Νταντιβάνκ |
Νουνιά Γεραμιάν Oκτώβριός - Δεκέμβριός 2012 τεύχος 75
Μακριά από τους ανθρώπους, πιο κοντά στο Θεό
Θεμελιωμένο, σύμφωνα με την παράδοση, επάνω στον τάφο του αγίου Θαδδαίου τον 1ο αιώνα, το μοναστήρι Νταντιβάνκ είναι ένα από τα εκτενέστερα μοναστήρια της μεσαιωνικής Αρμενίας με τα είκοσι και πλέον κτήρια τα οποία το απαρτίζουν. Οπωσδήποτε, αξίζει να το επισκεφθεί κανείς. Κτισμένο στο ορεινό Γαραπάγ, μέσα στην ορεινή περιοχή του Κελμπατζάρ, φθάνει κανείς εκεί μετά από μία δύσκολη διαδρομή
Το μοναστήρι Νταντιβάνκ είναι κτισμένο στη διοικητική περιφέρεια του Καρβατζάρ (Κελμπατζάρ) του ορεινού Γαραπάγ. Θεμελιωμένο, σύμφωνα με την παράδοση, επάνω στον τάφο του αγίου Θαδδαίου τον 1ο μ.Χ. αιώνα, κατεστράφη από τους Τούρκους το 1145, κατόπιν ανοικοδομήθηκε κατά την διάρκεια των 12ου και 13ου αιώνων. Ήταν λοιπόν το κέντρο του πριγκιπάτου των Βαχτανγκιάν. Τα είκοσι και πλέον κτήρια αυτού του μεγάλου μοναστηριού είναι κατανεμημένα σε τρία (κτηριακά) συγκροτήματα. Το βορεινό λατρευτικό συγκρότημα αποτελείται κυρίως από τον καθεδρικό ναό ο οποίος, όπως μαρτυρά η σχετική επιγραφή, κτίσθηκε το 1214. «Με την θέληση του Θεού [....], εγώ η Αρζού Χατούν [....] σύζυγος του Βαχτάνγκ [....] έκτισα αυτόν τον ιερό καθεδρικό ναό στο χώρο του ενταφιασμού του συζύγου μου και των υιών μου [....]». Στην πρόσοψη, τα γλυπτά παρουσιάζουν τον Βαχτάνγκ και τους δύο γιους του φωτοστεφανωμένους, καθώς πέθαναν πριν την κατασκευή. Στο κέντρο της αυλής υψώνεται ένα προσφάτως ανακαινισθέν παρεκκλήσι μετά τρούλου καλυμμένο με κεραμίδια, επί του οποίου βρίσκεται ένα «χατσκάρ» (σταυρόπετρα) το οποίο κατασκευάσθηκε το 1182 για τον Χασάν, τον επονομαζόμενο «Μέγα» και ο οποίος μετά την 40ετή διοίκηση του πριγκιπάτου του, απεσύρθη στο Νταντιβάνκ. Ανάμεσα στους νάρθηκες, στη δυτική πλευρά των εκκλησιών η κεντρική, εκτενής αίθουσα με τον πυραμιδοειδή τρούλο και το κεντρικό άνοιγμα, κατασκευάσθηκε σύμφωνα με μία επιγραφή το 1224 από τον πατέρα (αβά) Ντερ Γκριγκορίς τον 3ο. Στο δυτικό άκρο της στοάς, η οποία προηγείται του καθεδρικού ναού, το κωδωνοστάσιο είναι ένα θολωτό κτίσμα ανοικτό στα δυτικά, η απλότητα του οποίου έρχεται σε αντίθεση με τα δύο αριστουργηματικά «χατσκάρ» (σταυρόπετρες) τα οποία το κοσμούν. Αφιερωμένες στη μνήμη του (αβά) πατέρα Αθανασίου και στον «κηδεμόνα» του Κρικόρ, αυτές οι σμιλευτές το 1283 πλάκες, καταπλήσσουν με την κομψότητα και τον πλούτο της διακοσμήσεώς τους. Στα νότια της αυλής, τα στοιχισμένα και συνδεδεμένα με τις μοναστικές δραστηριότητες κτήρια, αποτελούνται από μια θολωτή τραπεζαρία επί δύο αψίδων, μία κουζίνα, μία τεράστια αίθουσα υποδοχής η οποία ονομάζεται tatjar (τατ-τζάρ) και η οποία κατασκευάστηκε από τον πατέρα (αβά) Ντερ Γκριγκορίς τον 2ο το 1211 και μια βιβλιοθήκη. Αυτή η τελευταία, θυμίζει τη βιβλιοθήκη του Σαναχίν, λόγω του πυραμιδοειδούς τρούλου με τον κεντρικό φεγγίτη τοποθετημένο επί ενός οκταγώνου το οποίο σχηματίζεται από τους τοίχους του οικοδομήματος και από τις τέσσερις αψίδες οι οποίες καλύπτουν τις γωνίες του. Στο νοτιοδυτικό άκρο του συγκροτήματος, βρίσκονται οι προορισμένοι χώροι υποδοχής, με ένα πιθανώς διώροφο πανδοχείο, μια κατοικία και ένα κελάρι.
|