Το Δουργούτι των Αρμενίων προσφύγων - Η πιο σημαντική εστία αρμενισμού μόλις 2 χλμ. από το κέντρο της Αθήνας Εκτύπωση

Dourgouti 1954

Νίκος Αμπανάβας*

Το Δουργούτι των Αρμενίων προσφύγων είναι άγνωστο στο ευρύ κοινό. Η ελληνική ιστορική βιβλιογραφία αγνοεί το Δουργούτι, όμως οι ελάχιστες ιστορικές πηγές που διασώθηκαν μαρτυρούν για τον πιο εκτεταμένο και τον πιο φτωχό αρμενικό προσφυγικό συνοικισμό σε ολόκληρη την Ελλάδα. Στην ουσία επρόκειτο για μια πολυδαίδαλη παραγκούπολη μόλις 2 χλμ. από το κέντρο της Αθήνας, την οποία οι κάτοικοι σταδιακά οικοδομούσαν, ερήμην ενός εχθρικού κράτους, χωρίς όμως οι ίδιοι ποτέ να ξεχνούν: ποιοι ήταν, από πού έρχονταν και κυρίως την πατρίδα που ονειρεύονταν…

Η εγκατάσταση στις παράγκες

Όλα ξεκίνησαν το 1921 όταν οι πρώτοι 500 Αρμένιοι πρόσφυγες από την Κιλικία και το Ικόνιο της Τουρκίας, κυνηγημένοι από τις σφαγές του 1915, έφτασαν στο Λαύριο. Από εκεί τους υποδείχθηκε να βαδίσουν προς την Αθήνα και όπου βρουν ελεύθερη περιοχή να εγκατασταθούν.

Πράγματι, στην πύλη περίπου της πόλης βρήκαν μία ελεύθερη περιοχή και έστησαν τα αντίσκηνά τους. Η περιοχή ονομάζονταν «Δουργούτη» από το όνομα του «Ντουργούτ πασά», κάποιου γαιοκτήμονα που είχε εκτάσεις εκεί. Το ελληνικό Δημόσιο μάλλον απαλλοτρίωσε ένα μέρος της έκτασης και την πρόσφερε στους πρόσφυγες. Βεβαίως η βαλτώδης γεωμορφολογία της περιοχής τότε και οι χρήσεις γης δεν έχουν καμία σχέση με ό,τι σήμερα εννοούμε «Δουργούτι». Σήμερα το Δουργούτι διοικητικά ανήκει στο 2ο Διαμέρισμα του Δήμου Αθηναίων και εντάσσεται στην ευρύτερη περιοχή που σήμερα αποκαλείται «Νέος Κόσμος» ή «περιοχή Φιξ» για τους παλαιότερους.

Γεωγραφικά προσδιορίζεται ως το νοτιοανατολικό άκρο του δήμου Αθηναίων, στο σημείο που τέμνει η λεωφόρος Καλλιρρόης τη λεωφόρο Συγγρού, πλησίον του πρώην ζυθοποιείου Φιξ (σημερινό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης). Εκεί λίγο παρακάτω, στην προέκταση της οδού Κορομηλά προς την Λ. Συγγρού, ένα τσιμεντένιο γεφυράκι οδηγεί στη μικρή και άγνωστη «Πλατεία Αρμενίων». Φαίνεται ότι το ελληνικό κράτος που τόσα έκανε για να σβήσει το αρμένικο προσφυγικό παρελθόν της περιοχής, άφησε στο τέλος κάτι για να βλέπουν (;) οι νεότεροι. Γιατί όμως λέμε ότι το σημερινό Δουργούτι δεν έχει σχέση με το Δουργούτι των Αρμενίων (κυρίως) προσφύγων;

Μία φωτογραφία του 1917 απεικονίζει μία περιοχή ερημική, πλησίον του Ιλισσού ποταμού που τότε η κοίτη του ήταν ακάλυπτη και με αναπτυγμένες τις όχθες του, και αποτελούσε φυσικό σύνορο της πόλης. Πέρα από αυτό σεργιανούσαν τσοπάνηδες, κάποιοι εργάτες γης, ενώ υπήρχαν και δύο χοιροστάσια.1 Τα κάρα απορριμμάτων του δήμου Αθηναίων έριχναν τα σκουπίδια τους σε μια χωματερή που υπήρχε εκεί από το 1909. Η σημερινή λεωφόρος Α. Φραντζή, τότε ονομαζόταν Αλωπεκής, που ενώνει την Καλλιρρόης και την Συγγρού με την λεωφόρο Βουλιαγμένης, ήταν ένας χωματόδρομος από τον οποίο κυλούσαν ορμητικά τον χειμώνα τα νερά των χειμάρρων από τα πρανή του Υμηττού και του λόφου του Κυνοσάργους μεταφέροντας κάθε είδους υλικό, για να καταλήξουν στον Ιλισσό (στο σημείο του Φιξ). Όλα τα παραπάνω διαμόρφωναν μία περιοχή όχι μόνο δύσοσμη, αλλά και δύσβατη.

Σε αυτές τις συνθήκες οι πρώτοι Αρμένιοι πρόσφυγες στήνουν τα αντίσκηνά τους για να αποτελέσουν τον πυρήνα για την υποδοχή του μεγάλου κύματος Αρμενίων, αλλά και Ελλήνων προσφύγων, που θα κατακλύσουν την περιοχή μετά το 1922. Στο Δουργούτι συγκεντρώνεται ο μεγαλύτερος και φτωχότερος αρμένικος προσφυγικός πληθυσμός της Ελλάδας. Ο Βαρουζάν Νισανιάν διηγείται ότι ο πατέρας του Στεπάν, που υπηρετούσε το 1923 στην πυροσβεστική ανακτόρων, «μαθαίνει ότι το 1923, τη χρονιά που η ανταλλαγή των πληθυσμών είναι σε εξέλιξη, ότι έρχονται αρμένιοι πρόσφυγες στο Φάληρο. Πηγαίνει στη Συγγρού, στο ύψος της Καλλιρρόης. Στα πλαϊνά του δρόμου, που ήταν χωματόδρομος τότε, είχε έρθει η χωροφυλακή και καθοδηγούσε τους πρόσφυγες, να προχωρούν πεζοί, προς τις περιοχές όπου θα τους εγκαθιστούσαν. Τους οδήγησαν σε ένα μέρος που λεγόταν ντομούζ-νταμέ, διότι επί τουρκοκρατίας υπήρχαν εκεί χοιροστάσια. Ο πατέρας μου πήγαινε κάθε μέρα στον καταυλισμό μήπως και συναντήσει κάποιον γνωστό του, αλλά έφευγε κάθε φορά άπρακτος. Ο κόσμος κοιμόταν στην ύπαιθρο. Τους προμήθευε καθημερινά με ξύλα και άλλα εφόδια από τα ανάκτορα. Στη συνοικία του Νέου Κόσμου γνώρισε τη μητέρα μου και σύντομα παντρεύτηκαν».2

Από τα αντίσκηνά τους οι πρόσφυγες έβλεπαν τους ιστορικούς λόφους του Φιλοπάππου, της Ακρόπολης και του Λυκαβηττού και δε μπορούσαν να καταλάβουν πώς η σκληρή μοίρα τούς έσπρωξε αυτούς τους φτωχούς αγρότες από τα βάθη της Ανατολίας να ξαναρχίσουν τη ζωή τους στα κράσπεδα μιας αχανούς και άγνωστης πόλης. Δεν υπήρχε βοήθεια από πουθενά, διότι τα προγράμματα αγροτικής και αστικής αποκατάστασης έτρεχαν μόνο για Έλληνες.

Γρήγορα αντικατέστησαν τα αντίσκηνα, με αυτοσχέδιες καλύβες που έφτιαχναν οι ίδιοι από διάφορα υλικά που ψάρευαν από τον ποταμό ή λαμαρίνες που κουβαλούσαν από το Μπραχάμι. Τους τοίχους τους έφτιαχναν με πλίθρες από λάσπη και άχυρο που ζύμωναν με τα χέρια. Οι στέγες των παραπηγμάτων ήταν κυρίως ξύλινες αυτοσχέδιες κατασκευές σκεπασμένες με λαμαρίνες και πισσόχαρτο για τη μόνωση. Δούλευαν όλοι ασταμάτητα και έρχονταν συγγενείς ή φίλοι για να αναζητήσουν ή να χτίσουν και αυτοί μία παράγκα, όταν δεν έβρισκαν χώρο στους διπλανούς συνοικισμούς. Στο Δουργούτι δεν πήγαινες, αλλά κατέληγες, όταν δεν υπήρχε ελπίδα για αλλού.

Σιγά σιγά με τα χρόνια ο πληθυσμός αυξήθηκε. Σταδιακά έφτασαν και οι Έλληνες πρόσφυγες από τα βάθη της Ανατολίας οι λεγόμενοι «ανταλλάξιμοι», ταλαίπωροι και ρακένδυτοι. Ομόθρησκοι, αλλά και ομότυχοι στη συμφορά, όπως η Κλειώ Ρουμσάνογλου από την Καισάρεια της Καππαδοκίας με τα δύο της παιδιά και η οικογένεια του Βαγγέλη Ντερμιτζόγλου μετά από μία βασανιστική πορεία προς το λιμάνι της Μερσίνας της Τουρκίας και από εκεί στον Πειραιά. Ποτέ όμως οι Έλληνες δεν ήταν τόσοι πολλοί, ώστε να αλλάξουν τον αρμένικο χαρακτήρα του συνοικισμού. Η αναλογία των κατοίκων παρέμενε σταθερή 80% Αρμένιοι και 20% Έλληνες, ενώ οι παράγκες πλήθυναν χωρίς σχέδιο και υποδομές με το αδύναμο ελληνικό κράτος να βλέπει ικανοποιημένο το αρμένικο στοιχείο να λύνει μόνο του το πρόβλημα χωρίς να χρειαστεί να επέμβει, άλλωστε τότε είχε άλλα στο κεφάλι του.3 Στο κάτω κάτω για τους ιθύνοντες οι Αρμένιοι ήταν «στοιχείο προς μετατόπιση» και βρίσκονταν στην Ελλάδα «προσωρινά», ωστόσο και οι ίδιοι είχαν αυτή την ιδέα για τον εαυτό τους.4

Η γειτονιά, στην οποία δύσκολα έμπαιναν ξένοι, με τις παράγκες και τις γλωσσικές και φυλετικές ιδαιτερότητές της, ανέπτυξε μια αυτονομία, μόλις 2 χλμ. από το Σύνταγμα. Ένα γκέτο αδόμητο που συνεχώς επεκτείνονταν, με πληθώρα μαγαζιών, χωρίς δρόμους, αποχετεύσεις ή λειτουργικούς χώρους, δύσκολα να το οριοθετήσουμε με ονόματα σημερινών οδών. Η απογραφή του 1928 αναφέρει την ύπαρξη 9.505 κατοίκων5 σε μια περιοχή που περικλείεται σήμερα «από τις οδούς Πύρρας – Κλεοβούλου /Κλεμανσώ – Λυσιμαχίας - Λ. Συγγρού» και Μάχης Αναλάτου σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παντελή Αραπίνη, Δουργουτιώτη 2ης γενιάς. Πάντως οι παλαιότεροι χάρτες της Αθήνας σηματοδοτούσαν την περιοχή ως «δαιδαλώδης οίκησις Αρμενίων».6

Η ζωή στις παράγκες

Οι άθλιες συνθήκες ζωής στις παράγκες αποτυπώνονται εύγλωττα στους τίτλους και τα ρεπορτάζ του τύπου της εποχής, αλλά και στις μαρτυρίες Δουργουτιωτών 2η γενιάς που διέσωσε η Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Δουργουτίου (Ο.Π.Ι.ΔΟΥ.)7. Ενδεικτικά η εφημερίδα «Εμπρός» γράφει: «Ο συνοικισμός Δουργούτι έχει μεταβληθεί σε γενικό κοπρώνα και γενική εστία μολύνσεως», ενώ ο Ριζοσπάστης δημοσιεύει δίστηλο άρθρο με τίτλο: «Ο συνοικισμός Δουργούτι κινδυνεύει από χολέρα».

Πώς θα μπορούσε όμως να είναι διαφορετικά, όταν οι παράγκες χτίζονταν αδιαλείπτως σε μια περιοχή απολύτως εγκαταλελειμμένη; Το ποτάμι μετέφερε κάθε είδους σκουπίδια που πέταγαν σε αυτό οι περίοικοι από τα βορειοανατολικά της πόλης, ενώ στην κοίτη του ποταμού υπήρχαν λάκκοι με λιμνάζοντα ύδατα στα οποία συγκεντρώνονταν σμήνη κουνούπια και τρωκτικά που μετέφεραν την ελονοσία και κάθε είδους ασθένειες. Το πόσιμο νερό το μετέφεραν με ντενεκέδες από τρείς βρύσες του συνοικισμού διανύοντας πολλά μέτρα φορτωμένοι μέχρι την παράγκα τους από χωμάτινα δρομάκια που γνώριζαν μόνο οι ίδιοι. Για το πλύσιμο εξοικονομούσαν νερό ως εξής: «Στην ταράτσα είχαμε ένα βαρέλι και μαζεύαμε εκεί το νερό της βροχής. Το βαρέλι γέμιζε με πλίθρες και σκόνη. Καθαρίζαμε το νερό και με αυτό πλέναμε τα ρούχα μας», διηγείται ο Ιωσήφ Γεβοντιάν.

Η ταράτσα ήταν μία ξύλινη συνήθως κατασκευή πάνω από την παράγκα που χρησιμοποιούνταν για συλλογή βρόχινου νερού και άλλες χρήσεις. Ο εσωτερικός χώρος της παράγκας στενός, στην ουσία ένα δωμάτιο με μία κουζίνα, ανάγκαζε τους ιδιοκτήτες με διάφορες τεχνικές να κάνουν κάποιες επεκτάσεις. Είτε σκάβοντας ένα υπόγειο, είτε δημιουργώντας ένα επιπλέον δωμάτιο. Έξω υπήρχε μία υποτυπώδης αυλή και μία τουαλέτα με λαμαρίνες από πάνω, αφρολέξ και πισσόχαρτο στα πλαϊνά τοιχώματα.

Στο εσωτερικό της παράγκας κατοικούσαν οικογένειες των 5-6 ατόμων που διέμεναν στο ένα και μοναδικό δωμάτιο. Ο Μελέτης Ζαχαράκης από το Νέο Κόσμο στο βιβλίο του «Η Γενιά της Παράγκας» γράφει για τους Δουργουτιώτες: «Η ένδεια και οι στερήσεις δεν έκαναν κανένα να θεωρεί περίεργο όλο αυτό που συνέβαινε. Όλοι είχανε τα ίδια και όλοι στο Δουργούτι ζούσαν το ίδιο. Γι’ αυτό ακόμη και σήμερα οι περισσότεροι που έζησαν εκείνα τα χρόνια θα πουν ότι ήταν δύσκολα, αλλά στη δεύτερη κουβέντα τους καταλήγουν, ‘‘ήταν ωραία χρόνια!’’».

Η ζωή στον συνοικισμό

Το 1924 δημιουργούνται στο Δουργούτι οι πρώτες οργανωμένες κατοικίες, τα λεγόμενα «Ιταλικά».8 Πρόκειται για μια ομάδα από 24 μονώροφα πετρόκτιστα σπίτια σε 6 σειρές όπου διέμεναν 100 περίπου προσφυγικές οικογένειες Αρμενίων και Μικρασιατών, καθολικών ως επί το πλείστον.

Την περίοδο 1935-1940 ανεγείρονται λαϊκές πολυκατοικίες στο αρχιτεκτονικό στυλ Bauhaus με τις γεωμετρικές φόρμες και το χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα τις οποίες βλέπουμε και σήμερα δίπλα στο ξενοδοχείο Intercontinental. Όμως, πέρα από τους λίγους τυχερούς που στεγάστηκαν σε αυτές οι περισσότεροι διέμεναν σε παράγκες.

Σε μία από αυτές τις παράγκες ιδρύθηκε η Ορθόδοξη Γρηγοριανή Αρμενική εκκλησία του Σουρπ Γκαραμπέτ από το 1922,9 ενώ από τον Ιούνιο του 1927 θεμελιώθηκε η Αρμενοκαθολική εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου του Φωτιστή10. Εμβληματική φυσιογνωμία στην ιστορία της εκκλησίας αποτελεί ο θεόσταλτος καπουτσίνος μοναχός Γκιουρέγ Ζοχραμπιάν ο οποίος περιόδευε από τον Οκτώβριο του 1923 σε όλη την βόρεια Ελλάδα και τα νησιά συνδράμοντας τους Αρμένιους πρόσφυγες. Μετά από μία μαρτυρική πορεία, ερχόμενος ενώπιος ενωπίω με το δράμα της αρμενικής προσφυγιάς, κατέληξε στην Αθήνα και τον Πειραιά για να οργανώσει τις εκεί αρμενοκαθολικές κοινότητες που ήταν και οι πιο πολυπληθείς. Καρπός του έργου του είναι και η ίδρυση δύο ενοριών η μία στο Δουργούτι (Άγιος Γρηγόριος ο Φωτιστής) και η άλλη στην Κοκκινιά. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Φωτιστής φαίνεται να έπαιξε κεντρικό ρόλο στη ζωή του συνοικισμού εφόσον είχε την οικονομική δυνατότητα να οικοδομήσει νωρίς, από τον Σεπτέμβριο του 1928, κτήριο οικημάτων, γραφείων, αλλά και ανέγερση σχολείου με 150 μαθητές την πρώτη χρονιά και λίγο πριν την Κατοχή να φτάσει τους 490. Στο ίδιο οίκημα φιλοξενήθηκε και το σχολείο του Κυανού Σταυρού, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘20, αλλά και άλλες αρμενικές οργανώσεις του συνοικισμού.

Πρώιμα ξεκίνησε και το σχολείο της Ευαγγελικής Εκκλησίας στο Δουργούτι, εάν κρίνουμε από μία σπάνια φωτογραφία του 1924, που απεικονίζει το σχολείο της Εκκλησίας ως παράγκα μπροστά στην οποία δεκάδες Αρμενόπουλα έπαιζαν ξέγνοιαστα υπό την επίβλεψη Αρμένιου δασκάλου. Το σχολείο αυτό είχε αρχικά 60 μαθητές και τη δεκαετία του ‘30 έφτασε τους 450. Οι αριθμοί αυτοί απεικονίζουν μία πολυπληθή κοινότητα στο Δουργούτι με δυναμισμό και έντονη διάθεση να διατηρήσει αναλλοίωτο το πατριωτικό φρόνημα, τη γλώσσα και τις παραδόσεις της.

Όμως το πατριωτικό φρόνημα και τις παραδόσεις τις συντηρούσαν για δεκαετίες και η έντονη δράση των πολιτικών κομμάτων, το πλήθος των εφημερίδων και περιοδικών, οι πολιτιστικοί σύλλογοι, φιλανθρωπικά σωματεία και οι προσκοπικές ή αθλητικές ομάδες που προέβαλαν με κάθε τρόπο την αρμενικότητα. Αυτό ισχύει για κάθε προσφυγική αρμενική κοινότητα, όμως στο Δουργούτι διέμεναν οι περισσότεροι Αρμένιοι πρόσφυγες και εάν κάποιο διεθνές αρμενικό φιλανθρωπικό ίδρυμα ήθελε να δραστηριοποιηθεί στην Ελλάδα και μάλιστα στην Αθήνα εξέταζε την περιοχή ως πρώτη επιλογή. Για παράδειγμα το «Ίδρυμα Χάουαρντ Καραγκιοζιάν» ήρθε στην Ελλάδα το 1937 και στεγάστηκε στην οδό Φωτομάρα και κατόπιν στην οδό Ιππώνακτος 44 στο Νέο Κόσμο.

Όμως δεν είναι μόνο η έκταση της παραγκούπολης, (φαβέλας θα λέγαμε σήμερα) στο κέντρο της Αθήνας, ούτε οι τρεις εκκλησίες με τα ισάριθμα σχολεία και το πλήθος των μαθητών που κάνει το Δουργούτι ξεχωριστό.

Σημαντικό είναι η «Αγορά» του Δουργουτίου, η δεύτερη πλουσιότερη μετά την Βαρβάκειο. Όλοι στην Αθήνα ήξεραν ότι, εάν ήθελες κάτι θα το βρεις εκεί. Εκτεινόταν κάθετα κατά μήκος του μοναδικού κεντρικού δρόμου του συνοικισμού από τη λεωφόρο Συγγρού (περίπου η σημερινή οδός Φανοσθένους) μέχρι την Αρμενοκαθολική Εκκλησία (Ρενέ Πυώ 2). Η Αγορά ήταν η καρδιά του συνοικισμού, με μεγάλο πλήθος καφενείων και αυτοσχέδιων μαγαζιών που πουλούσαν εδώδιμα προϊόντα, τρόφιμα, παστουρμάδες, σουτζούκια, σουβλάκια με πίτα, φρούτα, εργαλεία, χαλιά και γλυκά ανατολίτικα που αγνοούσαν οι Αθηναίοι.

Στα μαγαζιά-σπίτια ή καφενεία-σπίτια άκουγες μόνο τουρκικά ή αρμενικά και ψώνιζες προϊόντα της Ανατολής που έφερναν με διάφορους τρόπους οι Αρμένιοι έμποροι του συνοικισμού. Στο «μαγαζί-σπίτι» μετέτρεπαν την πρόσοψη της παράγκας που έβλεπε προς τον δρόμο σε μαγαζί και το υπόλοιπο σπίτι ήταν ένα δωμάτιο που γινόταν κουζίνα, χώρος υποδοχής ή ύπνου ανάλογα την ώρα.

Ο παλαιός Δουργουτιώτης Ιωσήφ (Σήφης) Κασσεσιάν θυμάται: «Το Δουργούτι είχε μία αυτονομία. Εκεί εργάζονταν, εκεί ζούσανε. Πολλές φορές μπροστά στο σπίτι ήτανε παράγκα και πίσω στη παράγκα μένανε. Ήτανε αυτοεξυπηρετούμενοι. Για κάποιες δεκαετίες σπάνια βγαίνανε έξω από εκεί για να εργαστούνε. Διασκεδάσεις, ταβέρνα, γραμμόφωνο με τουρκικά τραγούδια, ναργιλές, χαρτοπαιξία». Όλα τα παραπάνω έκαναν το Δουργούτι μία κοινωνία κλειστή (γκέτο), ωστόσο διαφορετική και γοητευτική.

Ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρι Μίλλερ επισκέφτηκε το Δουργούτι το 1939, αναζητώντας έναν διάσημο Αρμένιο μάντη για να του μιλήσει για το παρελθόν και το μέλλον, ενώ ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος, το 1953, επέλεξε το Δουργούτι ως σκηνικό (στην πραγματικότητα πρωταγωνιστή) της πρώτης του ταινίας «Μαγική πόλη».

Αρμένιοι και Έλληνες - ένα κοινό όραμα για έναν κόσμο καλύτερο

Οι αγαστές σχέσεις και οι κοινοί αγώνες Ελλήνων και Αρμενίων είναι κοινός τόπος και έχει ιστορικό υπόβαθρο. Αυτό το δείχνει περίτρανα ο κυρίως αρμενικός συνοικισμός του Δουργουτίου, όπου οι Αρμένιοι θεωρούσαν τους Έλληνες πρόσφυγες ομότυχους στη συμφορά. Μοιράζονταν ένα όραμα για επιστροφή στην όμορφη πατρίδα που έχασαν, μια κοινή μνήμη και μια ρατσιστική αντιμετώπιση από τους ντόπιους («τουρκόσποροι»). Έμαθαν από κοινού όλα να τα υπομένουν, αλλά και να ελπίζουν.

Η Σούλα Ευσταθιάδου-Τσιλιμάγκου για παράδειγμα, γράφει για τη γιαγιά της την Κλειώ Ρουμσάνογλου που κατοικούσε στον συνοικισμό: «Η Κλειώ αγάπησε αυτόν τον συνοικισμό γιατί έμεναν πιο πολύ Αρμεναίοι και είχε βρει δυο τρεις Αρμένισσες από τα μέρη της. Τη φώναζαν όλοι οι Αρμεναίοι “Μητέρα”»11. Οι σχέσεις αυτές, βέβαια, περιορίζονταν εντός του προσφυγικού συνοικισμού, εκτός υπήρχε καχυποψία. Το Δουργούτι με τη φτώχεια και το εξωτικό του χρώμα χαλούσε τη βιτρίνα της πόλης που ήταν η Λεωφόρος Συγγρού, από την οποία ανέβαιναν οι ξένοι επίσημοι από το Φάληρο για να πάνε στο κέντρο της πόλης.

Οι φτωχοί και ταπεινωμένοι Αρμένιοι και Έλληνες πρόσφυγες δεν έπαψαν στιγμή να ελπίζουν για έναν κόσμο καλύτερο και κάποια στιγμή θα ξεσηκωθούν στην Κατοχή (1941-1944) για να διεκδικήσουν το όνειρό τους. Ποια μορφή θα πάρει η εξέγερσή τους και ποια κατάληξη είχε θα γράψουμε σε επόμενο άρθρο.

*Ο Νίκος Αμπανάβας είναι φιλόλογος-εκπαιδευτικός, συγγραφέας του βιβλίου «Το Δουργούτι της Κατοχής και της Αντίστασης 1941-1944», Αθήνα, Εταιρεία Σύγχρονης Ιστορίας, 2022.

1. Οι πρόσφυγες αργότερα αποκαλούσαν την περιοχή «Ντομούζ-νταμέ» (σπίτι των χοίρων).
2. Γκάρο Αγαμπατιάν, «Ένα ποδήλατο... με ιστορία» από https://armenika.gr
3. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εισήλθαν στην Ελλάδα 1.221.849 πρόσφυγες δηλαδή το 22% των κατοίκων στο ελληνικό έδαφος.
4. Το 1923 ο Βενιζέλος τους πρόσφερε την ελληνική υπηκοότητα, όμως πολλοί ατυχώς την αρνήθηκαν, προκειμένου να διεκδικήσουν τις περιουσίες τους.
5. Αντωνίου Π., «Η ελληνο-αρμενική κοινότητα της Αθήνας. Εκδοχές και αντιλήψεις της αρμενικότητας μέσα από την καθημερινή συμβίωση με την Ελληνική κοινωνία», διδακτορική διατριβή, Μυτιλήνη, Απρίλιος 1995, σ. 92.
6. Η παραγκούπολη των Αρμενίων προσφύγων στο Δουργούτι ονομάζονταν «Αρμένικα», «Αρμενέικα», ή «χαϊνότς», ονομασία που τη βλέπουμε και σε άλλους προσφυγικούς καταυλισμούς στην Ελλάδα, όπως στην προσφυγική αρμενική κοινότητα Καλαμάτας. Στο σχετικό άρθρο του Μάικ Τσιλιγκιριάν για τους Αρμένιους πρόσφυγες της Καλαμάτας διαβάζουμε: «Οι 135 από τις 200 οικογένειες είχαν εγκατασταθεί σε μια μικρή παραγκούπολη στη δυτική παραλία της Κορδίας. Σε όλες τις αρμενικές πηγές η παραγκούπολη αναφέρεται ως «Παραπήγματα», ενώ στους χάρτες τη συναντάμε και ως «Αρμένικα». Σπανίως βρίσκουμε σχετική αναφορά στις ελληνικές πηγές». Αρμενικά τ. 109, Ιαν-Απρ. 2022, σ. 20.
7. Ενημερωτικό και φωτογραφικό υλικό για το Δουργούτι, καθώς και ταvideoτης Ο.Π.Ι.ΔΟΥ θα βρείτε στοsite https://sites.google.com/site/dourgoutihistory
8. Στα όρια των σημερινών οδών Λαγουμιτζή, Σαρκουδίνου και Χέλντραϊχ στο Νέο Κόσμο.
9. Στην αρχή της σημερινής οδού Σφιγγός (Ν. Κόσμος) κοντά στη δωδεκαώροφη πολυκατοικία.
10. Στην οδό Ρενέ Πυώ 2 (Ν. Κόσμος), θέση που βρίσκεται και σήμερα.
11. Σούλα Ευσταθιάδου-Τσιλιμάγκου, Η γιαγιά μου η Κλειώ και οι ρίζες μας, Οι τελευταίοι Έλληνες της Καππαδοκίας, Αθήνα, Γόρδιος, 2001, σ. 108.