Η φιλοσοφία στη μεσαιωνική Αρμενία |
Σεν Αρεβσατιάν* Η φιλοσοφία, ως ξεχωριστός τομέας του αρμενικού πνευματικού πολιτισμού, διαμορφώθηκε και εμφανίστηκε κατά τον 5ο αιώνα. Μετά την ανακάλυψη της αρμενικής γραφής (405), οπότε και άρχισε η άνθιση διαφόρων κλάδων επιστήμης και φιλολογίας, η αρμενική φιλοσοφία την εποχή εκείνη ακολούθησε δύο χαρακτηριστικές κατευθύνσεις. Η μία, η καθαρά θρησκευτική, περιελάμβανε την απολογητική και την πατρολογία. Η άλλη, η κοσμική, ήταν ο νεοπλατωνισμός.
Μεσρόπ Μαστότς ο μέγας επιστήμων Ο πατέρας της αρμενικής απολογητικής και πατρολογίας είναι ο Μεσρόπ Μαστότς (361-440), ο δημιουργός της αρμενικής γραφής, ο μέγας επιστήμων, ο μεταφραστής και στοχαστής. Ο Μαστότς στις «Ομιλίες» του υποστηρίζει τον χριστιανισμό από τους οπαδούς της ειδωλολατρείας, παγιώνει τις θέσεις του μονοθεϊσμού εναντίον του πολυθεϊσμού και ιδίως του δυισμού της περσικής μασδαϊκής θρησκευτικής φιλοσοφίας που απειλούσε τη χριστιανική Αρμενία. Ο Εζνίκ Κογμπατσί (380-450), μαθηματικός και πιστός οπαδός του Μαστότς, ολοκλήρωσε την κατεύθυνση της απολογητικής με το έργο του «Η ανασκευή των αιρέσεων» ή «Η ανατροπή των ψευδών διδασκαλιών», που είναι τεκμηριωμένο και καταρρίπτει, μεταξύ άλλων δοξασιών και φιλοσοφικών διδαχών, τη «θρησκεία των Περσών», θεμελιώνοντας με φιλοσοφικό και θεολογικό τρόπο την υπεροχή της χριστιανικής διδασκαλίας και θεμελιώνοντας επίσης την αιώνια ύπαρξη του υπέρτατου όντος, του Θεού, ο οποίος είναι ο μόνος δημιουργός του κόσμου και όλων των πλασμάτων. Εκτός από τα έργα του Μαστότς και Εζνίκ, που ήταν οι πρώτες φιλοσοφικό-θεολογικές πραγματείες γραμμένες στην αρμενική, έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη του αρμενικού πνεύματος η μετάφραση, που πραγματοποιείται την ίδια περίοδο, μεγάλου όγκου πατρολογικής και απολογητικής φιλολογίας από την ελληνική και εν μέρει δε και από τη συριακή γλώσσα. Παράλληλα με τη μετάφραση της Βίβλου το πρώτο ήμισυ του 5ου αιώνα (405-435), ο Σαχάκ Παρτέβ, ο Μεσρόπ Μαστότς και οι μαθητές του μετέφρασαν έργα φημισμένων πατέρων, του Μεγάλου Βασιλείου εκ Καισαρείας (329-379), του Γρηγορίου Ναζιανζηνού (330-390), του Γρηγορίου Νύσσης (334-398), του Ευσεβίου εκ Καισαρείας (260-339), του Ιωάννου του Χρυσοστόμου (344-407), του Εφραίμ του Σύρου (306-373) και άλλων. Στη μεταφραστική φιλολογία του 5ου αιώνα κατέχουν σημαντική θέση τα έργα των γνωστών απολογητών Αριστείδη Αθηναίου, Ιππολύτου, Μεθοδίου εξ Ολύμπου, Επιφάνη εκ Κύπρου κ.α., τα οποία, αφού εχάθησαν τα ελληνικά πρωτότυπα τους, διασώζονται στην παγκόσμια λογοτεχνία και φιλολογία χάρη στην αρμενική τους μετάφραση. Αποφασιστικό ρόλο στη συστηματοποίηση της επιστήμης της φιλοσοφίας έπαιξε στο δεύτερο ήμισυ του 5ου αιώνα η δραστηριότητα που ανέπτυξε η «ελληνότροπη» σχολή.
Δαυίδ ο αήττητος Ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος της είναι ο Νταβίτ Ανχάγτ (Δαυίδ ο αήττητος, 5ος-6ος αιώνας), που σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και υπήρξε οπαδός του νεοπλατωνισμού. Τα έργα του «Οι ορισμοί της φιλοσοφίας», οι ερμηνείες των έργων του Αριστοτέλη και του Πορφυρίου υπάρχουν και στις δύο γλώσσες, την ελληνική και την αρμένικη, εκτός από την «Ερμηνεία της Αναλύσεως», που σώζεται μόνον στην αρμενική. Το βασικό του έργο «Οι ορισμοί της φιλοσοφίας», καταφέρεται κατά του αγνωστικισμού και του σκεπτικισμού, ιδίως κατά του Έλληνα φιλοσόφου Πύρρωνος (365-275 π.Χ.). Ορίζοντας τη φιλοσοφία ως βασική επιστήμη και στηριζόμενος στις διδαχές του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Πυθαγόρα, ο Νταβίτ υποστηρίζει πως η γνώση του κόσμου δεν προσφέρει μόνον τη δυνατότητα, αλλά είναι καθ’εαυτή αναγκαία για την απόκτηση της πνευματικής και ηθικής τελειότητας, για την «ομοίωση με τον Θεό». Ο Νταβίτ Ανχάγτ έπαιξε σημαντικό ρόλο στη θεμελίωση της λογικής επιστήμης. Αναλύοντας λεπτομερώς τις «Κατηγορίες» του Αριστοτέλη και τα «Αναλυτικά» του, καθώς και την «Εισαγωγή» του Πορφυρίου, ο Νταβίτ εμφανίζεται ως οπαδός της αριστοτέλειας λογικής και γνωσιολογίας και ως κυριότερος εκπρόσωπος αυτών των επιστημών στη μεσαιωνική Αρμενία. Οι αρμενικές φιλοσοφικές σχολές στους μετέπειτα αιώνες, παράλληλα με τα έργα του Αριστοτέλη, είχαν σαν υποχρεωτική ύλη τις ερμηνείες του Νταβίτ Ανχάγτ, οι οποίες επηρεάστηκαν βαθιά από τη φιλοσοφική του κληρονομιά. Σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη της κοσμικής φιλοσοφίας έπαιξαν επίσης οι μεταφράσεις από την ελληνική, ιδίως οι μεταφράσεις των έργων των μεγαλύτερων εκπροσώπων της αρχαίας φιλοσοφίας, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, από τους φορείς της «ελληνότροπης» σχολής στα τέλη του 5ου και κατά τον 6ο αιώνα. Εκτός από τα προαναφερθέντα έργα «Κατηγορίες» και «Περί ερμηνείας», μεταφράστηκαν τα εις τον Αριστοτέλη αποδιδόμενα έργα «Περί Κόσμου» και «Περί αρετής», καθώς και η «Εισαγωγή» του Πορφυρίου, την οποία, μετά τον Νταβίτ, ερμήνευσαν πολλές φορές οι Αρμένιοι φιλόσοφοι. Σημαντικότατη υπήρξε η μετάφραση των διαλόγων του Πλάτωνα, που πραγματοποιήθηκε τον 6ο αιώνα. Οι διάλογοι ήσαν ο «Ευθύφρων», ο «Μίνως», ο «Τιμαίος», η «Απολογία Σωκράτους» και οι «Νόμοι». Μεγάλη επίδραση είχαν επίσης οι μεταφράσεις σειράς έργων του Φίλωνος Αλεξανδρέως. Αυτά τα έργα διασώθηκαν χάρη σε παλαιότερες σωζόμενες μεταφράσεις και χαρακτηρίζονται από μεγάλη ακριβολογία, αφού έχουν γίνει με την αρχή της κατά λέξιν μετάφρασης. Εφαρμόζοντας την ίδια μεταφραστική μέθοδο στη «Γραμματική Τέχνη» του Διονυσίου Θρακός (2ος αιώνας π.Χ.), την «Ρητορική» του Θέωνος Αλεξανδρέως (1ος αιώνας), τις «Ερμηνείες» του Ιάμβλιχου (4ος αιώνας) στις «Κατηγορίες» και «Περί Ερμηνείας» του Αριστοτέλη και άλλα έργα, οι ελληνόφιλοι δημιούργησαν εκατοντάδες νέες λέξεις και επιστημονικούς όρους, εμπλουτίζοντας, κατ’αυτόν τον τρόπο, το αρμενικό λεξιλόγιο. Αυτά δε τα έργα αποτέλεσαν σημαντικό μέρος στη φιλολογία της αρμενικής μεσαιωνικής φιλοσοφίας. Οι εκπρόσωποι της «ελληνότροπης» σχολής δεν περιορίστηκαν μόνο στην εξειδικευμένη φιλολογία. Στα προϊόντα αυτής της σχολής ανακαλύπτουμε επίσης θρησκευτικο-δογματικά έργα, όπως π.χ. το «Περί κηρύγματος των Αποστόλων», του γνωστού χριστιανού συγγραφέως του 2ου αιώνα Ειρηναίου και η «Ανασκευή των αποφάσεων της συνόδου της Χαλκηδόνος» του Τιμόθεου Αλεξανδρέως (πεθ. 477), έργα των οποίων τα ελληνικά πρωτότυπα έχουν απολεσθεί.
Ο πρωτοπόρος Ανανία Σιρακατσί Ισχυρή επίδραση πάνω στην ιστορία του αρμενικού φιλοσοφικού πνεύματος είχε ο Ανανία Σιρακατσί (Ανανίας εκ Σιράκ 610-685): Φυσικός, μαθηματικός, και μελετητής του σύμπαντος, έδωσε έμφαση στη φυσιογνωστική κατεύθυνση της φυσικής φιλοσοφίας, εμφανίστηκε από τις πλέον πρωτοπόρες θέσεις της εποχής του και υπήρξε ο συνεχιστής των παραδόσεων της αρχαίας επιστήμης. Πρέπει ιδίως να υπογραμμισθεί πως ο Ανανία υποστήριζε τη θεωρία της σφαιρικότητας της γης και αντιτάχθηκε στις καθυστερημένες θεωρίες που είχαν διεισδύσει στα εκκλησιαστικά γράμματα. Ξεχωριστή θέση κατέχουν στην κοσμοθεωρία του η κριτική κατά της αστρολογίας και της μοιρολατρίας. Ο ίδιος αρνείται κάθε πιθανότητα σχέσης μεταξύ των ουρανίων σωμάτων και της ανθρώπινης μοίρας. Οπαδοί της φυσιογνωστικής κατεύθυνσης στους επόμενους αιώνες ήταν επίσης οι μεγάλοι στοχαστές Οβανές Σαρκαβάγκ (1045-1129), ο αρχίατρος Μχιτάρ Χερατσί (12ος αιώνας), ο ονομαστός φιλόσοφος και ποιητής Οβανές Ερζνκατσί (13ος αιώνας). Έχει ιδιαίτερη αξία η κληρονομιά του Οβανές Σαρκαβάγκ, που θεωρείται ότι συνεχίζει άμεσα τη φυσιοκρατία του Ανανία Σιρακατσί. Ο Οβανές Σαρκαβάγκ υποστηρίζει το ζήτημα της εμπειρίας ως κριτήριο γνώσης και αλήθειας, δηλαδή, ότι «μόνον η εμπειρία είναι αληθής και αναμφισβήτητος», μια αρχή που εμφανίστηκε μόλις δύο αιώνες αργότερα στην ευρωπαϊκή γνώση και φιλοσοφία (Ρότζερ Μπέικον).
Ο μυστικιστής Κρικόρ Ναρεκατσί Παράλληλα με τη φυσικοκρατία, έκανε την εμφάνισή του στην αρμενική σκέψη ο μυστικισμός, στο πρόσωπο του μέγιστου ποιητή Κρικόρ Ναρεκατσί (951-1003). Στη «Βίβλο των Θρήνων», ποιητικό έργο υψηλής ποιότητας, ο Ναρεκατσί εκφράζει την ιδέα ότι τον Θεό μπορούμε να τον προσεγγίσουμε όχι δια της φύσεως την οποία δημιούργησε αλλά διά της αυτογνωσίας: αναδιφώντας στα βάθη της ψυχής ώστε να λυτρωθούμε από την αμαρτία. Είναι αισθητή η επιρροή του νεοπλατωνισμού στις θεωρίες του Ναρεκατσί. Ο νεότερος σύγχρονός του, Κρικόρ Μαγιστρός Παχλαβούνί (990-1058), εμφανίζεται ως οπαδός του ορθολογισμού και υποστηρίζει την ιδέα ότι ο δρόμος της γνώσης του Θεού περνάει από τα δημιουργήματα του, από τη μελέτη της φύσης, και γι’αυτόν ακριβώς το λόγο είναι απαραίτητη η έμφαση στην εξέλιξη της φυσικής και των μαθηματικών, που αποτελούν μέρος της φιλοσοφίας και προετοιμάζουν τον ανθρώπινο νου να μεταπηδήσει στη μεταφυσική (δηλαδή στη θεολογία). Στενές σχέσεις με τη φυσιοκρατία έχει ο νομιναλισμός (ή η ονοματοκρατία) του οποίου σημαντικοί εκπρόσωποι είναι ο Βαχράμ Ραμπουνί (13ος αιώνας) στην Αρμενοκιλικία και από τα πανεπιστήμια του Γκλαζόρ και του Τατέβ στην Κεντρική Αρμενία, οι Οβανές Οροτνετσί (1315-1386) και Κρικόρ Τατεβατσί (1346-1409). Η κληρονομιά των νομιναλιστών φιλοσόφων έχει παρουσιαστεί σε πολυάριθμα θεολογικά έργα καθώς και σε σχόλια αφιερωμένα στα έργα του Αριστοτέλη, του Πορφυρίου και του Φίλωνος Αλεξανδρέως. Οι Αρμένιοι νομιναλιστές σε αυτά τα έργα εξετάζουν τη φύση των γενικών εννοιών. Στηριζόμενοι στη διδασκαλία του Αριστοτέλη θεωρούν ως πρωταρχικά τα επί μέρους και συγκεκριμένα, ενώ τα καθ’όλου, τις έννοιες γένους και είδους, επειδή είναι αποτέλεσμα της γενίκευσης και της αφαίρεσης που ασκεί η ανθρώπινη διάνοια, τα θεωρούν ως δευτερογενή. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι έριδες γύρω από το πρόβλημα των καθολικών εννοιών έφθασαν στο αποκορύφωμά τους τον 14ο αιώνα, όταν τα πανεπιστήμια του Γκλαζόρ και του Τατέβ διεξήγαγαν αγώνα εναντίον των Καθολικών μοναστηριών που είχαν διεισδύσει στην Αρμενία και απειλούσαν την αυτοτέλεια της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας. Εκείνη την εποχή μεταφράστηκαν στην αρμενική τα έργα των μεγαλύτερων στοχαστών της Καθολικής Ευρώπης- του Θωμά Ακινάτη (1225-1274), του Αλβέρτου του Μεγάλου (1200-1260), του Νικολάου Λυρανού (1270-1349), του Γιλβέρτου εκ Πορρέας (1080-1154) κ.α. Τα έργα είχαν μεταφραστεί στις μοναστηριακές σχολές των Αρμενίων Καθολικών της Κρνά και του Τζορτζόρ από Αρμενίους ουνίτες υπό την καθοδήγηση ευρωπαίων εκκλησιαστικών επιστημόνων, με σκοπό να εξαπλωθεί η επιρροή των καθολικών στους αρμενικούς πνευματικούς κύκλους, πράγμα που αναζωπύρωσε τις επιστημονικές και δογματικές έριδες. Οι Οβανές Οροτνετσί και Κρικόρ Τατεβατσί απέκρουσαν τους καθολικούς κύρηκες με τις φιλοσοφικο-δογματικές τους εργασίες. Συγχρόνως, στον τομέα της φιλοσοφίας, προώθησαν τέτοιες ιδέες, που διεύρυναν και εμπλούτισαν την αρμενική σκέψη. Είναι άκρως αξιολόγη η γνωσιολογία των Οροτνετσί και Τατεβατσί, η οποία θεμελιώνεται στη μελέτη των αισθήσεων.
Η σχολή του Τατέβ Με αυτήν ήταν στενά συνδεδεμένη η ψυχολογία της σχολής του Τατέβ, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος δεν έχει απολύτως καμία έμφυτη ιδέα. Η ψυχή είναι εξαρχής ένας άγραφος πίνακας, πάνω στον οποίον η φύση, ο εξωτερικός κόσμος, αναγράφει τις γνώσεις και μέσω των αισθητηρίων τη γεμίζει με περιεχόμενο. Ο Τατεβατσί επικρίνει τη θεωρία των έμφυτων ιδεών του Πλάτωνος. Όντας ο ίδιος παιδαγωγός, διευθύνων στο Πανεπιστήμιο του Τατέβ, υποστηρίζει πως ο διδάσκων παίζει άκρως σημαντικό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση της αγνής ψυχής των μαθητών, καθοδηγώντας τους στην απόκτηση της γνώσης και στην ανάπτυξη του ανθρώπινου χαρακτήρα. Η τελευταία σελίδα της αρμενικής μεσαιωνικής φιλοσοφίας περιλαμβάνει δύο μεγάλους στοχαστές του 17ου αιώνα: τον Συμεών Τζουγαετσί (π.1657) και τον Στεπανός Λεχατσί (π.1689), αμφότερους συνεχιστές της αριστοτελικής παράδοσης, ιδιαίτερα στη μελέτη της λογικής. Ο Συμεών Τζουγαετσί ακολουθεί τις ονοματοκρατικές παραδόσεις της σχολής του Τατέβ. Και ο Στεπανός Λεχατσί, μεταφράζοντας τα «Μετά τα φυσικά» του Αριστοτέλη και συντάσσοντας «Φιλοσοφικό Λεξικό», διευρύνει το φάσμα της αρμενικής φιλοσοφικής σκέψης, ανακινώντας χαρακτηριστικές ιδέες, που έμελλε να εμφανιστούν αργότερα, την εποχή του διαφωτισμού.
*Πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Χειρογράφων «Μαντεναταράν»
|