Μάρτιος- Ιούνιος 2019, τεύχος 100
Πρόσφατα, ο αντιπρόεδρος του αρμενικού κοινοβουλίου Αλέν Σιμονιάν πρότεινε την αντικατάσταση του εθνικού ύμνου της χώρας «Μερ Χαϊρενίκ» με αυτόν της πρώην Σοβιετικής Αρμενίας.1 Πριν την υποβολή του σχετικού νομοσχεδίου στη Βουλή, ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Διασποράς Καρέν Αβανεσιάν ζήτησε να γίνει μια δημοσκόπηση στις αρμενικές κοινότητες ανά τον κόσμο, ώστε να υπάρχει και η άποψή τους γι’ αυτό το ζήτημα. Οι έντονες αντιδράσεις που ακολούθησαν ανάγκασαν την αρμενική κυβέρνηση να αποσύρει το επίμαχο νομοσχέδιο. Ωστόσο, το ζήτημα παραμένει ανοιχτό, καθώς οι σφοδρές συζητήσεις και αντιδράσεις των υποστηρικτών της διατήρησης ή αντικατάστασης του εθνικού ύμνου συνεχίζονται. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, κάποιοι υπεύθυνοι στη Δημοκρατία της Αρμενίας προσπάθησαν κατά καιρούς να μιμηθούν τους κυβερνώντες της Ρωσικής Ομοσπονδίας, οι οποίοι είχαν υιοθετήσει τον σοβιετικό ύμνο στη χώρα τους. Ωστόσο, η απόπειρα αλλαγής του εθνικού ύμνου προσέκρουσε στην έντονη αντίδραση της αρμενικής διασποράς και αρκετών πολιτών στη Δημοκρατία της Αρμενίας. Για να κατανοήσουμε τη σταθερή προσήλωση του αρμενικού λαού στον εθνικό ύμνο «Μερ Χαϊρενίκ» θα πρέπει να γνωρίσουμε την πραγματική ιστορία του. Από άρθρο του περιοδικού «France-Armenie» (τεύχος Μαρτίου 2019) με την υπογραφή του Αλεξάντρ Σιρανοσιάν, αντλήσαμε κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία για το κείμενο που ακολουθεί: Ο Λουίτζι Μερκαντίνι, ένας ιταλός ποιητής γράφει το 1857 την «La spicolatrice di Sapri»(η σταχυομαζώχτρα του Σάπρι),2 στη μνήμη του Κάρλο Πιζακάνε, ενός ιταλού πατριώτη που σκοτώθηκε τον ίδιο χρόνο με τους άνδρες του σε μια αποστολή στο Σάπρι, μια κωμόπολη στην επαρχία Σαλέρνο. Το ποίημα αυτό έγινε διάσημο σε όλη την Ευρώπη, μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε στα Ρωσικά το 1859. Τον ίδιο χρόνο, ο Μικαέλ Ναλμπαντιάν (1829-1866), ένας πολιτικοποιημένος δημοσιογράφος και ποιητής, προσκείμενος στους κύκλους των ρώσων επαναστατών, βρίσκοντας στο κείμενο αυτό τα ιδανικά που θα ενέπνεαν τον αγώνα για την απελεύθερωση των Αρμενίων του Καυκάσου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έγραψε «Το τραγούδι της νεαρής Ιταλίδας». Το ποίημά του, που δημοσιεύτηκε το 1861 στην εφημερίδα «Χιουσισαπάιλ» (Λάμψη του Βορρά) της Αγίας Πετρούπολης και αναδημοσίευσε η «Μεγού» (Μέλισσα) της Τιφλίδας, γνώρισε τεράστια επιτυχία στους κύκλους της αρμενικής διανόησης. Το ποίημα αυτό αποτελείται από 18 στροφές και αφορά τον αγώνα για την απελευθέρωση των ιταλικών κρατών εναντίον της αυστριακής κατοχής, μέσα από ένα συγκινητικό διάλογο ανάμεσα σε ένα νεαρό άνδρα έτοιμο να πεθάνει για την πατρίδα του. Τον ενθαρρύνει η αδελφή του η οποία του παραδίδει μια τρίχρωμη σημαία που την έχει ράψει η ίδια. Πολλοί που δεν γνώριζαν το περιεχόμενο του ποιήματος φαντάστηκαν, αδίκως, ότι ο Ναλμπαντιάν μετέφρασε απλώς το κείμενο του ποιήματος του ιταλού ποιητή στο οποίο είχε προσθέσει τις τρεις τελευταίες στροφές. Το κείμενο αυτό είναι στην πραγματικότητα μια «κωδικοποιημένη» έκκληση στη δέσμευση του αρμενικού λαού και ειδικά των γυναικών για την απελευθέρωση της Αρμενίας από τον τουρκικό ζυγό. Ο Ναλμπαντιάν συνελήφθη το 1862 και πέθανε το 1866, όπως οι ήρωές του, για τα ιδανικά της Ελευθερίας! Όσο για τη τη μελοποίηση του ποιήματος, η εκδοχή που παρουσιάστηκε από τις κυβερνητικές ιστοσελίδες δεν είναι ακριβής. Ο Παρσέγ Γκανατσιάν (1885-1967), ο υποτιθέμενος συνθέτης της μουσικής, δεν διεκδίκησε ποτέ την πατρότητά της. Έχουμε την επιβεβαίωση από τη δημοσιοποίηση του άσματος το 1919, στο πρώτο από τα τέσσερα φυλλάδια με τις παρτιτούρες που διασκεύασαν οι μαθητές του Κομιτάς με τίτλο «Χάι Γκουσάν, Μερ Χαϊρενίκ» (Αρμένισσες Μοναχές, Η Πατρίδα Μας) και υπογράφεται σαν «Διασκευή για χορωδία Π. Γκανάτς». (Μια προγενέστερη έκδοση είχε ήδη δημοσιευτεί το 1909). Χάρη στα μουσικά αρχεία της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Αρμενίας και του Μουσείου Τσαρέντς στο Γερεβάν, γνωρίζουμε ότι η μουσική ιστορία αυτού του άσματος είχε αρχίσει το 1879 στην πόλη Βαγαρσαπάτ (Ετσμιατζίν), δηλαδή 18 χρόνια μετά τη δημοσίευση του ποιήματος από τον Ναλμπαντιάν. Θα ακολουθήσουν δύο άλλες το 1880 και το 1882, που προορίζονταν για τους καθηγητές στα αρμενικά σχολεία. Ωστόσο, ο συνθέτης της μουσικής, Γεζνίκ Καχανά (εφημέριος) Γερζιγκιάντς, καθηγητής στη σχολή Νερσεσιάν της Τυφλίδας, στην εισαγωγή του, διευκρινίζει ότι ορισμένα μουσικά κομμάτια είναι ξενικής προέλευσης και άλλα είναι δικής του σύνθεσης, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει πουθενά η υπογραφή του. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε με σιγουριά ότι είναι ο συνθέτης της μουσικής του «Μερ Χαϊρενίκ». Ο Κρισταπόρ Καρά Μουρζά (1853-1902) και οι μαθητές του συνέβαλαν σημαντικά στη διάδοση του ύμνου σε όλη την Υπερκαυκασία και στη νότια Ρωσία, όπως μαρτυρούν αρκετά έγγραφα. Σχεδόν όλα τα κονσέρτα ξεκινούν με το «Μερ Χαϊρενίκ»! Το πρώτο δόθηκε τον Μάρτιο του 1885 στην Τιφλίδα στο θέατρο της οικογένειας Αργκούνσκι. Ο Κρισταπόρ Καρά Μουρζά βελτίωσε τη μελωδία. Ο εθνικός ύμνος «Μερ Χαϊρενίκ» διδασκόταν στα αρμενικά σχολεία της τσαρικής Ρωσίας μέχρι και την πτώση της Πρώτης Δημοκρατίας της Αρμενίας, ενώ ήταν γνωστός και στην οθωμανική Αρμενία. Ο Ματεός Β΄ Ιζμιρλιάν, γνωστός και ως «Γεργκατέ Μπαντριάρκ» (Σιδερένιος Πατριάρχης), με καταγωγή από το Σκούταρι της Κωνσταντινούπολης που ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο μετά τον θάνατο του Μιγκιρδίτς Χριμιάν, όταν πληροφορήθηκε τις σφαγές των Αρμενίων στα Άδανα, τον Απρίλιο του 1909, ξεκίνησε το ρέκβιεμ στη μνήμη των αθώων θυμάτων με τον ύμνο «Μερ Χαϊρενίκ». Σε μιαν επιστολή προς τον Πατριάρχη Γεγισέ Τουριάν, ο Καθολικός Ιζμιρλιάν γράφει ότι σιγοτραγουδούσε τον ύμνο με τρεμουλιαστή φωνή. Αναφέρει τη συγκίνηση των πιστών και πώς αυτό το τραγούδι ανεβαίνει στον ουρανό κάτω από τους θόλους του καθεδρικού ναού. Τραγουδήθηκε από τους υπερασπιστές της πόλης του Βαν, από τους αγωνιστές στη μάχη του Σαρνταραμπάντ, εξ ου και η επιλογή του ως εθνικού ύμνου3 τη στιγμή της δημιουργίας της Πρώτης Δημοκρατίας της Αρμενίας. Σε όσους επιθυμούν να δουν την αναβίωση του παλιού εθνικού ύμνου της Σοβιετικής Αρμενίας του Αράμ Χατσατουριάν, η απάντηση είναι αυτή που έδωσε η μεγάλη αοιδός Χασμίκ Παπιάν στο φύλλο της 12ης Φεβρουαρίου 2019 της «Χαγιαστανί Χανραμπεντουτιούνε» (Η Δημοκρατία της Αρμενίας) στη δημοσιογράφο Λουσινέ Μεχιταριάν: «Η αξία του ύμνου της χώρας μας δεν έγκειται στην ποιότητα της μουσικής σύνθεσης ούτε στο κύρος του δημιουργού της, αλλά στην ποιότητα ζωής των κατοίκων της».
1. Ο εθνικός ύμνος της Δημοκρατίας της Αρμενίας: https://www.youtube.com/watch?v=nxhMfBYvFmA Ο εθνικός ύμνος της πρώην Σοβιετικής Αρμενίας: https://www.youtube.com/watch?v=gv02g_5eMfA 2. Η εργάτρια του Σάπρι που ασχολείτο με την αφαίρεση του σιταριού, συνάντησε τον Κάρλο Πιζακάνε, τον ερωτεύτηκε και αντί να συνεχίσει τη δουλειά της, τον ακολούθησε στη μάχη, βλέποντάς τον ανήμπορη να σκοτώνεται από τον στρατό των Αυστριακών. 3. Ο εθνικός ύμνος «Μερ Χαϊρενίκ» δεν πρέπει επ’ ουδενί να συγχέεται με το «Μεσάγκ Πανβόρ» (αγρότης εργάτης), τον ύμνο του κόμματος της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας-Τασνακτσουτιούν, με τον οποίο πολλοί αδαείς στη διασπορά τον μπερδεύουν συχνά. Ο ύμνος «Μερ Χαϊρενίκ» συμβόλιζε επί 70 χρόνια τη θέληση του αρμενικού λαού για ανεξαρτησία απέναντι στον σοβιετικό ζυγό, αιχμή του δόρατος του οποίου υπήρξε η Α.Ε.Ο., καθώς και την αντίσταση του αρμενικού λαού ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης.
|