Κασρ Σιρίν 1916 |
![]() |
![]() |
Εκδόσεις Αράς, Κων/πολη, α΄ έκδοση Φεβρουάριος 2013. Μετάφραση: Κουήν Μινασιάν Στις σελίδες αυτές δίνουμε χώρο στη σύγχρονη αρμενική λογοτεχνία και θα παρουσιάζουμε μικρά διηγήματα ή αποσπάσματα. Σ’ αυτό το τεύχος παρουσιάζουμε έναν από τους «τελευταίους των Μοϊκανών» της δυτικοαρμενικής πεζογραφίας και μεταφέρουμε στα ελληνικά την ιστορία «Κασρ Σιρίν» από τη συλλογή διηγημάτων του Πακράτ Εστουκιάν* Ξενιτεμένα τραγούδια. «Έμαθα πως γράφετε διηγήματα. Θέλω να σας διηγηθώ ένα περιστατικό από τα παλιά. Ίσως να σας ενδιαφέρει» είπε χαμογελώντας και ευθύς πρόσθεσε: «Τι κρίμα που η μνήμη μου είναι πια αδύναμη, έχω ξεχάσει κάποιες λεπτομέρειες, αλλά αυτό δεν έχει και πολύ σημασία». Ανοιγόκλεισε γρήγορα τα βλέφαρά του, ρούφηξε μια γουλιά τσάι και έψαξε μέσα στο φάκελο που είχε ακουμπήσει στο τραπέζι: ήταν οι σημειώσεις που είχε κρατήσει γι’ αυτά που ήθελε να μου διηγηθεί. Με αυτό το τελευταίο ήμουν πια συνηθισμέ-νος. Κάθε φορά που κανονίζαμε να συναντηθούμε, εκείνος έφερνε οπωσδήποτε σημειώσεις σε χαρτάκια γι’ αυτά που θα εξιστορούσε. Ήταν ένας καλός τρόπος για να υπερνικά τις αδυναμίες που εμφανίζονται με την πάροδο της χρόνου. Τελικά βρήκε το χαρτάκι που έψαχνε. Με τα τρεμάμενα χέρια του είχε γράψει, σαν σε ημερολόγιο: Χειμώνας 1916 Κασρ Σιρίν. Και άρχισε να αφηγείται: «Ήταν στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, το χειμώνα του 1916 στη Μέση Ανατολή. Το στράτευμά μας αποτελείτο από δύο λόχους Αυστριακών. Όλοι ήταν στρατιώτες από την Αυστρία, με τους οποίους είχαμε ενωθεί κι εμείς, δεκαεννιά αυστριακοί κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης. Κατά τη διάρκεια του πολέμου γίνονταν και πολιτικές επαφές. Στόχος ήταν να προσχωρήσει η Περσία στη Γερμανική συμμαχία. Μάλιστα εάν το καταφέρναμε, θα παίρναμε αυτομάτως με το μέρος μας το Βελουχιστάν, το Αζερμπαϊτζάν και το Τουρκμενιστάν. Οι Γερμανοί δεν διέθεταν διπλωμάτες σ’ αυτούς τους κύκλους. Εξουσιοδότησαν λοιπόν ως πρέσβη έναν μηχανικό, τον Καρλ Λάουτορμπορν, που τύχαινε τότε να εργάζεται στο μεγάλο έργο της σιδηροδρομικής γραμμής της Βαγδάτης. Εμένα με διέταξαν να τον υπηρετώ ως διερμηνέας. Έτσι έμεινα στην πόλη Κασρ Σιρίν, μακριά από τον πόλεμο. Ο γερμανός πρέσβης είχε τακτικές επαφές με πλούσιους τοπικούς άρχοντες ή αγάδες. Κι εκείνη την ημέρα ήταν προσκεκλημένος στην έπαυλη του Σιρ Μουχαμέντ Χαν Σαμσάμ Έλμο Μελεκί, τοποτηρητή του Αζερμπαϊτζάν». Μέχρι εδώ λες και τα είχε πει όλα με μια πνοή. Στάθηκε λίγο, ήπιε ακόμη μια γουλιά τσάι και συνέχισε: «Έχουν περάσει κοντά εβδομήντα χρόνια από αυτά που σου λέω. Είναι εκπληκτικό που δεν έχω ξεχάσει ένα τόσο μακρύ όνομα. Η καθημερινότητα του Καρλ Λάουτορμπορν παρά τη νέα του ευθύνη δεν είχε αλλάξει ιδιαίτερα. Ως συνήθως, επέβλεπε τις εργασίες του σιδηροδρόμου και μόλις κατά το βραδάκι συναντιόταν με τους τοπικούς άρχοντες. Η μόνη αλλαγή ήταν ότι, αντί του δώματος που του είχαν παραχωρήσει αρχικά, τώρα κατοικούσε στο κεντρικό κτήριο της Εταιρίας Σιδηροδρόμων και μοναδικό του καμάρι ήταν ότι διέθετε πλέον έναν υπηρέτη και έναν προσωπικό μάγειρα. Εκείνη τη νύχτα είχε μηνύσει στον μάγειρά του ότι δε θα επέστρεφε για δείπνο, εφόσον ήταν προσκεκλημένος του νομάρχη. Έτσι λοιπόν, οι δυο μας κινήσαμε με τα πόδια για την έπαυλη. Παρότι η απόσταση δεν ήταν μεγάλη, εντούτοις μέχρι να φτάσουμε μας είχε πιάσει η ψύχρα. Ένας υπηρέτης άνοιξε την πόρτα, πίσω από τον οποίο στεκόταν ο νομάρχης Σιρ Μουχαμέντ Χαν Σαμσάμ Έλμο Μελεκί, μέσα στον μακρύ λευκό του μανδύα. Ήταν ένας τύπος με πελώριο παράστημα, στρογγυλό πρόσωπο, κοντά μουστάκια και πλατύ χαμόγελο. Κανονικά οι ίδιοι οι καλεσμένοι πήγαιναν να παρουσιαστούν μπροστά του και μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις ερχόταν ο ίδιος αυτοπροσώπως ως το κατώφλι της πόρτας για να τους υποδεχτεί. Προς μεγάλη μου έκπληξη, με την ίδια αβρότητα χαιρέτησε κι εμένα, πράγμα παράξενο, αφού ήμουν ακόμη ένας απλός φαντάρος. Ο ίδιος μας οδήγησε από τις σκάλες στον επάνω όροφο, όπου διαπίστωσα ότι υπήρχαν κι άλλοι καλεσμένοι, εκ των οποίων γνώριζα μόνον τον τούρκο χιλίαρχο Σεβκέτ Μπέη. Ο λόγος της γνωριμίας μας ή μάλλον της στενής φιλίας μας ήταν η γενέτειρά μας. Είμαστε κι οι δυο Κωνσταντινοπολίτες που βρεθήκαμε στην κόλαση της ερήμου και συζητώντας για την Πόλη μας, καταπνίγαμε τη νοσταλγία μας. Καλεσμένοι ήταν και μερικοί εύποροι τοπικοί παράγοντες που ήδη μας περίμεναν. Όλοι με μιας καθίσαμε χάμω, γύρω από ένα ειδικά απλωμένο ύφασμα. Μόνον εγώ και ο χιλίαρχος Σεβκέτ Μπέη καθίσαμε με τον ιδιαίτερο τρόπο των στρατιωτικών, πάνω στο δεξί μας πόδι έχοντας το αριστερό μας γόνατο μπροστά. Ήμαστε συνηθισμένοι και βολευόμαστε καλύτερα έτσι. Στο κέντρο του κύκλου, μέσα σ’ έναν μεγάλο στρογγυλό δίσκο άχνιζε ένας “λόφος” από πλιγούρι πιλάφι. Ο ατμός ανέβαινε αργά-αργά κι έφερνε στα ρουθούνια μας την ορεκτική μυρωδιά του λιωμένου βουτύρου. Δίπλα, ένας άλλος δίσκος περιείχε πέντε κοτόπουλα ροδοκοκκινισμένα στα κάρβουνα. Όλοι περίμεναν να αρχίσουμε πρώτα εμείς, οι προσκεκλημένοι, αλλά πώς; Δεν υπήρχαν μπροστά μας ούτε πιάτα, ούτε κουτάλια ή πιρούνια! Ο Σιρ Μουχαμέντ Χαν το αντιλήφθηκε και διέταξε τον υπηρέτη του να φέρει πιάτα και κουτάλια. Ο υπηρέτης τα έφερε αμέσως, μη γνωρίζοντας όμως πώς να τα τοποθετήσει, αφού δεν τα είχε χρησιμοποιήσει ποτέ, στάθηκε σαν χαμένος πλάι στον κύρη του. Ο Χαν πήρε τα πιάτα -ήταν μόνο τρία- και λες και φτυάριζε αμμόλοφο, τα γέμισε με πιλάφι και μας τα πρόσφερε: πρώτα στον πρέσβη, έπειτα στον Σεβκέτ Μπέη και τέλος σε εμένα. Στο μεταξύ οι υπόλοιποι καλεσμένοι, αλλά κι ο ίδιος, έτρωγαν απλά με τα χέρια με μια φυσική επιδεξιότητα. Το 1916 ήμουν μόλις 20 χρονών και δεν γνώριζα άλλους πολιτισμούς και τις συνήθειες τους, εξόν της Πόλης. Αυτός ήταν και ο λόγος που δυσκολεύτηκα να συγκρατήσω το αυθόρμητο γέλιο μου. Αλλά και πάλι θα τα κατάφερνα, εάν ο Σιρ Μουχαμέντ Χαν Σαμσάμ Έλμο Μελεκί αρχικά και μετά οι υπόλοιποι ευγενείς καλεσμένοι δεν εξαπέλυαν κατά σειρά και μεγαλοφώνως όλα τους τα αέρια. Αυτό το τελευταίο ήταν για μένα ανεπίτρεπτο, αδιάντροπο και συνάμα γελοίο. Τελικά δεν κατόρθωσα να συγκρατηθώ και άρχισα να γελώ ακατάπαυστα, να γελώ μέχρι δακρύων, να γελώ μέχρις ότου όλοι με κοιτούσαν παραξενεμένοι, να γελώ ώσπου ο καημένος ο πρέσβης ντροπιασμένος έχασε το χρώμα του στην προσπάθειά του να συγκρατήσει τον θυμό του.Τότε ο Σιρ Μουχαμέντ Χαν, για να αλλάξει την ατμόσφαιρα, πρότεινε να παίξουν μια παρτίδα σκάκι. Εκείνη τη νύχτα, στο δρόμο της επιστροφής, ο Καρλ Λάουτορμπορν με ενημέρωσε σε πολύ αυστηρό τόνο, ότι αυτή ήταν η τελευταία μου νύχτα στη διπλωματία. Τον είχα ντροπιάσει τον άμοιρο. Δυσκολευόμουν κιόλας να συγχρονιστώ με το βηματισμό του, διότι όσο περισσότερο θύμωνε, τόσο επιτάχυνε. Από την άλλη υπέφερα, υπέφερα πολύ, διότι ακόμη και την ώρα που άκουγα τις αυστηρές του παρατηρήσεις συνέχιζα να γελάω, λες και το έκανα επίτηδες. Πράγματι, από εκείνη την ημέρα έχασα την ευκαιρία μιας άνετης στρατιωτικής θητείας και το επόμενο κιόλας ξημέρωμα επέστρεψα στο λόχο μου, στο μέτωπο της Βαγδάτης. Εκείνο το ανόητο ξέσπασμα γέλιου μού κόστισε πολύ ακριβά. Αλλά θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι. Τώρα που είμαι πια 95 χρονών, όταν θυμάμαι αυτό το γεγονός, πάλι δυσκολεύομαι να συγκρατήσω τα γέλια μου!». Αποτελείωσε την φράση του, άδειασε με μιας το κρύο πια τσάι και δεν αντιλήφθηκε ότι εγώ είχα ήδη πέσει σε βαθιά περισυλλογή. Όταν εκείνος μου αφηγείτο τις περιπέτειές του, εγώ ανακαλούσα στο νου μου χίλιες δυο δικές μου ιστορίες. Όταν εκείνος μιλούσε για τον Λάουτορμπορν, εγώ θυμόμουν τον Λόρενς, τον περίφημο Άγγλο κατάσκοπο, έπειτα τον Κάιζερ Βίλχελμ, την Κρουπ, τη σιδηροδρομική γραμμή της Βαγδάτης, τον αγγλικό και γερμανικό ιμπεριαλισμό, τον αναμεταξύ τους ανταγωνισμό, το δικό μας αγώνα και τα βάσανά μας. Η ιστορία του περνούσε από το Κασρ Σιρίν, ενώ εγώ αναλογιζόμουν την έρημο Ντερ Ζορ. Θυμόμουν τον παππού μου, τον Μαρκάρ, ο κακομοίρης είχε μείνει τέσσερα χρόνια αιχμάλωτος των Άγγλων στη Δαμασκό. Δεν ήθελα να μείνω άλλο εκεί. Τον ευχαρίστησα και βγήκα έξω. Είχε βραδιάσει πια και ψιχάλιζε. Χωρίς να το θέλω σιγοτραγουδούσα το γνωστό τραγούδι μπουρασί Μούσντουρ, γιολού γιοκούσντουρ... *Ο Πακράτ Εστουκιάν γεννήθηκε το 1953 στο Ρούμελιχισαρ στη Κωνσταντινούπολη. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στην οδό Φεριντιγέ, μια αρμενική γειτονιά κοντά στην πλατεία Ταξίμ που τον επηρέασε βαθύτατα. Πήγε κατά σειρά στα σχολεία Γεσαγιάν, Μιχιταριάν και Γκετροναγκάν. Ήταν από τους ιδρυτές της χορωδίας Σαγιάτ Νοβά, της ενορίας Μπογιατζικιόι. Τα διηγήματά του δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Νορ Σαν και Χομπίνα και στις εφημερίδες Μαρμαρά και Αγκός στην Πόλη. Το 2011 εκδόθηκε στην Πόλη μεταφρασμένη στα τουρκικά η συλλογή με τον τίτλο «Χάι Χικιαγελέρ» (Αρμενικά Διηγή-ματα), επιλεγμένα δείγματα από τα πολυάριθμα διηγήματα του Εστουκιάν, που είχαν δει το φως της δημοσιότητας σε διάφορες εφημερίδες στο παρελθόν. Ο Εστουκιάν είναι παντρεμένος, έχει δυο παιδιά και εργάζεται στο αρμενικό κομμάτι της δίγλωσσης εβδομαδιαίας εφημε-ρίδας Αγκός της Πόλης. |