Έγκλημα και ατιμωρησία |
Αναζητώντας τη μετασοβιετική δημοκρατία στην Αρμενία
Του Ραζμίκ Αγαμπατιάν Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2012 τεύχος 74
Η Αρμενική Δημοκρατία ήδη μετράει πάνω από δύο δεκαετίες ζωής, παρ’ όλα αυτά οι τοπικές μαφιόζικες ελίτ μεταχειρίζονται τη χώρα σαν τσιφλίκι τους και… δεν δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Τελευταίο τους θύμα ήταν ο νεαρός στρατιωτικός ιατρός Βαχέ Αβετιάν. Και το ερώτημα που τίθεται είναι, τελικά η Αρμενία είναι μια δημοκρατική χώρα;
Την Κυριακή 1η Ιουλίου ο αντισυνταγματάρχης Βαρτάν Σαμβελιάν εισέβαλε στο εστιατόριο «Χαρσνακάρ» στο Ερεβάν ζωσμένος με 600 γραμμάρια δυναμίτιδας, οπλισμένος με χειροβομβίδες και ένα μαχαίρι, απειλώντας να τινάξει στον αέρα ολόκληρο το κτήριο. Τρεις ώρες μετά παραδόθηκε οικιοθελώς στην αστυνομία. Όμως ποιος ήταν ο σκοπός αυτής της ενέργειας και τι ήθελε να πετύχει με αυτήν ο Σαμβελιάν; Ο Βαρτάν Σαμβελιάν που τώρα κρατείται και αντιμετωπίζει κατηγορίες για παράνομη κατοχή όπλων και υπάρχει περίπτωση να καταδικαστεί σε πολυετή ποινή φυλάκισης, ήθελε να διαμαρτυρηθεί για τον άδικο χαμό ενός συναδέλφου του. Και μπορεί ο αρχηγός της αστυνομίας να δήλωσε δημόσια ότι «κατά τη γνώμη του ο Σαμβελιάν δεν ήθελε πραγματικά να ανατινάξει το εστιατόριο και ότι ήταν σε κατάσταση μέθης όταν πήρε αυτή την πρωτοβουλία», όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά.
Για όλα φταίει ένα… ρούχο; Η αρχή σε αυτό το «εκρηκτικό» κουβάρι βρίσκεται στα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στο συγκεκριμένο εστιατόριο λίγες εβδομάδες πριν την απελπισμένη -και φαινομενικά παράλογη- πράξη του αντισυνταγματάρχη. Στις 17 Ιουνίου πέντε νέοι στρατιωτικοί ιατροί - οι Εντγκάρ Μικογιάν, Αρκάντι Αγανιάν, Γκαρίκ Σογομονιάν, Αρτάκ Μπαγαντιάν και Βαχέ Αβετιάν γρονθοκοπήθηκαν άγρια σε σημείο που ο τελευταίος κατέληξε χωρίς ποτέ να βρει τις αισθήσεις του, λόγω των σοβαρών κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων που υπέστη. Οι υπόλοιποι, παρότι νοσηλεύτηκαν και εκείνοι για μέρες, στάθηκαν πιο τυχεροί. Η αιτία που οδήγησε τον τριαντατριάχρονο Αβετιάν - πατέρα δύο παιδιών - στο θάνατο, ήταν ένας καβγάς που ξέσπασε μεταξύ των νεαρών στρατιωτικών ιατρών με τους υπεύθυνους ασφαλείας του εστιατορίου, που ανήκει στον βουλευτή του Δημοκρατικού κόμματος και πρόεδρο της αρμενικής ομοσπονδίας ποδοσφαίρου Ρουπέν Χαϊραπετιάν. Όπως μάλιστα υποστηρίζουν τα αρμενικά ΜΜΕ, ο ίδιος ο Χαϊραπετιάν πρόσταξε τους σωματοφύλακές του «να δώσουν ένα μάθημα» λόγω του ότι οι νεαροί άνδρες δεν ακολουθούσαν τον ενδυματολογικό κώδικα του υπερπολυτελούς εστιατορίου του. Το αποκορύφωμα της όλης υπόθεσης ήταν ότι ο Ρουπέν Χαϊραπετιάν συνέχισε να ζει την καθημερινότητά του λες και δεν είχε συμβεί τίποτα, και ενώ οι ιατροί πάλευαν ακόμη να κρατήσουν τον Αβετιάν στη ζωή εκείνος απολάμβανε το ταξίδι του στο Κίεβο μαζί με τον πρόεδρο της Αρμενίας Σερζ Σαρκσιάν για να παρακολουθήσει τον τελικό του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου. Παράλληλα αρνιόταν πεισματικά να κάνει κάποια δήλωση παρ’ όλες τις επίμονες ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που έδωσε το μόνο που είπε ήταν: «Περιμένετε να πω ότι όλοι οι υπεύθυνοι θα τιμωρηθούν; Φυσικά και θα τιμωρηθούν και μάλιστα με τις αυστηρότερες ποινές που προβλέπει ο νόμος. Και τι με αυτό όμως; Είναι προφανώς αδύνατον να φέρουμε τον Βαχέ πίσω… Τι μπορώ να πω στην οικογένειά του; Δεν μπορείτε καν να φανταστείτε τα αισθήματά μου». Η αλήθεια είναι πως δυσκολευόμαστε…
Μαφία και μετασοβιετικό κόμπλεξ Αξίζει να αναφερθεί, ότι για τους περισσότερους κατοίκους της Αρμενίας όταν ακούν για σωματοφύλακες, ο νους τους δεν πάει στον Κέβιν Κόστνερ ή στην παρέα του Νταρτανιάν, αλλά σε μυώδεις άβουλες μηχανές που φορούν χρυσές καδένες και απλά υπακούν χωρίς δεύτερη σκέψη στις επιταγές των αφεντικών τους όταν πρόκειται συνήθως να «συνετίσουν» κάποιον δύσμοιρο. Η ύπαρξη αυτών των μπράβων ξεκινάει ήδη από την εποχή της σοβιετικής περιόδου και είναι ένα φυσικό παραπροϊόν της διαφθοράς που μαστίζει την πολιτική και μεγαλοεπιχειρηματική τάξη της Αρμενίας. Κάποιοι ενδεχομένως μπορεί να θυμούνται τη δολοφονία του Μπογός Μπογοσιάν που το 2001 ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου στις τουαλέτες της καφετέριας «Ερεβάν» από τους σωματοφύλακες του τότε προέδρου Ρομπέρ Κοτσαριάν. Ο Μπογοσιάν όπως λέγεται πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή, την αυθόρμητη ιδέα του να απευθυνθεί στον πρόεδρο λέγοντάς του «Γεια σου Ρομπ», ενώ ο θηριώδης σωματοφύλακας Αγκαμάλ Χαρουτιουνιάν - βασικός κατηγορούμενος - «τιμωρήθηκε» με δύο χρόνια φυλάκισης με αναστολή για ανθρωποκτονία από αμέλεια. Τα τελευταία 8 χρόνια έχει ξεκινήσει ένας διάλογος για να προωθηθεί ένα σχέδιο νόμου που θα θέσει ένα κανονιστικό πλαίσιο βάση του οποίου οι σωματοφύλακες θα πρέπει να έχουν άδεια, να έχουν λάβει επαγγελματική εκπαίδευση και να ακολουθούν έναν συγκεκριμένο κώδικα συμπεριφοράς, αλλά ως τώρα δεν έχει γίνει κάτι ουσιαστικό. Ο κατάλογος των θυμάτων και των «μεμονωμένων περιστατικών» βίας και ατιμωρησίας την ίδια στιγμή όμως μεγαλώνει και δείχνει ξεκάθαρα, ότι στην Αρμενία υπάρχουν δύο ποινικοί κώδικες - ένας για τους κοινούς πολίτες και ένας για όσους έχουν σχέσεις με τα ανώτερα κλιμάκια εξουσίας.
Η διεθνής… «καταξίωση» Χαρακτηριστική άλλωστε είναι η περίπτωση του κυβερνήτη του Σιουνίκ, Σουρέν Χατσατριάν. Ο ίδιος, αλλά και μέλη της οικογένειάς του έχουν απασχολήσει τα ΜΜΕ πάρα πολλές φορές με τα «κατορθώματά» τους, πάντοτε με τη στήριξη υψηλόβαθμων κυ-βερνητικών στελεχών και χωρίς ποτέ να τιμωρηθούν. Το όνομα του Χατσατριάν έχει λάβει την «τιμητική διάκριση» να αναφέρεται σε μια σειρά από διπλωματικά τηλεγραφήματα των ΗΠΑ. Ο επιτετραμμένος της αμερικανικής πρεσβείας στην Αρμενία Joseph Pennigton, σε ένα από αυτά αναφέρει ότι «ο κυβερνήτης του Σιουνίκ έχει μια μακρά και άξια αναφοράς φήμη κακοποιού στοιχείου που κυβερνά τις μακρινές νότιες επαρχίες με σκληρότητα» και προσθέτει «η δυνατότητα υψηλόβαθμων στελεχών της Αρμενίας - κυβερνήτες, δήμαρχοι, στρατηγοί, ολιγάρχες, αλλά και οι γιοι τους, οι σωματοφύλακές τους και οι δορυφόροι τους - να βιαιοπραγούν ή ακόμη και να δολοφονούν τους απλούς πολίτες, παραμένοντας ατιμώρητοι, αποτελεί μια μαύρη σελίδα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και γίνεται αιτία να ενισχύεται η οργή του λαού προς τις παγιωμένες ελίτ». Σε ένα άλλο τηλεγράφημά του σημειώνει, ότι «κάθε χρόνο φτάνουν πλήθος καταγγελίες και αναφορές που αφορούν περιστατικά πολιτών που είχαν την ατυχία να βρεθούν στο δρόμο των ολιγαρχών και τα οποία συστηματικά «σκουπίζονται» για να μπουν κάτω από το χαλί…» Η περίπτωση του Βαχέ Αβετιάν αποτελεί έως τώρα εξαίρεση ως προς την αντίδραση που προκάλεσε και τις διαστάσεις που πήρε, διότι ήδη από την αρχή της νοσηλείας του, οργανώθηκαν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και πορείες, ενώ η υπόθεση έφτασε ακόμη και στη βουλή. Εκτός από δικαιοσύνη για τον άδικο χαμό του νεαρού άνδρα, το κύριο αίτημα των διαδηλωτών ήταν η απελευθέρωση της Αρμενίας από τη δικτατορία της τοπικής ολιγαρχίας. Και ενώ τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της Αρμενίας, επικρατούσε σιωπή γύρω από το ζήτημα των αρμενίων ολιγαρχών - λόγω του ότι ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο σε όλες τις μετασοβιετικές πρώιμες δημοκρατίες - η «περίοδος χάριτος» μετά από δύο δεκαετίες έχει πλέον παρέλθει. Εάν λοιπόν η Αρμενία θέλει να θεωρείται μια δημοκρατική χώρα θα πρέπει να ελέγξει αυτές τις «περίεργες» αντιλήψεις περί ασυδοσίας και μαφιόζικων πρακτικών της τοπικής ελίτ. Είναι ένα χρέος που το οφείλει σε όλες τις αδικοχαμένες ψυχές και σε κάθε περίπτωση εγγυάται το μέλλον της. |