Στα ερείπια ενός μεγαλοπρεπή Ναού
Λιλίτ Βαρτανιάν Απρίλιος- Ιούνιος 2016, τεύχος 89
Ο υπέροχος και μεγαλοπρεπής Ναός Ζβαρτνότς θεωρείται δικαιωματικά το μαργαριτάρι και καύχημα της αρμενικής αρχιτεκτονικής. Αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα του φιλoικοδόμου Καθολικού Πατριάρχη της Αρμενίας Νερσές (Ναρσής) Γ΄ (641-661). Σύμφωνα με τον ιστορικό του 7ου αι. Σεμπεό (Ευσέβιο), ο Νερσές είχε την ιδέα να χτίσει την κατοικία του κοντά στην πόλη Βαγαρσαπάτ, σ’ ένα μέρος όπου, σύμφωνα με την παράδοση, ο Τιριδάτης ο Γ΄ (287-330) υποδέχθηκε τον Αγ. Γρηγόριο Φωτιστή (303-325), μετά την απελευθέρωση του τελευταίου από τη φυλακή του «Χορ-Βιράπ». Ο Ναός του Νερσή ονομάστηκε Ζβαρτνότς (Ναός των ζβαρτούν). Στην αρχαία αρμενική, η λέξη «ζβαρτούν» σημαίνει «άγρυπνος άγγελος». Το Ζβαρτνότς, λοιπόν, σημαίνει «Ναός των άγρυπνων αγγέλων». Σημειωτέον ότι μόνο ο Σεμπεός αναφέρεται στο Ναό ως Ζβαρτνότς, πληροφορώντας ότι αυτή η ονομασία οφείλεται στο πλήθος των άγρυπνων αγγελικών δυνάμεων που φάνηκαν στον Αγ. Γρηγόριο στο όραμά του. Άλλοι, όμως, συγγραφείς τον αποκαλούν «Ναό του Αγίου Γρηγορίου Φωτιστή στο Βαγαρσαπάτ». Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ο Ναός Ζβαρτνότς χτίστηκε το 643. Ο ιστορικός του 10ου αιώνα Μοβσές Καγανκατβατσί μας αναφέρει ότι το 652 ο αυτοκράτορας Κώνστας Β΄ (641-668), που βρισκόταν εκείνη την περίοδο στην Αρμενία, συμμετείχε στον αγιασμό του Ναού. Ο αυτοκράτορας θαύμασε τον περικαλλή και μεγαλοπρεπή Ναό και με σκοπό τη δόμηση ανάλογου Ναού στην Πρωτεύουσα, πήρε μαζί του στην Κωνσταντινούπολη τον αρχιτέκτονα, ο οποίος όμως απεβίωσε στο δρόμο και έτσι η επιθυμία του αυτοκράτορα έμεινε ανεκπλήρωτη. Ο Ναός του Ζβαρτνότς υπήρξε πηγή θαυμασμού και μίμησης πάνω από 300 χρόνια. Σύμφωνα με τον ιστορικό Στέφανο Ταρονετσί, στα τέλη του 10ου αιώνα το Ζβαρτνότς ήταν ήδη ερειπωμένο, είχε καταρρεύσει. Οι ιστορικές πηγές σιωπούν τους λόγους της καταστροφής του Ναού, ενώ οι περισσότεροι ερευνητές συγκλίνουν στην άποψη της καταστροφής του Ναού από σεισμό. Άλλοι υποστηρίζουν πως η εκκλησία καταστράφηκε από κατακτητές. Η πρώτη μνημόνευση του Ναού στις σύγχρονες μελέτες έγινε το 1842, οπότε και συναντάμε την πρώτη αναφορά στο Ναό στο βιβλίο του Επισκόπου Οβανές Σαχατουνιάντς «Καταγραφή του Καθολικού Ναού του Ετσμιατζίν και των επαρχιών του Αραράτ». Εκεί περιγράφεται η πιθανή του τοποθεσία. Το ενδιαφέρον για το Ναό αυξάνεται όταν το 1890 καταφθάνει στην Αρμενία ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βιέννης, Γιόζεφ Στριγκόφσκι, με σκοπό να ξεκινήσει έρευνες. Στην αυλή της Θεολογικής Ακαδημίας του Ετσμιατζίν οι μοναχοί δείχνουν στον καθηγητή τα κιονόκρανα, πάνω στα οποία ήταν χαραγμένες στα ελληνικά οι λέξεις «ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ» και «ΝΑΡΣΟΥ». Το 1891 στη μελέτη του «Το Ευαγγέλιο του Ετσμιατζίν» ο Στριγκόφσκι εκφράζει την άποψη ότι τα κιονόκρανα ανήκουν στο Ζβαρτνότς. Το άρθρο αυτό προκαλεί το ενδιαφέρον των μοναχών του Ετσμιατζίν, οι οποίοι ξεκινούν έρευνες και μόνο ύστερα από 7 χρόνια, στις 30 Μαρτίου του 1900, μετά από ειδική άδεια της Ρωσικής Αυτοκρατορικής Αρχαιολογικής Επιτροπής της Αγ. Πετρούπολης στο Ζβαρτνότς, ξεκινούν οι ανασκαφές. Ο μοναχός Χατσίκ Νταντιάν υπήρξε διευθυντής του Μουσείου και ύστερα τοποτηρητής του Ναού. Στη διάρκεια των ανασκαφών, ο Χατσίκ Νταντιάν ανακάλυψε το πρώτο εύρημα στις 11 Ιουλίου του 1900. Ήταν μια σφηνοειδής επιγραφή του βασιλιά του Ουραρτού (Αραράτ) Ρούσα του Β΄ (685-639 π. Χ.), αποτελούμενη από 47 γραμμές, στην οποία αναφέρεται το έργο του στον τομέα της οικονομίας και κατασκευής του υδραγωγείου. Κατά τις ανασκαφές βρέθηκε, επίσης, η κτιτορική επιγραφή του Ναρσή στα ελληνικά «ΝΑΡΣΗΣΕΠΟΙΗΣΕ ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΑΤΕ». Βρέθηκε ένα μεγάλο ηλιακό ρολόι, το οποίο ήταν εγκατεστημένο πάνω στο νότιο τείχος του Ναού. Στο πάνω μέρος του ρολογιού είναι χαραγμένο: «Ας προσεύχεται στον Κύριο πας Άγιος στην ώρα ευπρόσδεκτη». Στο κάτω μέρος του ρολογιού, από αριστερά προς δεξιά, είναι χαραγμένα τα γράμματα του αρμενικού αλφαβήτου σε αριθμητική αξία (από 1 μέχρι 12). Στη μέση του ρολογιού, με την κίνηση της σκιάς ενός πόλου διάβαζαν την ώρα. τσίκ Νταντιάν, στις ανασκαφές πήρε μέρος ο μεγάλος αρμένιος αρχιτέκτονας Τορός Τοραμανιάν. Ο Τοραμανιάν έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιστημονική μελέτη των ανασκαφών και τη διάσωση των θραυσμάτων. Ύστερα από τέσσερις μήνες, το Μάιο του 1905, μέσω των μελετών και υπολογισμών του, δημοσιεύει στο 5ο τεύχος του περιοδικού «Μουρτζ» (Σφυρί) την εκδοχή του για το αρχικό σχέδιο του Ζβαρτνότς. Η δημοσίευση αυτή προκαλεί θύελλα αντιπαραθέσεων, η οποία σταματά το 1906, όταν στην πρωτεύουσα του Βασιλείου των Βαγρατιδών, Ανί, ανακαλύπτεται κατά τις ανασκαφές του καθηγητή Νικολάου Μαρρ, το άγαλμα του βασιλιά Γκαγκίκ Α΄ (989-1020). Στο άγαλμα αυτό ο βασιλιάς φαίνεται να κρατά στα χέρια του πέτρινη μακέτα της εκκλησίας του Αγ. Γρηγορίου, που έχτισε το 1001 ο ίδιος ο Γκαγκίκ αντιγράφοντας το Ζβαρτνότς. Το σχήμα της μακέτας ήταν όμοιο με αυτό της εκδοχής του Τοραμανιάν! Ο Ναός, λοιπόν, αποτελούταν από μια στρογγυλή θολωτή κατασκευή τριών επιπέδων, με τη διάμετρο του κάτω διαζώματος να φτάνει περίπου τα 35,75 μέτρα. Στην κάτοψη του πρώτου επιπέδου (ισογείου) του Ναού είναι εγγεγραμμένος ένας σταυροειδής τετράκογχος, οι τρεις κόγχες του οποίου σχηματίζονταν από 6 κολόνες, ενώ η ανατολική κόγχη -η αψίδα του Ιερού- αποτελούταν από τοίχο διακοσμημένο με ψηφιδωτά και τοιχογραφίες. Στο κέντρο του Ναού βρίσκονται τα κυκλικά εγκαίνια, στα οποία φυλασσόταν η τίμια κάρα (κεφάλι) του Αγ. Γρηγορίου Φωτιστή. Σύμφωνα με τον Μοβσές Καγανκατβατσί, τα λείψανα του Αγ. Γρηγορίου Φωτιστή μεταφέρθηκαν από το χωριό Τορδάν και τοποθετήθηκαν στο Ζβαρτνότς. Πίσω από το Ιερό υπήρχε ένα τετράγωνο δωμάτιο, πιθανόν το σκευοφυλάκιο, από το οποίο ανέβαιναν τα σκαλιά για τον διάδρομο του πρώτου ορόφου. Οι προσόψεις του Ναού ήταν διακοσμημένες με γλυπτά σταφυλιών και ροδιών. Ανάμεσα στα γλυπτά του εσωτερικού του Ναού, είναι οι απεικονίσεις των 32 χτιστών-μαστόρων που κρατούν στα χέρια τους οικοδομικά εργαλεία. Σε μας έχουν διασωθεί μόνο τα εννέα απ’ αυτά, σε ένα από τα οποία είναι χαραγμένο στα αρμενικά το όνομα «Γιόχαν» (=Ιωάννης). Υποτίθεται ότι ο «Γιόχαν» ήταν ο γενικός αρχιτέκτονας, ενώ η νεότερη μελέτη υποστηρίζει ότι πρόκειται για τον Τιριδάτη Γ΄, ο οποίος στη βάπτιση έλαβε το όνομα αυτό. Ένα μέτρο πάνω από την ανάγλυφη αυτή ζώνη υπήρχαν παράθυρα με διάφορα στολίδια γύρω-γύρω. Τα παράθυρα είχαν τη μορφή κύκλου και βρίσκονταν σε αρμονική συνύπαρξη με τις άκρες. Πάνω από τα παράθυρα-κύκλους επεκτεινόταν διακοσμημένο με διάφορα στολίδια το γείσο, με το οποίο ολοκληρωνόταν το πρώτο επίπεδο. Το δεύτερο και το τρίτο επίπεδο του Ναού είχαν πιο σεμνή διακόσμηση σε σχέση με το πρώτο. Όπως στο πρώτο, έτσι και στο δεύτερο επίπεδο το αέτωμα (τύμπανο) αποτελείται από 32 κίονες. Σύμφωνα με την κοινή γνώμη, από τα 32 παράθυρα μόνο τα 28 φώτιζαν την εκκλησία, ενώ τα άλλα 4 ήταν «τυφλά», επειδή βρίσκονταν στο πίσω μέρος των κύριων πυλώνων. Το τύμπανο του τρίτου επιπέδου του Ναού, που ήταν και ο τρούλος του, ήταν επίσης πολυγωνικό και αποτελούταν από 16 κίονες. Η άκρη με τους πυλώνες επαναλάμβανε τα στοιχεία της άκρης του δεύτερου επιπέδου. Ο τρούλος του Ναού ήταν σκεπασμένος με κόκκινα κεραμίδια. Ο Ναός είχε πέντε εισόδους, ενώ στη νότιο-δυτική πλευρά υπάρχουν τα χαλάσματα του Πατριαρχικού Μεγάρου και των χώρων διαμονής του Νερσές Γ΄, καθώς και ένα οινοποιείο. Το Ζβαρτνότς χτίστηκε από την παραδοσιακή αρμενική λίθο «τουφ», σε συνδυασμό τριών χρωμάτων, μαύρου, καφέ και γκρι, και με τοίχους από επένδυση ασβεστίου. Η επιρροή του Ζβαρτνότς ήταν τεράστια στην ανάπτυξη της αρμενικής αρχιτεκτονικής σκέψης, ενώ στο ίδιο μοτίβο οικοδομήθηκαν αργότερα πολλές εκκλησίες στην Αρμενία άλλα και έξω από τα σύνορα της ιστορικής Αρμενίας. Τα ερείπια του Ναού Ζβαρτνότς βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής των κυβερνήσεων της Αρμενίας από το 1923. Η μελέτη, η αποκατάσταση, η συντήρηση και η σταθεροποίηση του μνημείου Ζβαρτνότς πραγματοποιήθηκαν όχι μόνο από τους Αρμένιους αλλά και από ξένους επιστήμονες. Σημαντικό ρόλο στις μελέτες έπαιξαν ο Τορός Τοραμανιάν και ο αρχιτέκτονας Τιράν Μαρουτιάν, ο οποίος παρέμεινε πιστός στις αρχές του Τοραμανιάν. Το 1988 ξεκίνησε η επέκταση του μουσείου του Ζβαρτνότς μετά από μελέτη του Λ. Σαντογιάν και το 2003 ολοκληρώθηκαν τα έργα της διακόσμησης του κτιρίου του μουσείου, με την υποστήριξη του Ιδρύματος Λινς. Σήμερα, το Ζβαρτνότς σε αναπαράσταση του Τ. Τοραμανιάν είναι παγκοσμίως γνωστό. Κατά τις ανασκαφές αποκαλύφθηκαν αντικείμενα κατασκευασμένα σε αρμενικά μεσαιωνικά εργαστήρια, μεταλλικά εργαλεία, καρφιά και μαχαίρια, άροτρο με υνία, διάφορα στολίδια, κομψά βραχιόλια από γυαλί, καλά διατηρημένες θήκες αλατιού, κανάτες, θήκες με αρωματικά έλαια και αρώματα, θήκες για την αποθήκευση του υδραργύρου, κεραμικά πιθάρια με χωρητικότητα 500 λίτρων το καθένα για την αποθήκευση κρασιού κ.ά. Το 2000 το Παγκόσμιο Κέντρο Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, μαζί με τα μνημεία της επαρχίας του Βαγαρσαπάτ (τον Καθεδρικό Ναό του Ετσμιατζίν, τις εκκλησίες της Αγ.Χριψιμέ (ελλ. Ριψιμή) και της Αγ. Γκαγιανέ (ελλ. Γκαϊανή), καθώς και την εκκλησία Σογακάτ), συμπεριέλαβε και το Ζβαρτνότς στο κατάλογο των διαφυλασσόμενων παγκοσμίως πολιτιστικών μνημείων.
|