Το τέλος μιας κοσμοπολίτικης πόλης |
![]() |
![]() |
Σαρκίς Αγαμπατιάν Η Σμύρνη θεωρείται μια από τις αρχαιότερες πόλεις της Μεσογείου και της αρχαίας Ιωνίας. Ιδρύθηκε γύρω στο 3000 π.Χ. και μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 αριθμούσε 376.000 κατοίκους, από τους οποίους 165.000 ήταν Έλληνες, 80.000 Οθωμανοί Τούρκοι, 55.000 Εβραίοι, 40.000 Αρμένιοι, 6.000 Λεβαντίνοι και 30.000 διάφοροι άλλοι ξένοι. Η επικρατούσα γλώσσα ήταν τα Ελληνικά και η πόλη είχε ένα καθαρά ελληνικό χρώμα με σχετικά ανεπτυγμένο εμπόριο και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Οι Τούρκοι την αποκαλούσαν η «Άπιστη Πόλη» (Gâvur İzmir) και οι Ευρωπαίοι το «Μικρό Παρίσι της Ανατολής». Η συνεχής αύξηση των ξένων εμπόρων ήδη από τον 16ο αιώνα την είχε καταστήσει μια από τις πιο κοσμοπολίτικες πόλεις της εποχής και το μεγαλύτερο λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου. Διάφορα έργα που έγιναν με χρηματοδότηση κυρίως πλουσίων Ελλήνων εμπόρων, οι οποίοι είχαν επαφές με την Ευρώπη φέρουν τη σφραγίδα της. Για παράδειγμα το τελωνείο της Σμύρνης κατασκευάστηκε από τον Γουστάβο Άιφελ, αρχιτέκτονα του ομώνυμου Παρισινού Πύργου, η «Και» (αποβάθρα) κατασκευάστηκε από γαλλική εταιρεία με πλάκες από τη Νεάπολη της Ιταλίας, το Ρολόι στην πλατεία Διοικητηρίου (Κονάκ) ήταν δώρο του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄ κ.ά. Η Ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική σε συνδυασμό με την τοπική έδωσε τον όρο «Σμυρναίικο σπίτι» ως κάτι ξεχωριστό στο είδος του. Ο πολυταξιδεμένος Αδαμάντιος Κοραής ανέφερε για την πατρίδα του τη Σμύρνη, ότι η καλαισθησία των κατοικιών της συγκρίνεται με την αντίστοιχη του Παρισιού. Στην πόλη λειτουργούσαν ξένες και ελληνικές λέσχες που διοργάνωναν χορούς και άλλες δεξιώσεις για φιλανθρωπικούς κυρίως σκοπούς. Την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο πλούτος του λιμανιού της Σμύρνης συνδεόταν προφανώς με τη γεωγραφική του θέση, αλλά κυρίως με τον δυναμισμό των ελληνικών, τουρκικών, εβραϊκών και αρμενικών εμπορικών οικογενειών. Οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι έμποροι πουλούσαν και αντάλλασσαν εμπορεύματα σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, ενώ και αρκετές οικογένειες Λεβαντίνων από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Ιταλία και τις Η.Π.Α. είχαν δημιουργήσει ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς με την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Οι ταξιδιώτες που ανακάλυψαν τη Σμύρνη στις αρχές του 20ού αιώνα εντυπωσιάστηκαν από την αφθονία των προϊόντων που εκτίθεντο στις αποβάθρες, τις αποθήκες και τα καταστήματα της πόλης: μπαχαρικά, αποξηραμένα φρούτα, μεταξωτά υφάσματα από την Ανατολή, πολύτιμα χαλιά από την Αίγυπτο και τη Βόρεια Αφρική κ.λπ. Μέσα σε αυτό το κλίμα χλιδής, οι κοινότητες ζούσαν επί αιώνες σε απόλυτη αρμονία. Οι εκκλησίες των αρμενικών και ελληνικών συνοικιών συναντούσαν τα τζαμιά, τα χαμάμ, τα ισλαμικά ιεροσπουδαστήρια (μεντρεσέδες) των τουρκικών περιοχών και τις συναγωγές της εβραϊκής συνοικίας. Όσο για τις οικογένειες των Λεβαντίνων, είχαν χτίσει τεράστιες βίλες στα δεντροφυτεμένα προάστια της Σμύρνης και συναντιόντουσαν στην όπερα, στον αθλητικό σύλλογο ή στο «Grand Hôtel Kraemer» για δείπνα, θεατρικές ή μουσικές παραστάσεις και χορούς με τσάι. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι λάτρευαν ιδιαίτερα το «Smyrna Circle», ενώ οι Έλληνες και οι Αρμένιοι συναντιόντουσαν στο «Country Club». Το άνοιγμα της Σμύρνης προς τη Μεσόγειο και τον κόσμο, και η ενεργητικότητα των εμπορικών οικογενειών επέτρεψαν στην πόλη και τον πληθυσμό της να μείνουν σχετικά ανεπηρέαστοι κατά τα πρώτα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αρμενική κοινότητα της πόλης. Η Σμύρνη υπήρξε ένα από τα κύρια εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα των Αρμενίων της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου είχαν εγκατασταθεί από την αρχαιότητα, και ζούσαν στις συνοικίες Γκετεζέρκ, Καράπ και Χαϊνότς. Τον 18ο και 19ο αιώνα η πόλη εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο αρμενικό πολιτιστικό κέντρο. Οι εφημερίδες, τα περιοδικά και τα βιβλία που εκδίδονταν στους εκδοτικούς οίκους έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική και κοινωνικοπολιτική ζωή των Αρμενίων της πόλης. Στη Σμύρνη υπήρχαν επίσης η Σχολή Θηλέων «Μεσροπιάν» που ιδρύθηκε το 1799, η Σχολή «Χριψιμιάν», καθώς και πολλά δημόσια σχολεία. Η αρμενική κοινότητα της Σμύρνης διέθετε τέσσερις εκκλησίες (η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου ήταν η πιο γνωστή), ένα εθνικό νοσοκομείο κι ένα θέατρο. Στην οικονομική ζωή της Σμύρνης οι Αρμένιοι έμποροι έπαιξαν σημαντικό ρόλο και εξήγαγαν χαλιά, δέρματα, μαλλιά και αποξηραμένα φρούτα. Είχαν εμπορικούς οίκους στην Ευρώπη, τη Ρωσία, την Ινδία και την Αίγυπτο. Η Μεγάλη Ιδέα του Ελευθέριου Βενιζέλου και η άνοδος του Μουσταφά Κεμάλ. Από το 1897 και την εξέγερση της Κρήτης, ο ελληνικός εθνικισμός ήταν ιδιαίτερα ενεργός στην ανατολική Μεσόγειο. Ήδη από το 1910, κύκλοι Ελλήνων πολιτικών και διανοουμένων υποστήριζαν τη «Μεγάλη Ιδέα», την επιθυμία αναδημιουργίας μιας ελληνικής αυτοκρατορίας. Η ύπαρξή της δικαιολογείται από την ιστορία της ισχύος της ελληνικής θαλασσοκρατορίας στην αρχαιότητα στα παράλια της Μικράς Ασίας και ιδιαίτερα στα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη, η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη ήταν οι «ναυαρχίδες» αυτής της Ελληνικής Αυτοκρατορίας, αλλά η Σμύρνη παρέμεινε το «μαργαριτάρι» αυτής της εδαφικής χίμαιρας, λόγω του ανοίγματός της προς την Ευρώπη και την Ανατολή. Η πόλη ήταν μάλιστα το σύμβολο της «Ιδέας»: μια πόλη με χριστιανική πλειοψηφία, δυτικοποιημένη και εξελληνισμένη σε τουρκικό έδαφος. Έτσι, από τις ευημερούσες αποβάθρες της Σμύρνης θα ξεκινούσε η ελληνική επανάκτηση της Μικράς Ασίας για τον πρωταθλητή της «Μεγάλης Ιδέας», Ελευθέριο Βενιζέλο. Αφού ανήλθε στην εξουσία μετά το στρατιωτικο-πολιτικό κίνημα της Εθνικής Άμυνας τον Αύγουστο του 1916 και εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, ο Βενιζέλος συνέχισε την πολιτική της προσέγγισης με την Αντάντ, μια δέσμευση που πάντα τον έφερνε σε αντίθεση με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ο οποίος βρισκόταν στην εξορία. Το 1919, κατά τη διάρκεια των διασκέψεων των Βερσαλλιών και των Σεβρών, ο Βενιζέλος κατέστησε σαφές το σχέδιό του να επιστρέψει στους Έλληνες τα εδάφη που ισχυριζόταν ότι τους είχαν κλαπεί. Σε μια σειρά από καλά τεκμηριωμένα υπομνήματα, έδειξε ότι μόνο το 55% των Ελλήνων ζούσε στην ηπειρωτική Ελλάδα. Οι εδαφικές του διεκδικήσεις ήταν πολύπλοκες: Ο Βενιζέλος ήθελε πάση θυσία τη Σμύρνη, αλλά απαιτούσε επίσης τα νησιά του Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα, που ελέγχονταν τότε από την Ιταλία, τη Βόρειο Ήπειρο και όλη τη Θράκη. Απέσπασε την υποστήριξη του Ουίλσον, αλλά κυρίως την άνευ όρων υποστήριξη του Λόιντ Τζορτζ, ο οποίος επεδίωκε να εδραιώσει τη θέση της Βρετανίας στην ανατολική Μεσόγειο, με κύριο θέμα τον έλεγχο των Στενών. Έτσι, ήδη από το 1919, ενώ οι δυνάμεις της Αντάντ κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε το σχέδιο της κατάκτησης. Αρχικά, οι ελληνικές δυνάμεις, εφοδιασμένες με όπλα και πυρομαχικά από τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς, είχαν σημαντικές επιτυχίες στη Θράκη και γύρω από την Αδριανούπολη. Το 1921, μετά την κατάληψη του Εσκίσεχιρ υπό τις διαταγές του πρίγκιπα Ανδρέα, το σχέδιο της «Μεγάλης Ιδέας» φαινόταν να βρίσκεται κοντά στην υλοποίησή του. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄, ο οποίος είχε επιστρέψει στην Ελλάδα το 1920 μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, πραγματοποίησε θριαμβευτική επίσκεψη σε διάφορες ελληνικές πόλεις στα τουρκικά παράλια. Η Σμύρνη είχε καταληφθεί τότε από περισσότερους από 140.000 Έλληνες στρατιώτες. Ωστόσο, οι σφαγές κατά του τουρκικού πληθυσμού των γύρω περιοχών αυξήθηκαν μεταξύ 1919 και 1921 με αποτέλεσμα η διεθνής κοινή γνώμη να θορυβηθεί από τη στάση της ελληνικής διοίκησης. Έτσι από το 1919, οργανώθηκε η τουρκική αντίσταση γύρω από τον Μουσταφά Κεμάλ στην Ανγκόρα, την πόλη που θα γινόταν η πρωτεύουσα της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας μετά το 1922. Στον Κεμάλ προσχώρησαν πολλοί Τούρκοι εθνικιστές, εχθρικοί προς τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη δυτική κατοχή και πρώην υποστηρικτές των Νεότουρκων. Εδώ πρέπει να αναφερθεί η σημασία του στρατιωτικού περιβάλλοντος του Κεμάλ, ιδίως του συνταγματάρχη Ισμέτ Ινονού. Ο Τζάιλς Μίλτον στο βιβλίο του, «Ο χαμένος παράδεισος, Σμύρνη 1922 – Η καταστροφή της μητρόπολης του μικρασιατικού ελληνισμού», αναφέρεται στον ισχυρό ρόλο της εθνικίστριας ακτιβίστριας Χαλιντέ Εντίμπ, η οποία μιλούσε εναντίον της ελληνικής κατοχής της Σμύρνης σε πολλές συναντήσεις. Τον Μάιο του 1919, ένα συλλαλητήριο υπό την προεδρία του Κεμάλ συγκέντρωσε χιλιάδες Τούρκους στην Ανγκόρα, οι οποίοι είχαν κινητοποιηθεί από την κατάληψη της Σμύρνης και είχαν έναν κοινό σκοπό. Το καλοκαίρι του 1921, οι Έλληνες κέρδισαν περαιτέρω νίκες, όπου ο ελληνικός στρατός νίκησε τα τουρκικά στρατεύματα υπό τη διοίκηση του Ισμέτ Ινονού. Η αντιπαράθεση έλαβε χώρα σε ένα τεράστιο μέτωπο που εκτεινόταν στα στρατηγικά σημεία Αφιόν Καραχισάρ-Εσκίσεχιρ-Κιουτάχεια και οι Έλληνες βρίσκονταν πλέον στις πύλες της Άγκυρας. Ένα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1922, ο Κεμάλ εξαπέλυσε τη «Μεγάλη Επίθεση»: μέσα σε λίγες εβδομάδες μάχης, οι υπεράριθμες ελληνικές δυνάμεις υπό τη διοίκηση του ανίκανου στρατηγού Χατζηανέστη υποχώρησαν μπροστά στην τουρκική προέλαση. Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1922, όλες οι ελληνικές πόλεις είχαν ανακαταληφθεί και ο στρατός του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ είχε εκδιωχθεί οριστικά από τη Μικρά Ασία. Η πτώση του «παραδείσου». Στις 8 Σεπτεμβρίου 1922, ο νικηφόρος τουρκικός στρατός εισήλθε στη Σμύρνη. Αυτή ήταν η αρχή μιας μακράς σειράς σφαγών, λεηλασιών και δολοφονιών. Οι πλουσιότεροι Λεβαντίνοι είχαν ήδη διαφύγει. Οι Αρμένιοι ήταν οι πρώτοι που επλήγησαν από τη βία των τουρκικών πληθυσμών: οι βιασμοί, οι ταπεινώσεις και οι δολοφονίες πολλαπλασιάστηκαν στη γειτονιά τους. Στο στόχαστρο βρέθηκαν και οι υπόλοιποι χριστιανοί: ο επίσκοπος Χρυσόστομος της Σμύρνης πέθανε μετά από μακρά δοκιμασία και οι Έλληνες τον αναγόρευσαν σε μάρτυρα. Οι περιγραφές του Τζάιλς Μίλτον που βασίζονται σε προφορικές μαρτυρίες και φωτογραφίες που τράβηξαν ορισμένοι αυτόπτες μάρτυρες, είναι εντυπωσιακά φρικιαστικές. Ο συγγραφέας του «Χαμένου Παράδεισου», αναφερόμενος στον Αμερικανό πρόξενο Τζορτζ Χόρτον, συνοψίζει την ατμόσφαιρα στη Σμύρνη. Ο διπλωμάτης δήλωσε: «Ένα από τα πιο έντονα συναισθήματα που έφερα από τη Σμύρνη είναι η ντροπή του να ανήκω στο ανθρώπινο γένος». Επί πέντε ημέρες, τα πτώματα συσσωρεύονταν στους δρόμους και στα νερά του λιμανιού. Η εκκένωση του πληθυσμού οργανώθηκε σε συνθήκες απόλυτου χάους: οι βιαιότητες των Τούρκων δεν σταμάτησαν, ενώ τα ευρωπαϊκά πολεμικά πλοία, περίπου 20 τον αριθμό, αρνήθηκαν το δικαίωμα επιβίβασης στους μη πολίτες τους. Η έλλειψη πόσιμου νερού και τροφίμων έκανε την κατάσταση ακόμη χειρότερη. Οι αποβάθρες της πόλης, που κάποτε ήταν γεμάτες με εμπορεύματα, είχαν καταληφθεί από ανθρώπους που κοιμόντουσαν με τα υπάρχοντά τους σε μια προσπάθεια να βρουν μια θέση σε ένα πλοίο που θα μπορούσε να τους μεταφέρει στα πλησιέστερα ελληνικά νησιά, τον Πειραιά ή τη Θεσσαλονίκη. Αναπτύχθηκαν επιδημίες χολέρας και ελονοσίας, παρά τις κραυγές συναγερμού του διεθνούς Τύπου, ο οποίος μιλούσε ήδη για «ανθρωπιστική καταστροφή». Σε αυτό το κλίμα αποκάλυψης, ο Αμερικανός μεθοδιστής πάστορας και μέλος της Χριστιανικής Αδελφότητας Νέων, Έιζα Τζένινγκς, η ιστορία του οποίου περιγράφεται εκτενώς από τον Τζάιλς Μίλτον, προσπάθησε να σώσει παιδιά και έγκυες γυναίκες μέσω της Αμερικανικής Επιτροπής Αρωγής που είχε ιδρύσει. Οι επιζώντες μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, ενώ άλλοι κατευθύνθηκαν προς τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες, προτιμώντας να ξεφύγουν από τη μοίρα της Ελλάδας. Άλλοι δεν είχαν αυτό το αίσιο τέλος. Οργανώθηκε η απέλαση των ελληνικών και αρμενικών πληθυσμών που παρέμεναν ακόμη στη Σμύρνη: οι περισσότεροι από αυτούς πέθαναν στις καυτές θερμοκρασίες του Σεπτεμβρίου και στην ξηρή σκόνη του οροπεδίου της Ανατολίας. Ο κεμαλικός στρατός κατέκαψε τις αρμενικές και ελληνικές συνοικίες της Σμύρνης, οργανώνοντας σφαγές εις βάρος του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού της πόλης. Η προμελετημένη και επιμελώς προσχεδιασμένη πυρπόληση της πόλης είχε σκοπό να τρομοκρατήσει τον χριστιανικό πληθυσμό και να τον αναγκάσει να εγκαταλείψει την πόλη για πάντα. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από δεκάδες χιλιάδες πτώματα Ελλήνων και Αρμενίων. Όσοι προσπάθησαν μάταια να βρουν σωτηρία στα βρετανικά, ιταλικά και αμερικανικά πολεμικά πλοία, πνίγηκαν στη θάλασσα. Τέλος, στις 13 Σεπτεμβρίου ξέσπασε πυρκαγιά στο λιμάνι της πόλης, οποία πολύ γρήγορα κατέστρεψε την προκυμαία: μαγαζιά, τράπεζες, πολυτελή ξενοδοχεία, κλαμπ, εστιατόρια, θέατρα, καζίνο, προξενεία και επιχειρήσεις εξαφανίστηκαν από τις φλόγες. Οι Σμυρνιοί που δεν μπόρεσαν να βρουν καταφύγιο στα ευρωπαϊκά πλοία παγιδεύτηκαν: κάποιοι από την απελπισία τους έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν, άλλοι πέθαναν με αφόρητους πόνους καθώς οι συμπατριώτες τους επιβιβάζονταν στα θωρηκτά. Τη νύχτα της 13ης προς 14η Σεπτεμβρίου, η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς σε μια από τις μεγαλύτερες πυρκαγιές στην ιστορία του 20ού αιώνα. Λίγες ημέρες αργότερα, οι «New York Times» θα έγραφαν λακωνικά «Η Σμύρνη αφανίστηκε». Η καταστροφή της Σμύρνης αποτέλεσε το τελευταίο επεισόδιο της Γενοκτονίας των Αρμενίων και την αρχή της εφαρμογής της κρατικής πολιτικής των Κεμαλιστών «η Τουρκία στους Τούρκους». Σήμερα η Σμύρνη είναι γνωστή ως «Τουρκική Σμύρνη» και η πλειοψηφία των κατοίκων της είναι Τούρκοι.
|