Σαρκίς Αγαμπατιάν Οκτώβριος- Δεκέμβριος 2016, τεύχος 91
Ενώ στις περισσότερες χώρες του Καυκάσου οι διάφορες εθνικές μειονότητες συμβιώνουν με μικρά ή μεγάλα προβλήματα, στην Αρμενία, μια χώρα «εθνικά» ομοιογενής, τέτοια ζητήματα δεν υφίστανται. Με ποσοστό κοντά στο 2%, οι «μη-Αρμένιοι» απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους πολίτες της Δημοκρατίας. Η πιο σημαντική αριθμητικά μειονότητα είναι αυτή των Κούρδων Γεζιντί. Στην αρμενική επικράτεια ζουν επίσης Ασσυρο-Χαλδαίοι, Μολοκανοί και Εβραίοι, χωρίς κανείς να αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα λόγω καταγωγής, πλην ίσως της οικονομικής κρίσης που μαστίζει ολόκληρη τη χώρα.
Οι «Άμις» του Καυκάσου
Οι Μολοκανοί, απόγονοι μιας ρωσικής θρησκευτικής αίρεσης που καταδιώχθηκαν από το τσαρικό καθεστώς και ιδιαίτερα από την Αικατερίνη Β΄, αποτελούν μια μικρή κοινότητα που κατοικεί σε χωριά της κεντρικής Αρμενίας, όπως το Φιολέτοβο, κοντά στο Βανατζόρ. Στην εποχή των τσάρων, όποιος ανήκε σε θρησκευτικές αιρέσεις και δεν ακολουθούσε την ορθόδοξη πίστη ήταν υπό διωγμόν. Η τσαρίνα Μεγάλη Αικατερίνη ήταν αυτή που αποφάσισε να εκτοπίσει τους Μολοκανούς στην Υπερκαυκασία, όπου ζουν από τον 18ο αιώνα, κυρίως στην Αρμενία. Αιτία του θυμού της αυτοκράτειρας ήταν, λίγο ως πολύ, οι χριστιανικές διδαχές της αίρεσης για επιστροφή σε βασικές αξίες της Βίβλου, οι οποίες παρέπεμπαν στις προτεσταντικές κινήσεις που είχαν συνταράξει τη δυτική Ευρώπη. Το όνομά τους οφείλεται στη λέξη «μολοκό» (κανονικά προφέρεται «μαλακό» επειδή τα δύο πρώτα «ο» δεν τονίζονται) που σημαίνει «γάλα» στα ρωσικά. Οι Μολοκανοί, στην πλειονότητά τους χωρικοί, έπιναν γάλα τις μέρες της νηστείας που ακολουθούσαν οι πιστοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η θρησκεία τους απαγορεύει την απεικόνιση αγίων και γενικά τη χρήση εικόνων, αγαλμάτων ή σταυρών στα σπίτια και τα χωριά τους. Μάταια, θα αναζητήσει κανείς κάποια εκκλησία ή κάποια σύμβολα του χριστιανισμού: οι Μολοκανοί πιστεύουν ότι είναι η συγκέντρωση των πιστών αυτή καθεαυτή που είναι ιερή, και όχι ο χώρος. Στους τάφους στο νεκροταφείο του Φιολέτοβο, δεν υπάρχουν σταυροί, αλλά μικρά παράξενα μεταλλικά κουτιά, με μια φράση στα ρωσικά, που θυμίζει τις χρονολογίες γέννησης και θανάτου του προσώπου που αναπαύεται, καθώς και τα χαρίσματά του. Φιλήσυχοι και θρήσκοι, οι Μολοκανοί είναι αρκετά οργανωμένοι και αυτάρκεις στην Αρμενία. Μιλούν μεταξύ τους ρωσικά, ενώ ελάχιστοι γνωρίζουν τ’ αρμενικά καθώς στα σχολεία τους τα μαθήματα γίνονται στα ρωσικά. Ο δρόμος από το Ντιλιτζάν στο Βανατζόρ ξενίζει τον ανυποψίαστο ταξιδιώτη: νομίζει ότι βρίσκεται κάπου στην παλιά Ρωσία, όπου οι γυναίκες φορούν το παραδοσιακό τους φουλάρι στα μαλλιά, οι άνδρες φέρουν μακριά γενειάδα ως ένδειξη πίστης και φορούν τραγιάσκα στο κεφάλι. Τα χρώματα που κυριαρχούν είναι το μπλε χρώμα των ματιών και τα ξανθιά σχεδόν λευκά μαλλιά των Μολοκανών. Ο κεντρικός δρόμος του χωριού περιβάλλεται από μικρά σπίτια που θυμίζουν τις ασβεστωμένες καλύβες των ρωσικών πεδιάδων με τα χρωματιστά παραθυρόφυλλα. Οι Μολοκανοί στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι χωρικοί και καλλιεργούν κυρίως λάχανα και πατάτες. Οι νέοι μετά την ολοκλήρωση της βασικής εκπαίδευσης συνεισφέρουν στον οικογενειακό προϋπολογισμό ασχολούμενοι αποκλειστικά με τη γεωργία. Ελάχιστοι συνεχίζουν τις σπουδές τους στην ανώτερη εκπαίδευση, και αυτές με προβλήματα λόγω ελλειπούς γνώσης της αρμενικής γλώσσας. Γενικά, οι Μολοκανοί θεωρούνται εργατικοί και σχεδόν όλοι τους διαθέτουν τρακτέρ. Ευγενικοί, φιλικοί και φιλόξενοι, παντρεύονται μεταξύ τους. Οι μικτοί γάμοι σπανίζουν. Όπως στις αρμενικές οικογένειες, έτσι και στους Μολοκανούς, πολλές γενιές ζουν κάτω από την ίδια στέγη. Το χωριό αποπνέει μια αίσθηση γαλήνης και ηρεμίας, με τα μικρά ζεστά και καθαρά σπίτια, όλα με το παλιό και πολύτιμο σαμοβάρι τους σε περίοπτη θέση. Σήμερα, ο αριθμός των Μολοκανών στην Αρμενία υπολογίζεται στις 11.911 ψυχές.
Μια αξιόλογη μειονότητα
Οι Κούρδοι Γεζιντί, είναι μια εθνότητα κυρίως αγροτική, ενσωματωμένη αλλά όχι αφομοιωμένη, που αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια και αλληλεγγύη τις ίδιες δυσκολίες της καθημερινής ζωής με τους υπόλοιπους πολίτες της Αρμενίας. Η θρησκεία των Γεζιντί περιβάλλεται από ένα μυστήριο και ανάγεται, σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, στις αρχαίες λατρείες. Πρόκειται για μια θρησκεία που περιλαμβάνει στοιχεία του ιουδασμού, του χριστιανισμού, του μουσουλμανισμού και του ζωροαστρισμού. Οι Γεζιντί λατρεύουν τη φωτιά και τον ήλιο. Κάθε πρωί, πρώτο και κύριο μέλημά τους είναι η προσευχή προς τη μεριά του ήλιου που θεωρείται πηγή ζωής. Σύμφωνα με μια διαδεδομένη άποψη, ο Γεζιντισμός ήταν η θρησκεία των Κούρδων πριν εξισλαμιστούν. Οι Κούρδοι και οι Γεζιντί αποτελούν το ίδιο έθνος. Οι πρώτοι εξισλαμίστηκαν τον 7ο αιώνα μ.Χ., ενώ οι άλλοι διατήρησαν τη θρησκεία τους. Οι Γεζιντί πιστεύουν ότι ο διάβολος αφού μεταμελήθηκε για τις αμαρτίες του ενώπιον του Θεού, πήρε συγχώρεση και έγινε αρχηγός των αγγέλων. Σύμφωνα με αξιόπιστες εκτιμήσεις, σήμερα στην Αρμενία, οι Κούρδοι υπολογίζονται στις 37.470 ψυχές (οι 2.162 είναι μουσουλμάνοι). Στις απογραφές του 1979 και του 1989, αριθμούσαν 51.000 και 57.000 άτομα αντίστοιχα, από τα οποία τα 55.000 ήταν οπαδοί της πίστης των Γεζιντ. Η μείωση οφείλεται κατ’ αρχάς στην αποχώρηση των Κούρδων μουσουλμάνων κατά την περίοδο της πολιτικής αναταραχής και της ανακίνησης του ζητήματος του Ναγκόρνο Καραμπάχ μεταξύ 1988 - 1989, και κατά δεύτερο λόγο στη μετανάστευση χιλιάδων Κούρδων Γεζιντί που επέλεξαν για κοινωνικο-οικονομικούς λόγους ως χώρα προορισμού τη Ρωσία και σε μικρότερο βαθμό τη Γερμανία, τη δεκαετία του 1990. Οι Κούρδοι της Αρμενίας ζουν κυρίως στις πλαγιές και στα περίχωρα του όρους Αραγκάτζ και σε μικρότερο ποσοστό στην κοιλάδα του Αραράτ. Κατοικούν σε είκοσι πέντε χωριά αμιγώς κουρδικά στις διοικητικές περιφέρειες Αραγκάτζ, Αμπαράν, Ταλίν, Ασταράκ, Οκτεμπεριάν και Ετσμιατζίν. Ένας μικρός αριθμός ζει στο Γερεβάν. Κύρια ασχολία τους είναι η κτηνοτροφία (εκτροφή προβάτων) και η γεωργία, ενώ δεν είναι αμελητέος ο αριθμός των διανοουμένων και αυτών που έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση. Ανεξάρτητα από τη θρησκεία τους, οι Κούρδοι της Αρμενίας μιλούν τη διάλεκτο κουρμαντζί της κουρδικής γλώσσας. Οι πρόγονοι των Κούρδων που ζουν στην Αρμενία λέγεται ότι διέσχισαν τον ποταμό Αράξη τον 17ο αιώνα. Σύμφωνα με τους κατοίκους του Σαμιράμ, του μεγαλύτερου κουρδικού χωριού της Αρμενίας (1.700 κάτοικοι) που βρίσκεται στην περιοχή Ασταράκ, ένα μεγάλο μέρος των συμπατριωτών τους είναι απόγονοι των χωρικών Γεζιντί της περιοχής Σουρμαλού, στους πρόποδες του όρους Αραράτ, που ήρθαν στην απέναντι όχθη του Αράξη το 1917 για να αποφύγουν τους διωγμούς και τις σφαγές από τους Τούρκους. Σύμφωνα με τους χωρικούς «Γεζιντί» του όρους Αραγκάτζ, οι πρόγονοί τους ήρθαν το 1828, προερχόμενοι από τις περιοχές Καρς και Ερζερούμ για τους ίδιους λόγους. Εγκαταστάθηκαν σ’ αυτήν την αφιλόξενη και άνυδρη περιοχή για να αποφύγουν τις επιθέσεις των Τούρκων. Οι Κούρδοι της Αρμενίας δεν έχουν κανένα παράπονο και δεν υπόκεινται σε διακρίσεις. Την περίοδο της σοβιετικής διακυβέρνησης τα κουρδικά πολιτιστικά κέντρα βρίσκονταν στην Αρμενία, ενώ η κουρδική γλώσσα διδάσκονταν στα σχολεία των κουρδικών χωριών. Όμως, λόγω έλλειψης καταρτισμένων δασκάλων και επαρκών κονδυλίων, ο αριθμός των ωρών διδασκαλίας έχει μειωθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια. Η εθνική ραδιοφωνία της Αρμενίας μεταδίδει καθημερινά πρόγραμμα μισής ώρας στα κουρδικά κι ένα επιπλέον μισάωρο στα μεσαία και βραχέα κύματα για τους Κούρδους των γειτονικών χωρών. Η Κουρδική Ένωση Συγγραφέων της Αρμενίας συνεχίζει να λειτουργεί εδώ και μερικές δεκαετίες. Η κοινότητα εκδίδει το εβδομαδιαίο περιοδικό Ρία Τάζα και το μικρό μηνιαίο στ’ αρμενικά Αρεβί Γεργκίρ (Χώρα του Ήλιου). Επίσης, το δίγλωσσο τριμηνιαίο περιοδικό, Παρεγκαμουτιούν (Φιλία), χάρις στις συντονισμένες προσπάθειες Κούρδων και Αρμενίων διανοουμένων.
Από τους πρώτους χριστιανικούς λαούς στον κόσμο
Ποιος θυμάται ακόμη την αραμαϊκή γλώσσα που μιλούν οι Ασσυρο-Χαλδαίοι, αυτήν που μιλούσε κι ο Χριστός; Σήμερα, στην Αρμενία αποτελούν μια μικρή κοινότητα με 2.769 μέλη (σύμφωνα με την τελευταία απογραφή) που κατοικούν στην πεδιάδα του Αραράτ, στα χωριά Ντβιν, Ντιμιτρόφ και Αρζενί. Οι Αρμένιοι γνωρίζουν πολύ καλά και συμμερίζονται το μεγάλο τους πρόβλημα. Ένα έθνος χωρίς πατρίδα, που ζει μακριά από τις πατρογονικές του εστίες και κινδυνεύει να αφομοιωθεί πολιτιστικά στις ξένες χώρες, όπου έχει καταφύγει. Όπως οι Αρμένιοι, έτσι κι οι αυτοί έχουν τη δική τους διασπορά, περίπου τρία εκατομμύρια ψυχές που ζουν σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Ένας αρχαίος λαός με ιστορία 4.000 χρόνων, με καταγωγή από τη Μεσοποταμία (η Ασσυρία έλαβε την ονομασία της από την αρχική πόλη-κράτος Ασσούρ που έφερε το όνομα του ομώνυμου θεού), υπέστη τα πάνδεινα από διωγμούς, σφαγές, μέχρι γενοκτονία. Το μικρό κράτος των Ασσυρίων που υπήρχε από τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια στα εδάφη της σημερινής Συρίας, υιοθέτησε ως θρησκεία τον χριστιανισμό. Στη Γενοκτονία του 1915, οι Ασσυρο-Χαλδαίοι που κατοικούσαν στα εδάφη της ιστορικής Αρμενίας εκτοπίστηκαν και σφαγιάστηκαν από τις οθωμανικές αρχές. Περισσότεροι από 400.000 Ασσύριοι βρήκαν τον θάνατο, ενώ οι διασωθέντες κατέφυγαν στην Περσία, το Ιράκ και τις γύρω γειτονικές χώρες. Στο Ερεβάν ο σύλλογος Ατούρ, που σημαίνει «πατρίδα» στα αραμαϊκά, ασχολείται με τα οργανωτικά της κοινότητας και τις διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Από την περίοδο της προσάρτησης της ανατολικής Αρμενίας στην τσαρική Ρωσία το 1828 χρονολογείται η παρουσία τους στην Αρμενία. Στο χωριό Αρζενί μια μικρή εκκλησία μαρτυρεί την πίστη τους στη λατρεία του Χριστού, αλλά και την έλλειψη μέσων. Δεν υπάρχει μόνιμος ιερέας για τους 1500 Ασσυρο-Χαλδαίους, οπότε όλοι εκκλησιάζονται στην αρμενική εκκλησία του χωριού. Αν ποτέ η Ασσυρία αναγνωριζόταν ως ανεξάρτητο κράτος, τα σύνορά του θα ακολουθούσαν τη χάραξη της αρχαίας Μεσοποταμίας, ανάμεσα στους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη. Προς το παρόν, ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, σύλλογοι και περιοδικές εκδόσεις επιτρέπουν στους Ασσύριους όλου του κόσμου να γνωρίσουν καλύτερα και να διατηρήσουν την πίστη και τις παραδόσεις τους. Οι θρησκευτικές γιορτές στηρίζονται στη Βίβλο και το νέο έτος γιορτάζεται την 1η Απριλίου του δικού μας ημερολογίου. Μια ταραχώδης ιστορία, ένα έθνος χωρίς κράτος, διασκορπισμένο σ’ ολόκληρο τον κόσμο που προσπαθεί να διατηρήσει τη γλώσσα, τη θρησκεία και τις παραδόσεις του. Άραγε, μας θυμίζουν κάποιο άλλο έθνος;
Μια μικρή κοινότητα
Η Αρμενία δεν είχε ποτέ αντισημιτική παράδοση απέναντι στους Εβραίους. Τα πογκρόμ που είχαν γίνει σε κάποιες σοβιετικές δημοκρατίες την περίοδο του σταλινισμού, μπορεί να πύκνωσαν προσωρινά τις τάξεις της εβραϊκής κοινότητας στην Αρμενία, αλλά ο αριθμός των μελών της μειώθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσης. Αριθμεί μόλις 500 άτομα που ζουν κυρίως στην πρωτεύουσα Ερεβάν. Η κοινότητα επιχορηγείται από διάφορες εβραϊκές οργανώσεις του εξωτερικού και διαθέτει μια συναγωγή κι ένα πολιτιστικό κέντρο από το 1994 στην οδό «Τιγκράν Μετζ», όπου τελούνται οι διάφορες θρησκευτικές γιορτές και παραδίδονται μαθήματα εβραϊκής γλώσσας για ενήλικες και παιδιά. Κυρίως, είναι χώρος συνάθροισης, όπου τα μέλη της μικρής κοινότητας συζητούν τα προβλήματα της καθημερινότητας και τις ελπίδες κάποιων να μεταναστεύσουν στο Ισραήλ.
|