Το κατεχόμενο μοναστήρι του Αγίου Μακαρίου |
Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας Τεύχος: Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009
Το Μοναστήρι του Αγίου Μακαρίου (Σουρπ Μαγκάρ), γνωστό και ως Αρμενομονάστηρο ή Μαγκαραβάνκ, είναι το μοναδικό αρμενικό μοναστήρι στην Κύπρο, κτισμένο σε υψόμετρο 530 μέτρων μέσα στο δάσος της Ανατολικής Πλατανιώτισσας, περίπου 1 ½ χιλιόμετρο δυτικά της Χαλεύκας. Αφιερωμένο στον Άγιο Μακάριο τον Αλεξανδρινό τον Ερημίτη, του οποίου τη μνήμη τιμούσε την πρώτη Κυριακή του Μάη (αν και γιόρταζε εξίσου και τον επίσης αιγυπτιακής καταγωγής Άγιο Μακάριο τον Πρεσβύτερο το Δεκέμβριο), ιδρύθηκε γύρω στο έτος 1000 από Κόπτες εις ανάμνηση του Αγίου , ο οποίος κατά την παράδοση ασκήτεψε στην περιοχή, και μέχρι το 1425 περιήλθε στα χέρια των Αρμενίων. Ένας μεγάλος αριθμός υπέροχων και ανεκτίμητων χειρογράφων (χρονολογουμένων μεταξύ 1202 και 1740, με πολυτιμότερα ένα εικονογραφημένο ευαγγέλιο του 1293 και ένα ιερό ψαλτήριο του 1678), εκκλησιαστικών σκευών και ενδυμάτων στεγάζονταν εκεί. ευτυχώς, 56 από τα πανέμορφα χειρόγραφα γλύτωσαν, αφού από το 1947 φυλάσσονται στο Μουσείο «Κιλικία» του Καθολικάτου (Πατριαρχείου) του Μεγάλου Οίκου της Κιλικίας, στο Αντιλιάς του Λιβάνου. Κατά τη Φραγκοκρατία (1192-1489) και την Ενετοκρατία (1489-1570) οι μοναχοί ακολουθούσαν τόσο αυστηρούς κανόνες διαβίωσης και δίαιτας, που δεν επιτρεπόταν η είσοδος ούτε ακόμη και σε θηλυκά ζώα, ενώ κατά τη νηστεία της τεσσαρακοστής δεν έτρωγαν ούτε όσπρια που θα μπορούσε να περιείχαν έντομα, όπως κουκιά και φακές. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1571-1878) ήταν γνωστό ως το Κυανούν Μοναστήρι, προφανώς λόγω του γαλάζιου χρώματος που είχαν οι πόρτες και τα παραθυρόφυλλά του. Το Αρμενομονάστηρο υπήρξε δημοφιλές προσκύνημα τόσο για τους Αρμένιους όσο και για τους υπόλοιπους κατοίκους του νησιού, αλλά και για διάφορους ντόπιους και ξένους περιηγητές και προσκυνητές καθοδόν προς τους Αγίους Τόπους, όπως ο Χοβσέπ Σισμανιάν (γνωστός με το λογοτεχνικό όνομα «Τζερέντς»): εμπνευσμένος από το περίγραμμα της μακρινής οροσειράς του Ταύρου - η οποία είναι ορατή κυρίως το χειμώνα, όταν δεν έχει σύννεφα ή υγρασία-, έγραψε γύρω στο 1875 την ιστορική νουβέλα Τορός Λεβονί. Επιπλέον, το μοναστήρι ήταν χώρος ξεκούρασης και ανάρρωσης Καθολικών (Πατριαρχών) και άλλων ιερωμένων από την Κιλικία, το μοναστήρι του Αγίου Ιακώβου στην Ιερουσαλήμ και το Ετσμιατζίν της Αρμενίας, με τα οποία και διατηρούσε στενές σχέσεις. Ένας από τους γνωστότερους φιλοξενούμενους του Αρμενομονάστηρου υπήρξε ο αββάς Μεχιτάρ: με τελικό προορισμό τη Ρώμη, σταμάτησε στην Αμμόχωστο το 1695, όπου και φιλοξενήθηκε μέχρι που έφθασαν τα νέα της αποστασίας του από την ορθόδοξη αρμενική πίστη κλίνοντας προς τον καθολικισμό, οπόταν και εκδιώχθηκε. Έτσι, κατέφυγε στο μοναστήρι του Αγίου Μακαρίου, όπου όχι μόνο έγινε δεκτός, αλλά και οι εκεί μοναχοί τον περιέθαλψαν μέχρι να γιατρευτεί από την ελονοσία, από την οποία είχε μολυνθεί στην Αλεξανδρέττα. Την Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 1901, εις ανάμνηση της 200ής επετείου της ίδρυσης του τάγματος των Μεχιταριστών της Βενετίας, οι μαθητές του ορφανοτροφείου Κουρκτζιάν και ο αρχιτέκτονας Γκάρο Μπαλιάν (ο οποίος ήταν και ο αρχιτέκτονας των κτιρίων του Μελκονιάν) κατασκεύασαν μια πέτρινη στήλη στο βουνό απέναντι από το μοναστήρι αφιερωμένη στον αββά Μεχιτάρ. Άλλο σημαντικό μνημείο λίγο έξω από το μοναστήρι είναι η πέτρινη στήλη που εγκαινι΄στηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1933, σε ανάμνηση της επίσκεψης εκεί του Καθολικού Σαχάκ Β, ο οποίος είχε χρηματοδοτήσει το διάκοσμο του μοναστηριού το 1931. Το 1642 ένα φιρμάνι εξαίρεσε το μοναστήρι από την καταβολή φορολογίας, οι όροι του οποίου ανανεώθηκαν το 1660 και το 1701. Το 1735 επιτράπηκαν ανακαινίσεις στο μοναστήρι, καθώς και το 1811, όταν δόθηκε και η άδεια ανέγερσης παρεκκλησίου, το οποίο κτίστηκε το 1814 στα βόρεια της αρχικής εκκλησίας της μονής. Καθ’ όλη την Τουρκοκρατία στην ευρύτερη περιοχή γύρω από το Αρμενομονάστηρο συνέχισαν να κατοικούν Αρμένιοι μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Μεταξύ 1894-1896, μετά τις σφαγές του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β, αρκετοί αρμένιοι πρόσφυγες που έφθασαν στην Κύπορ κατέφυγαν στο μοναστήρι, μάλιστα δε μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα λειτουργούσε στο μοναστήρι αρμενικό σχολείο για τα παιδιά που διέμεναν στη γύρω περιοχή. Ανακαινίσεις έγιναν ξανά το 1929, ενώ η τελευταία μεγάλη ανακαίνιση έγινε μεταξύ 1947-1949, οπόταν και το μοναστήρι απέκτησε σύστημα υδροδότησης (με τουρμπίνα που συνδέθηκε με τη γεώτρηση της πηγής του Αρχάγγελου Γαβριήλ, που ανακαλύφθηκε το 1948) και ηλεκτροδότησης (με ηλεκτρογεννήτρια). Κατά τα σαββατοκύριακα, τις μεγάλες γιορτές και το καλοκαίρι εκατοντάδες οικογένειες Αρμενοκυπρίων επισκέπτονταν το μοναστήρι, μάλιστα δε υπήρχε και η δυνατότητα διαμονής σε αυτό. Ιδιαίτερα τα καλοκαίρια, το μοναστήρι λειτουργούσε και ως εκπαιδευτικό θέρετρο, στο οποίο αρμενόπαιδα μαθητές των δημοτικών σχολείων Μελικιάν-Ουζουνιάν αλλά της σχολής Μελκονιάν παραθέριζαν εκεί, όπως και αρμένιοι πρόσκοποι. Με την πάροδο του χρόνου το μοναστήρι απέκτησε τεράστια κτηματική περιουσία, η οποία σύμφωνα με τους επίσημους τίτλου ιδιοκτησίας που δόθηκαν το 1945 έφθανε τις 9.900 σκάλες (μετά το 1962 μειώθηκε στις περίπου 8.500 σκάλες) και εκτείνονταν μέχρι και τη θάλασσα, περιλαμβανομένου ενός χιλιομέτρου ακτογραμμής. Στην έκταση αυτή, η οποία ήταν καταπράσινη από τα χιλιάδες πεύκα και κυπαρίσσια, βρίσκονταν σχεδόν 30.000 ελαιόδεντρα και χαρουπόδεντρα, τα οποία μέχρι το 1974 απέφεραν στην Αρμενική Μητρόπολη Κύπρου πέραν των 8.000 δολαρίων ετησίως. Το 1966 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ δώρισε 3.000 δολάρια στο μοναστήρι και φύτεψε ένα δέντρο. Το Αρμενομονάστηρο καταλήφθηκε από τους τούρκους εισβολείς κατά τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής τον Αύγουστο του 1974. Λίγα χρόνια μετά έγινε χώρος υποδοχής παράνομων εποίκων από την Ανατολία, ενώ τη δεκαετία του 1980 χρησιμοποιείτο από τις λεγόμενες «δυνάμεις ασφαλείας». Καταστράφηκε εκτεταμένα από πυρκαγιά το Φεβρουάριο του 1997, ενώ μεταξύ 1998-1999 το ψευδοκράτος ήθελε να το μετατρέψει σε ξενοδοχείο: μετά από αντιδράσεις της κοινότητας, της Μητρόπολης και του Πατριαρχείου, της κυπριακής και της αρμενικής κυβέρνησης, του Βατικανού και της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα ιερόσυλα σχέδια των Αττίλων εγκαταλείφθηκαν, ωστόσο από τον Απρίλιο του 2005 λειτουργεί στο χώρο καφετέρια. Στις 6 Μαΐου 2007, μετά από πρωτοβουλία του αρμένιου εκπροσώπου Βαρτκές Μαχτεσιάν, περίπου 250 Αρμενοκύπριοι έκαναν την πρώτη επίσκεψή τους στο κατεστραμμένο και βεβηλωμένο μοναστήρι μετά από 33 χρόνια. Σήμερα παραμένει βουβό, ερειπωμένο, συλημένο και ασυντήρητο, αφημένο στο έλεος της φύσης, περιμένοντας υπομονετικά τους νόμιμους ιδιοκτήτες του να επιστρέψουν. |