετωπίσαμε αρκετά προβλήματα ώσπου να εκπληρώσουμε την επιθυμία του δωρητή, συνεχίζει ο διευθυντής του μουσείου, καθώς την περίοδο της σοβιετικής επιρροής το οίκημα στέγαζε 25 οικογένειες και μόλις το 1978 κατορθώσαμε να το απελευθερώσουμε και να αρχίσουμε τις απαραίτητες εργασίες ώστε να λειτουργήσει ως μουσείο, τα επίσημα εγκαίνια του οποίου έγιναν το 1984.
Μετά το σεισμό του 1988, στο μουσείο στεγάστηκαν άστεγοι και το 2003 επαναλειτούργησε ως μουσείο αφού ανακαινίστηκε με χρηματοδότηση του Ιδρύματος Λίνσυ.
|