Αρμενοκαθολική Εκκλησία της Ελλάδος Εκτύπωση

Οβαννές Γαζαριάν

Τεύχος: Ιανουάριος-Μάρτιος 2012

 

 

Αν υπάρχει κάποιος, στον οποίο η παροικία της Ελλάδας χρωστάει την επιβίωσή της - ειδικά στα πρώτα δύσκολα χρόνια, όπως αυτά της Κατοχής - αυτή σίγουρα είναι και η Αρμενική Καθολική εκκλησία της Ελλάδας. Η ιστορία της ξεκινάει με την έλευση των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής στην Ελλάδα, το 1922.

Ανάμεσα στους περίπου 80.000 Αρμενίους πρόσφυγες βρίσκονταν και μερικές χιλιάδες Αρμενοκαθολικοί, οι οποίοι ήταν χαμένοι ανάμεσα στους Ορθόδοξους αδερφούς τους, καθώς δεν υπήρχε καμία κίνηση για την οργάνωσή τους.

 

 

Ευ­τυ­χής συ­γκυ­ρί­α ή­ταν ο ερ­χο­μός στην Ελ­λά­δα του κυ­νη­γη­μέ­νου α­πό τους Τούρ­κους, Κα­που­τσί­νου μο­ναχού Γκιου­ρέγ Ζο­χρα­μπιάν, μιας εμ­βλη­μα­τι­κής φυ­σιο­γνω­μί­ας. Ο Ζο­χρα­μπιάν γεν­νή­θη­κε το 1881 στο Γκα­ρίν και σε η­λι­κί­α δώ­δε­κα χρο­νών μπή­κε στο μο­να­στή­ρι των Κα­που­τσί­νων μο­να­χών της Τρα­πε­ζού­ντας. Πα­ρα­κο­λού­θη­σε μα­θή­μα­τα θε­ολο­γί­ας και φι­λο­σο­φί­ας, ε­νώ το 1910 τον έ­στει­λαν στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Ε­κεί, πα­ρέ­δι­δε μα­θή­μα­τα γαλ­λι­κών, ι­τα­λι­κών και φι­λο­σο­φί­ας σε διά­φο­ρα κα­θο­λι­κά σχο­λεί­α.

Το 1919 ε­πέ­στρε­ψε στην Τρα­πε­ζού­ντα ό­που ιε­ρούρ­γη­σε μέ­χρι το 1923, χρονιά κα­τά την ο­ποί­α συ­νε­λή­φθη α­πό τις τουρ­κι­κές αρ­χές, ως φί­λα προ­σκεί­με­νος στους πο­ντί­ους ε­πα­να­στά­τες. Ο­δη­γή­θη­κε σι­δε­ρο­δέ­σμιος στην Κων­στα­ντινού­πο­λη και κα­τα­δι­κά­στη­κε σε θά­να­το. Γλί­τω­σε ω­στό­σο τον α­παγ­χο­νι­σμό, έ­πειτα α­πό με­σο­λά­βη­ση ε­νός συ­ντο­πί­τη του, Τούρ­κου μπέ­η, ο ο­ποί­ος κα­τεί­χε με­γάλο α­ξί­ω­μα στην τουρ­κι­κή κυ­βέρ­νη­ση. Ύ­στε­ρα α­πό με­ρι­κές μέ­ρες, φυ­γα­δεύ­τη­κε στην Ελ­λά­δα.

Λί­γο και­ρό με­τά, τον Ο­κτώ­βριο του 1923 με γράμ­μα ο Καρ­δι­νά­λιος Ναζ­λιάν τον κάλε­σε να κά­νει μια πε­ριο­δεί­α α­νά τη χώ­ρα, ό­που υ­πήρ­χαν Αρ­μέ­νιοι πρό­σφυ­γες, με σκο­πό να δια­πι­στώ­σει τις κά­θε εί­δους δυ­σκο­λί­ες και προ­βλή­μα­τα που α­ντι­με­τω­πί­ζουν, να συ­ντά­ξει μια έκ­θε­ση, ώ­στε να δουν με ποιον τρό­πο θα μπο­ρέσουν να βο­η­θή­σουν. Ο Αρ­χιε­πί­σκο­πος Γκιου­ρέγ ε­κτέ­λε­σε την ο­δη­γί­α που έ­λα­βε και γυρ­νώ­ντας ό­λη την Ελ­λά­δα δια­πί­στω­σε ι­δί­οις όμ­μα­σι την τρα­γι­κή κα­τάστα­ση που ε­πι­κρα­τού­σε. Βλέ­πο­ντας ό­τι η ό­ποια βο­ή­θεια α­πό το ε­ξω­τε­ρι­κό θα κα­θυ­στε­ρή­σει και συ­νει­δη­το­ποιώ­ντας πως οι α­νά­γκες ή­ταν με­γά­λες, τό­σο σε υλι­κό ε­πί­πε­δο (τρό­φι­μα, στέ­γα­ση, κα­θη­με­ρι­νή δια­βί­ω­ση) ό­σο και σε η­θι­κό- θρησκευ­τι­κό (πρό­βλη­μα δια­τή­ρη­σης της θρη­σκευ­τι­κής και ε­θνι­κής ταυ­τό­τη­τας των προ­σφύ­γων), α­νε­πί­ση­μα α­νέ­λα­βε ο ί­διος πρω­το­βου­λί­ες για την ορ­γά­νω­ση κα­θο­λι­κής κοι­νό­τη­τας σε κά­θε πό­λη, κα­θώς και για την πα­ρο­χή βο­ή­θειας στους Αρ­μέ­νιους πρό­σφυ­γες.


Κέρ­κυ­ρα

Το Μά­ιο του 1923, ο Γκιου­ρέγ ε­πι­σκέ­-πτε­ται την Κέρ­κυ­ρα ό­που συ­να­ντά δύ­ο μο­να­χούς α­πό το τάγ­μα των Μι­χι­τα­ριστών της Βιέν­νης. Ιε­ρείς με με­γά­λη πνευμα­τι­κή κα­τάρ­τι­ση και διά­θε­ση για προ­σφο­ρά, με την πα­ρό­τρυν­ση του ξε­κι­νούν τη δη­μιουρ­γί­α του σχο­λεί­ου «Α­ρα­ρα­τιάν». Ε­κεί­νη την ε­πο­χή, η πα­ρου­σί­α του ποι­η­τή και δια­νο­ού­με­νου Κε­βόρ­κ Γκα­ρ­βα­ρέ­ντς στο νη­σί βο­η­θά­ει τα μέ­γιστα και έ­τσι το κα­λο­καί­ρι του 1923 ξε­κι­νούν τα μα­θή­μα­τα.

Το σχο­λεί­ο στε­γά­ζε­ται σε κτί­ριο που έ­χει πα­ρα­χω­ρη­θεί α­πό τον Κα­θο­λι­κό ε­πί­σκο­πο της Κέρ­κυ­ρας. Το σχο­λεί­ο θα κλεί­σει το Δε­κέμ­βριο του 1924, κα­θώς οι ε­κεί πρό­σφυ­γες θα με­ταφερ­θούν στη Ση­τεί­α της Κρή­της. Η σχο­λή θα με­τα­φερ­θεί στην Κοκ­κι­νιά, ό­που με τους ί­διους δα­σκά­λους και την ί­δια ο­νο­μα­σί­α θα συ­νε­χί­σει το έρ­γο της.

Θεσ­σα­λο­νί­κη

Στην πρω­τεύ­ου­σα της Μα­κε­δο­νί­ας α-­πό το 1922 έ­χουν ε­γκα­τα­στα­θεί 7000 Αρ­μένιοι, με­τα­ξύ των ο­ποί­ων και 300 κα­θο­λι­κοί. Ο Αρ­χιε­πί­σκο­πος Γκιου­ρέγ με τη βοή­θεια του έ­ξαρ­χου Μ. Μου­ρα­ντιάν, αν­θρώ­που με με­γά­λη αί­σθη­ση του κα­θή­κο­ντος, αρ­χί­ζει α­μέ­σως τις ερ­γα­σί­ες για την ορ­γά­νω­ση της κοι­νό­τη­τας. Ζη­τά­ει τη βο­ή­θεια των Λα­ζα­ρι­στών μο­να­χών, οι ο­ποί­οι του ε­ξα­σφα­λί­ζουν έ­να οί­κη­μα μέ­σα στο ο­ποί­ο θα στε­γα­σθεί η εκ­κλη­σί­α, τα γρα­φεί­α και η οι­κεί­α του ιε­ρέ­α. Δυ­στυ­χώς, η προ­χω­ρη­μέ­νη η­λι­κί­α και η κλο­νι­σμέ­νη υ­γεί­α του έ­ξαρ­χου Μου­ραντιάν δεν του ε­πι­τρέ­πει να ε­πε­κτεί­νει τις δρα­στη­ριό­τη­τες και την προ­σφορά πέ­ρα α­πό τα θρη­σκευ­τι­κά του κα­θή­κο­ντα. Παρ’ ό­λες τις προ­σπά­θειες που έ­γι­ναν να στα­λεί κι άλ­λος ιε­ρέ­ας προς βο­ήθειά του, οι ερ­γα­σί­ες που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν δεν ή­ταν α­ντά­ξιες του με­γέ­θους και της ση­μα­σί­ας που εί­χε η πα­ροι­κί­α της Θεσ­σα­λο­νί­κης.

 

Δε­δέ­α­γατ­ς (Α­λε­ξαν­δρού­πο­λη)

Στο Δε­δέ­α­γατ­ς υ­πήρ­χε πα­λιά αρ­με­νι­κή πα­ροι­κί­α που α­ριθ­μού­σε πε­ρί τα 250 ά­το­μα. Το 1923 ο α­ριθ­μός αυ­ξή­θη­κε και έ­φτα­σε τους 1.500, α­νά­με­σά στους ο­ποί­ους και 150 κα­θο­λι­κοί. Ιε­ρέ­ας στην πό­λη α­νέ­λα­βε ο έ­ξαρ­χος Χοβ­σέπ Χαν­τσιάν, οι ά­οκνες προ­σπά­θειες του ο­ποί­ου για βελ­τί­ω­ση του ε­πι­πέ­δου ζω­ής των προ­σφύ­γων α­πέ­δω­σαν καρ­πούς. Με­γά­λη του ε­πι­τυ­χί­α ή­ταν το ό­τι κα­τά­φε­ρε ό­λα τα παι­διά των Αρ­με­νο­κα­θο­λι­κών να φοι­τή­σουν, τα μεν α­γό­ρια στο Ι­τα­λι­κό σχο­λεί­ο της πό­λης, οι δε κο­πέ­λες στη μο­νή των Φρα­γκι­σκα­νών κα­λο­γριών. Πρό­κει­ται για πο­λύ ση­μα­ντι­κή πρω­το­βου­λί­α, αν α­να­λο­γι­στεί κα­νείς ό­τι η πλειο­ψη­φί­α των προ­σφυ­γο­παί­δων δεν πή­γαι­ναν κα­θό­λου σχο­λεί­ο.

Η πο­λύ κα­λή δου­λειά του Χα­ντσιάν δια­κό­πη­κε α­πό­το­μα στα τέ­λη του 1924, ό­ταν ήρθε δια­τα­γή α­πό την ελ­λη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση, σύμ­φω­να με την ο­ποί­α ό­λοι οι Αρ­μένιοι πρό­σφυ­γες έ­πρε­πε να α­πο­μα­κρυν­θούν α­πό το Δε­δέ­α­γατ­ς, λό­γω της γειτ­νί­ασης με την Τουρ­κί­α. Μό­λις με­ρι­κές δε­κά­δες κα­τά­φε­ραν να ε­ξαι­ρε­θούν του μέτρου, ό­μως η πα­ροι­κί­α εί­χε ή­δη δια­λυ­θεί.

 

Κα­βά­λα

Την πε­ρί­ο­δο της Μι­κρα­σια­τι­κής κα-­τα­στρο­φής η Κα­βά­λα -με­τά τη Θεσ­σαλο­νί­κη- θε­ω­ρεί­το το με­γα­λύ­τε­ρο α­στι­κό κέ­ντρο της Β. Ελ­λά­δας, λό­γω των κα­πνο­βιο­μη­χα­νιών και των ερ­γα­τών που α­πα­σχο­λού­σαν αυ­τές. Ε­κεί έ­φτα­σαν μα­ζί με τους 2000 Αρ­με­νί­ους και 200 κα­θο­λι­κοί. Τα πρώ­τα χρό­νια ως ποι­με­νάρ­χης τους επι­σκέ­πτο­νταν σπο­ρα­δι­κά ο έ­ξαρ­χος Μου­ρα­ντιάν α­πό τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, ό­μως ό­πως προ­α­να­φέ­ρα­με, ού­τε η η­λι­κί­α ού­τε η υ­γεί­α του ε­πέ­τρε­παν να δρά­σει ό­πως θα ή­θε­λε και θα έ­πρε­πε.

Έ­τσι το 1925, ο Αρ­χιε­πί­σκο­πος Γκιου­ρέγ έ­στει­λε ε­κεί τον Χα­ντσιάν, ο ο­ποί­ος από το 1924 εί­χε μεί­νει χω­ρίς ε­νο­ρί­α, έ­πει­τα α­πό τη διά­λυ­ση του Δε­δέ­α­γατ­ς. Πρώ­το μέ­λη­μά του ι­δί­ου ή­ταν η δη­μιουρ­γί­α να­ού, στό­χος που έ­να χρό­νο αρ­γό­τε­ρα επε­τεύ­χθη. Το 1926, με τη βο­ή­θεια των Λα­ζα­ρι­στών μο­να­χών, οι ο­ποί­οι πα­ρα­χώ­ρη­σαν στον Χα­ντσιάν μια αί­θου­σα, δη­μιουρ­γή­θη­κε ο να­ός, ο ο­ποί­ος -ση­μειω­τέ­ον- έ­γινε το κέ­ντρο της Αρ­με­νο­κα­θο­λι­κής κοι­νό­τη­τας της Κα­βά­λας. Πα­ράλ­λη­λα, ι­δρύθη­κε σύλ­λο­γος κυ­ριών του να­ού τα μέ­λη του ο­ποί­ου φρό­ντι­ζαν κά­θε α­νά­γκη του, ό­πως ε­πί­σης και φι­λό­πτω­χο τα­μεί­ο προ­κει­μέ­νου να συ­ντρέ­ξει ό­ποιον χρεια­ζό­ταν βο­ή­θεια. Ο Χα­ντσιάν στέλ­νει τα παι­διά να φοι­τή­σουν στη σχο­λή των Λα­ζα­ρι­στών, στην ο­ποί­α δι­δά­σκει και ο ί­διος γαλ­λι­κά και αρ­με­νι­κά. Η δραστη­ριό­τη­τα της κοι­νό­τη­τας θα συ­νε­χι­στεί μέ­χρι το 1942 ο­πό­τε και θα δια­κο­πεί εν μέ­σω της βουλ­γα­ρι­κής κα­το­χής, χω­ρίς πο­τέ να κα­τα­φέ­ρει να ορ­θο­πο­δή­σει ξα­νά.

 

Βό­λος

Μια μι­κρή πα­ροι­κί­α Αρ­με­νί­ων η ο­ποί­α α­ριθ­μεί 400 ά­το­μα, δη­μιουρ­γεί­ται το 1922 στο Βό­λο. Ο Αρ­χιε­πί­σκο­πος Γκιου­ρέγ ε­πι­σκέ­πτε­ται για λί­γο την πό­λη, πραγ­μα­το­ποιώ­ντας βα­φτί­σεις και γά­μους. Ό­ταν α­πο­χω­ρεί υ­πό­σχε­ται στους 50 πε­ρί­που κα­θο­λι­κούς ό­τι θα τους α­πο­στα­λεί ιε­ρέ­ας. Ε­πει­δή βλέ­πει ό­τι δεν θα κα­τα­φέ­ρει να τη­ρή­σει την υ­πό­σχε­σή του, ζη­τά­ει α­πό τον έ­ξαρ­χο Μου­ρα­ντιάν να ε­πι­σκέ­πτε­ται ό­πο­τε μπο­ρεί την ε­κεί κοι­νό­τη­τα.

Ο η­λι­κιω­μέ­νος ιε­ρέ­ας κα­τα­βά­λει κά­θε δυ­να­τή προ­σπά­θεια, χω­ρίς να κα­τα­φέ­ρει να δη­μιουρ­γή­σει κάτι α­ξιό­λο­γο στις, έ­τσι κι αλ­λιώς, πο­λύ α­ραιές του ε­πι­σκέ­ψεις. Με το θά­να­τό του το 1937, το ποί­μνιο του πα­ρα­δί­δε­ται στον ε­κεί Λα­τί­νο κα­θο­λι­κό ε­πί­σκο­πο και το 1938 σβή­νει.

 

Το ορ­φα­νο­τρο­φεί­ο της Ρό­δου

Ό­ταν το 1923 ο Μου­σο­λί­νι προ­σφέ­ρει 10.000.000 λι­ρέ­τες στους Ιπ­πό­τες της Μάλ­τας, προ­κει­μέ­νου να δο­θούν στους Έλ­λη­νες και στους Αρ­με­νί­ους πρό­σφυ­γες, ώστε να α­να­χαι­τι­στεί η προ­πα­γάν­δα των Ευαγ­γε­λι­στών, ό­πως πί­στευε, ο Αρ­χιεπί­σκο­πος Γκιου­ρέγ με τις κα­τάλ­λη­λες κι­νή­σεις και τις πο­λύ κα­λές σχέ­σεις που εί­χε με τους Ιπ­πό­τες, κα­τα­φέρ­νει να α­πο­σπά­σει την υ­πό­σχε­σή τους ό­τι μέ­ρος των χρη­μά­των θα δια­τε­θούν για τη δη­μιουρ­γί­α ορ­φα­νο­τρο­φεί­ου στη Ρόδο, ό­που θα φι­λο­ξε­νού­νται Αρ­με­νό­παι­δα α­πό την Τουρ­κί­α,

Με την ο­λο­κλή­ρω­ση του ορ­φα­νο­τρο­φεί­ου, φτιά­χνει δί­πλα σ’ αυ­τό και μια υπο­τυ­πώ­δη α­γρο­τι­κή σχο­λή, ώ­στε τα ορ­φα­νά να μά­θουν τις α­γρο­τι­κές ερ­γα­σί­ες και να α­πο­κτή­σουν ε­παγ­γελ­μα­τι­κή κα­τάρ­τι­ση. Το εν λό­γω οί­κη­μα ά­νοι­ξε τις πύ­λες του το 1924 και δια­τη­ρή­θη­κε μέ­χρι το 1934, φι­λο­ξε­νώ­ντας ε­κα­το­ντά­δες παιδιά.

 

Εργα­στή­ριο μα­ντη­λιών στη Σά­μο

Την ί­δια χρο­νιά στη Σά­μο, ό­που βρί­σκο­νταν 200 πρό­σφυ­γες με την πα­ρό­τρυν­ση πά­λι της Αρ­με­νο­κα­θο­λι­κής εκ­κλη­σί­ας και τη βο­ή­θεια των Ιπ­πο­τών της Μάλ­τας, κα­θώς και της με­γά­λης ευερ­γέ­τι­δας Λε­ϊ­λά Κα­ρα­γκιο­ζιάν, α­νοί­γει ερ­γα­στήριο-κλω­στή­ριο για την κα­τα­σκευ­ή μα­ντη­λιών. Στην εν λό­γω ε­πι­χεί­ρη­ση α­πα­σχολεί­ται με­γά­λο μέ­ρος των γυ­ναι­κών της κοι­νό­τη­τας και μά­λι­στα ε­πει­δή η δουλειά έ­χει αλ­μα­τώ­δη αύ­ξη­ση (ξε­κι­νούν και ε­ξα­γω­γές), προ­σλαμ­βά­νο­νται το σύνο­λο των Αρ­με­νισ­σών του νη­σιού, ό­πως ε­πί­σης και Ελ­λη­νί­δες ερ­γά­τριες.

Το εργα­στή­ριο αυ­τό έ­κλει­σε το 1946, κα­θώς την πε­ρί­ο­δο του πο­λέ­μου υ­πο­λει­τουρ­γούσε και ό­ταν έ­φυ­γαν ό­λοι οι Αρ­μέ­νιοι α­πό το νη­σί, κα­νείς δεν α­νέ­λα­βε την τύχη του.

Α­ξιο­ση­μεί­ω­το εί­ναι πως η δου­λειά της Αρ­με­νο­κα­θο­λι­κής εκ­κλη­σί­ας εί­χε εκτι­μη­θεί τό­σο, ώ­στε οι πρό­σφυ­γες -ορ­θό­δο­ξοι σχε­δόν ό­λοι- ζή­τη­σαν με ε­πιστο­λή τους στον Αρ­χιε­πί­σκο­πο Γκιου­ρέγ να τους α­πο­στα­λεί ιε­ρέ­ας. Αυ­τός συναι­νώ­ντας στην πα­ρά­κλη­σή τους, έ­στει­λε στη Σά­μο τον έ­ξαρ­χο Χα­ντσιάν, ο ο­ποί­ος μό­λις εί­χε φτά­σει στην Ελ­λά­δα α­πό τη Ρώ­μη. Ε­κεί έ­μει­νε μό­λις λί­γους μήνες, κα­θώς οι α­νά­γκες του πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρου α­ριθ­μού πι­στών στο Δε­δέ­α­γατ­ς α­νά­γκα­σαν την κε­ντρι­κή διοί­κη­ση της Α­θή­νας να τον στεί­λει ε­κεί.

 

Ατ­τι­κή

Με τον έ­να ή άλ­λον τρό­πο, εί­χαν ορ­γα­νω­θεί οι κοι­νό­τη­τες της Β. Ελ­λάδας και των νη­σιών. Αυ­τό που έ­με­νε ή­ταν η ορ­γά­νω­ση της Α­θή­νας και του Πει­ραιά που ή­ταν και οι πο­λυ­πλη­θέ­στε­ρες της χώ­ρας. Ό­ταν ο Αρ­χιεπ. Γκιου­ρέγ ε­πέ­στρε­ψε α­πό τις πε­ριο­δεί­ες του, προ­βλή­μα­τα υ­γεί­ας τον α­νά­γκα­σαν να με­τα­βεί στη Ρώ­μη, ό­που έ­μει­νε για αρ­κε­τούς μή­νες. Μό­λις γύ­ρι­σε ω­στό­σο α­φο­σιώ­θη­κε στο με­γά­λο στό­χο του που ή­ταν να φτιά­ξει δύ­ο ε­νο­ρί­ες, μια στο Δουρ­γού­τι για την Α­θή­να και μια στην Κοκ­κι­νιά για τον Πει­ραιά.

Σ’ αυ­τή του την προ­σπά­θεια α­ρω­γοί, ό­πως πά­ντα, ή­ταν οι Ιπ­πό­τες της Μάλ­τας, που ό­πως προ­α­να­φέ­ρα­με η σχέ­ση του μα­ζί τους ή­ταν ε­ξαι­ρε­τι­κή, και φυ­σι­κά το Τάγ­μα των Κα­που­τσί­νων μο­να­χών, στέ­λε­χος του ο­ποί­ου άλ­λω­στε ή­ταν και ο ί­διος.

Η αί­τη­σή του στις δυο αυ­τές ορ­γα­νώ­σεις ζη­τώ­ντας οι­κο­νο­μι­κή ε­νί­σχυ­ση για την α­γο­ρά οι­κο­πέ­δων στις δυο πε­ριο­χές, ώ­στε να χτι­στούν τα σχο­λεί­α, οι εκ­κλη­σί­ες, οι αί­θου­σες που χρειά­ζο­νταν για τα γρα­φεί­α και τα βο­η­θη­τι­κά τμήμα­τα των κοι­νο­τή­των εί­χε θε­τι­κή α­ντα­πό­κρι­ση, ε­νώ κα­τά­φε­ρε να μα­ζέ­ψει και έ­να ση­μα­ντι­κό πο­σό που έ­φτα­νε για την έ­ναρ­ξη των ερ­γα­σιών.

Για τη συ­νέ­χι­ση και ο­λο­κλή­ρω­σή τους ό­μως, χρειά­ζο­νταν κι άλ­λα χρή­μα­τα τα ο­ποί­α βρέ­θη­καν α­πό διά­φο­ρες πη­γές και ευερ­γέ­τες. Έ­τσι το Σε­πτέμ­βριο του 1925 στην Κοκ­κι­νιά, ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε η κα­τα­σκευ­ή του σχο­λεί­ου «Α­ρα­ρα­τιάν», του κτι­ρί­ου γρα­φεί­ων, των αι­θου­σών συ­νά­θροι­σης, ό­πως και η θε­με­λί­ω­ση του παρεκ­κλη­σί­ου της Α­γί­ας Τε­ρέ­ζας. Στο Δουρ­γού­τι πα­ρό­τι πα­ρου­σιά­στη­καν με­γαλύ­τε­ρες δυ­σκο­λί­ες στην α­γο­ρά οι­κο­πέ­δων και την α­νέ­γερ­ση των κτι­ρί­ων, ευτυ­χώς ξε­πε­ρά­στη­καν και τον Ιού­νιο του 1927 θε­με­λιώ­θη­κε η εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Φω­τι­στή, ε­νώ το Σε­πτέμ­βριο του 1928 ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε η κα­τα­σκευή του κτι­ρί­ου των οι­κη­μά­των, των γρα­φεί­ων κα­θώς και η α­νέ­γερ­ση του σχο­λείου.

 

Εκ­παί­δευ­ση

Το «Α­ρα­ρα­τιάν» στην Κοκ­κι­νιά α­νέ­λα­βαν οι Μι­χι­τα­ρι­στές μο­να­χοί, οι ο­ποίοι στε­λέ­χω­σαν και το δι­δα­κτι­κό προ­σω­πι­κό. Στο ξε­κί­νη­μά της η σχο­λή εί­χε 183 μα­θη­τές, ε­νώ στην ακ­μή της έ­φτα­σε τους 250. Το 1936 α­νέ­στει­λε τη λει­τουρ­γί­α του, κα­θώς οι μο­να­χοί α­να­γκά­στη­καν να α­πο­χω­ρή­σουν λό­γω άλ­λων υ­πο­χρε­ώ­σε­ων που τους α­να­τέ­θη­καν α­πό τα κε­ντρι­κά της Βιέν­νης και δεν έ­γι­νε δυ­να­τή η α­ντικα­τά­στα­σή τους. Στο Δουρ­γού­τι, το σχο­λεί­ο α­νέ­λα­βαν ιε­ρείς που στάλ­θη­καν γι’ αυ­τόν τον σκο­πό α­πό τη Ρώ­μη, ό­πως και δά­σκα­λοι Αρ­μέ­νιοι και Έλ­λη­νες. Την πρώ­τη χρο­νιά εί­χε 150 μα­θη­τές, ε­νώ λί­γο πριν την κα­το­χή έ­φτα­σε να έ­χει 490. Ήταν έ­να σχο­λεί­ο που πα­ρεί­χε εκ­παί­δευ­ση υ­ψη­λού ε­πι­πέ­δου -θε­ω­ρεί­το ως έ­να α­πό τα κα­λύ­τε­ρα σχο­λεί­α της Α­θή­νας- και κα­τά­φερ­νε, ε­κτός α­πό τη μόρ­φω­ση, να εμ­φυ­σή­σει στους μα­θη­τές και το πα­τριω­τι­κό πνεύ­μα. Διευ­θυ­ντής του α­πό το ξε­κί­νη­μα μέ­χρι και το 1945 ή­ταν ο έ­ξαρ­χος Χο­βαν­νές Γκαμ­σα­ρα­γκάν που -ο­μο­λογου­μέ­νως- έ­κα­νε ά­ρι­στη δου­λειά.

Μπαί­νου­με στην πε­ρί­ο­δο 1938-1945, η ο­ποί­α χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ως η πιο δύ­σκο­λη για την Αρ­με­νο­κα­θο­λι­κή εκ­κλη­σί­α -ό­πως και για ό­λες τις αρ­με­νι­κές ορ­γα­νώ­σεις στην Ελ­λά­δα- αλ­λά συ­νά­μα και αυ­τή με τη με­γα­λύ­τε­ρη προ­σφο­ρά στην πα­ροι­κία. Με την α­πο­χώ­ρη­ση του Αρ­χιε­πι­σκό­που Γκιου­ρέγ στη Βη­ρυ­τό για να α­να­λά­βει την ε­κεί κοι­νό­τη­τα, κα­τό­πιν α­πο­φά­σε­ως του Βα­τι­κα­νού, τη θέ­ση του στην ηγε­σί­α της Αρ­με­νο­κα­θο­λι­κής εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δας α­να­λαμ­βά­νει ο έ­ξαρ­χος Χο­βαν­νές Γκαμ­σα­ρα­γκάν. Πρό­κει­ται για αμ­φι­λε­γό­με­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα, ως προς τη δρά­ση του την πε­ρί­ο­δο της κα­το­χής και τις σχέ­σεις του με τους Ι­τα­λούς και Γερ­μα­νούς κα­τα­κτη­τές, χω­ρίς βέ­βαια να πα­ρα­γνω­ρί­ζε­ται η με­γά­λη του προ­σφο­ρά, τό­σο στο σχο­λεί­ο ό­σο και στην πα­ροι­κί­α τα δύ­σκο­λα ε­κεί­να χρό­νια.

Οι ή­δη υ­πάρ­χου­σες δυ­σκο­λί­ες α­πό την α­πο­χώ­ρη­ση του Αρ­χιε­πι­σκό­που Γκιου-ρέγ ε­πι­δει­νώ­νο­νται με την α­πο­μά­κρυν­ση ιε­ρέ­ων λό­γω προ­βλη­μά­των α­πό την πλευ­ρά της ελ­λη­νι­κής κυ­βέρ­νη­σης. Ο και­νούρ­γιος Αρ­χιε­πί­σκο­πος μέ­νει με δυο μό­λις ιε­ρείς για ό­λη την ε­πι­κρά­τεια, τον έ­ξαρ­χο Χα­ντσιάν και το έ­ξαρ­χο Κοϊ­νιάν. Τα οι­κο­νο­μι­κά της εκ­κλη­σί­ας εί­ναι σε ά­θλια κα­τά­στα­ση. Το σχο­λεί­ο για να δια­τη­ρη­θεί χρειά­ζο­νται πολ­λά χρή­μα­τα, η ε­ξεύ­ρε­ση των ο­ποί­ων ό­λο και δυ­σκο­λεύ­ει. Α­πευ­θύ­νε­ται σε πλού­σιους Αρ­με­νί­ους. Κά­ποιοι τον βο­η­θούν και κά­ποιοι ό­χι. Η λαί­λα­πα του πο­λέ­μου εί­ναι πλέ­ον εμ­φα­νής και ό­λοι εί­ναι επι­φυ­λα­κτι­κοί. Με την κή­ρυ­ξη του πο­λέ­μου το 1940 τα πράγ­μα­τα δυ­σκο­λεύ­ουν πο­λύ για τους κα­θο­λι­κούς, κα­θώς οι κα­λές σχέ­σεις τους με τη Ρώ­μη τους βά­ζουν στο στό­χα­στρο της κυ­βέρ­νη­σης.

 

Προ­τε­ραιό­τη­τα, η ε­πι­βί­ω­ση

Η πεί­να θε­ρί­ζει τον κό­σμο και οι α­παι­τή­σεις για βο­ή­θεια εί­ναι με­γά­λες. Ο Αρχιε­πί­σκο­πος Γκαμ­σα­ρα­γκάν θε­ω­ρεί πως το πρώ­το μέ­λη­μά του πρέ­πει να εί­ναι η α­να­κού­φι­ση του κό­σμου και α­φή­νει στην ά­κρη ό­λες τις άλ­λες ερ­γα­σί­ες. Απευ­θύ­νε­ται στην ι­τα­λι­κή διοί­κη­ση και κα­τα­φέρ­νει να δο­θούν στους Αρ­με­νί­ους ει­δι­κές ά­δειες, οι ο­ποί­ες να τους ε­πι­τρέ­πουν να πη­γαί­νουν στην ε­παρ­χία, ό­που η κα­τά­στα­ση ή­ταν κα­λύ­τε­ρη και δου­λεύ­ο­ντας ε­κεί θα μπο­ρού­σαν να εξα­σφα­λί­ζουν τα προς το ζην.

Ε­πί­σης, κά­θε βδο­μά­δα στέλ­νει τον έ­ξαρ­χο Κο­ϊ­νιάν στα χω­ριά για να μα­ζεύ­ει τρό­φι­μα, τα ο­ποί­α μοι­ρά­ζο­νταν στους πει­να­σμέ­νους συ­μπα­τριώ­τες μας. Στις αί­θου­σες του κτι­ρί­ου διοί­κη­σης και στο σχο­λεί­ο μοι­ρά­ζε­ται συσ­σί­τιο μια φο­ρά την η­μέ­ρα για τους ε­νή­λι­κες και δυο φο­ρές για τα παι­διά. Οι κα­λές σχέσεις του με τις κα­το­χι­κές αρ­χές ε­ξα­σφα­λί­ζουν την πα­ρο­χή φαρ­μά­κων -κά­τι δυ­σεύ­ρε­το για την ε­πο­χή- στους αρ­ρώ­στους, ό­πως και έν­δυ­ση για με­γά­λο α­ριθ­μό παι­διών. Οι ί­διες ε­νέρ­γειες γί­νο­νται και στη Θεσ­σα­λο­νί­κη αρ­χι­κά α­πό τον Χα­ντσιάν, ο ο­ποί­ος δρα ως ποι­με­νάρ­χης στην ε­κεί κοι­νό­τη­τα. Ό­ταν ο ί­διος, στα τέ­λη του 1942 κα­τέ­βη­κε στην Α­θή­να, έ­πει­τα α­πό α­πό­φα­ση του Γκαμ­σα­ρα­γκάν αντι­κα­τα­στά­θη­κε α­πό τον έ­ξαρ­χο Κο­ϊ­νιάν.

Η με­γά­λη προ­σφο­ρά της εκ­κλη­σί­ας στα δύ­σκο­λα χρό­νια της κα­το­χής α­ντι­με­τωπί­ζε­ται ευ­με­νώς και με ευ­γνω­μο­σύ­νη α­πό την πα­ροι­κί­α. Με την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της χώ­ρας έ­να α­να­πά­ντε­χο γε­γο­νός συ­γκλο­νί­ζει ό­μως την κοι­νό­τη­τα. Το Νο­έμβριο του 1944 συλ­λαμ­βά­νε­ται και φυ­λα­κί­ζε­ται α­πό τους Άγ­γλους ο Αρ­χιε­πί­σκοπος Γκαμ­σα­ρα­γκάν, γε­γο­νός που δυ­σκο­λεύ­ει α­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο την ή­δη πο­λύ δύ­σκο­λη κα­τά­στα­ση που ε­πι­κρα­τού­σε. Α­ντ’ αυ­τού, α­να­λαμ­βά­νει ο Χα­ντσιάν, ο ο­ποί­ος λό­γω έλ­λει­ψης ιε­ρέ­ων ε­κτός α­πό τη διοί­κη­ση έ­χει α­να­λά­βει και την ε­νο­ρί­α του Δουρ­γου­τί­ου.

Το 1946 ο κίν­δυ­νος να κλεί­σει το σχο­λεί­ο εί­ναι πιο ο­ρα­τός α­πό πο­τέ, κα­θώς δεν υ­πάρ­χουν πό­ροι για να κα­λυ­φθούν τα έ­ξο­δα του.

Δε­δο­μέ­νων των συν­θη­κών, γίνο­νται ε­νέρ­γειες για συ­νέ­νω­ση με το Ε­θνι­κό Αρ­με­νι­κό σχο­λεί­ο, αλ­λά με­τά από μια δο­κι­μα­στι­κή πε­ρί­ο­δο ε­νός έ­τους η ι­δέ­α ε­γκα­τα­λεί­πε­ται και το 1947 τη διεύ­θυν­ση α­να­λαμ­βά­νει και πά­λι η εκ­κλη­σί­α.

Σ’ αυ­τή την κρί­σι­μη στιγ­μή τη λύ­ση δί­νει ο Αρ­με­νι­κός Κυα­νούς Σταυ­ρός, στον ο­ποί­ο α­πευ­θύ­νε­ται η διοί­κη­ση ως ύ­στα­τη λύ­ση για βο­ή­θεια. Η με­γά­λη αυ­τή φι­λαν­θρω­πι­κή ορ­γά­νω­ση της πα­ροι­κί­ας δέ­χε­ται να α­να­λά­βει έ­να με­γά­λο μέρος των ε­ξό­δων και δί­νει α­νά­σα ζω­ής στο σχο­λεί­ο, ώ­στε α­πρό­σκο­πτα αυ­τό να συνε­χί­σει τη λει­τουρ­γί­α του μέ­χρι το 1961, ο­πό­τε με το ά­νοιγ­μα του σχο­λεί­ου «Λε-βόν & Σο­φί­α Α­γκο­πιάν» αυ­τό κλεί­νει και ό­λοι οι μα­θη­τές με­τα­φέ­ρο­νται στο και­νούρ­γιο.

Το 1947-48 αρ­χί­ζει το κύ­μα ε­πι­στρο­φής των Αρ­με­νί­ων στη Σο­βιε­τι­κή Αρ­με­νί­α. Πε­ρίπου 20.000 Ελ­λη­νο­αρ­μέ­νιοι, α­νά­με­σά τους και 800 κα­θο­λι­κοί, α­να­χω­ρούν μειώ­νο­ντας τον α­ριθ­μό της κοι­νό­τη­τας σε μό­λις 500 ά­το­μα. Ο έ­ξαρ­χος Χα­ντσιάν κα­λεί τον Κο­ϊ­νιάν να ε­πι­στρέ­ψει στην Α­θή­να, κα­θώς και στη Θεσ­σα­λο­νί­κη δεν έ­χει μείνει σχε­δόν κα­νέ­νας κα­θο­λι­κός, ώ­στε να α­να­λά­βει τη διευ­ρυ­μέ­νη πλέ­ον ε­νο­ρία του Δουρ­γου­τί­ου, η ο­ποί­α πε­ρι­λαμ­βά­νει ό­λη την Ατ­τι­κή, ύ­στε­ρα α­πό την α­πόφα­ση που πάρ­θη­κε για την έ­νω­σή της με την ε­νο­ρί­α της Κοκ­κι­νιάς.

Τον Ια­νουά­ριο του 1947, ο καρ­δι­νά­λιος Α­γα­τζα­νιάν, προ­κα­θή­με­νος του αρ­με­νι­κού κα­θο­λι­κού Πα­τριαρ­χεί­ου, ο­ρί­ζει και ε­πί­ση­μα πλέ­ον ε­πι­κε­φα­λής της ελ­λη­νι­κής Αρ­με­νο­κα­θο­λι­κής εκ­κλη­σί­ας τον Αρ­χιε­πί­σκο­πο Χα­ντσιάν. Τα πρώ­τα με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νια, η κα­τά­στα­ση στην Ελ­λά­δα εί­ναι πο­λύ δύ­σκο­λη αλ­λά η κοι­νό­τη­τα συ­νε­χί­ζει τη λει­τουρ­γί­α της ξε­περ­νώ­ντας ό­λες τις α­ντι­ξο­ό­τη­τες. Οι δυο ιε­ρω­μέ­νοι που έ­χουν α­πο­μεί­νει, κά­νουν με­γάλη προ­σπά­θεια να δο­θεί μια νέ­α πνο­ή δη­μιουρ­γί­ας. Έ­τσι, το Γε­νά­ρη του 1948 ι­δρύο­νται δυο σύλ­λο­γοι, η «Έ­νω­ση Αρ­με­νί­ων Κα­θο­λι­κών Κυ­ριών» και η «Αρ­με­νι­κή κα­θο­λι­κή νε­ο­λαί­α».

Οι δυο πα­ρα­πά­νω ε­νώ­σεις κα­τά­φε­ραν να δη­μιουρ­γή­σουν α­ξιο­πρό­σε­κτη δρά­ση γύ­ρω α­πό την εκ­κλη­σί­α, πραγ­μα­το­ποιώ­ντας μά­λιστα εκ­δρο­μές, πο­λι­τι­στι­κές εκ­δη­λώ­σεις, θε­α­τρι­κές πα­ρα­στά­σεις και προ­βο­λές ται­νιών. Η μεν πρώ­τη συ­νε­χί­ζει μέ­χρι σήμερα τη δρα­στη­ριό­τη­τά της με την ονο­μα­σί­α «Έ­νω­ση Φί­λων Κα­θο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας», ε­νώ η νε­ο­λαί­α δια­λύ­θη­κε στα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του ’60. H ί­δρυ­ση των εν λό­γω ε­νώ­σε­ων συνέ­πε­σε χρο­νι­κά και με την έκ­δο­ση του πε­ριο­δι­κού «Μπατ­κα­μα­πέρ».

Το 1959 α­πέ­να­ντι α­πό την εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου -σε οι­κό­πε­δο που εί­χε α­γο­ρα­στεί α­πό την επο­χή του Αρχιε­πι­σκό­που Γκιου­ρέγ- κα­τα­σκευά­στη­κε πολυ­κα­τοι­κί­α, δί­νο­ντας στέ­γη σε τριά­ντα οι­κο­γέ­νειες. Α­ξί­ζει να ση­μειω­θεί, πως το οί­κη­μα υπάρ­χει μέ­χρι σή­με­ρα και εί­ναι γνω­στό με την ονο­μα­σί­α «κα­θο­λι­κή πο­λυ­κα­τοι­κί­α». Τα ε­γκαί­νια πραγ­μα­το­ποί­η­σε, τι­μής έ­νε­κεν, ο ε­πί­ση­μα προ­σκε­κλη­μέ­νος Αρ­χιε­πί­σκο­πος Γκιου­ρέγ Ζο­χρα­μπιάν.

 

Ά­ξιος α­ντι­κα­τα­στά­της

Το 1973 ο Αρ­χιε­πί­σκο­πος Χα­ντσιάν απε­βί­ω­σε και τη θέ­ση του πή­ρε ο έ­ξαρ­χος Κο­ϊ­νιάν, συ­νε­χί­ζο­ντας με την ί­δια ερ­γα­τι­κό­τη­τα και ζή­λο τις προσπά­θειες προ­κει­μέ­νου να δια­τη­ρή­σει την ο­μα­λή λει­τουρ­γί­α της εκ­κλη­σί­ας, μέ­χρι και το θά­να­τό του, το 1996. Σή­με­ρα, ε­πι­κε­φα­λής της Αρ­με­νοκα­θο­λι­κής εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δας εί­ναι ο Αρχιε­πί­σκο­πος Νισσάν Κα­ρα­κε­χε­γιάν.

Η κα­θο­λι­κή κοι­νό­τητα στην Ελ­λά­δα α­ριθ­μεί πε­ρί τις 100 οι­κο­γέ­νειες, δια­θέ­τει εκ­κλη­σια­στι­κή χο­ρω­δί­α και, ό­πως προ­α­να­φέρα­με, την «Έ­νω­ση Φί­λων Κα­θο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας». Μια κοι­νό­τη­τα η ο­ποί­α μπό­ρε­σε να α­ντέ­ξει τις κα­κου­χί­ες της προ­σφυ­γιάς, τα δει­νά της κα­το­χής, την -πολ­λές φο­ρές- ε­χθρι­κή στά­ση της κυ­βέρ­νη­σης λό­γω της θρη­σκευ­τι­κής της ι­διαι­τε­ρό­τη­τας.

Για να α­ντι­με­τω­πί­σεις άλ­λω­στε τις δυ­σκο­λί­ες που θα συ­να­ντή­σεις στο δρό­μο σου χρειά­ζε­ται πί­στη στις α­ξί­ες που πρε­σβεύ­εις και η Αρ­με­νο­κα­θο­λι­κή εκ­κλη­σί­α της Ελ­λά­δας, στα σχε­δόν 90 χρό­νια της ι­στο­ρί­ας της α­πέ­δει­ξε ό­τι δια­θέ­τει πε­ρίσ­σια.

 


[Top]