Το μοναστήρι του Αγίου Μακαρίου στον τουρκοκρατούμενο Πενταδάκτυλο |
Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας Oκτώβριός - Δεκέμβριός 2012 τεύχος 75
Το μοναστήρι του Αγίου Μακαρίου, γνωστό και ως Αρμενομονάστηρο ή Μαγκαραβάνκ, κατέχει μια ιδιαίτερη ιστορική, θρησκευτική και συναισθηματική αξία για την αρμενοκυπριακή κοινότητα. Βρίσκεται σε μια γραφική τοποθεσία μέσα στο πυκνό δάσος της Πλατανιώτισσας, περίπου 1½ χιλιόμετρο δυτικά της Χαλεύκας και σε υψόμετρο 530 μ. Η τεράστια έκτασή του (σχεδόν 8.500 σκάλες ή 11,37 τετρ. χιλιόμετρα) εκτείνεται μέχρι την παραλία και περιλαμβάνει περίπου 30.000 ελαιόδεντρα και χαρουπόδεντρα. Από την ειδυλλιακή του θέση μπορεί κάποιος να ατενίσει την οροσειρά του Ταύρου στην Κιλικία, ιδιαίτερα το χειμώνα, όταν δεν υπάρχει πολλή υγρασία και το χιόνι καλύπτει τις βουνοκορφές. Το μοναστήρι αρχικά ιδρύθηκε περί το έτος 1000 μ.Χ. από Κόπτες εις μνήμην του Αγίου Μακαρίου του Ερημίτη της Αλεξάνδρειας (306-395 μ.Χ.), που σύμφωνα με την παράδοση είχε ασκητέψει στην περιοχή. Η μνήμη του εορταζόταν την πρώτη Κυριακή του Μάη, παρόλον ότι η μονή γιόρταζε εξίσου τη μνήμη του Αγίου Μακαρίου του Πρεσβύτερου της Αιγύπτου (301-391 μ.Χ.) το Δεκέμβρη. Μέχρι το 1425, το μοναστήρι είχε ήδη περιέλθει στην κατοχή της Αρμενικής Εκκλησίας. Καθ’ όλη τη Φραγκοκρατία και την Ενετοκρατία (1192-1489-1570), οι μοναχοί του ήταν γνωστοί για τους πολύ αυστηρούς κανόνες ασκητικού βίου και θρησκευτικής μετάνοιας που ακολουθούσαν: απαγορευόταν η είσοδος ακόμη και σε θηλυκά ζώα, ενώ κατά τη νηστεία της Τεσσαρακοστής δεν έτρωγαν όσπρια που θα μπορούσαν να περιέχουν έντομα, όπως κουκιά και φακές. Σύμφωνα με το μύθο, στο Αρμενομονάστηρο κατέφυγαν το 1140 ο πρίγκηπας της Κιλικίας Τορός Β’ για να γλυτώσει από τους καταδίωκες του και το 1348 ο Βασιλιάς Ούγος Δ’ για να ξεφύγει από την επιδημία της Μαύρης Πανώλης. Τον Ιούλιο του 1558 τη μονή επισκέφθηκε ο Ενετός κυβερνήτης Sebastian Venier. Κατά την Τουρκοκρατία (1571-1878), ήταν γνωστό ως το Κυανούν Μοναστήρι (Καπούιτ Βανκ, Γκεκ Μαναστίρ ή Μαβί Μαναστίρ), λόγω του γαλάζιου χρώματος που είχαν οι πόρτες και τα παραθυρόφυλλά του. Το Αρμενομονάστηρο υπήρξε δημοφιλές προσκύνημα για Αρμένιους και μη πιστούς, καθώς και σταθμός για ντόπιους και ξένους περιηγητές καθοδόν προς τους Αγίους Τόπους, όπως ο επιστήμονας Χοβσέπ Σισμανιάν, γνωστός με το λογοτεχνικό όνομα «Τζερέντς»: εμπνευσμένος από το περίγραμμα της μακρινής οροσειράς του Ταύρου, έγραψε γύρω στο 1875 την ιστορική νουβέλα «Τορός Λεβονί». Το Αρμενομονάστηρο υπήρξε για αιώνες χώρος ανάπαυσης και ανάρρωσης Καθόλικων (Πατριαρχών) και άλλων Αρμενίων ιερωμένων από την Κιλικία και την Ιερουσαλήμ, με τις οποίες διατηρούσε στενές σχέσεις. Ίσως ο πιο φημισμένος απ’ αυτούς ήταν ο Αββάς Μεχιτάρ της Σεβαστείας (1676-1749): με προορισμό τη Ρώμη, σάλπαρε από το λιμάνι της Αλεξανδρέττας. Εκεί, όμως, κόλλησε ελονοσία, καθιστώντας τον ανεπιθύμητο στο καράβι. Ένας καλός σαμαρείτης τον κωπηλάτησε στην ακτή της Αμμοχώστου, αλλά όταν μαθεύτηκε η αποστασία του από την Αρμενική Εκκλησία προς τον Καθολικισμό εκδιώχθηκε. Έτσι, μεταφέρθηκε στο Αρμενομονάστηρο, όπου οι μοναχοί εκεί τον περιέθαλψαν μέχρι να γιατρευτεί κατά τους καλοκαιρινούς μήνες του 1695.
O «χρυσός αιώνας»
Το 1642 ένα φιρμάνι απάλλαξε το μο-ναστήρι από φορολογία, του οποίου οι όροι ανανεώθηκαν το 1660 και το 1701. Η περίοδος 1650-1750 θεωρείται ο «χρυσός αιώνας» του Αρμενομονάστηρου, αφού τεράστιες εκτάσεις γης αγοράστηκαν ή δόθηκαν σ’ αυτό. Το 1734 ο Αρχιμανδρίτης Χαρουτιούν έλαβε άδεια για να το ανακαινίσει, εργασία η οποία ολοκληρώθηκε το 1735. Νέα ανακαίνιση πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1811-1818, μετά από σχετική άδεια και με χρηματοδότηση από το Συμεών Αγά της Κριμαίας: τότε ήταν που κατασκευάστηκε το νέο παρεκκλήσι στα βόρεια του παλαιότερου, το οποίο εγκαινιάστηκε στις 3 Ιανουαρίου 1814. Η εικόνα του Αγίου Μακαρίου λίγο πριν την είσοδο του παρεκκλησιού θεωρείτο θαυματουργή, ενώ παλαιότερα οι κάτοικοι της περιοχής πίστευαν ότι άκουγαν τον Άγιο να καλπάζει με το άλογό του τις νύχτες. Μικρού μεγέθους αναστήλωση έγινε το 1866 με δαπάνες του Αρμένιου Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Μπογός Τακτακιάν, ο οποίος φαίνεται ότι προσπάθησε -ανεπιτυχώς- να αναβιώσει τη μοναστική κοινότητα. Παρόμοια προσπάθεια έγινε το 1837 και το 1947 από τους Καθόλικους (Πατριάρχες) της Κιλικίας, Μικαέλ και Καρεκίν Α’, αντίστοιχα. Φαίνεται ότι οι τελευταίοι μοναχοί ζούσαν μόνιμα στο μοναστήρι μέχρι το 1800, ενώ το 1850 κατέστη μετόχι της εκκλησίας της Παναγίας στη Λευκωσία. Στην περιοχή γύρω από το Αρμενομονάστηρο καθ’ όλη την Τουρκοκρατία και μέχρι τη δεκαετία του 1920 κατοικούσαν αρμενικές οικογένειες. Μετά τις χαμιτικές σφαγές (1894-1896), μερικοί Αρμένιοι πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο εδώ. Το Εθνικό Εκπαιδευτήριο-Ορφανοτροφείο, που λειτουργούσε στη Λευκωσία ο Βαχάν Κιουρκτζιάν (γνωστός και ως «Παγκουράν») μεταξύ 1897-1904, είχε τις θερινές του εργασίες στο Αρμενομονάστηρο, στο οποίο λειτουργούσε ένα μικρό αρμενικό σχολείο για τα παιδιά της περιοχής μέχρι το 1914. Επίσης, μεταξύ 1910-1922 στον κοντινό οικισμό της Αττάλου λειτουργούσε ένα μικρό αρμενικό σχολείο, στο οποίο τα τελευταία χρόνια δίδασκε ο Αρχιμανδρίτης Κρικόρ Μπαχλαβουνί, γνωστός και ως «Τοπάλ Βαρταμπέτ», από τραυματισμό που υπέστη κατά την υπηρεσία του στην Αρμενική Λεγεώνα.
O λόφος του Μεχιτάρ
Την Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 1901, οι μαθητές του Εθνικού Εκπαιδευτηρίου-Ορφανοτροφείου ανήγειραν στο λόφο βορειοανατολικά της μονής ένα μικρό πέτρινο μνημείο επ’ ευκαιρία της 200ής επετείου του Τάγματος των Μεχιταριστών, ενώ έκτοτε ο λόφος ονομάστηκε «Μεχιταραπλούρ» (λόφος του Μεχιτάρ). Οι πρώην μαθητές συνέχισαν να επισκέπτονται κάθε χρόνο το μνημείο, εις ανάμνηση του αγαπημένου τους παιδαγωγού Βαχάν Κιουρκτζιάν. Τριάντα χρόνια μετά, τέσσερις πρώην μαθητές (Μοβσές Σουλτανιάν, Σιμόν Βανιάν, Αρμέν Μπετεβιάν και Ραφαέλ Φιλιπποσιάν) αντικατέστησαν το πέτρινο μνημείο με έναν οβελίσκο φτιαγμένο από κονίαμα με τη βοήθεια του ντόπιου αρχιτέκτονα Γκαρό Μπαλιάν, ο οποίος είχε σχεδιάσει τα δίδυμα κτίρια του Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου Μελκονιάν. Το μνημείο αποκάλυψαν στις 2 Αυγούστου 1931 ο Καθόλικος (Πατριάρχης) της Κιλικίας, Σαχάκ Β’ Χαμπαγιάν, και ο Αρχιεπίσκοπος Αρμενίων Κύπρου, Πετρός Σαρατζιάν. Η περιοχή χρησιμοποιόταν ως θερινό θέρετρο και κατασκηνωτικός χώρος για Αρμένιους πρόσκοπους και μαθητές του Σχολείου Μελικιάν-Ουζουνιάν, της ΑΥΜΑ και του Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου Μελκονιάν, πολλοί από τους οποίους υπήρξαν ορφανά της Αρμενικής Γενοκτονίας. Το 1917 και το 1918 το μοναστήρι επισκέφθηκαν εθελοντές της Αρμενικής Λεγεώνας, η οποία σχηματίστηκε και εκπαιδεύτηκε στη Μοναρκά της Καρπασίας. Μέχρι το 1974, μεγάλος αριθμός αρμενοκυπριακών οικογενειών διέμενε στη γύρω περιοχή κατά τα σαββατοκύριακα και τις διακοπές. Το πρώτο σαββατοκύριακο του Μάη, εορτή του Αγίου Μακαρίου, σχεδόν ολόκληρη η αρμενοκυπριακή κοινότητα επισκεπτόταν το Αρμενομονάστηρο, ενώ ετοιμαζόταν και προσφερόταν ρέσι (χερισσά). Το 1909 οι κληρονόμοι του Αρτίν Αγά Μουγαλιάν κατασκεύασαν δύο δωμάτια, ενώ το 1922 η Μητρόπολη κατασκεύασε κάποια σπιτάκια για τους μύλους του μοναστηριού. Το 1926 το παρεκκλήσι ανακαινίστηκε με δαπάνες των Ντικράν Ουζουνιάν (σολέας και νάρθηκας), Ασιότ Ασλανιάν (αποθετήριο) και Γκαρό Μπαλιάν (κωδωνοστάσιο και πάτωμα), ενώ - κατά παραγγελία του μεγάλου ευεργέτη Αγά Καραμπέτ Μελκονιάν - κατασκευάστηκε σκυρόστρωτος δρόμος που ένωνε τη μονή με τη Χαλεύκα. Το αρχονταρίκι και το σκευοφυλάκιο ανακαινίστηκαν το 1929, με δαπάνες των Μπογός και Άννα Μακαριάν. Η πλατεία στα ανατολικά του μοναστηρίου κατασκευάστηκε κατά παραγγελία του Καθόλικου (Πατριάρχη) Σαχάκ Β’, ο οποίος την εγκαινίασε στις 8 Σεπτεμβρίου 1933, όπως μαρτυρεί η μαρμάρινη επιγραφή σε πέτρινη στήλη στα νότια της πλατείας. Ο Σαχάκ Β’ που επίσης διακόσμησε τη μονή το 1931, περνούσε αρκετά από τα καλοκαίρια του στο Αρμενομονάστηρο, όπου απολάμβανε την ιππασία. Στην αυλή του μοναστηριού υπήρχε ένα κυκλικό συντριβάνι, ενώ οι ροδιές, οι μεσπιλιές, τα δένδρα εσπεριδοειδών οι ιβίσκοι και τα κλήματα χάριζαν στους επισκέπτες μια γαλήνια ατμόσφαιρα. Το 1945 η αποικιακή κυβέρνηση παραχώρησε στη Μητρόπολη κοτσιάνια (επίσημους τίτλους ιδιοκτησίας) για περισσότερα από 80 τεμάχια γης, έκτασης 9.000 σκαλών (12,04 τετρ. χιλιόμετρα). Το 1962 περίπου 500 σκάλες (0,67 τετρ. χιλιόμετρα) πωλήθηκαν, μειώνοντας έτσι από 1 χιλιόμετρο σε 400 μέτρα το μήκος της ακτής που ανήκε στη μονή.
Τα χειρόγραφα της Μονής
Στην έκταση του μοναστηριού υπήρχαν χιλιάδες πεύκα και κυπαρίσσια, όπως και 30.000 ελαιόδεντρα και χαρουπόδεντρα, η εκμετάλλευση των οποίων αποτελούσε -μέχρι και το 1974- την κύρια πηγή εσόδων της Αρμενικής Μητρόπολης Κύπρου. Μέχρι τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, ένας μεγάλος αριθμός εξαίρετων και ανεκτίμητων χειρογράφων που γράφτηκαν στο σκριπτόριο της μονής μεταξύ 1202 και 1740, καθώς και πολυάριθμα πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη και ενδύματα φυλάσσονταν στο Αρμενομονάστηρο, προτού μετακινηθούν στη Λευκωσία για ασφαλή φύλαξη. Το 1947, 56 χειρόγραφα μεταφέρθηκαν στο Καθολικάτο (Πατριαρχείο) της Κιλικίας στο Αντιλιάς και από το 1998 φυλάσσονται στο Μουσείο «Κιλικία». Τα σκεύη που μετακινήθηκαν στη Λευκωσία είχαν τη δική τους περιπέτεια, καθώς το 1964 - εν μέσω της τουρκοκυπριακής ανταρσίας - μεταφέρθηκαν με πολλές δυσκολίες στις ελεύθερες περιοχές. Σήμερα, φυλάσσονται στο συνοδικό της Μητρόπολης, σε ειδική προθήκη που δώρισαν οι Νσάν και Καραμπέτ Αρακτσιντζιάν το 1986. Ωστόσο, οι εικόνες του παρεκκλησιού κλάπηκαν τον Ιανουάριο του 1983. Μεταξύ 1947-1949 πραγματοποιήθηκε σημαντική αναστήλωση, με σημαντικές δαπάνες από τον Χοβαννές (Πρόεδρο του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Αρμενικής Εθναρχίας) και τη Μαίρη Σιακαριάν. Την αναστήλωση αυτή, όπως και την τελευταία του 1973, επέβλεπε το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Ένα σημαντικό πρόβλημα ήταν η έλλειψη νερού: το 1948 ανορύχθηκε μια επιτυχής αρτεσιανή γεώτρηση (περίπου 300-400 μ. νότια του μοναστηριού) χάρη στις προσπάθειες του Καπριέλ Κασπαριάν, που μαζί με τη σύζυγό του Αρσιαλούις δώρισαν 300 λίρες για την ανέγερση της βρύσης των «Αρχαγγέλων», την οποία ευλόγησε επίσημα στις 2 Μαΐου 1948 ο Επίσκοπος Γεβόντ Τσεμπεγιάν. Το 1949, ο Σαρκίς και η Σουρπίκ Μαρασλιάν δώρισαν 500 λίρες για το δίκτυο διανομής νερού, την τουρμπίνα και την ηλεκτρογεννήτρια, όπως μαρτυρεί η μοναδική επιγραφή που διασώζεται στο μοναστικό σύμπλεγμα. Στις 12 Ιουνίου 1966, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ επισκέφθηκε το μοναστήρι, φύτεψε μιαν αρωκάρια στην αυλή του και προσέφερε επιταγή 3.000 λιρών προς τον Αρχιμανδρίτη Γερβάντ Απελιάν. Τον Ιούνιο του 1968, ο Καρνίκ Κουγιουμτζιάν κατασκεύασε το νέο βαπτιστήριο του παρεκκλησιού, καθώς πολλά Αρμενόπαιδα βαφτίζονταν εκεί. Η τελευταία βάφτιση έγινε την Κυριακή, 14 Ιουλίου 1974, η εγγονή του κου Κουγιουμτζιάν, Σιογέρ, λίγο πριν την πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής στις 20 Ιουλίου 1974.
H τουρκική εισβολή
Το Αρμενομονάστηρο καταλήφθηκε κατά τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής (14-16 Αυγούστου 1974). Λίγα χρόνια μετά, το κατοχικό καθεστώς το χρησιμοποιούσε για να στεγάσει παράνομους εποίκους από την Ανατολία, ενώ κατά τη δεκαετία του 1980 εκεί διέμεναν αξιωματικοί του στρατού. Το σύμπλεγμα υπέστη μερικές ζημιές από φωτιά στα τέλη του 1996. Μεταξύ 1997-1998 και ξανά το 2005, το κατοχικό καθεστώς σκόπευε να το μετατρέψει σε ξενοδοχείο: χάρη σε οργανωμένες αντιδράσεις από την Κυπριακή και την Αρμενική Δημοκρατία, το Καθολικάτο (Πατριαρχείο), το Βατικανό, την ΟΥΝΕΣΚΟ και το Ευρωκοινοβούλιο, τα ανίερα αυτά σχέδια αποτράπηκαν. Μετά τη μερική άρση στους περιορισμούς στη διακίνηση από και προς τις κατεχόμενες περιοχές τον Απρίλιο του 2003, μεμονωμένα μέλη της αρμενοκυπριακής κοινότητας επισκέφθηκαν το μοναστήρι. Τον Απρίλιο του 2006 η ηγεσία της κοινότητας επισκέφθηκε το Αρμενομονάστηρο επίσημα για πρώτη φορά μετά το 1974. Το Δεκέμβριο του 2006 και τον Ιούλιο του 2008, το επισκέφθηκαν ο Χραντ Ντινκ και ο Καθόλικος (Πατριάρχης) Αράμ Α’, αντίστοιχα. Χάρη στην πρωτοβουλία του Αρμένιου Εκπροσώπου Βαρτκές Μαχτεσιάν, σε συνεργασία με την Αρμενική Μητρόπολη Κύπρου και υπό την επιτήρηση της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, το ετήσιο προσκύνημα αναβιώθηκε στις 6 Μαΐου 2007, με τη συμμετοχή περίπου 250 ατόμων· προσκύνημα διοργανώθηκε ξανά στις 10 Μαΐου 2009 και 9 Μαΐου 2010, με τη συμμετοχή περίπου 200 ατόμων κάθε φορά, καθώς επίσης και στις 8 Μαΐου 2011 και 13 Μαΐου 2012, με περίπου 150 συμμετέχοντες, περιλαμβανομένων κάποιων από το εξωτερικό. Αφημένο στο έλεος της φύσης και των βανδάλων, σιωπηλό, ημι-ερειπωμένο, βεβηλωμένο και εγκαταλειμμένο, το Αρμενομονάστηρο περιμένει καρτερικά να επιστρέψουν ειρηνικά οι νόμιμοι ιδιοκτήτες και προσκυνητές του… |