Τo καραβάνι του μοναστηριού |
Η προσωπική μαρτυρία του επισκόπου Χραντ Ατζαπαχιάν Πώς οι θησαυροί της Μονής της Σις μεταφέρθηκαν στο Χαλέπι στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου
Το Καθολικάτο του Μεγάλου Οίκου της Κιλικίας, το οποίο σήμερα εδρεύει στο Αντιλιάς του Λιβάνου, κατέθεσε αγωγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας τον περασμένο Απρίλιο, διεκδικώντας σε πρώτη φάση το χώρο όπου πριν την Γενοκτονία του 1915 βρισκόταν η Αγία Έδρα του Καθολικάτου. Το 1292 έπειτα από την κατάκτηση της Χρόμγκλα από τους Μαμελούκους, το Καθολικάτο μεταφέρθηκε στο ιστορικό μοναστήρι της Σις (σήμερα ονομάζεται Κοζάν). Για τους Αρμενίους η πόλη της Σις και η Μονή με τον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας ήταν για περισσότερο από εφτά αιώνες ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά και θρησκευτικά κέντρα. Για πολλούς αιώνες στη Μονή ανθούσαν οι τέχνες. Τα εξαιρετικά χειρόγραφα, οι μικρογραφίες, τα θρησκευτικά και λατρευτικά αντικείμενα, εκ των οποίων τα περισσότερα σήμερα βρίσκονται στο μουσείο του Καθολικάτου στο Λίβανο, είναι δείγματα μιας τέχνης που αντικατοπτρίζει το δημιουργικό πνεύμα του αρμενικού λαού και της Εκκλησίας του. Η Ιστορία αυτών των κειμηλίων είναι ιδιαίτερη και την κατέγραψε ένας από τους πρωταγωνιστές της διάσωσής τους. Κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας και στα χρόνια που ακολούθησαν, χιλιάδες εκκλησίες καταστράφηκαν και κειμήλια ανυπολόγιστης ιστορικής και πνευματικής αξίας χάθηκαν. Μια από τις σπάνιες εξαιρέσεις αποτέλεσαν τα κειμήλια του Καθολικάτου της Σις, τα οποία έπειτα από υπεράνθρωπες προσπάθειες μεταφέρθηκαν με ασφάλεια στο Χαλέπι και διασώθηκαν. Το κείμενο και οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο «Κειμήλια των Αρμενίων της Κιλικίας». Εκδόσεις «ΟΛΚΟΣ» 2002, επιμέλεια της Άννας Μπαλλιάν. Απριλιος - Ιούνιος 2015, τεύχος 85 Τον πρώτο χρόνο του Μεγάλου Πολέμου, που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1914, οι εκτοπίσεις των Αρμενίων από διάφορες πόλεις της Κιλικίας στο Χαλέπι ήταν ήδη σε εξέλιξη. Η πλειονότητα των κατοίκων της Σις είχε φύγει. Πίσω είχαν παραμείνει μόνο η ολιγάριθμη αδελφότητα της Μονής, μαζί με μια χούφτα Αρμενίων, που είχαν την πεποίθηση ότι θα μπορούσαν να διαφύγουν την τρομερή καταστροφή της επικείμενης εξόδου. Στις αρχές του πολέμου η Αυτού Αγιότητα, ο Καθολικός Σαχάκ, εγκατέλειψε την Αγία Έδρα και ταξίδεψε από τη Σις στην πρωτεύουσα της Κιλικίας, τα Άδανα. Ήλπιζε ότι, χάρη στην προσωπική επιρροή που είχε στην επαρχιακή κυβέρνηση, ίσως μπορούσαν κάπως να μετριαστούν οι διαταγές της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας της Ισταμπούλ για τον αφανισμό των Αρμενίων. Δυστυχώς, όμως, ο ρυθμός των αρμενικών διώξεων αυξανόταν σταθερά. Έτσι, ο σεβάσμιος πατριάρχης, απογοητευμένος από το γεγονός ότι οι τουρκικές αρχές επέμεναν να αγνοούν τις επανειλημμένες του εκκλήσεις, πήγε στο Χαλέπι, όπου συνέρρεαν πλήθη αρμενίων προσφύγων και έφθαναν τεράστια καραβάνια εκτοπισμένων από την τουρκική Αρμενία, την Κιλικία, την Ισταμπούλ και άλλες περιοχές. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1915, ο εκπρόσωπος του Καθολικού Σαχάκ, η Αυτού Μακαριότητα ο Εργισέ Καρογιάν επέστρεψε από τη Σις, φέρνοντας μαζί του, από τον απεσταλμένο της κυβέρνησης, τα κακά μαντάτα των εκτοπίσεων και των θανατηφόρων συνεπειών τους. Στην αδελφότητα των μοναχών παραχωρήθηκε χρονικό περιθώριο δέκα ημερών έως την αναχώρησή της για το Χαλέπι. Δεδομένου ότι η διαταγή, η οποία εκδόθηκε από την κεντρική εξουσία στην Ισταμπούλ ήταν οριστική, πολλές ήταν οι προετοιμασίες που απαιτούνταν μέχρι να ολοκληρωθεί η θλιβερή εργασία διευθέτησης, σε μεγάλα, ειδικά κατασκευασμένα κιβώτια, των πολύτιμων σκευών, των ποικιλμένων ιερών αμφίων και των παλαιών βιβλίων, τα οποία άνηκαν στην εδώ και οκτώ αιώνες ιστορική έδρα της Σις. Αφού εγκιβωτίσαμε και φορτώσαμε τους πιο σημαντικούς από τους μοναστηριακούς θησαυρούς, περιμέναμε την εντολή για την αναχώρηση. Η ημέρα του Τιμίου Σταυρού, Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου, έγινε για την αδελφότητα των μοναχών και τους λιγοστούς Αρμένιους που είχαν μείνει στη Σις μια ιστορική επέτειος κλαυθμού και θρήνου. Την ίδια εκείνη ημέρα τα κλειδιά της Μονής παραδόθηκαν στην κυβέρνηση. Αυτό ήταν ένα πραγματικά σπαραξικάρδιο θέαμα και καθώς πλησίαζε η τελική ώρα της αναχώρησης μας, ποτάμια δακρύων έτρεχαν στα μάγουλά μας. Με λυγμούς επιδώσαμε τα τελευταία μας σέβη, φιλώντας τις άγιες πέτρες της εκκλησίας του Καθολικάτου της Κιλικίας, και ξεκινήσαμε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Αφήναμε πίσω στα χέρια αυτών των βαρβάρων την Αγία Έδρα της Σις, το μοναστήρι που χτίστηκε πριν από αιώνες, στα χρόνια του Καθολικού Κίρακου του Μεγάλου- αιωνία να είναι η μνήμη του. Αφήναμε για πάντα και το επιβλητικό και μεγαλειώδες μέγαρο του Καθολικού της Κιλικίας, μαζί με όλα τα κτίρια που το συμπλήρωναν. Αξίζει να μνημονευθούν δύο ιδιαίτερης σημασίας ιερά αντικείμενα: η εκπληκτικής τέχνης υπερυψωμένη Αγία Τράπεζα και ο καλοφτιαγμένος πατριαρχικός θρόνος του Καθολικού. Η Τράπεζα, κοσμημένη με σταυρούς, βρισκόταν στο εσωτερικό του Ιερού Βήματος και υπήρξε αληθινό αριστούργημα της αρμενικής τέχνης, με σκαλιστό διάκοσμο εξαιρετικής ποιότητας και χρυσή επένδυση που την κάλυπτε ολόκληρη. Είχε τρία μέτρα πλάτος, εφτά σειρές και περισσότερους από τέσσερις εξαιρετικά σκαλισμένους κίονες, που στήριζαν ένα μεγάλο και εντυπωσιακό κιβώριο, η εμπρός πλευρά του οποίου έφερε το χαρακτηριστικό αρμενικό αετό με το λοφίο. Πάνω από τις δύο πλευρικές θύρες του ιερού σχηματίζονταν στέγαστρα, που αντέγραφαν, στη μορφή και το διάκοσμο, το κιβώριο της Αγίας Τράπεζας. Ο ιερατικός θρόνος του Καθολικού, επίσης έργο εξαίρετης τέχνης, πατούσε σε βάθρο δύο βαθμίδων. Τις πλευρές του κοσμούσαν σκαλιστές μαρμαρόπλακες, με συμβολικές παραστάσεις των τεσσάρων ευαγγελιστών στην εξωτερική τους όψη. Στους τέσσερις μαρμάρινους κίονες στις γωνίες του βάθρου υψωνόταν ένα ναόσχημο κιβώριο στηριζόμενο σε δώδεκα τόξα ανάμεσα στα οποία παριστάνονται οι απόστολοι. Αφήνοντας πίσω τις ιερές αυτές κατασκευές, τόσο μεγάλης ιστορικής αξίας για την Αγία Έδρα της Κιλικίας, ξεκινήσαμε την ίδια εκείνη ημέρα. Πλησιάζαμε στην άκρη της πόλης, όταν το σκεύος του Αγίου Μύρου έσπασε και το ιερό χώμα της Σις ποτίστηκε για τελευταία φορά με τρία λίτρα Αγίου Μύρου. Το περιστατικό αυτό, που συνέβη την ημέρα της αναχώρησής μας, ήταν κακός οιωνός για το μαύρο δρόμο της εκτόπισής μας. Από εκείνη την ημέρα ήμασταν γεμάτοι απελπισία και η προοπτική του επικείμενου θανάτου μας έκανε να ανατριχιάζουμε από φρίκη. Παρά ταύτα, έχοντας πίστη στον Κύριο, θάψαμε το άγιο έλαιο που χύθηκε σε ειδικά σκαμμένη, βαθιά τάφρο στην πεδιάδα της Κιλικίας και συνεχίσαμε την πορεία μας. Την πρώτη ημέρα μείναμε σε ένα μέρος που το έλεγαν Γκαγιάν, μόλις δύο ώρες από τη Σις, για να φύγουμε το άλλο πρωί. Κατά το βράδυ φθάσαμε στην όχθη του ποταμού Τσεϊχάν, όπου χιλιάδες εκτοπισμένοι Αρμένιοι από διάφορες περιοχές της Κιλικίας περίμεναν τη σειρά τους, για να περάσουν πάνω σε μια σχεδία στην απέναντι πλευρά. Η αστυνομική φρουρά, ίσως από σεβασμό για τη θρησκευτική μας ιδιότητα, μας βοήθησε. Μας επέτρεψε να ξεκινήσουμε αμέσως, χωρίς να χρειαστεί να περιμένουμε πολλές ημέρες, μεταφέροντας τα υπάρχοντά μας απέναντι. Ωστόσο, νέα συμφορά μας βρήκε. Καθώς τραβούσαμε πάνω στη ράμπα μία από τις άμαξες μας που έσερναν μουλάρια, και περιείχε όλα τα κιβώτια με τους μοναστηριακούς θησαυρούς, ένα σύρμα έσπασε και η σχεδία παρασυρμένη από τα ορμητικά ρεύματα νερού, κατευθύνθηκε μακριά από την όχθη βυθίζοντας την άμαξα στον πυθμένα του ποταμού. Στη θέα του φοβερού αυτού ατυχήματος, μια ομάδα νεαρών από τη Χαντζίν και την Βαχκά ξέκοψαν από τους υπόλοιπους εκτοπισμένους Αρμενίους, πήδηξαν μέσα στο ποτάμι και αψηφώντας τον κίνδυνο του πνιγμού, βούτηξαν μέσα στο νερό βάθους 4-5 μέτρων. Αρχικά αφαίρεσαν τις σανίδες που κάλυπταν την άμαξα και μετά έσυραν με πολύ κόπο, το ένα μετά το άλλο, τα κιβώτια στη στεριά. Στο πολύτιμο περιεχόμενό τους συγκαταλέγονταν η ασημένια επιχρυσωμένη και περίτεχνα σκαλισμένη κιβωτός με τις πολυποίκιλτες λειψανοθήκες χειρών, τη δεξιά του Αγίου Γρηγορίου του Φωτιστή, και τα λείψανα του Αγίου επισκόπου Νικολάου του Θαυματοποιού και του Αγίου Πάπα Σιλβέστρου. Η μεταφορά στην απέναντι όχθη του Τσεϊχάν κράτησε πολύ και γι'αυτό αναγκαστήκαμε να διανυκτερεύσουμε εκεί που ήμασταν. Συνεχίζοντας την πορεία μας, μας πήρε μια ολόκληρη ημέρα να φθάσουμε στο Οσμανιγιέ όπου μας περίμενε ένα εντελώς διαφορετικό θέαμα. Γιατί εκεί, όχι πολύ μακριά από την πόλη, κάτω από τις σκηνές τις παρατεταγμένες στην ανοιχτή πεδιάδα, ένα τεράστιο πλήθος περισσότερων από 10.000 ανθρώπων που είχαν εκτοπιστεί από την Τουρκία και άλλες περιοχές, ήταν σε αναμονή των διαταγών για αναχώρηση. Όπως ήταν επόμενο, τα ατέλειωτα καραβάνια των αρμενίων προσφύγων βρίσκονταν στο έλεος λίγων βάρβαρων και εγκληματικών αστυνομικών φρουρών, οι οποίοι κάθε πρωί επιτίθενταν στις σκηνές με μαστίγια στα χέρια, με χτυπήματα, βρισιές, προσβολές και εξευτελισμούς, μέχρι να αποχωρήσουν όλοι οι εκτοπισμένοι. Στο Οσμανιγιέ μείναμε για δύο ημέρες και μετά μας πρόσταξαν, όπως και τους άλλους, να πάμε στο Χασάνμπεϋλι. Εκεί, με την πρόφαση ότι έπρεπε να επισκευαστούν τα κάρα, μείναμε μερικές ημέρες παραπάνω. Όσο καιρό ήμασταν εκεί, οι εκτοπισμένοι της Χαντζίν ζήτησαν να συνεχίσουν την πορεία τους με τον ποιμενάρχη βαρταμπέτ (ανώνατο μοναστηριακό αξίωμα) Μπαρσέγ Μανκριάν, που άνηκε στην αδελφότητά μας και καταγόταν από τη Χαντζίν. Όταν ο αρχιεπίσκοπος Εργισέ Καρογιάν μας άφησε στο Χαλέπι την πρώτη κιόλας ημέρα γιατί ήταν άρρωστη η μητέρα του, μόνον εγώ, ο γράφων και ο βαρταμπέτ Κιρακός Μαργκαριάν, ο οποίος άνηκε στο αρμενικό Μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου στην Ιερουσαλήμ, παραμείναμε με τους μοναστηριακούς θησαυρούς ως αρχηγοί του καραβανιού. Η πορεία από το Χασάνμπεϋλι έως το Ισλαχιγιέ ήταν πιο δύσκολη και πιο κουραστική. Έχοντας ξεκινήσει με την αυγή, καταφέραμε τελικά να φθάσουμε στα υψώματα του Ιντιλί μόλις το βράδυ. Αναχωρήσαμε λοιπόν και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε το λόφο, όταν οι ρόδες δύο κάρων, που έσερναν βόδια, έφυγαν. Ήταν αδύνατο να διορθωθεί η ζημιά επί τόπου και αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε. Την επόμενη ημέρα, την ώρα που έπεφτε το σκοτάδι, ο φόβος να μείνουμε μόνοι μας άρχισε να μας ζώνει σιγά σιγά, πόσο μάλλον όταν μάθαμε από κάποιους περαστικούς ότι σε αυτό το λόφο πριν από λίγες ημέρες Τούρκοι ή Κούρδοι Τσέτες έσφαξαν δώδεκα Αρμένιους. Το κακό νέο μας γέμισε με τέτοιο τρόμο, που τα χάσαμε και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Προσπαθήσαμε πολύ να βρούμε πως θα ξεφεύγαμε το συντομότερο δυνατό από το σφαγείο του Ιντιλί. Τελικά, καταλήξαμε στην απόφαση απελπισίας να αφήσουμε κάποιον από μας εκεί με έναν από τους αγωγιάτες, ό,τι και να γινόταν, ενώ οι άλλοι θα συνέχιζαν έως το φαράγγι του Αϋράν και θα προμηθεύονταν από τους στρατοπεδευμένους εκεί αρμένιους πρόσφυγες κάποιο ζώο μεταφοράς ή μια άμαξα για να μας στείλουν. Τελικά ένα μέρος του καραβανιού ξεκίνησε αργά το ίδιο βράδυ και οι υπόλοιποι περιμέναμε στην τρομερή σιγαλιά της νύχτας, κρυμμένοι για ασφάλεια μέσα στα χαμόκλαδα, και αναμένοντας από στιγμή σε στιγμή το θάνατο, αντί για τη βοήθεια από τους συντρόφους μας. Ώρες και ώρες πέρασαν, χωρίς καμιά είδηση από αυτούς που προχώρησαν. Βασανιζόμασταν με χίλιες και μια τρομακτικές υποψίες και τρέμαμε σύγκορμοι από τη φρίκη του θανάτου, έχοντας στο μυαλό μας την εικόνα του ματοβαμμένου τουρκικού μαχαιριού. Και τότε, ενώ περιμέναμε το κοπάδι των ζώων- και έχοντας χάσει πια κάθε ελπίδα βοήθειας-, ξαφνικά ακούσαμε βήματα. Ο έμπειρος αγωγιάτης, που είχε μείνει μαζί μας, μας άφησε για λίγο ώστε να ακούσει από πού έρχονταν τα βήματα και γύρισε γρήγορα με δύο κιρκάσιους αγωγιάτες που φώναζαν το όνομά μου: «Ραχίμπ Χαντ». Παίρνοντας θάρρος από τις φωνές τους, βγήκαμε από τις κρυψώνες μας, τολμηροί αλλά και επιφυλακτικοί, και πλησιάσαμε τους νεοφερμένους. Διαβάσαμε το γράμμα του βαρταμπέτ που είχαν φέρει οι Κιρκάσιοι, και ήταν σαν να επιστρέφαμε, όπως ο Λάζαρος, στη ζωή. Γρήγορα γρήγορα στοιβάξαμε τα κιβώτια στην άμαξα για να κινήσουμε μετά τα μεσάνυχτα. Με την αυγή φθάσαμε σώοι στο Αϋράν, όπου παραμείναμε μόνο λίγες ώρες μέχρι να επισκευάσουμε τις ρόδες από τις άμαξές μας και συνεχίσαμε το δρόμο για το Ισλαχιγιέ. Το πρωί της τρίτης μέρας που είχαμε φθάσει στο Ισλαχιγιέ, πληροφορηθήκαμε από τους αρμένιους πρόσφυγες, που είχαν κατασκηνώσει εκεί, ότι τη νύχτα είχαν φέρει με συνοδεία έφιππων αστυνομικών, έναν αρμένιο κληρικό. Το νέο αυτό μας κίνησε το ενδιαφέρον και θέλαμε να μάθουμε ποιος ήταν. Αμέσως τρέξαμε στην άμαξα που είχε σταματήσει αρκετά μακριά από το στρατόπεδο των εκτοπισμένων. Μέσα καθόταν κάποιος με κοσμικά ρούχα και ένα απλό καπέλο στο κεφάλι, σκυθρωπός και απελπισμένος. Όταν τον ρωτήσαμε ποιος ήταν, απάντησε: «Ο αρχιεπίσκοπος Χοσρόβ Πεχρικιάν». Η συνάντησή μας με το σεβάσμιο επίσκοπο της Καισάρειας κράτησε μόλις λίγα λεπτά προτού να μας χωρίσουν οι αστυνομικοί, γιατί είχε πια φθάσει η ώρα να φύγει ο ιερωμένος. Η άμαξα ξεκίνησε και οι καβαλάρηδες ακολούθησαν από πίσω. Δεν μάθαμε ποτέ προς τα πού πήγαιναν. Η πορεία από το Ισλαχιγιέ έως το Χαλέπι έγινε κάτω από κάπως πιο ειρηνικές συνθήκες. Μετά από ταξίδι αρκετών ημερών, από τέσσερις με πέντε ώρες την ημέρα, φθάσαμε στο στρατόπεδο του Κατμά. Στη θέα του αχανούς προσφυγικού στρατοπέδου που απλωνόταν κατά μήκος της νότιας πλευράς του δρόμου στον ανοιχτό χώρο, μας πιάστηκε η ψυχή. Το Κατμά ήταν ένα κέντρο εκτοπισμένων, ένα μέρος που είχε επιλεγεί για την προώθηση των αρμενίων προσφύγων στις ερήμους της Συρίας και της Μεσοποταμίας. Εκεί για πρώτη φορά είδαμε με δάκρυα στα μάτια τους φρεσκοσκαμμένους τάφους, με τους σωρούς των χωμάτων ακόμη, των χιλιάδων Αρμενίων οι οποίοι είχαν πεθάνει πρόωρα από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες. Μία νύχτα μείναμε στο Κατμά και την άλλη μέρα ταξιδέψαμε στο Κεφέρ- Αλτούν, έξι ώρες δρόμο με τα πόδια από το Χαλέπι. Στο δρόμο από το Κεφέρ-Αλτούν στο Χαλέπι, μας περικύκλωσαν κοντά σε ένα αραβικό χωριό, βεδουίνοι αστυνομικοί, οι οποίοι προς μεγάλη μας τύχη είχαν έρθει να μας συνοδέψουν στον υπόλοιπο δρόμο για ασφάλεια. Μπροστά σε επικείμενους κινδύνους άρχιζαν να πυροβολούν και τελικά, χάρη στη δική τους σθεναρή υπεράσπιση, σωθήκαμε από το μοιραίο κακό, φθάνοντας σώοι στο Χαλέπι την ίδια εκείνη νύχτα. Το ταξίδι μας από τη Σις στο Χαλέπι κράτησε 23 ημέρες. Παρά τις περιπέτειες, τις ατυχίες και τις επιθέσεις που συναντήσαμε στο δρόμο, είχαμε μεταφέρει, με τη βοήθεια του Θεού, τους θησαυρούς της Μονής στο Χαλέπι και τους παραδίδαμε ακέραιους, χωρίς ζημιές και απώλειες, στην Αυτού Αγιότητα, τον Καθολικό Σαχάκ.
|