Αρμενία: 100 χρόνια μοναξιάς Εκτύπωση E-mail

Map of Historic Armenia

- Le FIGARO HISTOIRE - Τιγκράν Γεγκαβιάν - Δεκέμβριος 2022
Μετάφραση: Σουζάνα Απαρτιάν

30 χρόνια μετά την ανεξαρτησία της
και δύο χρόνια μετά 
από έναν πόλεμο με ολέθριες συνέπειες,
η Αρμενία πασχίζει 
να βρει λύση στο δίλημμα μεταξύ
ασφάλειας και εξουσίας μέσα σε ένα επισφαλές περιβάλλον

«Θα αντάλλασσα μια μεγαλειώδη ιστορία έναντι μιας καλύτερης γεωστρατηγικής διευθέτησης».

Αυτό το πολωνικό παράθεμα απεικονίζει τέλεια το αρμενικό ζήτημα: μια περιοχή στο σταυροδρόμι πολλαπλών επιδρομών που ολοένα και συρρικνώνεται. Έχουμε ένα έθνος που μετράει χιλιετίες, αλλά ως νέο Κράτος η Αρμενία φαίνεται να στερείται ακόμα κρατικής παράδοσης. Για να γίνει λοιπόν πιο κατανοητή η πρόσφατη ιστορία, επιβάλλονται ορισμένες διευκρινήσεις μέσα από το ιστορικό πρίσμα.

Η διαδικασία φυσικής καταστροφής τού αρμενικού έθνους εκτυλίχθηκε μέσα σε διάστημα 30 ετών: από τις σφαγές επί δυναστείας Αμπντούλ Χαμίτ μεταξύ 1894-1896 έως την εθνοκάθαρση της Ανατολίας από τους κεμαλιστές που ολοκλήρωσε τη Γενοκτονία του 1915. Οφείλουμε ωστόσο να επισημάνουμε ακόμα δύο επεμβάσεις με σκοπό την εξόντωση: η εγκατάλειψη της Αρμενίας που δέχτηκε επίθεση από τις κεμαλικές δυνάμεις τον Σεπτέμβριο του 1920 και διαμελίστηκε, δύο μήνες αργότερα, μεταξύ νέας Τουρκίας και Ρωσίας των Μπολσεβίκων, καθώς και οι καταστροφικές συνέπειες της αποχώρησης των γαλλικών στρατευμάτων από την Κιλικία, που έτρεφαν ελπίδες για την υλοποίηση του σχεδίου προστασίας της αρμενικής κοινότητας υπό έλεγχο. Τελικά, το «αρμενικό ζήτημα» ναυαγεί με τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, που επικυρώνει τη νίκη της Τουρκίας και θέτει σε αμφισβήτηση τη Συνθήκη των Σεβρών του 1920.

Υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ των τραγικών γεγονότων του 1920 και του δεύτερου πολέμου του Ναγκόρνο-Καραμπάχ το 2020. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1920 εφορμούν οι τουρκικές δυνάμεις υπό τις διαταγές του εθνικιστή στρατηγού Καζίμ Καραμπεκίρ. Μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων καταλαμβάνουν τεράστιες αρμενικές περιοχές (Καρς, Αρνταχάν, Σουρμαλού, Αλεξαντροπόλ). Η απεγνωσμένη αντίσταση των αρμενικών δυνάμεων δεν βρίσκει απήχηση στην Κοινωνία των Εθνών. Οι έωλες υποσχέσεις παρασύρονται από τη ρεαλπολιτίκ1 και την ανάγκη περιορισμού της νέας απειλής των μπολσεβίκων. Οι Ρώσοι συμφωνούν να επέμβουν υπέρ της Αρμενίας με αντάλλαγμα την σοβιετοποίησή της. Ως εκ τούτου, η διασφάλιση της χώρας, η οποία μειώθηκε σε περίπου 29.000 km2 από τους Σοβιετικούς, έγινε εις βάρος της κυριαρχίας της.

«Καλύτερα οι Ρώσοι παρά οι Τούρκοι»: αυτή η λογική του «μικρότερου κακού», της «ρωσικής ασπίδας», θα αποτελέσει την κύρια βάση της νομιμοποίησης της σοβιετικής εξουσίας στο Γερεβάν. Όμως οι εδαφικές απώλειες είναι τρομερές. Οι τουρκο-ρωσικές συνθήκες της Μόσχας και του Καρς το 1921, ακροτόμησαν την Αρμενία, αποσπώντας από τη χώρα την πρώην πρωτεύουσά της, την Ανί, και το όρος Αραράτ, ορατό ακόμα και δια γυμνού οφθαλμού από το Γερεβάν, ένα στοιχειωμένο σκηνικό που θυμίζει την πατρίδα που χάθηκε καθώς οι δυο μυθικές κορυφές αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας των Αρμενίων σε ολόκληρο τον κόσμο.

Σε αυτήν την εδαφική ακροτόμηση προστίθεται η απώλεια του Ναχιτσεβάν, ενός ιστορικού αρμενικού εδάφους με μεικτό πληθυσμό (αρμενο-τάταροι), που συνορεύει με την Τουρκία και το Ιράν. Παραχωρήθηκε στο Αζερμπαϊτζάν το 1921 και «εκκαθαρίστηκε» συστηματικά από τον αρμενικό πληθυσμό του μέσα σε διάστημα τριών δεκαετιών.

Η σοβιετική εξουσία του Αζερμπαϊτζάν υποδέχεται την σοβιετοποίηση της Αρμενίας μέσω της φωνής του Πρώτου Γραμματέα Ναριμάν Ναριμάνοφ, ο οποίος, την επομένη της εισόδου του Κόκκινου Στρατού στο Ερεβάν, στις 29 Νοεμβρίου 1920, δηλώνει ότι οι τρεις αμφισβητούμενες περιοχές (Ναχιτσεβάν, Ζανγκεζούρ και Ναγκόρνο-Καραμπάχ) αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της Σοβιετικής Αρμενίας και ότι ο λαός του Ναγκόρνο-Καραμπάχ έχει απόλυτο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Πολύ σύντομα, ακυρώνει τα λεγόμενά του, ενώ στο Ζανγκεζούρ, μαίνεται η αντίσταση κατά της σοβιετοποίησης. Τον Φεβρουάριο του 1921, αποκαθίσταται το προηγούμενο καθεστώς, οι Μπολσεβίκοι εκδιώκονται… πριν επανέλθουν στην εξουσία τον Μάιο του ιδίου έτους.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1921, το μέλλον του Ναγκόρνο-Καραμπάχ γίνεται αντικείμενο έντονων διαβουλεύσεων. Το Γραφείο Καυκάσου της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος (Kavburo) που αποτελείται από επτά μέλη, εξετάζει το ζήτημα του θεσμικού πλαισίου του και αποφασίζει στις 3 Ιουνίου υπέρ της ένταξής του στη Σοβιετική Αρμενία (ο Στάλιν ήθελε να εφαρμόσει στην περιοχή την εθνοτική διχοτόμηση σοβιετικού τύπου με δημοκρατίες και αυτόνομες περιοχές). Οι Αζέροι διαφοροποιούνται από αυτό το ψήφισμα, επιχειρούν πραξικόπημα και δίνουν εντολή σε μια ειδική επιτροπή –αποτελούμενη στην πλειοψηφία της από Αζέρους - να επικαιροποιήσει τα σύνορα. Οι δύο συνεδρίες που περιγράφονται ως «σουρεαλιστικές» από τον ιστορικό Κλοντ Μουταφιάν διαδέχονται η μία την άλλη στην Τιφλίδα, το σημερινό Τμπιλίσι. Στις 4 Ιουλίου, το Γραφείο Καυκάσου ψηφίζει με τέσσερις ψήφους έναντι τριών υπέρ της ένταξης στη Σοβιετική Αρμενία, με την επιφύλαξη δημοψηφίσματος για την αυτοδιάθεση. Έξαλλος ο ηγέτης των Αζέρων Ναριμάνοφ απαιτεί το θέμα να τεθεί στη Μόσχα σε επίπεδο Κεντρικής Επιτροπής. Η Επιτροπή συνεδριάζει την επόμενη μέρα και υιοθετεί μια απόφαση εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτήν που ψηφίστηκε την προηγουμένη. Η μοίρα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, με πληθυσμό που κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ανερχόταν κατά 94% από Αρμένιους, αλλά στερούνταν της εδαφικής συνέχειας με την Αρμενία, επισφραγίστηκε τη νύχτα της 4ης προς 5η Ιουλίου 1921.

Η Μόσχα νιώθει την ανάγκη να δεσμευτεί ως φιλικά προσκείμενη στους πρόσφατα σοβιετοποιημένους μουσουλμανικούς λαούς, μέρος των οποίων αποτελούν οι Αζέροι και, κατ’ επέκταση, στην κεμαλική Τουρκία, που δεν έχει επιλέξει ακόμη το στρατόπεδό της.
Σε σύγκριση με τα εδαφικά προνόμια που παραχωρούνται κατά τη διάρκεια της Πρώτης Δημοκρατίας (1918-1920) και ειδικά με την υπόσχεση μιας ελεύθερης και επανενωμένης Αρμενίας, που χαράσσεται στον χάρτη της Συνθήκης των Σεβρών, η χώρα συρρικνώνεται σταδιακά. Έχει απωλέσει μεν την εξουσία, διατηρεί ωστόσο την κρατική υπόσταση. Ένα κράτος που ενσωματώθηκε σταδιακά στη Ρωσία των Μπολσεβίκων με μια οικονομική και στρατιωτική συνθήκη (Σεπτέμβριος 1921), εντάχθηκε στη συνέχεια στην Ομοσπονδιακή Ένωση της Υπερκαυκασίας ΣΣΔ2 τον Μάρτιο του 1922 και ενσωματώθηκε τελικά στην Υπερκαυκασιανή Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία με πρωτεύουσα την Τιφλίδα, η οποία, μαζί με τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία, συγκρότησαν την απαρχή της ΕΣΣΔ τον Δεκέμβριο του 1922.

Από τον τρόμο στην ανάπτυξη

Με βάση το Γερεβάν ως πρωτεύουσα, οι αρμενικές ελίτ βίωσαν τη δύσκολη μαθητεία της εθνικοποίησης. Το 1914, ήταν μόνο μια κωμόπολη που αριθμούσε μερικές δεκάδες χιλιάδες κατοίκους με υψηλό ποσοστό Τατάρων (προγόνους των Αζέρων), χωρίς κοινά σημεία με το γόητρο της Τιφλίδας, του βασικού πολιτικού και πολιτιστικού κέντρου των Αρμενίων του Καυκάσου, πριν το Μπακού. Καθ’ όλη τη σύντομη ιστορία της, η ανεξάρτητη Αρμενία διαμόρφωσε μια διαδικασία ηθικής ομογενοποίησης της επικράτειάς της εις βάρος των Τατάρων, που εκδιώχθηκαν από τα χωριά τους και αντικαταστάθηκαν από Αρμένιους πρόσφυγες που επέζησαν της Γενοκτονίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πριν από το 1914, το Γερεβάν αριθμούσε μόνο 60% Αρμενίων, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1920, το ποσοστό ανήλθε στο 85% λόγω της εισροής των Αρμενίων προσφύγων της Γενοκτονίας. Η χώρα επιβίωσε μέσα σε ένα χαοτικό περιβάλλον, κατά κύριο λόγο χάρη στη βοήθεια της διεθνούς κοινότητας και ειδικότερα στη φιλανθρωπική δράση της Επιτροπής Περίθαλψης για την Σοβιετική Αρμενία που δημιουργήθηκε το 1921.

Κατά τη δεκαετία του 1920, ο επαναπατρισμός των Αρμενίων της Διασποράς γινόταν με το σταγονόμετρο, μέσα σε ένα ελάχιστα ευνοϊκό πολιτικό κλίμα. Αφού εκδιώχθηκε από μια λαϊκή εξέγερση το 1921, η νέα μπολσεβίκικη εξουσία κατάφερε να επανέλθει στην εξουσία και να εγκαθιδρύσει τη δικτατορία του προλεταριάτου. Οι Μπολσεβίκοι υπονομεύουν όλα τα θεμέλια της κοσμικής και πνευματικής εξουσίας της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας. Οι ιερείς και οι οικογένειές τους στερούνται των πολιτικών τους δικαιωμάτων και διώκονται. Οι εκκλησίες και τα κτήματα των μοναστηριών δημεύονται. Λίγο αργότερα, η Τσε-κά3 (κομματική αστυνομία) ευνόησε τη δημιουργία μιας «παράλληλης» Εκκλησίας, της οποίας ηγούνται ιερείς που αποσχηματίστηκαν και τσεκιστές πράκτορες. Η αθεϊστική παιδεία εξαπλώνεται και υπονομεύει την εξουσία της Εκκλησίας που αποδεκατίστηκε από τις σταλινικές εκκαθαρίσεις του 1936-1939.

Ένα μεγάλο ποσοστό ιερωμένων, διανοουμένων και απλών πολιτών στέλνονται στα γκουλάγκ, ενώ οι ελίτ εξολοθρεύονται συστηματικά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, ο Πατριάρχης Χορέν ο 1ος που δολοφονήθηκε στον ύπνο του το 1938, ο ποιητής Τσαρέντς, ο πρώτος γραμματέας του κομμουνιστικού κόμματος Αγκάσι Χαντζιάν…

Σύμφωνα με τις επίσημες δημογραφικές στατιστικές της περιόδου 1926-1953, οι σταλινικές βιαιοπραγίες είχαν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση σχεδόν 300.000 ανθρώπων. Το 1945 είχαν απομείνει μόνο τέσσερις μοναχοί για να λάβουν μέρος στη συνεδρίαση για την εκλογή του πατριάρχη των Αρμενίων. Μέσα σε δύο δεκαετίες, ο αρμενικός πληθυσμός «κολεκτιβοποιήθηκε» βάναυσα, η αγροτική τάξη «αποκουλακοποιήθηκε»4 και αποστερήθηκε το δικαίωμα εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων της, ο συγκεντρωτικός σχεδιασμός εκβιομηχάνισε μέρος της επικράτειας, της οποίας ο πληθυσμός ήταν κατά τρία τέταρτα αγροτικός, ενώ η εργατική τάξη ήταν πρακτικά ανύπαρκτη. Η αστικοποίηση προχώρησε, όπως και ο αλφαβητισμός.

Ο ψυχρός πόλεμος και οι συνέπειές του

Αναλογικά με τις άλλες Σοβιετικές Δημοκρατίες, η Αρμενία πλήρωσε βαρύ ανθρώπινο τίμημα στο τέλος του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου κατά της Γερμανίας του Χίτλερ (174.000 νεκροί). Θα έλεγε κανείς πως η δέσμευση υπήρξε πλήρης με υπερεκπροσώπηση ανώτερων αξιωματικών στις τάξεις του Κόκκινου Στρατού, που αριθμούσε περίπου εξήντα στρατηγούς και πέντε στρατάρχες. Ωστόσο, μετά τη νίκη, η σοβιετική εξουσία αρχίζει να κάνει παραχωρήσεις. Η Μόσχα εγκρίνει την επανέκδοση έργων «πατριωτών» συγγραφέων, την επαναλειτουργία της μονής και του τυπογραφείου τής Μητρόπολης του Ετσμιατζίν. Με το πέρας του πολέμου, οι προσδοκίες ότι το «αρμενικό ζήτημα» θα βγει από τον λήθαργο που έχει περιπέσει με την αμφισβήτηση της συνθήκης της τουρκοσοβιετικής φιλίας τον Μάρτιο του 1945, επανέρχονται στο προσκήνιο. Οι Αρμένιοι βασίζονται στην ανεπίσημη υποστήριξη της Μόσχας για αλυτρωτισμό προς την Τουρκία. Στον απόηχο της συνεδρίασης για την εκλογή τού Πατριάρχη τον Ιούνιο του 1945, οι αρχές υποστηρίζουν μια μαζική εκστρατεία επαναπατρισμού που μέσα σε δύο χρόνια προσελκύει περισσότερους από 100.000 Αρμένιους της διασποράς, ιδιαίτερα από την Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή. Χάρη σε αυτήν την εισροή υποψηφίων που προωθείται από τη σοβιετική προπαγάνδα, η Αρμενία μπορεί να διατηρήσει το καθεστώς της ως Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία.

Πίσω όμως από την ψευδαίσθηση μιας νέας Εδέμ, η σκληρότητα του σταλινικού καθεστώτος, το πολιτισμικό και γλωσσικό σοκ εξανεμίζουν τον όποιο ενθουσιασμό για nerkaght («επαναπατρισμό»).

Ταυτόχρονα, οι αξιώσεις του Καρς και του Αρνταχάν του σοβιετικού αντιπροσώπου στον ΟΗΕ το 1947 διατυπώνονται για τη Σοβιετική Δημοκρατία της Γεωργίας... Το 1956, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Γάλλου σοσιαλιστή βουλευτή και υπουργού Εξωτερικών Κριστιάν Πινό στην Αρμενία, πλήθος Αρμενίων που μετανάστευσαν από τη Γαλλία, συναθροίζονται απαιτώντας το δικαίωμα να εγκαταλείψουν «τον σοσιαλιστικό παράδεισο».

Ενώ το ζήτημα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ συγκαλύπτεται επιμελώς, ο Ψυχρός Πόλεμος δημιουργεί διχόνοια στους κόλπους της Αρμενικής Εκκλησίας. Θύμα διπλού μαρτυρίου (της Γενοκτονίας και του σταλινισμού), η Αρμενική Εκκλησία αναλαμβάνει βαθμιαία τον μεσολαβητικό ρόλο μεταξύ της σοβιετικής εξουσίας και των επισκοπών της στη διασπορά με αντάλλαγμα το σταδιακό άνοιγμα των χώρων λατρείας και τη χειροτονία ορισμένων ιερέων και επισκόπων.

Οι αρμοδιότητες της Εκκλησίας συνδέονται πλέον με το εγχείρημα εργαλειοποίησης του πατριωτισμού, υπό τη στενή επίβλεψη της Επιτροπής Θρησκευτικών Υποθέσεων, που δημιουργήθηκε το 1943 και της οποίας επικεφαλής ήταν ένας πρώην συνταγματάρχης του NKVD5.

Υπήρξε όντως ο σημερινός Προκαθήμενος, Καρέκιν Β’, πράκτορας της KGB6 στη Δυτική Γερμανία, όπως αποδεικνύεται από αποχαρακτηρισμένα έγγραφα που δημοσίευσε ο Λιβανέζος-Αρμένιος ιστορικός Κεβόρκ Γιαζετζιάν; Το ενδεχόμενο αυτό έρχεται αντιμέτωπο με την αντίσταση που προβάλει το Καθολικάτο της Κιλικίας, με έδρα την πόλη Αντελιάς του Λιβάνου, το οποίο κατέχει τη δεύτερη θέση στην εκκλησιαστική ιεραρχία. Το 1956, ο Πατριάρχης απάντων των Αρμενίων Βασκέν Μπαλτζιάν ο 1ος, με καταγωγή από τη Ρουμανία, αποτυγχάνει να επιβάλει τον υποψήφιό του για την εκλογή του Προκαθήμενου της Κιλικίας. Το γεγονός πυροδοτεί αδελφοκτόνες συγκρούσεις στους κόλπους της λιβανέζικης κοινότητας, μεταξύ υποστηρικτών της Σοβιετικής Αρμενίας και εθνικιστών προσκείμενων της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας Τασνακτσουτιούν. Από αυτήν την περίοδο χρονολογείται και η αποκήρυξη της δικαιοδοσίας της Ιεράς Μητροπόλεως του Ετσμιατζίν, κατά συνέπεια, οι νέες επισκοπές τίθενται υπό την εποπτεία του Καθολικάτου της Κιλικίας.

Η αφύπνιση του «αρμενικού ζητήματος»

Η περίοδος που ακολουθεί το θάνατο του Στάλιν ευνοεί την άνθηση της αρμενολογίας, της επιστημονικής έρευνας καθώς και την ανοδική πορεία της οικονομίας.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι ανταλλαγές με τη διασπορά πολλαπλασιάζονται. Η σχέση αναδιαμορφώνεται: δεν είναι πλέον η Αρμενία που χρειάζεται τη βοήθεια της διασποράς, αλλά το αντίθετο. Υπότροφοι φοιτητές από τη διασπορά έρχονται να σπουδάσουν στο Γερεβάν, η Αρμενία ανοίγεται στον τουρισμό. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, οι Αρμένιοι του Λιβάνου λαμβάνουν ανθρωπιστική βοήθεια και στρατιωτικό εξοπλισμό από τη Σοβιετική Αρμενία. Σε γενικές γραμμές, μεταξύ 1959 και 1989, καταγράφεται διπλασιασμός του πληθυσμού -από 1.763.000 σε 3.283.000 κατοίκους. Το 1968 η πόλη του Γερεβάν γιορτάζει με μεγαλοπρέπεια τα 2.750 χρόνια από την ίδρυσή της, ο πρώτος τόμος της Αρμενικής Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας κυκλοφορεί το 1977 ενώ η ιστοριογραφία αρχίζει να προσεγγίζει αμερόληπτα τα συμβάντα πρόσφατων περιόδων.

Οι αναφορές σε σχέση με τη Γενοκτονία του 1915 δεν λογοκρίνονται πλέον. Επανέρχονται στο προσκήνιο πενήντα χρόνια μετά, στις 24 Απριλίου 1965 όταν για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Σοβιετική Δημοκρατία της Αρμενίας τιμά τη μνήμη αυτής της εθνικής τραγωδίας. Η επίσημη τελετή κατακλύζεται από ένα τεράστιο πλήθος (μεταξύ 100. 000 και 200.000 ατόμων) που συνωστίζονται στους δρόμους του Γερεβάν και διαδηλώνουν με τα συνθήματα «Τα εδάφη μας!» και «Δικαιοσύνη!». Τους επόμενους μήνες, πραγματοποιείται «εκκαθάριση» στην ηγεσία του κόμματος. Η Μόσχα, προσηλωμένη σε μια πολιτική ύφεσης, και σε μια πιο ενεργή οικονομική συνεργασία με την Άγκυρα, θεωρεί χρήσιμο να υπενθυμίσει το απαραβίαστο των συνόρων, αλλά η ηγεσία κλείνει τα μάτια στην κατασκευή μνημείων που αποτελούν διέξοδο του αρμενικού πατριωτισμού κατά των Τούρκων. Η Μόσχα επιχειρεί να δρομολογήσει τις διεκδικήσεις αυτές έτσι ώστε να ενισχύσει την πίστη απέναντι στη «ρωσική ασπίδα», να κατοχυρώσει ένα μοχλό πίεσης απέναντι στην Τουρκία καθώς και να αναχαιτίσει, συγχρόνως, τις προσδοκίες περί ανεξαρτησίας για την προσάρτηση του Ναγκόρνο-Καραμπάχ στην Αρμενία.

Στους βασικούς πόλους της διασποράς, η αρμενική νεολαία ριζοσπαστικοποιείται.

Το αίτημα για αναγνώριση και αποκατάσταση για τη Γενοκτονία αντιμετωπίζεται με αδιαφορία από τη διεθνή κοινότητα και τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις, που φροντίζουν να προφυλάξουν την Τουρκία – έναν από τους βασικούς πυλώνες του ΝΑΤΟ. Στο πλαίσιο της ανόδου στην εξουσία των παλαιστινιακών κινημάτων και του πολέμου στο Βιετνάμ, και κυρίως της κατάρρευσης του λιβανικού κράτους, δύο αρμενικές οργανώσεις που υποστηρίζουν τον ένοπλο αγώνα (η ASALA7 και η CJGA8) οργανώνουν επιθέσεις που γίνονται πρωτοσέλιδα από το 1975 έως 1985 και εγείρουν το ενδιαφέρον των μέσων μαζικής ενημέρωσης για το αρμενικό ζήτημα. Η διαφημιστική τρομοκρατία - μια έννοια που επινοήθηκε από τον γεωστρατηγό Ζεράρ Σαλιάν – θα εκλείψει με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την εμφάνιση του κινήματος Καραμπάχ.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι προσδοκίες που δημιούργησε ο μεταρρυθμιστικός λόγος του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ έγιναν αφορμή για πολλαπλές διεκδικήσεις στην Αρμενία (οικολογικές, πολιτιστικές, εδαφικές). Το αίτημα για προσάρτηση του Ναγκόρνο-Καραμπάχ ξεκίνησε το 1987 με ένα τεράστιο κίνημα εκκλήσεων και έληξε τον Φεβρουάριο του 1988, με την ψήφο του Ανώτατου Σοβιέτ της αυτόνομης περιοχής που απαιτούσε προσάρτηση στην Σοβιετική Δημοκρατία της Αρμενίας. Το Μπακού απαντά με ένα αντιαρμενικό πογκρόμ στην πόλη Σουμγκάιτ. Το μακελειό που συντελείται αναβιώνει την τραυματική μνήμη της Γενοκτονίας. Το κίνημα σκληραίνει τη στάση του: δώδεκα περίπου νεαροί Αρμένιοι διανοούμενοι και ακαδημαϊκοί δρομολογούν τις διαδικασίες πρόσβασης στην εξουσία με φόντο τις Σοβιετικές Δημοκρατίες που τελούν υπό κατάρρευση, το σεισμό που πλήττει τη βορειοανατολική Αρμενία τον Δεκέμβριο του 1988, και των συγκρούσεων μεταξύ αρμενικών και αζερικών πληθυσμών ένθεν και ένθεν των συνόρων. Καθώς και άλλα πογκρόμ λαμβάνουν χώρα στο Μπακού και στο Κιροβαμπάντ, οι Αζέροι έχουν το πλεονέκτημα χάρη στην υποστήριξη των σοβιετικών δυνάμεων. Τα δεδομένα όμως αλλάζουν με την μετάβαση της χώρας στην ανεξαρτησία το 1991. Αφού δεν μπόρεσε να προσαρτηθεί στην Αρμενία και βλέποντας την αυτονομία της να ακυρώνεται από το Αζερμπαϊτζάν, ο αρμενικός πληθυσμός του Ναγκόρνο-Καραμπάχ κηρύσσει την αυτονομία του, επωφελούμενος της στρατιωτικής νίκης του 1994, της υποστήριξης του Γερεβάν και της ευμένειας της Μόσχας, η οποία ενισχύει τη στρατιωτική της παρουσία στην Αρμενία.

Το βάρος μιας ανεπίλυτης σύγκρουσης

Με την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η ανεξάρτητη Αρμενία καταδύεται στα βάθη της ευρασιατικής γεωπολιτικής. Περικυκλωμένοι από εχθρικούς γείτονες στο Νότιο Καύκασο, όπου Ρώσοι και Αμερικανοί θέλουν να διαφυλάξουν, να επεκτείνουν ή να καθορίσουν τη σφαίρα επιρροής τους, οι Αρμένιοι αγωνίζονται να συμβιβάσουν τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα αυτών των δυνάμεων. Η αποκαλούμενη ήπια διπλωματία που υποστηρίζει το Γερεβάν αποτυγχάνει τελικά: η Μόσχα αναλαμβάνει τον έλεγχο των βασικών στρατηγικών τομέων της χώρας και γίνεται ο αποκλειστικός προμηθευτής εξοπλισμών και ενέργειας.

Με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της, επιβάλλεται η Αρμενία να περιορίσει το ακανθώδες ζήτημα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Στο εσωτερικό της χώρας, ο ιερός αυτός σκοπός καθιστά δυνατή την οικοδόμηση ενός κρατικού μηχανισμού, αλλά πολύ γρήγορα επιταχύνει τη διπλωματική και γεωστρατηγική απομόνωση της Αρμενίας, η οποία καθίσταται υποτελής μιας ολοένα και πιο ασύμμετρης συμμαχίας με τη Ρωσία. Για να μην σταθεί εμπόδιο στις προσπάθειες της ομάδας του Μινσκ, που δημιουργήθηκε το 1992 υπό την αιγίδα του ΟΑΣΕ9, το Γερεβάν δεν αναγνωρίζει το Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Το όνειρο της απόλυτης εξουσίας καταποντίζεται με την επίθεση στο αρμενικό κοινοβούλιο στις 27 Οκτωβρίου 1999, κατά τη διάρκεια της οποίας τα δυο άτομα που κυβερνούσαν τη χώρα (ο πρωθυπουργός Βασκέν Σαρκισσιάν και ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου Καρέν Ντεμιρτζιάν) δολοφονήθηκαν και ανοίγει τον δρόμο αυξημένης υποτέλειας προς τη Ρωσία.
Το μεταναστευτικό κύμα στην Αρμενία κινείται με γοργούς ρυθμούς. Συνολικά, 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι, μέσα σε διάστημα 30 ετών, αποφασίζουν να δοκιμάσουν την τύχη τους σε άλλες χώρες για να αποφύγουν την ενδημική διαφθορά, την έλλειψη προοπτικών και την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Μια δημογραφική αιμορραγία με καταστροφικές συνέπειες κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών του 2020. Το 2005, με τα εγκαίνια του πετρελαιαγωγού Μπακού-Τιφλίδα-Τσεϊχάν που παρακάμπτει την Αρμενία, η ισορροπία δυνάμεων τείνει υπέρ του Αζερμπαϊτζάν το οποίο εκσυγχρονίζει τον στρατό του και δεν κρύβει την πρόθεσή του να ανακτήσει με τη βία τα εδάφη που είχε απωλέσει το 1992-1994. Έχοντας δημιουργήσει μια στρατηγική συμμαχία με την Τουρκία, το Πακιστάν και το Ισραήλ, υποχρεωτικό εταίρο του Ηνωμένου Βασιλείου και του ΝΑΤΟ, το Μπακού κατορθώνει να βάλει τέλος στην προσπάθεια εξομάλυνσης των αρμενο-τουρκικών σχέσεων το 2009.

Μια πρώτη προσπάθεια επανέναρξης των εχθροπραξιών που λαμβάνει χώρα τον Απρίλιο του 2016, έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια μερικών τετραγωνικών χιλιομέτρων εδαφικών εκτάσεων από την αρμενική πλευρά και την ταχεία επέμβαση της Ρωσίας, η οποία εξασφαλίζει την κατάπαυση του πυρός. Ωστόσο, η προστάτιδα Ρωσία δεν θα επιδείξει την ίδια ανεκτικότητα απέναντι στην Αρμενία κατά τη διάρκεια του πολέμου που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2020 από τις αζερικές δυνάμεις με την υποστήριξη του τουρκικού στρατού, των πακιστανικών μονάδων και των Σύρων μισθοφόρων. Θα χρειαστεί να περάσουν σαράντα τέσσερις ημέρες και απώλεια του 75% των εδαφών που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των Αρμενίων του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, για να συμφωνήσουν Ρώσοι και Τούρκοι σε μια νέα σκιώδη συγκυριαρχία με άγνωστες πτυχές.

Η τραγική επανάληψη της ιστορίας

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Γεβγκένι Πριμακόφ, ο οποίος διατελούσε επικεφαλής της Ρωσικής Υπηρεσίας Εξωτερικών Πληροφοριών, απευθυνόμενος στον Αρμένιο Πρόεδρο Λεβόν-Τερ-Πετροσιάν, στο πλαίσιο μιας λαμπρής στρατιωτικής νίκης των δυνάμεων του Ναγκόρνο-Καραμπάχ είχε δηλώσει: «Συμφωνήσαμε με την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σας προτείνουμε να επιστρέψετε στο Αζερμπαϊτζάν τις κατεχόμενες περιοχές.

Σε αντάλλαγμα, το Αζερμπαϊτζάν θα αναγνωρίσει το επονομαζόμενο «αρμενικό» τμήμα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ». Κατόπιν διαβουλεύσεων με τις αρχές του Καραμπάχ, ο Λεβόν Τερ-Πετροσιάν απάντησε: «Δεν μπορούμε να δεχτούμε την πρότασή σας, ο λαός δεν θα την κατανοήσει και θα μας ανατρέψει, γιατί πιστεύει πως ό,τι κατακτήθηκε από τους Αρμένιους δεν πρέπει να επιστραφεί στον εχθρό.» Η αντιφώνηση του Πριμακόφ είχε ως εξής: «Το Αζερμπαϊτζάν ξέρει πώς να λειτουργεί και να περιμένει. Έχει πόρους. Θα περάσουν δέκα, είκοσι, τριάντα χρόνια, θα ανακτήσει τις δυνάμεις του και θα σας τα πάρει ΟΛΑ. »

Αυτή η σύγκρουση δεν έχει τελειώσει. Οι αρμενικές αρχές διατηρούν μια μειωμένη στο ελάχιστο κυριαρχία στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ υπό την προστασία της Ρωσίας και υποβάλλονται στις συνεχείς παρενοχλήσεις των Αζέρων. Και από την άλλη, μια Αρμενία στρατιωτικά αποδυναμωμένη και πολιτικά πολωμένη, μετά την ενθουσιώδη παρένθεση της βελούδινης επανάστασης του 2018.

Αυτό το κίνημα πολιτικής ανυπακοής είχε πράγματι οδηγήσει σε ρήξη με ένα μισητό καθεστώς που σηματοδοτήθηκε από τον μετασοβιετισμό. Αλλά είναι ξεκάθαρο ότι δύο χρόνια μετά την ήττα, οι Αρμένιοι ηγέτες έχουν κατορθώσει να επιφέρουν ακόμα μεγαλύτερη πόλωση στην κοινωνία αρνούμενοι μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ικανή να δημιουργήσει μια εσωτερική συναίνεση, να μεταρρυθμίσει το Υπουργείο Άμυνας και να διασφαλίσει συνεργασία με την Αρμενική Διασπορά. Επίσης, η έλλειψη επενδύσεων στα αμυντικά συστήματα κατά τη διάρκεια της επίθεσης του Αζερμπαϊτζάν τον Σεπτέμβριο του 2022, με στόχο να αποκτήσει με τη βία έναν «εκτός ορίων» διάδρομο στην υπερστρατηγική περιοχή Σιουνίκ/Ζανγκεζούρ, στο νότο, το τελευταίο προπύργιο πριν από την υλοποίηση των αρχών του παντουρκισμού, είχε καταστροφικές συνέπειες. Από την πλευρά της, η στάση της Δύσης σε σχέση με τη σύγκρουση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ και την Ουκρανία, επιδεικνύει δύο μέτρα δύο σταθμά, με τους Αρμένιους να έχουν την ατυχία να ανήκουν σε λάθος στρατόπεδο. Μια στάση που παραπέμπει στην αναγκαιότητα να προφυλάξει την Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ, όπως επίσης και το Αζερμπαϊτζάν, σημαντικό προμηθευτή υδρογονανθράκων.

Σε αυτόν τον πόλεμο εξόντωσης, οι αρμενικές ελίτ δεν έχουν ακόμη επιχειρήσει μια πραγματική κριτική αξιολόγηση των αιτιών της ατυχίας τους: απουσία κρατικής παιδείας, μαζική διαφθορά, έλλειψη συνεργασίας με τη διασπορά για την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη και τα πολιτικά παιχνίδια. Όπως επίσης αδυναμία επιλογής στο δίλημμα ασφάλεια έναντι εξουσίας. Περικυκλωμένη από θανάσιμους εχθρούς και ανειλικρινείς φίλους, η Αρμενία αγνοούσε ηθελημένα εδώ και τριάντα χρόνια την πραγματικότητα. Στον παρόντα χρόνο, αν όντως σκοπεύει να παραμείνει στον χάρτη, θα πρέπει να έρθει αντιμέτωπη με αυτήν την πραγματικότητα.

---

1. Ο όρος realpolitik (Real Politik) παραπέμπει σε εφαρμογή πολιτικών θέσεων που καθορίζονται από ψυχρή λογική χωρίς ιδεολογικούς ή ηθικούς φραγμούς.
2. ΣΣΔ: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία
3. Ακρωνύμιο στα ρωσικά για την: «Έκτακτη Επιτροπή για την Καταπολέμηση της Αντεπανάστασης και των Δολιοφθορών».
4. αποκουλακοποίηση= εξόντωση των Κουλάκων. Οι Κουλάκοι ήταν πλούσιοι γαιοκτήμονες. Αποδεκατίστηκαν από τον Στάλιν για να ενισχυθεί η κολεκτιβοποίηση κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1930.
5. NKVD: Το Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων, γνωστό με το ακρωνύμιο Εν-Κα-Βε-Ντε (NKVD) ήταν κρατική υπηρεσία της ΕΣΣΔ που συνδύαζε τις αρμοδιότητες ενός υπουργείου εσωτερικών και δημόσιας τάξης, περιλαμβάνοντας την δημόσια αστυνομία, την συνοριοφυλακή, και την μυστική αστυνομία.
6. KGB: Η Επιτροπή για την Κρατική Ασφάλεια,  γνωστή με την συντομογραφία KGB (Κα Γκε Μπε), της Σοβιετικής Ένωσης. Υπήρξε κατεξοχήν υπηρεσία ασφαλείας, μυστική αστυνομία και οργανισμός πληροφοριών, από το 1954 έως το 1991.
7. ASALA: Armenian Secret Army for the Liberation of Armenia : Ο Μυστικός Αρμενικός Στρατός για την απελευθέρωση της Αρμενίας. Αρμενική μαχητική οργάνωση που λειτουργούσε από το 1975 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
8. CJGA: Commandos des Justiciers du Génocide Arménien: Οι Κομάντο Δικαιοσύνης της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Αρμενική μαχητική οργάνωση που σχηματίστηκε το 1972 από την Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία και διαλύθηκε το 1986.
9. ΟΑΣΕ: Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη που αριθμεί σήμερα 57 κράτη μέλη, ιδρύθηκε το 1975 στο Ελσίνκι.

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 4 επισκέπτες συνδεδεμένους