Μοντέ Μελκονιάν Εκτύπωση E-mail

Οβαννές Γαζαριάν

Απρίλιος - Ιούνιος 2013 τεύχος 77

 

Πού εί­σαι ιπ­πό­τη; Πιο α­γνέ ιππό­τη ε­σύ.

Κα­λύ­τε­ρε ιπ­πό­τη. Α­νά­βω την α­ντάρ­τι­κη λα­μπά­δα, μες στο σκο­τά­δι κυ­ρά. Μες στο σκο­τά­δι

(αντάρ­τι­κο δη­μώ­δες)

Στην ε­πο­χή μας ό­που ό­λα έ­χουν ι­σο­πε­δω­θεί και εκ­φυ­λιστεί, ό­που έν­νοιες ό­πως η δι­καιο­σύ­νη, η α­νι­διοτέ­λεια, η θυ­σί­α και το κα­θή­κον έ­χουν α­πα­ξιω­θεί κά­τω α­πό τη βι­τρί­να της ά­νευ ό­ρων α­νά­πτυ­ξης, της οι­κο­νο­μι­κής ευ­μά­ρειας και του υ­πέρ­με­τρου α­το­μι­κι­σμού, υ­πάρ­χουν μορ­φές οι ο­ποί­ες μοιά­ζουν με τη φύ­ση που α­ντι­στέ­κε­ται, που α­να­ζη­τεί διαρ­κώς ευ­και­ρί­ες να α­να­σά­νει, να βλα­στή­σει και να α­να­κτή­σει το κα­τα­πα­τη­μέ­νο έ­δα­φος. Μια τέ­τοια μορ­φή ή­ταν ο Μο­ντέ Μελ­κο­νιάν.

O Μο­ντέ όταν α­να­κά­λυ­ψε ό­τι εί­ναι Αρ­μέ­νης ξε­κί­νη­σε για ό­που τον κα­λού­σε το δί­καιο και η πα­τρί­δα. Όταν η Αρ­με­νί­α τον χρειά­στη­κε στις πρώ­τες μά­χες της σύγ­χρο­νης ιστο­ρί­ας της με τον προ­αιώ­νιο ε­χθρό, ο Μο­ντέ ή­δη έ­δι­νε τον υ­πέρ πά­ντων α­γώ­να στο πλη­γω­μέ­νο Αρ­τσάχ και μό­νο ό­ταν η μοί­ρα του έ­παι­ξε με την προ­δο­σί­α και το θά­να­το ε­γκα­τέ­λει­ψε…

Γεν­νή­θη­κε στις 25 Νο­εμ­βρί­ου 1957 και μέ­χρι τα 11 του χρό­νια τα αι­σθή­μα­τα της αρ­μενι­κό­τητας μέ­σα του ή­ταν σχε­δόν α­νύ­παρ­κτα. Ό­λα άλ­λα­ξαν ό­ταν η οι­κο­γέ­νειά του τα­ξί­δε­ψε για έ­να χρό­νο στην Ευ­ρώ­πη το 1964. Την ε­πο­χή που βρι­σκό­ταν στην Ι­σπα­νί­α και μά­θαι­νε τη γλώσ­σα, σε ε­ρώ­τη­ση του καθη­γη­τή του για το ποια εί­ναι η κα­τα­γω­γή του α­πο­κρί­θη­κε: «από την Κα­λιφόρ­νια». Ο κα­θη­γη­τής τον ξα­να­ρώ­τη­σε: «α­πό πού κα­τά­γονται οι πρό­γο­νοί σου;!». Ο α­δερ­φός του Μαρκάρ ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ό­τι α­πό ε­κεί­νη τη στιγ­μή ο Μο­ντέ για μή­νες ο­λό­κλη­ρους συλ­λο­γι­ζό­ταν την ε­ρώ­τη­ση του δασκά­λου του. Το κα­λο­καί­ρι του ι­δί­ου έτους, η οι­κογέ­νειά του τα­ξί­δε­ψε στην τουρ­κο­κρα­τού­με­νη Αρ­με­νί­α για να ε­πι­σκε­φθεί τον τό­πο κα­τα­γω­γής των Μελ­κο­νιάν. Ό­πως εκ­μυ­στηρεύ­τη­κε αρ­γό­τε­ρα στη σύ­ζυ­γό του «τί­πο­τα πια δεν ήταν το ί­διο ύ­στε­ρα α­πό ε­κεί­νη την ε­πί­σκε­ψη». Ε­πι­στρέ­φο­ντας στις Η­ΠΑ ο­λο­κλη­ρώ­νει το γυ­μνά­σιο και φοι­τά στο πα­νεπι­στή­μιο Μπέρ­κλε­ϊ της Κα­λι­φόρ­νιας, με ει­δί­κευ­ση στην αρ­χαί­α α­σια­τι­κή ι­στο­ρί­α και την αρ­χαιο­λο­γί­α. Ε­κεί ορ­γα­νώ­νει έκ­θε­ση αρ­με­νι­κών πο­λι­τι­στι­κών α­ντι­κει­μέ­νων, η ο­ποί­α δια­κόπτε­ται α­πό τις πα­νε­πι­στη­μια­κές αρ­χές, κατό­πιν αι­τή­μα­τος του γε­νι­κού πρό­ξε­νου της Τουρ­κί­ας στο Σαν Φραν­σί­σκο.

Τα απελευθερωτικά κινήματα

Με την α­πο­φοί­τη­σή του το 1978, ταξί­δε­ψε στο Ι­ράν ό­που δί­δα­ξε Αγγλι­κά ε­νώ συμ­μετεί­χε στο κί­νη­μα για την α­να­τρο­πή του Σά­χη. Κυ­νη­γη­μέ­νος α­πό τη μυ­στι­κή α­στυ­νο­μί­α πέ­ρα­σε στο Ιρα­νι­κό Κουρ­δι­στάν, ό­που εκπαι­δεύτη­κε με τους κούρδους α­ντάρ­τες «πε­σμερ­γκά». Το φθι­νό­πω­ρο του ι­δί­ου έ­τους με­τα­βαί­νει στη Βη­ρυ­τό και συμμε­τέ­χει στην ά­μυ­να της αρ­με­νι­κής συ­νοικί­ας Μπουρ­τζ Χα­μούτ ενά­ντια στους α­κρο­δε­ξιούς φα­λαγ­γί­τες. Ε­κεί συ­να­ντά τη μέλ­λου­σα γυ­ναίκα του Σέ­τα Κι­μπρα­νιάν και μα­θαί­νει Αρμε­νι­κά, κα­θώς μέ­χρι τό­τε α­γνο­ού­σε πα­ντε­λώς τη μη­τρι­κή του γλώσ­σα (τα Αρμενι­κά ή­ταν η πέ­μπτη γλώσ­σα που μά­θαι­νε, κα­θώς μέ­χρι τό­τε μι­λού­σε Αγγλι­κά, Γαλ­λι­κά, Ισπα­νι­κά, Ια­πωνι­κά ε­νώ αρ­γό­τε­ρα θα μά­θαι­νε Ιτα­λι­κά, Αρα­βι­κά και Τουρ­κι­κά). Στη Βη­ρυ­τό συ­νερ­γά­ζε­ται με αρι­στε­ρές και μουσουλ­μα­νι­κές ορ­γα­νώ­σεις και μά­χε­ται ε­να­ντί­ον των Φα­λαγ­γι­τών και Ισ­ραη­λινών.

Την ά­νοι­ξη του 1980 ο νε­α­νι­κός εν­θου­σια­σμός και ο πα­τριω­τι­σμός του, τον ο­δη­γεί στις τά­ξεις του αμ­φι­λε­γό­με­νου ASALA (Αρ­με­νι­κός Μυ­στι­κός Στρα­τός για την απε­λευ­θέ­ρω­ση της Αρ­με­νί­ας). Για τα ε­πόμε­να τρί­α χρό­νια εκ­παι­δεύ­ε­ται σε πα­λαι­στι­νια­κά στρα­τό­πε­δα και συμ­με­τέ­χει σε ε­πι­χει­ρή­σεις της ορ­γά­νω­σης.

Η ρή­ξη με τον ASALA

Ο Μο­ντέ, κα­θώς πά­ντα πί­στευε ό­τι ο έ­νο­πλος α­γώ­νας εί­ναι μό­νο το μέ­σο για την ε­πί­τευ­ξη των στό­χων του αρ­με­νι­κού λα­ού και ό­χι αυ­το­σκοπός, κά­τι το ο­ποί­ο τον έ­φερ­νε σε α­ντί­θε­ση με τη χρή­ση τυ­φλής βί­ας, που χρη­σι­μο­ποιούσε η ορ­γά­νω­ση και πα­ρά τις προ­σπά­θειές του να αλ­λά­ξει την τα­κτι­κή της, ήρθε σε ρή­ξη με αυ­τήν. Το πο­τή­ρι ξε­χεί­λι­σε ό­ταν η ε­πί­θε­ση στο α­ε­ρο­δρό­μιο Ορ­λύ του Παρισιού εί­χε ως α­πο­τέ­λε­σμα το θά­να­το ο­χτώ α­θώ­ων πο­λι­τών. Με­τά α­πό με­ρικές μέ­ρες ο Μο­ντέ α­πο­χω­ρεί α­πό τον ASALA κα­ταγ­γέλ­λο­ντας την τυ­χο­διω­κτι­κή πο­λι­τι­κή του. Ο αρ­χηγός της ορ­γά­νω­σης Α­γκόπ Α­γκο­πιάν, για να τον εκ­δι­κηθεί, ε­κτέ­λε­σε δύ­ο α­πό τους πιο α­γα­πη­τούς συ­ντρό­φους του, τον Γκαρ­λέν Α­να­νιάν και τον Α­ράμ Βαρ­τα­νιάν, ε­νώ ε­ξαπέ­λυ­σε ά­γριο κυ­νη­γη­τό ε­να­ντί­ον του.

Στις γαλλικές φυλακές

Ο Μο­ντέ κρύφτη­κε για με­ρι­κούς μήνες σε διά­φο­ρα ση­μεί­α της Βη­ρυ­τού και κα­τό­πιν με­τέ­βη στη Γαλ­λί­α ό­που το Νο­έμ­βριο του 1985 συλ­λαμ­βά­νε­ται α­πό τη γαλ­λι­κή α­στυ­νο­μί­α για δεύ­τε­ρη φο­ρά -εί­χε συλ­λη­φθεί το 1981 και εί­χε μεί­νει στη φυ­λα­κή για έ­να διά­στη­μα. Κα­τα­δι­κάστη­κε σε φυ­λά­κι­ση 6 ε­τών για ο­πλο­κα­το­χή και κα­το­χή πλα­στών εγ­γράφων. Το 1989 και ύ­στε­ρα α­πό ε­γκλει­σμό 3,5 ε­τών στις γαλ­λι­κές φυ­λα­κές απο­φυ­λα­κίζε­ται και τα­ξι­δεύ­ει στη Ν. Υόρ­κη ό­που συ­να­ντά τη Σέ­τα Κι­μπρα­νιάν. Για δύ­ο σχε­δόν χρό­νια ζουν σε διά­φο­ρες χώ­ρες της Α­να­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης σε κα­τά­στα­ση με­γά­λης α­νέ­χειας. Τον Ο­κτώ­βρη του 1990 πη­γαί­νουν στη Σοβιε­τι­κή Αρ­με­νί­α. Ε­κεί ο Μο­ντέ ερ­γά­ζεται για ο­χτώ μή­νες στην Αρ­με­νι­κή Α­κα­δη­μί­α Ε­πι­στη­μών και ταυτό­χρο­να α­φου­γκρά­ζε­ται την συ­γκε­χυ­μέ­νη κα­τά­στα­ση της χώ­ρας.

Κίνδυνος για το Καραμπάχ

Σε ε­πιστο­λή του γρά­φει ό­τι βρή­κε την Αρ­με­νί­α και το λα­ό της σε σύγ­χυ­ση. Προ­βλέ­πει ό­τι η βέ­βαι­η πλέ­ον πτώ­ση της Σοβιε­τι­κής Έ­νωσης, θα ε­πι­φέ­ρει α­κό­μη με­γα­λύ­τερα δει­νά στη χώ­ρα, κα­θώς οι πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις που έ­χουν αρ­χί­σει να ε­νερ­γο­ποιού­νται δεν έ­χουν την ικα­νό­τη­τα να α­ντι­με­τω­πίσουν την ε­περ­χό­με­νη κρί­ση. Στη συ­νέ­χεια ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στο Κα­ρα­μπάχ για το ο­ποί­ο ση­μειώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Αν χά­σου­με το Κα­ρα­μπάχ θα έ­χου­με γρά­ψει την τε­λευ­ταί­α σε­λί­δα της ι­στο­ρί­ας μας». Πι­στεύ­ει ό­τι αν οι δυ­νά­μεις του Α­ζερ­μπαϊ­τζάν κα­τα­λά­βουν το θύ­λα­κα θα προ­χω­ρή­σουν στο Ζαν­κε­ζούρ με κίν­δυ­νο να α­πει­λη­θεί ό­λη η χώ­ρα.

Τον Αύ­γου­στο του 1991 στο Μο­να­στή­ρι του Κε­γάρ­τ πα­ντρεύ­ε­ται τη Σέ­τα και με­ρι­κές μέ­ρες αρ­γό­τε­ρα α­να­χω­ρεί για το Κα­ρα­πάχ για να συ­να­ντή­σει το πε­πρω­μέ­νο του. Θέ­λει να α­γω­νι­στεί για το δί­καιο των Αρ­με­νί­ων δί­νο­ντας α­κό­μα και τη ζω­ή του. Φτάνει στο Σα­χου­μιάν στις 12 Σε­πτεμβρί­ου και α­μέ­σως α­να­λαμ­βά­νει δρά­ση. Χά­ρη στην αυ­το­θυ­σί­α, τον η­ρω­ι­σμό, την αυ­τα­πάρ­νησή του και τις ά­ρι­στες στρα­τιωτικές του ι­κανό­τη­τες προ­άγε­ται στο βαθ­μό του συ­νταγ­μα­τάρ­χη. Το Φλε­βά­ρη του 1992 φθά­νει στο Μαρ­ντου­νί ως πε­ρι­φε­ρεια­κός διοι­κη­τής και οι αλ­λα­γές που πραγ­μα­το­ποιεί γί­νο­νται α­μέ­σως αι­σθη­τές. Κα­τα­φέρνει να ορ­γα­νώ­σει τις ά­τα­κτες α­νταρ­τι­κές ο­μά­δες σε πει­θαρ­χη­μέ­νο και α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό στρα­τό. Κα­θιε­ρώνει έ­να δια­φο­ρε­τι­κό ή­θος, κα­θώς α­πα­γο­ρεύ­ει τις ε­κτε­λέ­σεις αιχ­μα­λώ­των και την κα­κο­ποί­η­ση των γυ­ναικο­παίδων του α­ντι­πά­λου. Α­παγο­ρεύ­ει ρη­τά το πο­τό πριν και κα­τά τη διάρ­κεια της μά­χης. Βρί­σκε­ται δί­πλα και συ­μπα­ρα­στέ­κε­ται σαν α­δερ­φός σε ό­λους τους στρα­τιώ­τες, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να εί­ναι αυ­στη­ρός και ά­τε­γκτος σε ο­ποιο­δή­πο­τε πα­ρά­πτω­μα και α­μέ­λεια που θα στοι­χί­σει στην έκ­βα­ση της μά­χης.

«Commander Avo»

Έ­τρω­γε τε­λευ­ταί­ος α­φού πρώ­τα βεβαιω­νό­ταν ότι εί­χαν φά­ει ό­λοι οι ά­ντρες του, ή­ταν πά­ντα πρώ­τος στη μά­χη, πο­τέ δεν χρη­σι­μο­ποί­η­σε το βαθ­μό του για να έ­χει διαφο­ρε­τι­κή α­ντι­με­τώ­πι­ση, ε­νώ τα χρή­μα­τα που έ­παιρ­νε τα έ­δι­νε στους συγ­γε­νείς των τραυ­μα­τι­σμέ­νων και νε­κρών στρα­τιω­τών. Ό­λα αυ­τά, μαζί με τη σε­μνό­τη­τα και α­με­σό­τη­τα του χα­ρα­κτή­ρα του, τον έ­κα­ναν ι­διαι­τέ­ρως α­γα­πη­τό σε ό­λους. Ε­κεί πή­ρε και το α­γω­νι­στικό προ­σω­νύ­μιο «Α­βό» και έ­γι­νε γνω­στός στο Κα­ρα­μπάχ ως «Commander Avo» (Διοι­κη­τής Α­βό). Το φθι­νό­πω­ρο το ‘92 ξε­κι­νά η με­γά­λη α­ντε­πί­θε­ση των Α­ζέ­ρων, οι ο­ποίοι προ­ε­λαύ­νουν στο Κα­ρα­μπάχ και μό­νο ό­ταν θα βρε­θούν α­πένα­ντι στον Μο­ντέ και τους άνδρες του -συ­νε­πι­κου­ρού­με­νους και α­πό άλ­λες αρ­μενι­κές δυ­νά­μεις- θα α­νακο­πεί η πο­ρεί­α τους και θα αρ­χίσει η τε­λι­κή τους α­πο­χώ­ρηση α­πό το Κα­ρα­μπάχ.

Οι δρα­στη­ριό­τη­τες του Μο­ντέ δεν πε­ριο­ρί­ζο­νται μό­νο στο στρα­τιω­τι­κό το­μέ­α. Θέ­τει σε λει­τουρ­γί­α έ­να συ­νε­ται­ρι­στι­κό αρ­το­ποιεί­ο στο Μαρ­ντου­νί, ε­πι­σκέ­πτε­ται και επανα­λει­τουρ­γεί δη­μο­τι­κά σχο­λεί­α και ια­τρι­κούς σταθ­μούς στα χω­ριά της πε­ριο­χής.Τον τε­λευ­ταί­ο χρό­νο της ζω­ής του, σχε­δί­α­ζε με τη γυ­ναί­κα του να δη­μιουρ­γή­σουν έ­να ερ­γα­στήρι χα­λιών, στα ο­ποί­α οι ντό­πιοι εί­χαν ι­διαί­τε­ρη ει­δί­κευ­ση. Σε έ­ναν τό­πο με αυ­στη­ρά πα­τριαρ­χι­κή κουλτού­ρα ο Μο­ντέ α­πο­θάρ­ρυ­νε τις δια­κρί­σεις κα­τά των γυ­ναι­κών, δί­νο­ντας ο ίδιος το πα­ρά­δειγ­μα κά­νο­ντας δου­λειές οι ο­ποί­ες ε­θε­ω­ρού­ντο υ­ποτι­μη­τι­κές για τους άνδρες (κα­θα­ριό­τη­τα, πλύ­σιμο πιά­των, κ.ά.). Ε­πί­σης, κα­λεί ό­σες γυ­ναί­κες ε­πι­θυ­μούν να πο­λε­μή­σουν στην πρώ­τη γραμ­μή μα­ζί τους. Α­κό­μα, κα­θιε­ρώ­νει μια πο­λι­τι­κή εί­σπρα­ξης φό­ρου -α­πό το το­πι­κό φη­μι­σμέ­νο κρα­σί- σε εί­δος, με τη μορ­φή πε­τρε­λαί­ου και πυ­ρο­μα­χικών.

«Πόλεμος» και στη μα­φί­α

Έ­να βρά­δυ του Ια­νουα­ρί­ου του 1993 στα­μα­τά­ει μια πο­μπή φορ­τη­γών που έ­βγα­ζαν λα­θραί­α κρα­σί από την ε­παρ­χί­α και κα­τά­σχει ό­λο το εμπό­ρευ­μα. Εί­ναι η αρ­χή ε­νός άλ­λου α­γώ­να που ξε­κί­νη­σε ενα­ντί­ον ε­νός ε­χθρού πιο βρώ­μι­κου και α­δί­στα­κτου, χει­ρό­τε­ρου α­κό­μα και α­πό τους Α­ζέ­ρους. Ή­ταν η αρ­με­νι­κή μα­φί­α της ο­ποί­ας ο Μο­ντέ ήταν ορ­κι­σμέ­νος ε­χθρός. Πα­ρά τις πα­ραι­νέ­σεις των φί­λων και συ­να­γω­νι­στών του να μην α­ντι­τί­θε­ται τό­σο πο­λύ, ο Μο­ντέ, ο ο­ποί­ος τη θε­ω­ρεί ως τη με­γα­λύ­τε­ρη πλη­γή του Κα­ραμπάχ, συ­νε­χί­ζει να την πο­λε­μά­ει. Στις 4 Ιου­νί­ου του ‘93 κα­τα­φέ­ρει έ­να ι­σχυ­ρό πλήγ­μα καθώς πα­ρα­δί­δει στην πυ­ρά μια τε­ρά­στια έ­κταση με καλ­λιέρ­γεια ιν­δι­κής καν­νάβης. Αυ­τό η το­πι­κή μα­φί­α δεν θα του το συγ­χω­ρήσει πο­τέ. Στις 12 Ιου­νί­ου κα­τά τη διάρ­κεια μιας ε­πι­χεί­ρη­σης κα­τα­στρο­φής στρα­τιω­τι­κών ο­χυ­ρών των Α­ζέ­ρων και ε­νώ η ε­ξέ­λι­ξή της προ­χω­ρού­σε σύμ­φω­να με το πρό­γραμ­μα, στο χω­ριό Μαρ­ζι­λί α­πό το ο­ποί­ο εί­χαν εκ­διω­χθεί ό­λοι οι Α­ζέ­ροι εμ­φα­νί­στη­κε έ­να α­ζε­ρι­κό (;) τεθω­ρα­κι­σμέ­νο ό­χη­μα το ο­ποί­ο έ­κλεισε το δρό­μο στο τζιπ ό­που βρι­σκό­ταν ο Μο­ντέ και τέσ­σε­ρις άν­δρες. Έ­νας α­πό αυ­τούς, ο Γκο­μι­τάς, βγή­κε να κά­νει α­να­γνώ­ρι­ση, αλ­λά πριν προ­λά­βει οτι­δή­πο­τε, το τεθωρα­κι­σμέ­νο ό­χη­μα τους γά­ζωσε με τα δύ­ο πο­λυ­βό­λα του. Όλοι οι άνδρες τραυ­μα­τί­στη­καν, ε­νώ ο Μο­ντέ που προ­σπά­θη­σε να τρα­βή­ξει πί­σω τον Γκο­μι­τάς έ­πε­σε νε­κρός. Ο «Ε­φιάλ­της» για άλ­λη μια φο­ρά ε­πιτέ­λε­σε το σκο­τει­νό του έρ­γο.

Ο Μο­ντέ θα μπο­ρού­σε να εί­χε μεί­νει στις Η­ΠΑ και να συ­νε­χί­σει την πε­τυ­χη­μέ­νη ε­πι­χεί­ρη­ση του πα­τέ­ρα του, να γί­νει στέ­λε­χος με­γά­λης εται­ρί­ας κα­θώς εί­χε και τη μόρ­φω­ση και τη γλωσ­σο­μά­θεια που α­παι­τού­νταν, να α­κο­λουθή­σει την μπο­έ­μι­κη ζω­ή των δια­νο­ου­μέ­νων φίλων του στο Σαν Φραν­σί­σκο και τη Νέ­α Υόρ­κη. Ό­μως ο Μοντέ δεν χωρού­σε που­θε­νά σε ό­λα αυ­τά. Αυ­τός πά­ντα ή­θε­λε να πο­λε­μά­ει το ά­δι­κο να βο­η­θά­ει τους συ­ναν­θρώ­πους του. Πο­τέ δεν ή­ταν ο «ε­θνι­κι­στής» και ο «υ­περ­πα­τριώ­της» πί­στευε ό­τι ο α­γώ­νας του αρ­με­νι­κού λα­ού ή­ταν δί­καιος και γι’ αυ­τό βρι­σκό­ταν ε­κεί. Άλ­λω­στε η τε­λευταί­α του συ­νέ­ντευ­ξη πριν σκο­τω­θεί α­ποδει­κνύ­ει του λό­γου το α­λη­θές.

«Πο­τέ δεν θα πω ό­τι ο αρ­με­νι­κός λα­ός εί­ναι κα­λύ­τε­ρος α­πό ο­ποιον­δή­πο­τε άλ­λο. Ό­χι, τέ­τοια συ­ζή­τη­ση δεν εί­ναι σω­στή. Α­πλά κά­θε άν­θρω­πος έχει τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του και η ποιό­τη­τα αυ­τών ο­δη­γεί σε μια ποι­κι­λί­α η ο­ποί­α ε­μπλου­τί­ζει την αν­θρω­πό­τη­τα. Έ­τσι εί­ναι φυ­σι­κό ό­τι ε­σείς, εγώ και οι υ­πό­λοι­ποι Αρ­μέ­νιοι θα πρέ­πει να συν­δέ­ου­με την ποιό­τητα με τον πο­λι­τι­σμό μας. Ο πο­λι­τι­σμός μας εί­ναι έ­να μέ­ρος α­πό τον πλού­το της αν­θρω­πότη­τας εν γέ­νει, και σαν τέτοιο πρέ­πει να τον προ­στα­τεύ­ου­με, να τον δια­τη­ρού­με και να τον α­να­πτύσσου­με!!…».

Ο ύ­ψι­στος τί­τλος τι­μής

Στην Αρ­με­νί­α, μια χώ­ρα που δεν υ­πάρχουν τί­τλοι ευ­γε­νεί­ας, ο ύ­ψι­στος τί­τλος τι­μής για τον Αρ­μένιο εί­ναι αυ­τός του φε­ντα­ΐ (α­ντάρ­της) και του α­ζα­ντα­μαρ­ντίκ (μα­χη­τής της ε­λευ­θε­ρί­ας). Του πα­τριώ­τη που παίρ­νει το ό­πλο και βγαί­νει ε­θε­λο­ντι­κά στο βου­νό να πο­λε­μή­σει τον κα­τα­κτη­τή. Όπου και αν α­νή­κει, σε ό­ποια ορ­γά­νω­ση, ο φε­ντα­ΐ εί­ναι ά­κρι­τος, διότι αυ­τός θυ­σιά­ζει τη ζω­ή του και ό­χι οι άλ­λοι που εκ του α­σφα­λούς κρί­νουν. Ό­σο για τον Μο­ντέ το τέ­λος του α­πο­δει­κνύ­ει για άλ­λη μια φο­ρά, ό­τι η ζω­ή α­νταμεί­βει με τον ί­διο α­κρι­βώς τρό­πο τους χα­ρι­σμα­τι­κούς που εκ­φράζουν το ό­ρα­μα μια ε­λευ­θε­ρί­ας χω­ρίς ό­ρια. Ή ό­πως έ­γρα­ψε έ­νας άλ­λος με­γά­λος ε­πα­να­στά­της ο Ερ­νέ­στο Τσε Γκε­βά­ρα «Όλοι ε­μείς οι α­προ­σάρ­μο­στοι εί­μαστε κα­τα­δι­κα­σμέ­νοι να σκο­τω­θού­με, κα­ταρώμε­νοι μια ε­ξου­σί­α που τε­λι­κά στη­ρί­ζου­με με το θά­να­τό μας».

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 25 επισκέπτες συνδεδεμένους