Εκτύπωση

Kallipoli-86

Καλλίπολη-Κεφαλονιά-Κοκκινιά


Κουήν Μινασιάν

Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2015, τεύχος 86


Ο παππούς μου Χατζη-Αγκόπ Κρικοριάν, που αργότερα για άγνωστους λόγους θα πάρει το επώνυμο Παλαντζιάν, ως κάτοικος της Καλλίπολης και μάλιστα Αρμένιος προύχοντας, υπηρέτησε στον οθωμανικό στρατό, στο ιππικό και πολέμησε στην «Μάχη της Καλλίπολης» ή του «Τσανάκ Καλε», όπως το ονόμαζαν. Η μοίρα το έφερε ο Χατζη-Αγκόπ, κατά τη διάρκεια αυτής της μάχης να σώσει την ζωή ενός Τούρκου υψηλόβαθμου αξιωματικού. Βάζοντας ασπίδα το σώμα του προστατεύει τον αξιωματικό και η σφαίρα χτυπά τον παππού μου στο πόδι (το σημάδι και ένα ελαφρύ γέρσιμο στο περπάτημα υπήρχαν μέχρι τα βαθιά του γεράματα...). Ο Χατζη-Αγκόπ παρασημοφορείται αμέσως μετά την νίκη, ενώ ο Τούρκος αξιωματικός εξομολογείται δημοσίως πως του χρωστάει την ζωή του και πως δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Ξεκινά από τότε -και παρά την διαφορά καταγωγής και θρησκείας- μια εγκάρδια φιλία μεταξύ των δυο αντρών. Είχαν και μια κοινή λατρεία: τα άλογα. Ο παππούς, λένε, εκτός από 40 διαλεχτά άλογα, είχε το ομορφότερο μαύρο αραβικό άλογο και είχε επιτρέψει μόνο στον Τούρκο φίλο του να το καβαλάει. Μάλιστα, την άνοιξη του 1919, στον γάμο του Χατζη-Αγκόπ με την Τακουή Παπαζιάν, κόρη ενός Αρμένιου άρχοντα από το Εντιρνέ (Ανδριανούπολη), ο αξιωματικός με όλη του την οικογένεια είναι από τους επίτιμους καλεσμένους. Και εκτός από τους Αρμένιους, καλεσμένοι είναι πολλοί οι Έλληνες, Τούρκοι και Εβραίοι κάτοικοι. Γλεντά όλη η Καλλίπολη. Όμως, αλλιώς τα υπολόγιζαν κι αλλιώς τους ήρθαν. Το 1922, κάμποσες μέρες πριν βγει η επίσημη ανακοίνωση εξορίας του χριστιανικού πληθυσμού της Καλλίπολης, ο αξιωματικός συναντά τον Χατζη-Αγκόπ και του μεταφέρει εμπιστευτικά τις ανησυχίες του: «Μεγάλο κακό μας έχει βρει, φίλε μου. Στα βάθη της ανατολής σφάζουν οι τσέτες τους δικούς σας. Δεν έχουν ιερό και όσιο, δεν αφήνουν τίποτε όρθιο, ούτε ακόμη και τις εκκλησιές σας. Θα αναγκαστείτε να φύγετε άρον-άρον από εδώ, δεν θα σας δώσουν χρόνο. Υπάρχει απόφαση από πολύ ψηλά. Να ειδοποιήσεις την ενορία σου, να πάρετε μαζί σας και τα ιερά κειμήλια της εκκλησίας σας, ετοιμαστείτε!».

Ο παππούς μου καλεί άμεσα εκείνη τη νύχτα την ενοριακή επιτροπή της αρμενικής εκκλησίας Σουρπ Τορός (Αγίων Θεόδωρων), τους μεταφέρει τα δυσάρεστα νέα. Οι περισσότεροι δυσκολεύονται να τον πιστέψουν, δεδομένου ότι στην περιοχή τους ήταν άριστες οι σχέσεις μεταξύ όλων των εθνοτήτων. Τελικά όλοι αναλαμβάνουν να ειδοποιήσουν και να προετοιμάσουν τους υπόλοιπους, καταστρώνουν και σχέδιο φυγής με πλοία. Σ' αυτό θα τους βοηθούσε κι ο αξιωματικός. Χάρη στην ψύχραιμη και ταχύτατη αντίδρασή τους, αρκετοί κατάφεραν να φύγουν τακτοποιώντας όσες υποθέσεις μπορούσαν και προπάντων να πάρουν μαζί τους όλα τα ιερά κειμήλια του Σουρπ Τορός. Ο παππούς μου ήταν από τους τυχερούς, κατάφερε να πουλήσει το αρχοντικό του στην πραγματική του αξία, αφού ο αξιωματικός πρότεινε να του το αγοράσει και δίχως καν να συζητήσουν την τιμή τού τα έδωσε με το παραπάνω. Μάλιστα ορκίστηκε να του επιστρέψει το σπίτι, αν και όταν ξαναγυρίσουν: «... έτσι θα γίνει, να δεις, θα ξανάρθετε, πολιτικές είναι, θα αλλάξουν...». Δυστυχώς ήταν η τελευταία φορά που είδαν ο ένας τον άλλον. Για τον Χατζη-Αγκόπ, η απώλεια αυτής της φιλίας ήταν μεταξύ άλλων ακόμη ένας ασήκωτος πόνος στην προσφυγιά του. Λες και είχε χάσει την δίδυμη ψυχή του.

Εδώ στην Ελλάδα, το πλοίο από την Καλλίπολη αφού κάνει έναν τεράστιο κύκλο, τους αφήνει στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς. Μα οι περισσότεροι δεν μπορούν να προσαρμοστούν στο νησί. Στο μεταξύ έχουν μάθει ότι και άλλοι Αρμένιοι από πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας έχουν φθάσει πρόσφυγες στην Ελλάδα, ότι οι περισσότεροι είναι στην Αθήνα και τον Πειραιά. Ο Χατζη-Αγκόπ και μερικοί ακόμη, αποφασίζουν να πάνε στην Αθήνα, να ψάξουν για συμπατριώτες, ίσως και συγγενείς. Η Κοκκινιά, μια περιοχή του Πειραιά, που κάποτε ήταν όλη περιβόλια, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή είχε μετατραπεί σε μια απέραντη έκταση γεμάτη παράγκες κι αντίσκηνα. Οι πρόσφυγες είναι από παντού. Από την Σμύρνη ως το Καρς, από την Καλλίπολη ως το Βαν, από την Τραπεζούντα ως τη Κιλικία, κι ακόμη πιο πέρα. Ρωμιοί, Πόντιοι, Καππαδόκες, Ασσύριοι, Γεζίντοι, Αρμένιοι κι Εβραίοι, όλοι ξεριζωμένοι από πανάρχαιες πατρίδες. Μια από τις παράγκες του αρμένικου μαχαλά λειτουργούσε ως εκκλησία, με ένας εξαθλιωμένο Αρμένιο παπά και με μοναδικό στολίδι στο ιερό έναν ξύλινο σταυρό. Οι Καλλιπολίτες επισκέπτες εκεί συνειδητοποιούν την έκταση της καταστροφής. Όλη η Μικρασία είχε καεί. Καταλαβαίνουν, πως το ταξίδι ήταν χωρίς επιστροφή, πως όπου κι αν έμεναν, θα ήταν για πάντα. Τι σκληρή απόφαση... Κι ενώ θα τους ήταν πολύ βολικό να μείνουν στην -ομώνυμη μετέπειτα- Καλλίπολη του Πειραιά, όπου ήδη ζούσαν οι Έλληνες Καλλιπολίτες φίλοι τους, για κάποιο λόγο υπερίσχυσε η κοινοτική κι όχι η ατομική ανάγκη. Προτιμούν να είναι κοντά στους Κοκκινιώτες συμπατριώτες τους, σκέφτονται μάλιστα να χτίσουν αντί της παράγκας μια κανονική εκκλησία, όπου θα αφιερώσουν τα ιερά κειμήλια που είχαν φέρει μαζί τους, εκείνα του ναού Σουρπ Τορός της Καλλίπολης. Πράγματι, ο ναός Σουρπ Αγκόπ στην Κοκκινιά, όπως τελικά ονομάστηκε, ανεγέρθηκε το 1933. Έκτοτε θα γίνει το κέντρο γύρω από το οποίο έχει οργανωθεί η αρμενική κοινότητα της Κοκκινιάς, του Πειραιά και των γύρω περιοχών.

Στο μεταξύ ο Χατζη-Αγκόπ και οι αντιπροσωπία των Καλλιπολιτών, με αυτά τα σχέδια στο μυαλό τους, και αφού τακτοποιούν το θέμα της μελλοντικής τους διαμονής, επιστρέφουν στην Κεφαλλονιά, για να φέρουν τους υπόλοιπους στην Κοκκινιά. Στο Αργοστόλι έμειναν μόνο 2-3 οικογένειες, οι υπόλοιποι εμπιστεύτηκαν την αντιπροσωπία και ήρθαν στην πρωτεύουσα. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην Κοκκινιά, κάποιοι έφυγαν να μείνουν με συγγενείς που βρήκαν στο Δουργούτι ή στην Νέα Ερυθραία ή όπου αλλού. Προσφυγιά υπήρχε σχεδόν παντού στην ελληνική επικράτεια. Κάποιοι άνοιξαν πανιά και πήγαν Γαλλία, Αμερική, Καναδά, Αργεντινή, Βραζιλία, Αυστραλία... Σκόρπισαν στους τέσσερις ανέμους, σαν όλους τους Αρμένιους μετά την Γενοκτονία. Ο διώγμός δημιούγησε την διασπορά.

***

Κάποτε, πολύ αργότερα, από κάποιαν επισκέπτη συγγενή μας, την Ελμάς γιαγιατζίκ όπως την φωνάζαμε (αποδιωγμένη κι αυτή από την Πόλη, μα σε μια από τις επόμενες συμφορές, στα γεγονότα του '73 -ενδιάμεσός της σταθμός η Κοκκινιά πριν το μεγάλο ταξίδι στη Αμερική), είχαμε μάθει πως το σπίτι μας στην Καλλίπολη ήταν ακόμη εκεί, κι ότι η εκκλησία έστεκε ακόμη γερά, κι ας είχε μετατραπεί σε στάβλο και μετά σε αποθήκη. «Το ανατολικό παράθυρο του κάποτε ιερού της αρμένικης εκκλησίας Σουρπ Τορός της Καλλίπολης κοιτούσε στην είσοδο του σπιτιού μας», έλεγαν οι παλιοί...

Με μοναδικό γνώμονα αυτή τη φράση, φέτος τον Αύγουστο 2015, κίνησα κι εγώ, παρέα με τον Καλλιπολίτη Τούρκο φίλο μου, τον Αλτούγ Γιλμάζ, για να βρούμε την αρμενική γειτονιά της Καλλίπολης. Με τον Αλτούγ είχαμε γνωριστεί πριν μερικά χρόνια, σε έναν αρμένικο γάμο στο χωριό Βακιφλί του ΜουσαΛερ στην Αντιόχεια της Τουρκίας. Εκεί, στο γλέντι του γάμου, καθισμένοι σε μιαν άκρη, αφηγηθήκαμε ο ένας στον άλλον τις οικογενειακές μας ιστορίες. Ο μουσουλμάνος παππούς του, είχε αναγκαστεί με την ανταλλαγή του 1923, να αφήσει τα Πορόια των Σερρών και είχε εγκατασταθεί στην ερημωμένη τότε Καλλίπολη. Για ακόμη μια φορά διαπιστώσαμε πως ο πόνος του ξεριζωμού είναι κοινός και διαχρονικός για όλους τους ανθρώπους και για τις επόμενές τους γενιές. Ο Αλτούγ πέρασε τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια στον τόπο των δικών μου. Είχε παίξει στις αυλές των εγκαταλελειμμένων αρμένικων σπιτιών. Ήξερε. Βρήκαμε μαζί το σπίτι του παπά («παπαζίν εβί» το λένε ακόμη), μερικά ακόμη παλιά αρμένικα σπίτια και το χαμάμ, για το οποίο τόσα μας έλεγε η γιαγιά μου. Μα όσο κι αν ψάξαμε, αρμένικη εκκλησία δεν βρήκαμε, μήτε και το ιερό για να προσανατολιστώ προς το σπίτι του παππού μου... Προφανώς τα κατάπιε η «ανοικοδόμηση!». Είχα πάρει μαζί μου μερικά αληθινά κεριά, από κερί μέλισσας, για να τα ανάψω στην μνήμη όσων έφυγαν από κει με το ανικανοποίητο πόθο της επιστροφής. Η γιαγιά μου η Τακουή ήταν μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση. Νοσταλγούσε την Καλλίπολη, αναπολούσε τον κήπο της, με τα όμορφά της λουλούδια. «Αχ, τι να έγιναν άραγε οι τριανταφυλλιές μου, οι γαρουφαλιές μου, τι να έγινε άραγε ο παράδεισός μου» έλεγε και ξανάλεγε, ως τα τελευταία της... «Τον βρήκα τον κήπο σου γιαγιάκα μου», ομολογούσα μέσα μου, το σούρουπο που πότιζα τα λουλούδια του κήπου της Γιαγμούρ, φίλης στο σπίτι της οποίας φιλοξενήθηκα στην Καλλίπολη. «Μην ανησυχείς, τα λουλούδια σου δεν διψάνε πια...».

Τη νύχτα εκείνη, εκεί στο χώμα εκείνου του κήπου, άναψα όλα τα κεριά μου, σιγοτραγούδησα ως το ξημέρωμα τα τραγούδια που μου έλεγε η γιαγιά μου, προσευχήθηκα με τον δικό μου τρόπο στη μνήμη όλων τους...

Η Μάχη της Καλλίπολης

Αντζελα Γκιζιτριάν

Eπιμέλεια-μετάφραση: Κουήν Μινασιάν

 

Η 24η Απριλίου 2015 είναι παγκοσμίως και επί δεκαετίες αναγνωρισμένη ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Ναι! Αυτήν την ημέρα, ο πρόεδρος της Τουρκίας Ερντογάν την ανακήρυξε επίσημα ημέρα αφιερωμένη στον εορτασμό των 100 χρόνων για την νικηφόρα για τους Τούρκους Μάχη της Καλλίπολης (μέχρι πρόσφατα εορταζόταν κάθε χρόνο στις 18 Μαρτίου).

Η πράξη αυτή απέδειξε ακόμη μια φορά την κυνικότητα με την οποία αντιμετωπίζει το σύγχρονο τουρκικό κράτος την γενοκτονία των Αρμενίων και γενικότερα την ιστορία της.

Τι ήταν όμως η περίφημη «Μάχη της Καλλίπολης»; Ποίοι αποτελούσαν τις αντιμαχόμενες πλευρές; Γιατί έγινε; Ποια η σημασία της; «Η Μάχη της Καλλίπολης» ή «Η Μάχη του Τσανάκκαλε» ήταν επιχείρηση των δυνάμεων της Ανταντ, στην προσπάθειά τους να καταλάβουν τα στενά των Δαρδανελίων με επόμενο στόχο τον Βόσπορο και την Κωνσταντινούπολη, ώστε να εξουδετερώσουν την αντίπαλη Τουρκία.

Την επιχείρηση οργάνωσε ο ίδιος ο Ουίστον Τσόρτσιλ, υπουργός τότε Ναυτικής Αμύνης της Μ. Βρετανίας. Επικεφαλής της τουρκικής πλευράς ήταν ο Μουσταφά Κεμάλ (αργότερα Ατατούρκ). Οι σκληρές μάχες υποχρέωσαν τις συμμαχικές δυνάμεις σε υποχώρηση. Η νίκη αυτή ενθάρρυνε την Γερμανία και την σύμμαχο της Τουρκία, ενώ προκάλεσε μεγάλες απώλειες στους Δυτικούς. Έμεινε στην ιστορία ως μια από τις πιο αιματηρές μάχες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, αφού χιλιάδες ήταν οι ξένοι στρατιώτες που άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή.

Κάθε χρόνο Αυστραλοί, Άγγλοι και Νεοζηλανδοί τιμούσαν εκεί στις 25 Απρίλη την μνήμη των θυμάτων τους. Οι Τουρκική πλευρά τιμούσε την Μάχη στις 18 Μαρτίου, ως: «Μια από τις λαμπρότερες νίκες του τουρκικού έθνους και του εθνάρχη μας Ατατούρκ!».

Η ανακοίνωση του Ερντογάν φέτος ειδικά να τιμηθεί η Μάχη συγκεκριμένα στις 24 Απρίλη, προκάλεσε διφορούμενες αντιδράσεις εντός και εκτός Τουρκίας. Ξένοι ανταποκριτές αποκαλούσαν το όλο θέμα «ντροπιαστικό σε σχέση με την γενοκτονία» ή πως: «Η πράξη αυτή ντροπιάζει όλη την τουρκική κοινωνία». Μεγάλο μέρος του εσωτερικού τουρκικού τύπου κριτικάρει την επιλογή ως: «...μια ντροπή, που για ακόμη μια φορά χτυπά και πονά τον αρμενικό λαό». Είναι πολλοί οι οργισμένοι που αναρωτιούνται: «Πώς είναι δυνατόν να χτυπάς την πόρτα ενός σπιτιού που πενθεί και να τους καλείς σε γλέντι; Πώς είναι δυνατόν κύριε πρόεδρε της Τουρκίας να στέλνεις πρόσκληση για τις 24 Απρίλη στον Αρμένιο πρόεδρο, που να γράφει: Ελάτε να γιορτάσουμε μαζί το Τσανάκκλαλε;».
Ιδιαίτερα οι αριστεροί αρθρογράφοι καλούν τον Ερντογάν: «Έσκυψες ποτέ σου στο πένθος τους; Άφησες ποτέ σου λουλούδια στο Τζιτζερνακαπέρτ, το μνημείο γενοκτονίας στο Έρεβάν; Στις 24 Απρίλη να είσαι εκεί και να αφήσεις τις φανφάρες και τις παρελάσεις της Καλλίπολης...».

Οι περισσότεροι διανοούμενοι και προοδευτικοί Τούρκοι τελικά προτίμησαν να συμμετέχουν στις εκδηλώσεις μνήμης για την Γενοκτονία των Αρμενίων της πλατείας Ταξίμ, απορρίπτοντας την πρόσκληση του Ερντογάν στην Καλλίπολη.

Η ακόμη μεγαλύτερη ειρωνεία είναι, ότι το 10% των Οθωμανών μαχητών εκείνης της μάχης αποτελούταν από τους «μειονοτικούς» (Έλληνες, Αρμένιους) άντρες της ετοιμόρροπης οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι οποίοι πολέμησαν και μάλιστα αρκετοί τιμήθηκαν και ως ήρωες από τον ίδιο τον Κεμάλ και την τριανδρία των Νεοτούρκων. Στον τουρκικό τύπο, αλλά και σε πολλές εκδόσεις πρόσφατα ήρθαν ξανά στο φως της δημοσιότητας περιπτώσεις σαν του Σαρκίς Τοροσιάν: «του Αρμένιου αξιωματικού του τουρκικού στρατού, τον οποίο η Τουρκία προτιμά να ξεχνά», όπως τόνιζαν. Την ώρα που πρόσφατα η Ανώτατη Στρατιωτική Αρχή της Τουρκίας αμφισβητούσε αν στην Μάχη της Καλλίπολης υπήρχε Τούρκος αξιωματικός με το όνομα Σαρκίς Τοροσιάν, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, στις Η.Π.Α. ο Τούρκος διανοούμενος κι ερευνητής Τανέρ Ακτσάμ συναντούσε την εγγονή του Τοροσιάν, η οποία του παρέδωσε τα δυο μετάλλια του παππού της. Στο ένα μετάλλιο μάλιστα υπάρχει ιδιόχειρη υπογραφή του πανίσχυρου τότε Εμβέρ πασά.

Το τραγικό είναι ότι ο ίδιος ο Ενβέρ είχε υπογράψει τότε και την διαταγή εξολόθρευσης όλου του αρμενικού πληθυσμού της οθωμανικής επικράτειας.

Όταν ο Τοροσιάν μετά την Μάχη της Καλλίπολης και μετά τις παρασημοφορήσεις επιστρέφει σπίτι του, βρίσκει όλη του την οικογένεια σφαγμένη από τον ίδιο εκείνο τουρκικό στρατό, τον οποίο ο ίδιος μόλις είχε υπηρετήσει...


Τα 100 χρόνια από την απόβαση των συμμάχων στην Καλλίπολη και...

η επέτειος της Γενοκτονίας των Αρμενίων

Αρθρο της εφημερίδα «Αγκός»


του Ζακάρια Μιλντάνογλου

Μετάφραση: Βαρβάρα Αλατζίδου


Η ημερομηνία 18 Μαρτίου 1915, η οποία είναι γραμμένη με γιγαντιαία γράμματα στην πλαγιά ενός λόφου, τραβά την προσοχή όσων διέρχονται από τα Δαρδανέλλια. Κάθε χρόνο, την ημερομηνία αυτή, γινόταν συλλογικό μνημόσυνο με συμμετοχή ντόπιων και ξένων. Την ίδια ημερομηνία επίσης, για τον εορτασμό της 100ης επετείου, η τουρκική κυβέρνηση «σοφά πράττοντας...» τη διέγραψε! Αντ'αυτού ανακοινώθηκε, πως ο εορτασμός της νίκης θα διεξαχθεί στις 24 Απριλίου, ημέρα της επετείου της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Μάλιστα, για το μνημόσυνο αυτό εστάλησαν προσκλήσεις σε όλα τα κράτη. Ο τρόπος που λειτούργησε η κυβέρνηση όσον αφορά αυτό το πρόσφατο γεγονός, δεν άφησε καθόλου καλές εντυπώσεις.

Κατά την οθωμανική περίοδο, στα μέρη όπου βρίσκονταν εντός των ορίων της επαρχίας της Αδριανούπολης και στους γύρω οικισμούς των Δαρδανελλίων, ζούσαν πολλοί Αρμένιοι. Μιλώντας για τις εκδηλώσεις μνήμης του Τσανάκκαλε, θελήσαμε να τις αναλύσουμε και εμείς οι Αρμένιοι που ζούσαμε παλιότερα γύρω από τα Δαρδανέλλια.

Η Καλλίπολη πέρασε στην οθωμανική κυριαρχία το έτος 1356 και βρίσκεται στο ανατολικό στόμιο του στενού των Δαρδανελλίων και διοικητικά και θρησκευτικά υπαγόταν στην Ραιδεστό. Στην πόλη υπήρχε και η αρμενική συνοικία. Τρεις αιώνες πριν, κατά το 16ο αιώνα είχαν μεταναστεύσει εδώ δώδεκα αρμενικές οικογένειες από Κεμάχ, Αμαντόρ και Αγκν (Εγίν/Κεμαλιγιέ). Με τα χρόνια ο αρμενικός πληθυσμός ανήλθε σε 200 νοικοκυριά. Υπήρχαν σχολές που παρείχαν ανώτερη μόρφωση, τα Σούρπ Λουσαβορτσιάν και Χριψανιάν, όπου φοιτούσαν 53 αγόρια και 58 κορίτσια αντίστοιχα.

Στην πόλη κατοικούσαν 1300 τουρκικές οικογένειες, οι οποίες αποτελούσαν την πλειοψηφία, 800 ελληνικές και 250 εβραϊκές οικογένειες. Ο αρμενικός πληθυσμός ανέρχονταν στα 1.190 άτομα. Όπως συνέβαινε σε πολλά μέρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έτσι και στη πολυπολιτισμική Καλλίπολη ομιλούνταν η Ελληνική, η Αρμένικη και η Τουρκική. Αυτή η τρίγλωσση γραπτή έκφραση της Καλλίπολης αποτυπώνονταν σε όλες τις καρτ ποστάλ της εποχής.

Οι επαρχίες Κασάν και Μουρεφτέ: Τα χωριά Σαρκιόι, Μαϊντός και Εβρεσέ υπάγονταν διοικητικά στην Καλλίπολη. Αν και σε μικρό αριθμό, ζούσαν και σ' αυτά Αρμένιοι.

Η μεγάλη πλειοψηφία των Αρμενίων που ασχολείτο με την γεωργία, την αλιεία, το εμπόριο και διάφορα τεχνικά επαγγέλματα, σε γενικές γραμμές ζούσε φτωχικά. Ασχολούνταν με την παραγωγή δημητριακών και φρούτων, όπως σιτάρι, κριθάρι, βαμβάκι, σταφύλια, πεπόνια και καρπούζια, ενώ η παραγωγή τσόχας ήταν σε ανταγωνιστικό επίπεδο με την Ευρώπη. Ένας μικρός αριθμός εμπόρων και πλουσίων ασχολούνταν με ακίνητα, ενοικιάσεις, τοκογλυφία και με επιχειρήσεις εισαγωγών-εξαγωγών.

Ο Ταβίτ Μπαντριγκιάν, ιατρός του Ιατρικού Κέντρου «Αρμενία» θυμάται κι αφηγείται: «Είναι η γενέτειρά μου, η πατρίδα μου. Γεννήθηκα στο Ερεβάν. Γενέτειρα και πατρίδα... αν για κάποιον άλλον αυτές οι δύο αναντικατάστατες αξίες φέρουν το ίδιο όνομα, είναι μεγάλη ευτυχία. Διότι αν έχεις μεγαλώσει σε μια άλλη χώρα από αυτή που γεννήθηκες, όσο πατριώτης και αν είσαι, το χώμα, το νερό, ο αέρας της γενέτειράς σου έχουν αλλιώτικη μυρωδιά για σένα. Την παιδική σου ηλικία εκεί την πέρασες, εκεί ονειρεύτηκες και μεγάλωσες εκεί. Η γενέτειρα, είναι η χώρα των ονείρων. Κάθε φορά θυμάμαι με πόση λαχτάρα διηγούνταν στην οικογένειά μου για τα στενά των Δαρδανελλίων, τη θάλασσα, τα σπίτια, τους δρόμους, τις πέτρες και τους ανθρώπους».

Η οικογένεια του Ταβίτ Μπαντριγκιάν, είχε ρίζες από την Κωνσταντινούπολη μα ζούσαν στην Καλλίπολη. Ο πατέρας Αρντασές Μπαντριγί, όταν μετανάστευσε από την Καλλίπολη στην Ελλάδα ήταν 20 χρονών. Ο παππούς ο Χαμπαρτσούμ ήταν σιδεράς και ο πατέρας του ο Αρντασές τσαγκάρης. Και οι δύο ήταν άνθρωποι που έζησαν και δημιούργισαν με τίμιες δουλειές. Η γιαγιά Κοχάρ ήταν τουρκόφωνη, μα γνώριζε απέξω όλο το «Ναρέκ» (αρμενικό βιβλίο προσευχής). Στην ζωή της επισκέφτηκε τρεις τόπους προσκυνήματος: την Ιερουσαλήμ, τη Μονή Θεοτόκου Αρμάς Σαρχάπ (Νικομήδεια) και στην Αρμενία το Ετσμιατζίν.

Η μητέρα του Ταβίτ Μπαντριγκιάν, η Αζνίβ, ήταν 13 ετών όταν μαζί με την οικογένειά της εγκατέλειψαν τη γενέτειρά της το Σιλιμβρί για να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα. Ύστερα από 60 χρόνια, προκειμένου να επισκεφτεί τους συγγενείς της, επέστρεψε στον τόπο γέννησής της. Όταν έφτασαν κοντά στο Σιλιμβρί, άφησε το αμάξι και συνέχισε το δρόμο με τα πόδια. Οι μνήμες του δεκατριάχρονου κοριτσιού, την οδήγησαν κατευθείαν στο σπίτι όπου έζησε η οικογένειά της και το οποίο είχε χτίσει ο πατέρα της με τα ίδια του τα χέρια. Όταν χτύπησε την πόρτα αντίκρισε μπροστά της μία Τουρκάλα. Κατά τη διάρκεια των 60 χρόνων τα πάντα είχανε μείνει ίδια, μόνο οι ιδιοκτήτες είχαν αλλάξει.

Η οικογένεια του Ταβίτ Μπαντριγκιάν, το 1946-47 επέστρεψε με πλοίο από την Ελλάδα στην Αρμενία λαμβάνοντας μέρος στην πρώτη αποστολή που καλούσε την αρμενική διασπορά για «επιστροφή στην πατρίδα». Καθώς το πλοίο περνούσε από τα Στενά των Δαρδανελλίων, είδαν τον τόπο γέννησής τους, την Καλλίπολη. Θυμήθηκαν τότε το 1922, όταν φεύγοντας αναγκαστικά λόγω της ανταλλαγής, είχαν κλειδώσει όλες τις πόρτες και είχαν κρατήσει τα κλειδιά με την πεποίθηση ότι μία ημέρα θα επέστρεφαν. Όταν το πλοίο πλησίασε αρκετά, η γιαγιά Κοχάρ αντίκρισε για τελευταία φορά το σπίτι όπου είχαν ζήσει. Έβγαλε τότε τα βαριά κλειδιά που τόσα χρόνια τα φύλαγε με ελπίδα, τα άφησε αργά και σιωπηλά από το χέρι της, πάνε, χάθηκαν στα νερά του στενού...