Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2015, τεύχος 86
Ο βιβλιοπώλης την υποδεχόταν με οικειότητα. -«Σας άρεσε «Η Φουρνάρισσα», δεσποινίς;» Αν της άρεσε; Και η ίδια είχε εκπλαγεί που αποτελείωσε έτσι γρήγορα ένα τόσο χοντρό βιβλίο. Ο ανταγωνισμός με την Σίνγκερ ήταν μεγάλος: «Ας δουλέψω κι αυτό το μοτίβο και απέ να διαβάσω λίγο ακόμη...» Κουνούσε ακόμα πιο σβέλτα τα πόδια της και η βελόνα, αόρατη σχεδόν από την ταχύτητα, σχημάτιζε γοργά ένα λουλούδι, ένα πουλί ή το αρχικό γράμμα ενός ονόματος πάνω στο μαντήλι. Παρά τον κάματο της καθημερινότητας, την είχε συνεπάρει εκείνο το βιβλίο. -«Τι είδους βιβλίο θα θέλατε γι' αυτήν την εβδομάδα;» Κοντοστάθηκε για μια στιγμή. -«Ένα για το εθνικό ζήτημα, αλλά αν είχε και μια ιστορία αγάπης...» Ο βιβλιοπώλης κατάλαβε αμέσως ποιο βιβλίο θα ικανοποιούσε την 18χρονη πελάτισσά του. Έβγαλε από τα πίσω ράφια ένα χοντρό βιβλίο με σκληρό εξώφυλλο: «Ο Τρελός». Η Σιράν το ξεφύλλισε και μετά, στο οπισθόφυλλο, είδε την τιμή. Ήταν ακριβότερο από όσο υπολόγιζε. «Δεν πειράζει», σκέφτηκε, «δεν θα πάρω την επόμενη εβδομάδα». Τον ευχαρίστησε και έβαλε το βιβλίο στην μεγάλη της σάκα. Με αυτήν έφερνε στην αγορά τα εργόχειρά της και σ' αυτήν έβαζε τις νέες παραγγελίες για το σπίτι. Ετούτη τη φορά όμως η σάκα ήταν ήδη πολύ βαρύτερη απ' ότι συνήθως. Το επιπλέον βάρος οφειλόταν σε ένα πιστόλι, μια Νάγκαντ, που είχε παραλάβει στην αγορά από τον Γιορουτζί Κασμπάρ και θα την παρέδιδε στον Χαμπές Σεμπούχ, στην Ψωμαθειά. Ήταν ήδη 5:30', όταν βγήκε από του Μπογός Μπαλέντς. «Ας βιαστώ, ο Σεμπούχ θα έρθει στις 7», σκέφτηκε. *** -«Όχι νονέ μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις, μην επιμένεις, σε παρακαλώ! Εγώ δεν έχω μυστικά από σένα, πίστεψέ με, για καλό θέλω το κάρο σου». -«Όχι!», είπε ο νονός, ορθά κοφτά. Σηκώθηκε από κει που καθόταν, κοίταξε τον Σεμπούχ ίσα στα μάτια και επανέλαβε: -«Όχι!» Ξεκρέμασε τα σακιά με το σανό από το λαιμό των αλόγων και κατευθύνθηκε προς την πόρτα του στάβλου. Ξάφνου ο Σεμπούχ τον άρπαξε από το μπράτσο και στάθηκε μπροστά του, εμποδίζοντάς τον να την ανοίξει. Αυτή τη φορά ήταν ο Χαμπές Σεμπούχ που κοίταζε τον νονό του ίσα στα μάτια. Του απευθύνθηκε με τόνο αργό και σταθερό: -«Για τον Χατσό τα θέλω τα άλογα, δεν έχω τίποτε άλλο να σου πω, αυτή η δουλειά είναι για τον Χατσό». Το όνομα «Χατσό» είχε την προσδοκώμενη επίδραση στον νονό. Η έκφραση του προσώπου του άλλαξε τελείως. Τα μάτια του βούρκωσαν, η φωνή του έτρεμε. -«Ο Χατσό ένα μόνο θα ήθελε από εσάς. Να είστε προσεκτικοί, να είστε συνετοί, να μην πέσετε από μόνοι σας στη φωτιά. Ο Χατσό δεν θέλει τίποτε άλλο πια...» Τα τελευταία του λόγια πνίγηκαν μέσα στους λυγμούς. Αγκάλιασε τον Σεμπούχ. -«Αχ, παλικάρι μου, από την πρώτη στιγμή που ζήτησες τα άλογα αμέσως κατάλαβα το σκοπό σου. Και πού να 'ξερες, αυτό που ετοιμάζεις το γυροφέρνω δυο μέρες τώρα στο νου μου, αλλά δεν το τολμάω». Έζεψε τ' άλογα στην άμαξα, έδωσε τελικά τα χαλινάρια στον Σεμπούχ και άνοιξε τη φαρδιά ξύλινη πόρτα του στάβλου. Κόντευε 7 η ώρα. *** Η κυρία Πραπιόν έφερε και πάλι στο τραπέζι το πρωινό γλυκό συκαλάκι. Ήταν ακόμη σαστισμένη. Είχε τρεις μήνες να δει τον Αρσάκ. Είχε έρθει πριν ακόμη χαράξει και είχε ξυπνήσει την μητέρα του. -«Σήμερα μέχρι το βράδυ θα είμαι ελεύθερος, για σένα ήρθα, για να 'μαι μαζί σου», της είπε. Όμως όλες οι ερωτήσεις της μάνας είχαν μείνει αναπάντητες. Πού ήταν τρεις μήνες τώρα; Γιατί δεν την άφηνε να ανοίξει τις κουρτίνες; Και οι χωροφύλακες γιατί είχαν έρθει δυο φορές να τον αναζητήσουν; Αμ, ο παπάς της ενορίας τους, του Σουρπ Καραμπέτ, γιατί είχε αλλάξει τα λόγια της προσευχής του «Ο Θεός να φυλάει τον Αρσάκ»; Τι ήταν αυτό που γνώριζαν οι άλλοι, αλλά όχι η ίδια για τον γιο της; -«Θα σου τα εξηγήσω όλα μια μέρα», της είπε. Μα πότε θα ερχόταν εκείνη η μέρα; Και τι να πεις γι' αυτές τις κρίσεις βήχα που τον έπιαναν; Της φαινόταν ή είχε αδυνατίσει όντως; Εντάξει η εμφάνισή του, το φέσι του ήταν φορεμένο σωστά, έδειχνε να φροντίζει τον εαυτό του. Αλλά... Θεέ μου, να τον γεννάς, να τον φτάνεις σωστό άντρα και έπειτα, λες και είναι γρίφος, να προσπαθείς να καταλάβεις το ίδιο σου το σπλάχνο. Τι μοίρα κι αυτή; Υπό το βάρος όλων αυτών των σκέψεων και των αμφιβολιών, από το χάραμα και δώθε οι ώρες πέρασαν ετοιμάζοντας τα φαγητά που αγαπούσε ο γιος της. Όταν ο Αρσάκ της είπε ότι δε θα μείνει τη νύχτα, αμέσως έστρωσε το τραπέζι για το απογευματινό κολατσιό. Το αγαπημένο του γλυκό συκαλάκι, ψωμί και βούτυρο. Η εστία της μάνας του απέπνεε, λες, μεγαλύτερη θέρμη από παλιά. Το είχε αποθυμήσει ετούτο το σπιτικό και ακόμη περισσότερο τη μάνα του. Όμως η σκέψη του ήταν στη συνάντηση. Προσπάθησε να υπολογίσει το χρόνο που θα χρειαζόταν από το Σκούταρι έως τη γέφυρα. «Ο Σερόπ θα με περιμένει στις 7, μόλις που προλαβαίνω το τρένο». Την ώρα του αποχαιρετισμού η κυρία Πραπιόν έβγαλε από την τσέπη της ποδιάς της μια Χαμιτική λίρα για να τη δώσει στον Αρσάκ. Μα εκείνος τη διαβεβαίωσε πως δεν τη χρειαζόταν, δεν την πήρε. -«Φρόντισε εσύ να 'σαι καλά. Δώσε χαιρετισμούς στον παπά μας και μήνυσέ του να μην σταματήσει να μας στέλνει τις ευλογίες του». Αυτήν την τελευταία φράση την είπε χαμογελώντας. Η κυρία Πραπιόν δεν μπόρεσε να καταλάβει, σοβαρολογούσε ή το είπε περιπαιχτικά; Κοίταξε από την άκρη της κουρτίνας το δρόμο. Νύχτωνε. Ψυχή δεν υπήρχε. Τακτοποίησε το φέσι του και βγήκε από τη μισάνοιχτη πόρτα. *** Το ότι γυρνούσαν και τον κοιτούσαν παράξενα ξανά και ξανά όλοι όσους συναπαντούσε στο διάβα του, είχε αρχίσει να τον ανησυχεί. Στην αρχή δεν έδωσε και πολύ σημασία σ' αυτό. Διέβαινε τους δρόμους της πόλης με περηφάνια, με την χαρακτηριστική φορεσιά της πατρίδας του. Όπως κι αυτός, έτσι κι όσοι δεν ήταν Κωνσταντινουπολίτες κυκλοφορούσαν στους δρόμους της Πόλης με τις τοπικές φορεσιές τους. Δεν καταλάβαινε λοιπόν, γιατί άνθρωποι τόσο μαθημένοι σ' αυτό, τον κοιτούσαν παράξενα; Ο μικρός γιος του Σερκό Μπέη από το Βαν, ο Σερόπ, δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι αυτό που τραβούσε την προσοχή των άλλων ήταν η ευγένεια που απέπνεε σε κάθε του βήμα. Ήταν ψηλός ο Σερόπ. Το μελαμψό του πρόσωπο με τα μουστάκια φαινόταν ακόμα πιο σκούρο. Τα κατσαρά του μαλλιά που ξεπετάγονταν από τον σκούφο του, τα μεγάλα μαύρα μάτια του, τα μαύρα ρούχα του που εφάρμοζαν τέλεια στο κορμί του, το φαρδύ του ζωνάρι, απ' όπου ξεπρόβαλε το ασημένιο του μαχαίρι, όλα αυτά μαρτυρούσαν πως δεν ήταν ένας συνηθισμένος εργάτης με τοπική φορεσιά, αλλά ένας ευγενής, γόνος ποιος ξέρει ποιας οικογενείας... Τώρα ο Σερόπ, κουβαλώντας έναν μεγάλο σάκο, ερχόταν από το δρόμο του Μαχμούτπασα προς το Χάνι του Κιουρκτζί, όπου διέμεναν οι συμπατριώτες εργάτες του. Όλοι τους ήταν άνθρωποι του πατέρα του. Με την άδεια του Σερκό Μπέη είχαν έρθει στην Πόλη, για να εργαστούν. Ο Μπάρμπα Μικαέλ, ο οποίος είχε τα διπλά χρόνια του Σερόπ, τον υποδέχτηκε στο Χάνι, στην είσοδο της αυλής. Του πήρε αμέσως τον βαρύ σάκο και πήγε να του φιλήσει το χέρι, μα ο Σερόπ δεν τον άφησε, τράβηξε ευθύς το χέρι του. Σε λίγο συγκεντρώθηκαν και οι άλλοι. Όταν ο Σερόπ σιγουρεύτηκε ότι είχαν έρθει όλοι, ρώτησε για τη χάρη που είχε ζητήσει από χθες: -«Ο λάκκος έχει ανοιχτεί;» -«Τον ανοίξαμε και μάλιστα μεγάλο, όπως μας ορμήνεψες Σερόπ αγά, βαθύ όσο το μπόι ενός ανθρώπου, δώδεκα βήματα φαρδύ. Τα κόκαλα που βρήκαμε τα βάλαμε σε ένα σακί και τα θάψαμε εκεί δίπλα. Ο λάκκος είναι όπως διέταξες, αγά μου». Η φωνή που απάντησε ήταν του Γαζαρός. Ο Σερόπ τον άκουσε με το αγέρωχο ύφος που του επέβαλλε η ευγενική του καταγωγή. Τους ευχαρίστησε όλους και μετά ζήτησε από τον Μικαέλ να φέρει το σάκο του. Έλυσε τα κορδόνια και άρχισε να βγάζει ένα προς ένα το περιεχόμενο. -«Το λάδι, το μέλι, ο καπνός, το μαλλί και το τσοκελέκ είναι δώρα του αγά πατέρα μου. Τις κάλτσες τις στέλνει η θεία Μαριάμ για τον θείο Καραμπέτ, κι αυτό το μιντάν το στέλνει η αδερφή μου η Τζαγίκ για τον Μουσέγ. Εσύ Γαζαρός έχεις γράμμα, στο στέλνει η Βαρσενίκ. Δικό σου κι αυτό το σαλβάρι...» Όταν άδειασε το σάκο φώναξε τον Μικαέλ. Στάθηκε δίπλα του. Είχαν το ίδιο μπόι. -«Να φορέσω τα δικά σου ρούχα, κράτα εσύ τα δικά μου». Ο Μικαέλ δεν έβγαλε νόημα απ' αυτήν την αλλαγή, αλλά η θέση του δεν του επέτρεπε να ζητήσει το λόγο ή έστω να ρωτήσει τον Σερόπ. Μπήκαν μαζί στο χώρο όπου κοιμόντουσαν οι εργάτες. Ήταν ένα δώμα ασοβάτιστο, με πέντε κρεβάτια στην σειρά. Δίπλωσε με επιμέλεια τα ρούχα του, μαζί και το ασημένιο του μαχαίρι και τα παρέδωσε όλα στον Μικαέλ. Μετά φόρεσε την αλλαξιά του. Έριξε μια κλεφτή ματιά έξω από τον φωταγωγό, προσπάθησε να καταλάβει τι ώρα είναι. «Να μην αργήσω», σκέφτηκε. «Ο Αρσάκ θα με περιμένει στην γέφυρα, ίσα που προλαβαίνω». *** Τα τέσσερα μέλη της ομάδας συγκεντρώθηκαν στο τόπο της συνάντησής τους, στο Γεντίκουλε, κοντά στα τείχη της παλιάς πόλης. Ο Χαμπές Σεμπούχ κατέφθασε μαζί με την Σιράν και το κάρο του νονού. Μέσα στην άμαξα, κάτω από το σκέπασμα, ήταν κρυμμένα τέσσερα φτυάρια και αξίνες. Το ακριβές σημείο το ήξερε ο Αρσάκ. Τις μέρες που τους είχαν σε κοινή θέα είχαν περάσει όλοι τους να τους δουν, αλλά εκείνος ο οποίος παρακολούθησε τους στρατιώτες κατά την μεταφορά και είδε το ακριβές σημείο ταφής ήταν ο Αρσάκ. Σήμερα ήταν η δεύτερη μέρα από την ταφή. Όταν ο Γιορουτζί Κασπάρ έδινε αυτήν την εντολή στην ομάδα, ήξερε, πως όσο περνούσαν οι μέρες, θα ήταν πολύ πιο δύσκολο για εκείνους. -«Είναι δικοί μας οι άνθρωποι που θυσιάστηκαν, δεν το επιτρέπει η συνείδησή μας να τους αφήσουμε έτσι πεταμένους στην άκρη του τείχους. Αυτή η δουλειά πρέπει να τελειώσει σε δυο-τρεις μέρες το πολύ». Τα φτυάρια τα δούλευαν με μεγάλη προσοχή. Δεν ήθελαν να βλάψουν τα άψυχα κορμιά των συντρόφων τους. Ήταν σχολαστικοί ακόμα και την ώρα που αφαιρούσαν το μαλακό χώμα. Η Σιράν στην αρχή δε συμμετείχε στο σκάψιμο. Μα μόλις το φτυάρι του Αρσάκ έφτασε στο πρώτο πτώμα, από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, βοήθησε στο να απομακρύνουν το χώμα με τα χέρια τους. Έτσι έβγαλαν τα οκτώ παραπεταμένα σώματα από τον λάκκο. Ήταν όλοι τους γυμνοί. Οι νεκροθάφτες, κατά τη μεταφορά τους, είχαν πάρει ακόμα και τις λευκές μακριές πουκαμίσες τους, αυτές που φορούσαν όσο ήταν σε κοινή θέα. Είχαν αφήσει όμως τα σχοινιά στο λαιμό των δύο. Οι θηλιές ήταν τόσο σφιχτές, που δεν είχαν καταφέρει να τις λύσουν. Φόρτωσαν πάνω στην άμαξα τα πτώματα. Οι γλώσσες τους ήταν έξω, μαύρα ήταν τα πρόσωπά τους. Όταν ο Χαμπές Σεμπούχ αναγνώρισε τον Χατσό, δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Τον Αρσάκ τον είχε πιάσει κρίση βήχα, έφτυνε συνεχώς αίμα. Ο Σερόπ και η Σιράν σκέπασαν τα κορμιά με ένα μεγάλο κάλυμμα. Ξανάκλεισαν τον λάκκο με χώμα. Μάζεψαν τα εργαλεία και ξεκίνησαν. Ο Αρσάκ και η Σιράν ξέκοψαν από την άμαξα. Δεν ήθελαν μια τόσο μεγάλη ομάδα να τραβήξει την προσοχή των περαστικών. Από τον δρόμο του Σιλιβρίκαπι έφτασαν στο αρμενικό νεκροταφείο του Μπαλικλί. Μες το σκοτάδι της νύχτας το νεκροταφείο φάνταζε τρομακτικό σε όλους. Ακόμα και τα άλογα φαίνονταν τρομαγμένα. Χλιμίντριζαν, χτυπούσαν τα μπροστινά τους πόδια με δύναμη κάτω, προχωρούσαν με δυσκολία. Κανείς τους δεν τολμούσε να παραδεχτεί τον τρόμο που ένιωθε. Ο Χαμπές από τη μια καθησύχαζε τα άλογα χαϊδεύοντάς τα, ενώ τ' άλλο του χέρι ασυναίσθητα το 'χε στην Νάγκαντ. Λες και το όπλο τού παρείχε μια κάποια ασφάλεια. Αφέγγαρη και σκοτεινή ήταν η νύχτα. Ο Αρσάκ ψιθυριστά σιγοτραγουδούσε το: «Λουσίν τσιγκά, μουτ κισέρ ε, μι χουμπ γκερτά αράκ αράκ...» (Αφέγγαρη είναι, σκοτεινή η νύχτα, μια ομάδα πάει γοργά...). Ένωσαν και οι άλλοι την τρεμάμενη ψιθυριστή φωνή τους. Έτσι έφτασαν στο κέντρο του νεκροταφείου. Στο βαθύ σκοτάδι δεν έβλεπαν τίποτε. Όταν σιγουρεύτηκαν πως δεν υπήρχε κίνδυνος να τους δει κανείς, ο Σεμπούχ άναψε μια λάμπα. Με το αχνό της φως βρήκαν τον λάκκο που είχαν ανοίξει οι εργάτες από το Βαν. Κατέβασαν και τα οκτώ σώματα στον λάκκο. Αντί για σάβανο, κάλυψαν τα γυμνά κορμιά με το μεγάλο κάλυμμα. Κι αμέσως τα σκέπασαν με χώμα. Με την ολοκλήρωση της κορυφαίας αυτής αποστολής εξανεμίστηκε ο φόβος τους. *** Η επόμενη Δευτέρα ήταν Νταγαβαρί Μερελότς (των Ψυχών). Το νεκροταφείο ήταν γεμάτο κόσμο. Όσοι είχαν υπηρεσία με δυσκολία σέρβιραν νερό ή ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις των συγγενών για καθαρισμό των τάφων από τα αγριόχορτα. Και οι παπάδες με τους ψάλτες έτρεχαν από τάφο σε τάφο, να διαβάσουν μια προσευχή. Ξάφνου επικράτησε μεγάλη αναστάτωση. Όλοι οι ιερείς συγκεντρώθηκαν στην είσοδο. Είχε καταφθάσει ο Πατριάρχης. Μπήκε επικεφαλής της πομπής με τους ιερείς, μετά οι ψάλτες και από πίσω ακολουθούσε ο κόσμος. Έφτασαν ακριβώς στο κέντρο του νεκροταφείου∙ στον τομέα των θυμάτων. Ο Πατριάρχης ζητούσε έλεος και άφεση αμαρτιών από τον Κύριο. Ανάμεσα στο πλήθος στέκονταν αποκομμένοι ο ένας από τον άλλον η Σιράν, ο Χαμπές Σεμπούχ, ο Γιορουτζού Κασμπάρ, ο Νονός, ο Σερόπ και ο Αρσάκ, όλοι τους λες και ήταν άγνωστοι μεταξύ τους, ήταν όμως σίγουροι πια για την άφεση αμαρτιών από τον Κύριο. Για μια στιγμή συναντήθηκαν οι ματιές τους. Κανείς άλλος δεν κατάλαβε το χαμόγελο ικανοποίησης στα πρόσωπά τους.
|