Οι Αρμένιοι στον Οθωμανικό Στρατό (από το 14ο αιώνα έως το 1918) Εκτύπωση

Αναχίτ Αστογιάν

Μετάφραση: Έλεν Καραογλανιάν

Τεύχος: Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2008

 

 

Το Σώμα των Γενίτσαρων

Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι υπήκοοι χριστιανικών υπόδουλων λαών θεωρούνταν ύποπτα στοιχεία, δεν τους επιτρεπόταν η χρήση όπλων και βάσει του ισλαμικού νόμου δεν μπορούσαν να υπηρετήσουν στο στρατό διότι ήταν αλλόθρησκοι. Για να αξιοποιήσουν τους χριστιανούς υπηκόους στις ένοπλες δυνάμεις και για να εκπληρώσουν οι σουλτάνοι τις στρατιωτικές τους φιλοδοξίες, οι Οθωμανοί κυρίαρχοι ξεκίνησαν το λεγόμενο Δεβσιρμέ - συνάθροιση - που στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει «συγκομιδή αγοριών». Οι σουλτανικές αρχές ανά διαστήματα πήγαιναν σε περιοχές που κατοικούνταν από χριστιανούς για να μαζέψουν τα πιο όμορφα, υγιή και έξυπνα νεαρά αγόρια και νέους. Αφού τους προσηλύτιζαν στον Ισλαμισμό, τους έστελναν σε ειδικά αποσπάσματα στρατού που ονομάζονταν ατσεμί ογλάν - ξένο αγόρι - όπου τα αγόρια διδάσκονταν διάφορες στρατιωτικές ικανότητες και εμποτίζονταν με θρησκευτικό φανατισμό. Έτσι, μεταμορφώνονταν σε δεξιοτέχνες στρατιώτες έτοιμοι να καταχτούν στο Σώμα των Γενίτσαρων.

Το Σώμα των Γενίτσαρων (γενί τσαρί ή νέα στρατεύματα) δημιουργήθηκε το 1361-1363 κατά τη βασιλεία του Σουλτάνου Μουράτ Α΄ και έγινε η ελίτ του Οθωμανικού στρατού. Αποτελούνταν αποκλειστικά από χριστιανούς που είχαν προσηλυτιστεί στον Ισλαμισμό. Οι χριστιανοί χωρών που είχαν κυριευθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία θεωρούνταν αιχμάλωτοι πολέμου και ένας στους πέντε παραδιδόταν στους Οθωμανούς προς επιστράτευση. Μετά την κατάκτησή τους, οι χριστιανοί κάτοικοι γίνονταν Οθωμανοί υπήκοοι, υποκείμενοι στην πρακτική του Δεβσιρμέ. Σύμφωνα με τα αρχεία των αρμενικών χρονικών, η «συγκομιδή αγοριών» ξεκίνησε στη Δυτική Αρμενία το 1464. Κατά τη διάρκεια πολλών γενεών, οι πιο υποσχόμενοι αντιπρόσωποι του αρμενικού λαού απομακρύνθηκαν από το εθνικό τους περιβάλλον και υπηρέτησαν στο όνομα της νίκης ενός ξένου λαού και μιας ξένης θρησκείας.

Υπήρχαν άτομα στο Σώμα των Γενίτσαρων αρμενικής καταγωγής που μπόρεσαν να κερδίσου υψηλές διακρίσεις στον Οθωμανικό στρατό και στην κυβέρνηση λόγω της γενναιότητάς τους και των ικανοτήτων τους, όπως ήταν το 17ο αιώνα ο ναυτικός διοικητής και Μέγας Βεζίρης Καλίλ Πασά, του οποίου οι γενναίες πράξεις έχουν δοξαστεί στα χρονικά της Οθωμανικής ιστορίας. Διορίστηκε Μέγας Βεζίρης όταν το 1609 βγήκε νικητής από μια ναυμαχία. Κατέπνιξε επιδρομές Κοζάκων από τη Σινώπη και ανανέωσε την συνθήκη ειρήνης με την Πολωνία και την Αυστρία. Πολέμησε τους Πέρσες και ανάγκασε τον Σάχη Αμπάς να υπογράψει συνθήκη κατάπαυσης πυρός.

Αρμενικής καταγωγής ήταν και ο Οθωμανός διοικητής και πολιτικός Ερμενί Σουλεϊμάν Πασά (1605-1680). Λόγω των ταλέντων του, της ευφυΐας και της ανδρείας του, μπόρεσε να αναρριχηθεί από απλώς φαντάρος σε Μέγας Βεζίρης και μια από τις πιο διάσημες προσωπικότητες της Οθωμανικής ιστορίας. Ο Σουλεϊμάν Πασά ήταν ίσως ο μόνος που δεν έκρυψε ποτέ τις εθνικές τους ρίζες και πάντα χρησιμοποιούσε τον όρο Ερμενί (Αρμένης) στον επίσημο βαθμό του, ακόμα και όταν έγινε Μέγας Βεζίρης.

Υπήρχαν και άλλοι Αρμένιοι εκτός από τους προαναφερμένους που προσηλυτίστηκαν στον Ισλαμισμό και αποδείξαν την αξία τους στο πεδίο της μάχης, όμως μνημονεύονται στα οθωμανικά χρονικά ως Τούρκοι. Τα ονόματα αυτών είτε δεν μαθεύτηκαν ποτέ, ή οι τούρκοι ιστορικοί επέλεξαν να μην αναφέρουν την καταγωγή τους. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Σινάν ο Μέγας, ο πιο γνωστός Οθωμανός αρχιτέκτονας του 16ου αιώνα. Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι Τούρκοι και άλλοι ακαδημαϊκοί θέλησαν να γδύσουν την εθνική καταγωγή του Σινάν, όμως η δόξα εντέλει δόθηκε στο αρμενικό έθνος όταν εκδόθηκε έγγραφο από τουρκικό επιστημονικό περιοδικό το 1931, όπου πιστοποιείται η αρμενική καταγωγή του Σινάν. Σύμφωνα με αυτό το έγγραφο, ο Σινάν υπηρέτησε ως μαχόμενος μηχανικός σε ένα απόσπασμα Γενίτσαρων. Ο Σινάν είναι φημισμένος για τα στρατιωτικά κατασκευαστικά του έργα, νοσοκομεία, γέφυρες, κ.ά. Ανύψωσε την ισλαμική αρχιτεκτονική στο επίπεδο της τελειότητας και έχει καταλάβει μια περίοπτη θέση στην ιστορία της τέχνης ως ένας από τους καλύτερους αρχιτέκτονες όλων των εποχών.

 

Αρμένιοι Μισθοφόροι

Παρά το γεγονός ότι δεν επιτρεπόταν σε «άπιστους» να υπηρετούν στον «στρατό της πίστης», οι Οθωμανοί βασιλείς, επικαλούμενοι το καλό του έθνους, παράβλεπαν αυτή τη θρησκευτική πρακτική και συμπεριέλαβαν χριστιανούς στο στρατό. Αρμένιοι μισθοφόροι υπηρέτησαν τόσο στο πεζικό όσο και στο ιππικό. Μισθώνονταν σε στρατιωτικές μονάδες που ονομάζονταν σαλαχοράν, ώστε να ανοίγουν δρόμους για τους στρατιώτες κόβοντας δέντρα και επιχώνοντας βάλτους. Επίσης, αρμένιοι στρατιώτες προπορεύονταν των Οθωμανικών στρατών πριν τη λεηλασία πόλεων και έσκαβαν χαντάκια που οδηγούσαν στις πύλες των πόλεων. Άλλες μονάδες αποτελούνταν από αρμένιους οικοδόμους με κύρια εργασία τους να υποσκάπτουν τους πέτρινους τοίχους πύργων ή κάστρων.

Αρμένιοι μισθοφόροι υπηρέτησαν και στο Οθωμανικό ναυτικό. Μάλιστα κατά τη βασιλεία του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ Α΄ (1771-1788) ο αριθμός αυτών των μισθοφόρων αυξήθηκε όταν υπηρέτησε ο αρμενικής καταγωγής ναύαρχος Καζαηρλί Χασάν Πασά. Τότε, το 75% των ναυτικών που επάνδρωναν τα κανόνια των οθωμανικών πλοίων ήταν ή Αρμένιοι ή Έλληνες. Ο Χασάν Πασά Γκαζί (νικητής) καταγόταν από μια φτωχή αρμενική οικογένεια από τη Ραιδεστό, κατετάγη ως μισθοφόρος στον Οθωμανικό στόλο και έγινε διάσημος για τις προσφορές του, όπως τη συμμετοχή του στην κατάληψη της Μάλτας, όπου και του δόθηκε το παρατσούκλι Γκαζί.

 

Οικονομική ενίσχυση του Οθωμανικού Στρατού

Κατά τη διάρκεια των αιώνων, η υλική συνεισφορά των χριστιανών αρμενίων υπηκόων προς την ενδυνάμωση του Οθωμανικού στρατού ήταν τεράστια. Αυτά τα ποσά καταβάλλονταν με τη μορφή φόρων που οι μουσουλμάνοι υπήκοοι δεν ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν. Μη-μουσουλμάνοι μπορούσαν να αποφύγουν την κατάταξη στο στρατό πληρώνοντας το λεγόμενο φόρο «κεφαλής». Κατά τη διάρκεια πολέμων, οι χριστιανοί υπήκοοι ήταν υποχρεωμένοι να καλύπτουν τα έξοδα του στρατού μέσω καταβολής διαφόρων φόρων που συνεχίζονταν και κατά τη διάρκεια ειρήνης για τη συντήρηση του στρατού. Συχνά, οθωμανοί στρατιώτες έκαναν κατάσχεση των σταυρών και των Βίβλων από τις αρμενικές εκκλησίες τα οποία πουλούσαν, ενώ αρμενικά χωριά συχνά λεηλατούνταν για τον ίδιο λόγο.

 

Αρμένιοι τεχνίτες στην υπηρεσία του Στρατού

Οι αρμένιοι κατασκευαστές όπλων θεωρούνταν οι καλύτεροι. Σφυρηλατούσαν σπαθιά, έφτιαχναν τις κάννες των όπλων, επισκεύαζαν τα χαλασμένα και παρείχαν ένα πλήθος άλλων υπηρεσιών. Αυτοί οι τεχνίτες ήταν ενσωματωμένοι στο στρατό και ταξίδευαν με τους στρατιώτες στις διάφορες εκστρατείες. Στην υπηρεσία του οθωμανικού στρατού υπήρχαν επίσης και χιλιάδες κατασκευαστές σελών, ράφτες, μουσικοί και άλλοι τεχνίτες.

Οι Αρμένιοι και οι Έλληνες σχημάτιζαν την πλειοψηφιά των κατασκευαστών πλοίων και μάλιστα από το 18ο έως το 19ο αιώνα η οικογένεια Ντεμιρτζιμπασιάν ήταν οι επίσημοι σιδηρουργοί του ναυτικού. Το 18ο αιώνα ο Κεβόρκ Ντεμιρτζιμπασιάν έγινε ο βασιλικός μονταδόρος του στόλου και διοικητής του ναυτικού οπλοστασίου, θέση την οποία κατείχε προηγουμένως ο Αρμένιος Μαρντιρός ο Τεχνίτης. Επίσης, ο Κεβόρκ σχεδίασε τη σύγχρονη άγκυρα που υιοθέτησαν οι Ευρωπαίοι.

Αρμένιοι τεχνίτες κατασκεύαζαν όπλα και για το Σώμα των Γενίτσαρων. Η τέχνη αυτή έφτασε στο απόγειό της με τον μάστορα Σαρκίς Ατζεμιάν, ο οποίος ήταν ο επίσημος κατασκευαστής σπαθιών για τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίντ Β΄ και τα σπαθιά του εκτίθενται σήμερα στο Τοπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη, στο Μετροπόλιταν Μουσείο στη Νέα Υόρκη και στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα.

 

Αρμένιοι έμποροι Στρατιωτικών Στολών

Οι βασικοί προμηθευτές στολών του Οθωμανικού στρατού ήταν Αρμένιοι. Μάλιστα, ο σύμβουλος του Μουσταφά Πασά Μπαϊρακτάρι - διοικητής του Οθωμανικού Στρατού στο Δούναβη - ήταν ο Μανούκ Μπέη Μιρζανιάν (1769-1817) ο οποίος ήταν υπεύθυνος εφοδιασμού και επισκευών κατά τη διάρκεια του ρωσο-τουρκικού πολέμου 1806-1812. Επίσης, του είχε δοθεί η εξουσία να διαπραγματευτεί με τους Ρώσους όταν τελείωσε ο πόλεμος. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο Μανούκ Μπέη ήταν υπεύθυνος και για την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου το 1812 που εμπόδισε τα σχέδια του Ναπολέοντα να βάλει τις δυο χώρες σε μακροχρόνιο πόλεμο.

 

Αρμένιοι Στρατιωτικοί Γιατροί

Ένεκα έλλειψης τούρκων γιατρών, ξεκίνησαν να υπηρετούν στο στρατό οι αρμένιοι γιατροί απόφοιτοι ευρωπαϊκών πανεπιστημίων. Υπήρχαν πάνω από 170 υψηλόβαθμοι αρμένιοι γιατροί που τους δόθηκε ο τίτλος του Πασά και του Μπέη. Αρμένιοι γιατροί έλαβαν μέρος σε πολλές στρατιωτικές εκστρατείες και υπηρέτησαν σε πολλά στρατιωτικά νοσοκομεία, συνεισφέροντας σημαντικά στην οργάνωση των ιατρικών υπηρεσιών. Η συνεισφορά τους στην επιστήμη της ιατρικής ήταν επίσης μεγάλη, καθώς βάσει των προσπαθειών τους ιδρύθηκε ο Βασιλικός Ιατρικός Σύνδεσμος. Τέλος, ο αριθμός των αρμενίων φαρμακοποιών και κτηνιάτρων σε διάφορες στρατιωτικές μονάδες ήταν, επίσης, μεγάλος. Ο Οθωμανικός Ερυθρός Ημισέλινος (αντίστοιχος Ερυθρός Σταυρός) είχε ιδρυθεί ως αποτέλεσμα των προσπαθειών του Γκαμπριέλ Πασά Σεβιάν, του Αγκόπ Μπέι Ταβουτιάν και άλλων αρμενίων στρατιωτικών γιατρών.

 

Αρμένιοι Αξιωματικοί

Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, άνοιξε ένα μεγάλο πεδίο για τους Αρμενίους στον Οθωμανικό στρατό. Εκτός άλλων τμημάτων, προσεληφθήκαν Αρμένιοι και σε υπεύθυνες θέσεις του Ναυτικού και των υπουργείων Πολέμου, μερικοί εκ των οποίων έλαβαν υψηλό βαθμό κατά τη θητεία τους. Ένα παράδειγμα είναι ο Αντόν Γαβέρ Πασά Τενγκριάν, ο οποίος έγινε ο προσωπικός γραμματέας του Εομέρ Πασά, διοικητή των Οθωμανικών δυνάμεων. Το 1875 ο Αντόν Γαβέρ Πασά έγινε διοικητής της Ρούμελης με τον τίτλο του Μπεηερμπεή (ο Μπέης των Μπέων) και τέλος διακρίθηκε με τον τίτλο του Πασά. Ο Γαραμπέτ Αρτίν Πασά Ταβουτιάν και ο Χοβαννές Πασά Κουγιουμτζιάν, αρμένιοι κυβερνήτες από το Λίβανο, ανέλαβαν την αρχηγία της αστυνομίας.

 

Το Ζήτημα της Στρατολογίας Αρμενίων

Υπήρξαν εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια των αρμενο-τουρκικών σχέσεων όπου οι Οθωμανικές αρχές ζήτησαν στρατιωτική βοήθεια από τους Αρμενίους, όπως το 1847, όταν οι Οθωμανικές δυνάμεις πολεμούσαν ενάντια των αναρχικών κουρδικών φυλών. Επίσης, μετά τις σοβαρές απώλειες το 1877 κατά τον ρωσο-τουρκικό πόλεμο, η Οθωμανική κυβέρνηση ζήτησε τη στρατολόγηση χριστιανών υπηκόων από τους πατριάρχες. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στην Αρμενική Εθνική Συνέλευση στην Κωνσταντινούπολη στις 14 Δεκεμβρίου 1877 απέρριψε το αίτημα της κυβέρνησης. Μετά τη διακήρυξη του 1908 όπου αποκαταστάθηκε το Οθωμανικό Σύνταγμα, οι Αρμένιοι μαζί με άλλους χριστιανούς υπηκόους πρόβαλαν αίτημα στην Οθωμανική Βουλή να στρατολογούνται και να λαμβάνουν ίσα δικαιώματα στο στρατό. Τα συντηρητικά στοιχεία της αρμενικής κοινότητας ήταν κατά της στρατολόγησης ενώ τα νέα αίματα ήταν υπέρ. Ο νόμος ψηφίστηκε στην Οθωμανική Βουλή το 1910, δίνοντας το δικαίωμα στρατολόγησης σε όλους τους υπόδουλους λαούς της Αυτοκρατορίας, κάτι που δέχθηκαν με ενθουσιασμό οι νέοι Αρμένιοι διότι τους αφαιρούσε το στίγμα του αιχμαλώτου, του ραγιά (κοπάδι) και του υπόδουλου.

Έτσι άνοιξε το πεδίο του στρατού για τους Αρμενίους, οι οποίο εκμεταλλευόμενοι της ευκαιρίας, φοίτησαν στη στρατιωτική ακαδημία Χαρμπιγέ και γρήγορα απέδειξαν την αξία τους σε διάφορους στρατιωτικούς τομείς. Οι τούρκοι αξιωματικοί επωφελούμενοι της μεθοδικότητας και καθαριότητας των Αρμενίων, άρχισαν να αντικαθιστούν τους τούρκους στρατιώτες τους με Αρμενίους, οι οποίοι γρήγορα έπαιρναν αξιώματα και μάλιστα έδειξαν την ανδρεία τους κατά τη διάρκεια του Βαλκανικού Πολέμου και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Κατά το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στρατολογήθηκαν περίπου 60.000 Αρμένιοι 18-45 χρονών. Παρά τις αντίξοες συνθήκες που τους περίμεναν, οι Αρμένιοι γρήγορα εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις και μάλιστα έσωσαν τον Ενβέρ Πασά από αιχμαλωσία. Ο Ενβέρ Πασά έστειλε στον Ζαβέν Ντερ-Γεγιαγιάν, τότε Αρμένιο Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, μήνυμα δοξασίας και ευχαριστίας προς τους αρμενίους στρατιώτες.

Παρόλα αυτά, από τις πρώτες κιόλας μέρες του πολέμου διαδόθηκαν ψεύτικες φήμες ότι αρμένιοι στρατιώτες λιποτακτούσαν - μια πρόφαση για την υλοποίηση του προμελετημένου σχεδίου των Νεοτούρκων για την εξόντωση των Αρμενίων. Την 12η Φεβρουαρίου 1915 ξεκίνησε ο αφοπλισμός των αρμενίων στρατιωτών τους οποίους οργάνωσαν σε εργατικά τάγματα. Ταυτόχρονα, αρμένιοι αξιωματικοί απομονώνονταν και συλαμβάνονταν. Ακολούθησε η ντιρεκτίβα του Ενβέρ Πασά, υπουργού Πολέμου, να εξαλειφθούν όλοι οι αρμένιοι στρατιώτες, οπόταν πάνω από 60.000 αρμένιοι φαντάροι δολοφονήθηκαν βίαια.

Υπήρξαν πολλοί αρμένιοι στρατιωτικοί γιατροί που έπεσαν στα πεδία της μάχης κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους, πολλοί έχασαν τη ζωή τους όταν νοσήλευαν τούρκους στρατιώτες με τύφο. Επίσης, πολλοί σφαγιάσθηκαν απλά επειδή ήταν Αρμένιοι. Το απόγευμα της 24ης Απριλίου 1915, έγινε η σύλληψη του ποιητή και πεζογράφου Ρουπέν Σεβάκ ο οποίος είχε υπηρετήσει ως γιατρός με το βαθμό λοχαγού. Μοιράστηκε την ίδια τύχη των άλλων αρμενίων διανοουμένων που σφαγιάσθηκαν στην Ανατολή.

Εξαλείφοντας λοιπόν την πιθανότητα αντιμετώπισης άμυνας από τους Αρμένιους, η τουρκική κυβέρνηση ξεκίνησε την υλοποίηση του προμελετημένου σχεδίου της γενοκτονίας των Αρμενίων.

Έτσι ξεπλήρωσαν οι Τούρκοι τους Αρμενίους για τους αιώνες των σταθερών υπηρεσιών και ενδυνάμωσης του Οθωμανικού στρατού.

Συνέχισαν να εκφράζουν τα «ευχαριστώ» σβήνοντας τους Αρμενίους από τα ιστορικά στρατιωτικά βιβλία, ισχυριζόμενοι ότι μόνο Τούρκοι και άλλοι μουσουλμανικοί λαοί έχυσαν αίμα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και ότι οι χριστιανοί, συμπεριλαμβανομένων των Αρμενίων, μπόρεσαν να ακμάσουν διότι ήταν απαλλαγμένοι από τη στρατιωτική θητεία. Παρόλα αυτά, τα αδιάψευστα ιστορικά γεγονότα δείχνουν ότι για αιώνες ολόκληρους οι Αρμένιοι ήταν αδιάκοπα παρόντες στον Οθωμανικό στρατό υπηρετώντας ως φαντάροι, γιατροί, τεχνίτες, προμηθευτές και αξιωματικοί, και συνέβαλλαν σημαντικά στο να γίνει ο Οθωμανικός στρατός μια μεγάλη παγκόσμια δύναμη.

 

 


[Top]