Οι Αρμένιοι του Ιράκ |
Μια παροικία που αντιστέκεται και επιμένει Της Έλενα Κιουρκτσή Τεύχος: Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2008
Από τον 17ο αιώνα μέχρι τον 21ο η παρουσία των Αρμενίων στο Ιράκ μπολιάστηκε με την ιστορία των παλαιότερων και νεότερων χρόνων, επιτυγχάνοντας να διατηρήσει ανέπαφη την εθνική της ταυτότητα, χάρη στο σθένος και τη γενναιότητα που τη διακρίνει.Ένα επίπονο «ταξίδι» που συνεχίζεται και στην μετά-Σαντάμ εποχή.
Ήταν περίπου τέσσερις αιώνες πριν όταν Αρμένιοι που κατοικούσαν στην Περσία άρχισαν να μετακινούνται σε μια περιοχή δυτικότερα της Μεσοποταμίας -διεκδικούμενη τότε από την Τουρκία και το Ιράν- το σημερινό Ιράκ. Η εγκατάστασή τους εκεί, γέννησε μια καινούργια παροικία που με την πάροδο των χρόνων έκανε αισθητή την παρουσία της τόσο στη Βαγδάτη όσο και στη Βασόρα. Συνολικά τέσσερις αρμενικές εκκλησίες ιδρύθηκαν σε αυτές τις δυο πόλεις -μια στην πρώτη και τρεις στη δεύτερη- σφραγίζοντας ανεξίτηλα την πολιτισμική και οικονομική άνθιση των Αρμενίων. Όμως όπως καλά γνωρίζουμε τα πράγματα δεν κυλούν πάντοτε με ευφορία και ευημερία, με συνέπεια τα γεωπολιτικά σχέδια και οι αναμετρήσεις ορατών και… αόρατων ισχυρών να αλλάζουν κατά καιρούς τις εύθραυστες ισορροπίες, επηρεάζοντας και βάλλοντας με διάφορους τρόπους την παροικία. Είναι ενδεικτικό ότι το μεγαλύτερο κύμα μετακινήσεων προς το Ιράκ κορυφώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, εξ αιτίας της Γενοκτονίας 1,5 εκατομμυρίων Αρμενίων στα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου 20.000 περίπου Αρμένιοι οδηγήθηκαν από τους Βρετανούς σε στρατόπεδα προσφύγων. Ωστόσο από το 1918 έως το 1958 οι Αρμένιοι στο Ιράκ ανακτούν τη δυναμική τους σε διάφορες πόλεις, όπως η Βαγδάτη, η Βασόρα, η Μοσούλη, το Κιρκούκ και η Χαμπανίγκα. Την περίοδο του ριζοσπαστικού ρεπουμπλικανικού καθεστώτος αναγκάζονται σε συρρίκνωση εξ αιτίας πολιτικών και θρησκευτικών περιορισμών με συνέπεια αρκετοί να μεταναστεύσουν σε γειτονικά κράτη. Σήμερα η εθνική κοινότητα των Αρμενίων είναι μια από τις μικρότερες στο Ιράκ. Από τις 35.000 που ήταν κάποτε αριθμούν περί τις 20.000 εκ των οποίων οι 10.000 με 12.000 είναι συγκεντρωμένοι στη Βαγδάτη και κατάγονται από το Βαν. Αποτελούν μια χριστιανική μειονότητα που επιφανειακά δείχνει επαρκώς τακτοποιημένη αφού αποτελείται από εμπόρους, γιατρούς, μηχανικούς, χρυσοχόους, φωτογράφους. Όμως υπάρχει και η δυσάρεστη όψη. Η πρόσφατη δίνη του πολέμου στην οποία έχει περιέλθει ο ιρακινός λαός, για μια ακόμα φορά έπληξε τόσο τους εύπορους όσο και τους οικονομικά ασθενέστερους Αρμενίους του Ιράκ, οι οποίοι έχοντας ήδη βιώσει στο πετσί τους την Καταιγίδα της Ερήμου το 1991 και τα δώδεκα πέτρινα χρόνια του αποκλεισμού, βρέθηκαν εκ νέου αντιμέτωποι με τις μοιραίες συνέπειες μιας πολεμικής σύρραξης. Η Γκλάντυς Μπογοσιάν είναι η πρόεδρος της «Αρμενικής Γυναικείας Ένωσης για την Ανακούφιση από τη Φτώχεια στο Ιράκ» που ιδρύθηκε το 1927 και συνεργάζεται στενά με την Αρμενική Αποστολική Εκκλησία. Επισημαίνει, ότι στις μέρες μας η επισιτιστική και φαρμακευτική βοήθεια είναι ακόμα πιο αναγκαία και σημαντική εξ αιτίας του πολέμου. «Η οργάνωση φροντίζει 300 αρμενικές οικογένειες, δηλαδή σχεδόν 1000 ανθρώπους, που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας». Και το ερώτημα είναι πότε το μέλλον για την αρμενική παροικία στο Ιράκ θα πάψει να είναι αβέβαιο.
Στη σκιά του Σαντάμ Χουσεΐν Αν και η αρμενική παροικία του Ιράκ δεν αναμειγνύεται στην πολιτική ζωή της χώρας, στους σκοτεινούς καιρούς του Σαντάμ Χουσεΐν αντιστάθηκε σθεναρά προκειμένου να συνεχίσει να υπάρχει. Προφανώς, από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα που είχε δεχτεί στο πέρασμα των χρόνων είχε μάθει καλά την τέχνη της επιβίωσης και έτσι φρόντισε να διατηρεί διακριτική την παρουσία της, ώστε να μην πυροδοτεί αντιπαλότητες με τις συνυπάρχουσες εθνικές και θρησκευτικές ομάδες. Η Αρμενική Ευαγγελική Εκκλησία στην περιοχή Αλ-Τζατίρια της Βαγδάτης, με τον πάστορα Ναρέκ Ισχανιάν επέτυχε να διατηρήσει ενωμένο το ποίμνιό της ακόμα και στους δύσκολους μεταπολεμικούς χρόνους. Όπως ο ίδιος αναφέρει, Αρμένιοι υπάρχουν ξεκινώντας από το Zάκο -μια πόλη στα σύνορα μεταξύ Τουρκίας και Ιράκ- στη Μοσούλη, τη Βαγδάτη, στο Κιρκούκ έως το Αλ- Μπασράχ. Καθένα από αυτά τα μέρη έχει και έναν ιερέα. «Είμαστε μια μικρή κοινότητα και φροντίζουμε να μην έχουμε αντιπαλότητες και λέμε σε όλους «Salam Alaikum»-(Ειρήνη σε εσάς). Ποτέ δεν υπήρχε πρόβλημα με τους Μουσουλμάνους αλλά υπό το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν υποφέραμε και εμείς όπως και οι Ιρακινοί. Θα σας πω μια ενδεικτική ιστορία. Δυο δεκαετίες πριν ο Γκαραμπέτ Αγκούπ Τζιντικιάν -που σήμερα διανύει τα 80 του- ήταν ο πλουσιότερος έμπορος στη Βαγδάτη. Η εταιρία του έκανε εισαγωγές ξύλου, πλαστικού και ένδυσης. Στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου το 1992, όταν ο καθεστώς ξέμεινε από χρήματα, ο Τζιντικιάν πιέστηκε να δώσει στην κυβέρνηση του Χουσεΐν όλα τα λεφτά που είχε σε λογαριασμούς του εξωτερικού. Όταν αρνήθηκε μας είπε ότι τον συνέλαβαν και τον βασάνισαν ενώ το μεγαλύτερο μέρος της εταιρείας του δημεύτηκε. Πλέον θεωρεί ότι είναι προχωρημένης ηλικίας και κυρίως είναι ακόμα φοβισμένος για να ξεκινήσει πάλι από την αρχή. Το να κάνει κανείς έναν πλούσιο φτωχό αποτελεί μείζον θέμα σε μια τόσο μικρή κοινότητα όπως τη δική μας», λέει ο πάστορας. Ωστόσο παρόλο το χαμηλό προφίλ που διατηρούν οι Αρμένιοι της Βαγδάτης η αρμενική γλώσσα ποτέ δεν έπαψε να διδάσκεται από την παιδική ηλικία. Αυτός είναι και ο σημαντικότερος ίσως λόγος που η εθνική μας ταυτότητα εδώ, παραμένει ζωντανή και μας κρατά ενωμένους ότι και αν συμβεί». Σύμφωνα με τον πάστορα Ισχανιάν είναι κρίμα που η αρμενική παροικία στο Ιράκ δεν απολαμβάνει περισσότερη στήριξη από το Γερεβάν. «Ουσιαστικά η βοήθεια προέρχεται από τους Αρμενίους που ζουν και εργάζονται στη Δύση -κυρίως από Η.Π.Α, Βρετανία και Γερμανία», καταλήγει με πικρία.
Οι πόρτες που δε σφάλισαν ποτέ Από τις πέντε αρμενικές οργανώσεις που υπάρχουν στη Βαγδάτη η πιο παλαιά και ενεργή είναι η Μεικτή Αρμενική Νεολαία που ιδρύθηκε το 1926. Ωστόσο υπήρξε κάποια περίοδος που για λόγους ασφαλείας είχε σταματήσει τη δράση της, αφού η λέσχη της βρισκόταν σε επικίνδυνη περιοχή. Όμως επαναδραστηριοποιήθηκε και μάλιστα πρόσφατα διοργάνωσε και μια εκδήλωση αφιερωμένη στα 100 χρόνια από το θάνατο του Χριμιάν Χαϊρίκ. Επιπλέον, σημαντική παρουσία έχει ο Αθλητικός Σύλλογος Χομενετμέν (ιδρύθηκε το 1948), ο Σύλλογος Αγαθοεργίας του Ιράκ στον οποίο ανήκει ο αθλητικός σύλλογος «Ναχαντάκ Οχάν» και ο σύλλογος των Κυριών της Αρμενικής Εκκλησίας. Στην πρωτεύουσα υπάρχει και γηροκομείο όπου φιλοξενούνται περίπου 20 γερόντοι και έχει ιδρυθεί με τη δωρεά της Ρεζινέ Αλεξαντριάν ενώ λειτουργεί υπό από την εποπτεία της Αρμενικής Αρχιεπισκοπής. «Το μέλλον θα είναι θετικό για την τοπική αρμενική παροικία», δηλώνει ο αρχιεπίσκοπος Αβάκ Ασαντουριάν. Είναι ένας άνθρωπος που κόντρα στις όποιες δυσκολίες υγείας που αντιμετωπίζει, επιμένει να αισιοδοξεί και να παλεύει κάτω από αντίξοες συνθήκες για να μην πάψουν οι Αρμένιοι του Ιράκ να έχουν μνήμη και εθνική ταυτότητα. Αναφερόμενος στο αρμενικό σχολείο στη Βαγδάτη θυμάται πως μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές στη ζωή του ήταν στις 15 Οκτωβρίου του 2004. Τότε που μετά την επαναλειτουργία του, στις 12:20 μ.μ. χτύπησε το κουδούνι της λήξης της πρώτης σχολικής ημέρας. «Η εικόνα μου έχει μείνει αλησμόνητη», δηλώνει. Στην αρχή το σχολείο ανήκε στην κυβέρνηση του Ιράκ και λειτουργούσε μόνον ως δημοτικό. Όμως στα επόμενα χρόνια προστέθηκαν και τάξεις του γυμνασίου ενώ τώρα πλέον ανήκει αποκλειστικά στην αρμενική παροικία. Τα έξοδα τα έχει αναλάβει η Αρμενική Αρχιεπισκοπή δυστυχώς με οριακά έσοδα, που προέρχονται από ενοίκια κτιρίων και οικοπέδων που της ανήκουν. Αλλά υπάρχουν και πολλοί δωρητές, κυρίως ανάμεσα σε εκείνους που έχουν μεταναστεύσει στην Αμερική». Ο αρχιεπίσκοπος περήφανος αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου οι πόρτες της αρχιεπισκοπής δεν έκλεισαν ποτέ. Μόνον η μητροπολιτική εκκλησία έπαυσε για ενάμιση χρόνο, όμως τώρα επαναλειτουργεί. Βέβαια «οι αριθμοί πρέπει να μας ανησυχούν» επιμένει. Διότι όταν ήταν ακόμη μαθητής αυτού του σχολείου γύρω στα 1000 Αρμενόπουλα φοιτούσαν σε αυτό, ενώ σήμερα είναι μόνο 151. Από την άλλη, στο Ντιοκ και στο Χοβρέζ οι αρμενικές παροικίες είναι καινούργιες -με 200 και 60 οικογένειες αντίστοιχα . Ο ίδιος επισκέπτεται μακρινές περιοχές όπου κατοικούν Αρμένιοι, φτάνοντας μέχρι το Τσαχό (1700 Αρμένιοι), το Μπάσρα (900 Αρμένιοι), το Κιρκούκ (450 αρμενικές οικογένειες) και το Ερμπίλ (300-400 Αρμένιοι). Μια νέα αρμενική παροικία δημιουργήθηκε και στην πόλη Αβζερούγκ, όπου έχουν ήδη εγκατασταθεί 60 αρμενικές οικογένειες ενώ έχει ανεγερθεί και μια εκκλησία. «Οι Αρμένιοι εδώ είναι μοναδικοί. Δημιουργούν πολυπληθείς οικογένειες με τουλάχιστον 14 παιδιά η κάθε μια», υπογραμμίζει ο αρχιεπίσκοπος. Όμως το κλίμα είναι βαρύ. Λόγω της ανασφάλειας που επικρατεί στο Ιράκ, η μετανάστευση συνεχίζεται -έστω και με μειωμένους ρυθμούς αφού έχουν δυσκολέψει οι συνθήκες εγκατάλειψης της χώρας. Βέβαια υπάρχει ελπίδα οικονομικής αναβάθμισης, αφού και όσοι κατέφυγαν σε κοντινές περιοχές επιστρέφουν πίσω. Από τους Αρμενο-ιρακινούς οι οποίοι μετοίκισαν στην Αρμενία τα νέα άλλοτε είναι καλά και άλλοτε όχι. Ένα μέρος απ’ αυτούς έχει βρει κατοικία και δουλειά και άλλοι είναι σε άσχημη οικονομική κατάσταση, προσπαθώντας να μετακινηθούν στο εξωτερικό. Επιπλέον, εκτός από την εξωτερική μετανάστευση προς την Ιορδανία, τη Συρία, την Αρμενία και τις χώρες της Δύσης, υπάρχει και η εσωτερική προς τις περιοχές εκείνες οι οποίες είναι ασφαλέστερες και κατοικούνται κυρίως από Κούρδους.
Τα καλύτερα έπονται Κάποτε η Αρμενική Αποστολική Εκκλησία στην Μπάσρα, στο νότιο Ιράκ ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη, με περισσότερες από 300 οικογένειες Αρμενίων. Στη διάρκεια του πολέμου με το Ιράν σχεδόν οι μισοί εγκατέλειψαν την περιοχή -κυρίως από το 1980 έως το 1988- και παρόλο που συνέχισε δυναμικά το έργο της και κατά τη διάρκεια του πόλεμου του Κόλπου, με την αμερικανική εισβολή το 2003 σχεδόν όλα τα μέλη της παροικίας-και πολλοί άλλοι χριστιανοί- έφυγαν οριστικά αναζητώντας ασφάλεια. Αλλά και οι συνθήκες στη Βαγδάτη ήταν εξαιρετικά επικίνδυνες, με ενδεικτικό παράδειγμα την Αρμενική Καθολική Εκκλησία η οποία ήταν η πρώτη που δέχτηκε επίθεση. Ακόμα και στο Κιρκούκ που τα πράγματα ήταν σχετικά λιγότερο επικίνδυνα, οι Αρμένιοι προτίμησαν να εγκαταλείψουν την πόλη ακούγοντας για λεηλασίες σε εκκλησίες της Μοσούλης και Νινεβέχ. Ευτυχώς μετά το 2005 στο Zάκο, Aβζερούγκ και Χαβρέζ οι Αρμένιοι ζουν σε -σχετική πάντα- ασφάλεια και επαναδραστηριοποιούνται ιδρύοντας νέα σχολεία και λαμβάνοντας μέρος σε οργανώσεις της παροικίας. Οι ιερείς σε συνεργασία με αρμενικές φιλανθρωπικές οργανώσεις και συλλόγους εργάζονται σκληρά προσπαθώντας να διασώσουν πολιτισμικά και θρησκευτικά τις κοινότητες των Αρμενίων με βασικό άξονα τη διδασκαλία και διάδοση της αρμενικής γλώσσας. Έτσι προωθούν βιβλία ιστορίας και νουβέλες ώστε οι αρμενικές κοινότητες να έχουν πρόσβαση και εκπαίδευση σε ότι αφορά τις ρίζες τους. Στο Αβζερούγκ κατοικούν κουρδόφωνοι Αρμένιοι αλλά όποιος τους επισκέπτεται αναγνωρίζει ότι όλα τα ονόματά τους είναι αρμενικά. Εκεί γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια ώστε κάποτε να μάθουν και να μιλήσουν τη μητρική τους γλώσσα. Μια επιχείρηση …διάσωσης που φαίνεται πως απέδωσε στο Χαβρέζ. Ένα χωριό που όταν εγκαταλείφθηκε το 2006, τα αρμενικά σχολεία μετατράπηκαν σε κτηνοτροφικές μονάδες από τους Κούρδους και που σήμερα αρκετοί Αρμένιοι από τη Βαγδάτη και τη Μοσούλη αποφάσισαν να μετοικίσουν εκεί. Έτσι ήδη έχει αρχίσει μια αναδόμηση από το πουθενά με σκοπό να πάψουν να κοιτάζουν πίσω στο αφιλόξενο παρελθόν και να δημιουργήσουν ένα καλύτερο παρόν και μέλλον για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Και όπως δηλώνουν οι περισσότεροι, δεν είναι καιροί για άλλα δάκρυα εκτός από αυτά της συγκίνησης που φέρνει η ειρήνη και η ευημερία.
|