Τα πέτρινα χρόνια των Αρμενίων στο Λαύριο Εκτύπωση

Χοβαννές  Γαζαριάν
Τεύχος: Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010

 

 


«Δουλέψαμε σκληρά άντρες, γυναίκες, παιδιά. Εδώ, στα μεταλλεία της Καμάριζας, πολλοί σκοτώθηκαν μέσα στις γαλαρίες νέοι, αγωνιστήκαμε για το δίκιο μας»


Η επιγραφή αυτή που βρίσκεται στη βάση του αγάλματος του μεταλλωρύχου, που κοσμεί την πλατεία του χωριού Καμάριζα, στο Λαύριο, σε πολύ λίγων το μυαλό θα φέρνει τη σκέψη ότι εκφράζει και μέρος των βιωμάτων εκατοντάδων Αρμενίων, οι οποίοι για μια δεκαετία περίπου αποτελούσαν ένα σεβαστό ποσοστό του πληθυσμού του χωριού και της ευρύτερης περιοχής του Λαυρίου.

 

 

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, κάμποσοι από τις 80.000 αρμενίους πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Ελλάδα έφθασαν στην Καμάριζα, τον οικισμό που είχε δημιουργηθεί από τους εργαζόμενους της Λαυρεωτικής.
Στην αρχή, το πρώτο μεγάλο πρόβλημα των Αρμενίων ήταν η στέγαση. Σημαντικό ρόλο στην επίλυσή του έπαιξε η συμπαράσταση της οποίας έτυχαν από το δήμο και τα σωματεία αρωγής που είχαν συσταθεί για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που θα δημιουργούνταν από τη συγκέντρωση μεγάλου πληθυσμού προσφύγων στην περιοχή. Πρώτο μέλημα των τοπικών φορέων ήταν να τακτοποιήσουν τους πρόσφυγες σε πρόχειρα καταλύματα που είχαν στηθεί για την περίσταση. Κατόπιν, ύστερα από πιέσεις που ασκήθηκαν στους ντόπιους, κάθε κάτοικος διέθεσε ένα δωμάτιο της οικίας του ώστε να μείνουν οι νεοφερμένοι.
Η οριστική λύση δόθηκε από τη Γαλλική εταιρία, η οποία εκμεταλλευόταν τα μεταλλεία της Λαυρεωτικής και στην οποία εργάστηκε η πλειοψηφία των Αρμενίων που έφθασαν εκεί. Η εν λόγω εταιρία διέθεσε μέρος των κτισμάτων της στους καινούργιους εργάτες και έτσι σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα αντιμετωπίστηκε το στεγαστικό πρόβλημα.
Στο Λαύριο, εν αντιθέσει με άλλες περιοχές της χώρας, Αρμένιοι εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά μόνο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Ο αριθμός τους ανερχόταν, σύμφωνα με την απογραφή της Αρμενικής Μητρόπολης, σε 1.225 άτομα. Αρκετοί από αυτούς τα πρώτα κιόλας χρόνια εγκατέλειψαν τον οικισμό πηγαίνοντας στην Αθήνα, το Νέο Κόσμο, τον Πειραιά και τη Νίκαια, όπου διέμενε μεγάλος αριθμός συμπατριωτών τους, με συνέπεια οι συνθήκες διαβίωσης, εργασίας και συμμετοχής στα κοινά να είναι σαφώς πιο ευνοϊκές. Ο αριθμός των υπολοίπων έφθινε διαρκώς και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’20 δεν είχαν μείνει παραπάνω από 500 άτομα.
Τον πρώτο καιρό απασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά ως εργάτες στα μεταλλεία, καθώς εκεί εξασφάλιζαν πέρα από τη δουλειά και στέγη, όμως με την πάροδο των χρόνων μερικοί στράφηκαν σε άλλα επαγγέλματα πιο οικεία προς αυτούς, όπως τεχνίτες και μικρέμποροι.
Μόλις η ζωή τους μπήκε σε μια σειρά, άρχισαν να δημιουργούν τις πρώτες οργανώσεις οι οποίες θα ασχολούνταν με τα παροικιακά θέματα. Έτσι, δημιουργήθηκαν μια επιτροπή παροικίας (ταγαΐν μαρμίν) και παράρτημα του Κυανού Σταυρού. Αυτές οι οργανώσεις ανέλαβαν να μοιράσουν κατά πώς είχε ανάγκη κάθε οικογένεια τη βοήθεια που ερχόταν από τις φιλανθρωπικές οργανώσεις του εξωτερικού.
Επίσης, κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα «πρόχειρο» σχολείο που στεγαζόταν σε μια μεγάλη αίθουσα, στην οποία περίπου 100 παιδιά μάθαιναν αρμενικά, στην αρχή με ένα δάσκαλο που ερχόταν από την Αθήνα μιαδυο φορές την εβδομάδα, ενώ αργότερα προστέθηκε και μια δασκάλα. Δυστυχώς, το εγχείρημα αυτό ήταν βραχύβιο και οι ανυπέρβλητες δυσκολίες ανάγκασαν τους υπευθύνους να το σταματήσουν μόλις τρία χρόνια μετά το ξεκίνημά του.
Στη μικρή αυτή κοινότητα γίνονταν γάμοι και βαφτίσεις. Οι τελετές συνήθως πραγματοποιούνταν στα σπίτια των ενδιαφερομένων με την παρουσία αρμένιου ιερέα, ο οποίος προσκαλούνταν από την Αθήνα. Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις, στις οποίες αν οι συνθήκες το επέτρεπαν, το ζευγάρι πήγαινε στην Αθήνα και ο γάμος πραγματοποιούνταν στην Αρμενική Εκκλησία. Εδώ πρέπει να σημειωθεί, ότι ορισμένες βαφτίσεις γίνονταν σε ελληνικές εκκλησίες και σε αυτές τις περιπτώσεις το βρέφος λάμβανε ελληνικό όνομα.
Οι τίτλοι τέλους στην ιστορία της μικρής αυτής κοινότητας έπεσαν στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Η μεγάλη οικονομική κρίση που ξέσπασε στις Η.Π.Α. επηρέασε σε σημαντικό βαθμό τις ευρωπαϊκές οικονομίες, έχοντας ως αποτέλεσμα το κλείσιμο ή στην καλύτερη περίπτωση τη συρρίκνωση μεγάλων βιομηχανικών μονάδων. Κάτι τέτοιο συνέβη και στην περίπτωση της Γαλλικής εταιρίας, η διεύθυνση της οποίας προκειμένου να αντεπεξέλθει στις νέες οικονομικές συνθήκες, αναγκάστηκε να απολύσει μεγάλο μέρος των εργαζομένων, ανάμεσα στους οποίους και την πλειονότητα σχεδόν των αρμενίων εργατών της, οι οποίοι μην έχοντας άλλη διέξοδο αναγκάστηκαν να φύγουν από την περιοχή και να αναζητήσουν εργασία σε άλλα μέρη της Αττικής.
Λίγα χρόνια αργότερα και οι τελευταίοι εναπομείναντες που είχαν δημιουργήσει δικές τους δουλειές, αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν το δρόμο των προηγουμένων, καθώς η συνεχώς αυξανόμενη ανεργία στην περιοχή είχε ως συνέπεια την οικονομική δυσπραγία και το μαρασμό του εμπορίου.
Έτσι, τελείωσε η ιστορία της μικρής αυτής κοινότητας. Πλέον η μόνη ένδειξη της παρουσίας της στην περιοχή είναι οι τάφοι με τις αρμενικές επιγραφές σε μια γωνιά του κοιμητηρίου της Καμάριζας.

 


[Top]