Η αρμενική παροικία κλείνει τα ενενήντα |
Oβαννές Γαζαριάν Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2012 τεύχος 74
Όταν φύσαγε ο Λεβάντες πάνω από το Αιγαίο και έφερνε τις μυρωδιές και τα αρώματα της Ανατολής στις «σκοτεινές και κρύες συνοικίες των φτωχών αγγέλων με τους λασπωμένους δρόμους» όπως χαρακτήριζε το Δουργούτι και την Κοκκινιά ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, οι πρόσφυγες σήκωναν το κεφάλι τους ταξίδευαν νοερά στις χαμένες πατρίδες και έλεγαν ο ένας στον άλλον, «σύντομα θα έρθει η μέρα που θα επιστρέψουμε». Δυστυχώς, αυτή η μέρα εδώ και 90 χρόνια δεν ήρθε ποτέ...
Η νεότερη ιστορία των αρμενικών παροικιών στον ελληνικό χώρο μπορεί να χωριστεί σε δυο χρονικές ενότητες. Η πρώτη απλώνεται την περίοδο της Τουρκοκρατίας, για την οποία υπάρχουν γενεαλογικές αναφορές μερικών παλαιών αρμενικών οικογενειών, σποραδικές ιστορικές μαρτυρίες και φυσικά ο πιο αδιαμφισβήτητος μάρτυρας: οι τρεις παλαιότερες αρμενικές εκκλησίες στην Ελλάδα. Πρόκειται για ναούς στο Ηράκλειο της Κρήτης που χρονολογείται στα 1669, στο Διδυμότειχο (χτισμένη το 1735) καθώς και στην Κομοτηνή (χτίστηκε το 1834). Παρόλα αυτά ο αποσπασματικός χαρακτήρας των πληροφοριών που αναφέρονται στην εποχή εκείνη δεν μας επιτρέπει να εμβαθύνουμε και να την εξετάσουμε ενδελεχώς. Η δεύτερη περίοδος, η οποία είναι σαφώς και η πιο δημιουργική, ξεκινάει περί τα τέλη του 19ου αιώνα όταν στα 1875 εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη μερικές δεκάδες Αρμενίων που υπηρετούσαν ως διοικητικοί υπάλληλοι σε οθωμανικούς κρατικούς μηχανισμούς και ξένες εταιρίες. Την ίδια περίπου εποχή ένας μικρός αριθμός Αρμενίων έφτασε στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) για να απασχοληθεί στα έργα της επέκτασης της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκη-Κωνσταντινούπολη, ενώ το 1891 εκατοντάδες Αρμένιοι έμειναν για μικρό διάστημα σε πρόχειρα παραπήγματα στο Λουτράκι, προκειμένου να εργαστούν στη διάνοιξη της διώρυγας του ισθμού της Κορίνθου. Άγνωστος επίσης αριθμός πολιτικών φυγάδων και επαναστατών κατέφυγε σε ελληνικές περιοχές (νησιά του Αιγαίου, Κρήτη και τον Πειραιά) μετά τα δραματικά γεγονότα στο Κουμ-Καπί το 1890, τις σφαγές του 1894-1896, την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα και μετά τις σφαγές του 1915. Το σημαντικότερο όμως, τόσο από πλευράς αριθμού όσο και συνεπειών, κύμα Αρμενίων μετοικεσιών προς την Ελλάδα πραγματοποιήθηκε αμέσως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922. Ο αριθμός τους ξεπερνούσε τις 80.000 και αν προστεθούν τα 7.000 με 8.000 ορφανά Αρμενόπουλα από τα αμερικανικά κυρίως ορφανοτροφεία και τα άλλα ξένα κέντρα περίθαλψης της Τουρκίας, έφτασε τις 90.000 ψυχές. Ο πληθυσμός αυτός διασκορπίστηκε σε όλη σχεδόν την ελληνική επικράτεια, σχηματίζοντας μικρές και μεγάλες κοινότητες από τις οποίες όμως μόνο οι μεγάλες συγκροτημένες παροικίες της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Θράκης (Ξάνθη, Κομοτηνή) επιβίωσαν. Από την πρώτη κιόλας χρονιά της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα μέχρι και το μεγάλο επαναπατρισμό του 1947 ο πληθυσμός των Αρμενίων διαρκώς μειωνόταν. Το 1924 ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς, καθώς και τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα ορφανά, διοχετεύθηκαν σε άλλες χώρες. Ένα χρόνο μετά και έπειτα από διήμερη συμφωνία της Ελλάδας με την ΕΣΣΔ, 3.000 Αρμένιοι της Ελλάδας και ισάριθμοι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης επαναπατρίστηκαν. Το 1931 με νέα ελληνο-σοβιετική συμφωνία μεταφέρθηκαν με ελληνικά πλοία περίπου 8.000 Αρμένιοι στο Βατούμ. Έτσι, με όλες αυτές τις αναχωρήσεις ο αριθμός των εν Ελλάδι Αρμενίων λίγο πριν τον πόλεμο δεν ξεπερνούσε τις 50.000. Αλλά η δραματικότερη μείωση του πληθυσμού της παροικίας έμελλε να πραγματοποιηθεί την περίοδο μεταξύ 1946 και 1947, με τη μεγάλη παναρμενική εκστρατεία για την παλιννόστηση των Αρμενίων της διασποράς στη Σοβιετική Αρμενία. Με αλλεπάλληλες, λοιπόν, αποστολές από τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη μετανάστευσαν από την Ελλάδα στη Σοβιετική Αρμενία περίπου 20.000 άτομα. Αν σ’ αυτούς προσθέσουμε και τις μετοικεσίες προς τις δυτικές χώρες (Καναδά και Ν. Αμερική) το αρμενικό στοιχείο της Ελλάδας περιορίστηκε στα τέλη του ’50 στα 15.000 άτομα. Ως τις αρχές της δεκαετίας του ’60, η οικονομική και κοινωνική εξέλιξη των Αρμενίων της Ελλάδας ακολούθησε δρόμους παράλληλους με εκείνους των Ελλήνων προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στις πόλεις. Αν εξαιρεθούν λίγες εκατοντάδες που διέμεναν σε ακριβές συνοικίες και είχαν αποκατασταθεί οικονομικά, η πλειοψηφία μοιραζόταν με τους Έλληνες τις ίδιες προβληματικές συνθήκες διαβίωσης σε νεότευκτες φτωχικές συνοικίες της περιφέρειας των μεγάλων πόλεων, μεταξύ των οποίων η Αθήνα (Δουργούτι, Καισαριανή, Περιστέρι), ο Πειραιάς (Κοκκινιά, Αγ. Διονύσιο, Ταμπούρια, Λιπάσματα) και η Θεσσαλονίκη (Καλαμαριά, Χαριλάου, Κάτω Τούμπα, Χαρμανκιοΐ, Συκιές). Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε το γεγονός, ότι για ορισμένες από αυτές τις συνοικίες είχαν δοθεί ενδεικτικές λαϊκές προσωνυμίες όπως «Αρμένικα» για το Δουργούτι και «Αρμενοχώρι» για τις Συκιές στη Θεσσαλονίκη. Τη δεκαετία του ’60 η συντριπτική πλειοψηφία των Αρμενίων ήταν λίγο πολύ οικονομικά αποκαταστημένοι, κοινωνικά ενσωματωμένοι και νομικά κατοχυρωμένοι (από το 1968 όλοι είχαν λάβει την ελληνική ιθαγένεια). Παρακάτω θα επιχειρήσουμε μια πιο διεξοδική καταγραφή των αρμενικών κοινοτήτων σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Καβάλα: Μέχρι το 1922 στην περιοχή κατοικούσαν μόλις μερικές δεκάδες Αρμενίων. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έφθασαν στην Καβάλα 1.500 Αρμένιοι. Την ίδια εποχή εκεί εγκαταστάθηκε και η έδρα της οργάνωσης Near East Relief, στην οποία φιλοξενούνταν μερικές εκατοντάδες ορφανών. Όσο περνούσε ο χρόνος, ο πληθυσμός της κοινότητας μειωνόταν διαρκώς, φτάνοντας τους 800 κατοίκους τη δεκαετία του ’30 και μόλις τους 150 το 1947. Τώρα πια δεν ξεπερνά τις μερικές δεκάδες. Η πόλη διαθέτει μέχρι και σήμερα αρμενική εκκλησία, την οποία είχε αγοράσει η κοινότητα το 1932 και από εκκλησία Αποστόλου Παύλου όπως ονομαζόταν, μετονομάστηκε σε Σουρπ Χατς (Τιμίου Σταυρού).
Δράμα-Σέρρες: Κατά την προπολεμική περίοδο στις δύο αυτές περιοχές ζούσαν περίπου 1.000 Αρμένιοι (Δράμα 700 και Σέρρες 300 κάτοικοι), οι οποίοι είχαν αναπτύξει έντονη κοινωνική δραστηριότητα μέχρι και το 1947. Ο επαναπατρισμός, ωστόσο, ερήμωσε τα παραπάνω μέρη από το αρμενικό στοιχείο.
Αλεξανδρούπολη: Οι Αρμένιοι έφτασαν στο τότε επονομαζόμενο Δεδέαγατς πολύ πριν το 1922 και το 1875 θεμελίωσαν την εκκλησία του Σουρπ Καραμπέτ (Αγ. Πρόδρομος) που ήταν η πρώτη χριστιανική της πόλης, ενώ πέντε χρόνια αργότερα δίπλα στο ναό ιδρύθηκε και ένα σχολείο. Τα ανεξίτηλα σημάδια του στη ζωή της κοινότητας άφησε ο ποιητής Γκαραβαρέντς που έζησε εκεί μεταξύ του 1924 και 1930. Μέχρι το 1947 η κοινότητα αριθμούσε περίπου 800 άτομα, ενώ τη δεκαετία του ’60 ο αριθμός των κατοίκων μειώθηκε στους 150. Σήμερα δεν ξεπερνά τους 30.
Διδυμότειχο: Σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα (ταφόπετρες κ.ά), στην περιοχή έμεναν Αρμένιοι από τον 17ο αιώνα. Το 1735 τους παραχωρήθηκε από τους Έλληνες της πόλης η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, στη θέση της οποίας ανεγέρθη η εκκλησία της κοινότητας με την ίδια ονομασία στην αρμενική γλώσσα (Σουρπ Κεβόρκ). Μέχρι τον πόλεμο ο αριθμός τους έφθανε τους 150, μετά τον επαναπατρισμό αυτός μειώθηκε στους 60 και σήμερα φθάνει μόλις τους 30 Αρμένιους κατοίκους.
Ορεστιάδα: Η εκεί κοινότητα δημιουργήθηκε το 1920, όταν στην περιοχή μαζί με τους Έλληνες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν και Αρμένιοι, έπειτα από την προσάρτηση της περιοχής στην Ελλάδα. Άμα τη αφήξει τους έφθαναν τους 100, ενώ με τον καιρό ο αριθμός τους μειώθηκε στους 40. Σήμερα δεν ξεπερνάει τους 20 κατοίκους.
Κομοτηνή: Αρμένιοι είχαν εγκατασταθεί στην πόλη από το 17ο αιώνα, σύμφωνα με αξιόπιστες μαρτυρίες. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν έμποροι από την Αδριανούπολη και την Οδησσό και κατοικούσαν στο ανατολικό μέρος της πόλης, όπου το 1834 θεμελιώθηκε η εκκλησία του Σουρπ Κρικόρ Λουσαβορίτς (Αγ. Γρηγορίου του Φωτιστή). Μέχρι το 1922 ο αριθμός τους έφτανε τους 300, με την έλευση, όμως, των προσφύγων της Ιωνίας ανέβηκε στους 1.300. Μέχρι το 1947 υπήρχαν 800 Αρμένιοι κάτοικοι και έπειτα από το κύμα του επαναπατρισμού δεν ξεπερνούσαν τους 200. Σήμερα, έχουν απομείνει στην πόλη περίπου εκατό, παρόλα αυτά υπάρχει ικανοποιητική παροικιακή δραστηριότητα.
Ξάνθη: Πρόκειται για μια από τις πιο δραστήριες αρμενικές κοινότητες μέχρι και σήμερα. Από τα τέλη του 19ου αιώνα στην πόλη είχαν ήδη εγκατασταθεί Αρμένιοι, περίπου 20 οικογένειες, στην πλειοψηφία τους τεχνίτες, μικροέμποροι και καπνεργάτες. Το 1922, φθάνουν στην πόλη και τις γύρω περιοχές 3.000 Αρμένιοι. Με την εγκατάστασή τους φρόντισαν άμεσα να δημιουργήσουν μια μικρή εκκλησία σε ένα χώρο μιας καπναποθήκης και τρία χρόνια αργότερα, αφού είχαν αγοράσει ένα οικόπεδο, θεμελίωσαν τη σημερινή εκκλησία που είναι αφιερωμένη στην Παναγία (Σουρπ Αστβατζατζίν). Παράλληλα, στον προαύλιο χώρο της κατασκευάστηκε ένα σχολείο (νηπιαγωγείο και δημοτικό). Οι διάφορες μετοικεσίες, οι κακουχίες και η βαριά βουλγαρική κατοχή είχαν σαν συνέπεια τη μείωση των κατοίκων, αφού μετά τη λήξη του πολέμου στην Ξάνθη οι Αρμένιοι κάτοικοι ήταν μόλις 500, ενώ τη δεκαετία του ’50 με τον επαναπατρισμό αυτοί δεν ξεπερνούσαν τους 200. Σήμερα, ο αριθμός αυτός μπορεί να έχει πέσει στο μισό, ωστόσο η κοινότητα εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα δραστήρια και ζωντανή.
Κέρκυρα: Παρουσία των Αρμενίων στο νησί καταγράφεται από το 16ο αιώνα. Οι ίδιοι μάλιστα είχαν δημιουργήσει ένα χωριό με το όνομα Αρμενάδες. Επίσης, Αρμενίους συναντάμε και αργότερα στην Εραχδαδεί και στο χωριό Ποταμός, όπου υπάρχει -κλειστή πλέον- και η αρμενική εκκλησία του Σουρπ Νιγκογός (Αγ. Νικόδημος), όπως και στα χωριά Κνιάδες και Γαστούρι. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι στο νησί το επώνυμο Αρμένης είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο, κάτι που είναι πιθανό να σχετίζεται με την πολύχρονη παρουσία των Αρμενίων στην Κέρκυρα. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκαν εκεί 3.000 άτομα μαζί με 1.300 ορφανά. Μέσα σε λίγα χρόνια, όμως, όλοι μεταφέρθηκαν σε άλλες περιοχές της χώρας, ενώ η πλειοψηφία των ορφανών εγκαταστάθηκε σε άλλες χώρες, οπότε και έπαψε να υφίσταται η εν λόγω παροικία.
Λέσβος: Χιλιάδες Αρμενίων κατέφυγαν στο νησί μετά την κατάρρευση του μετώπου στη Μ. Ασία, καθώς αυτό βρισκόταν πολύ κοντά στα παράλια και η πρόσβαση ήταν εύκολη. Εκεί το 1921 λειτούργησε το πρώτο αρμενικό σχολείο στην Ελλάδα με κρατική άδεια. Οι συνεχείς μεταναστεύσεις προς άλλα μέρη της χώρας κατέστησαν τη ζωή αυτής της κοινότητας ιδιαιτέρως βραχύβια, ώσπου λίγο μετά τον πόλεμο έπαψε να υφίσταται.
Σύρος: Το 1922 περισσότεροι από 600 Αρμένιοι έφτασαν στη Σύρο, κυρίως αγρότες από τη Θράκη, τον Πόντο και την Κεντρική Μ. Ασία. Από το 1923 μέχρι και το 1930 στο νησί λειτουργούσε το Αμερικανικό Ορφανοτροφείο της Near East Relief Foundation. Στις πελώριες εγκαταστάσεις του μέχρι το 1929 στεγάστηκαν, μορφώθηκαν και έτυχαν κάθε φροντίδας χιλιάδες ορφανά ελληνικής και αρμενικής καταγωγής.
Λάρισα-Βόλος: Προπολεμικά, στις δυο αυτές πόλεις ζούσαν 700 Αρμένιοι (400 στη Λάρισα και 300 στο Βόλο). Όλοι είχαν έρθει στην περιοχή το 1922. Ο επαναπατρισμός του 1947 μείωσε τον πληθυσμό στο ελάχιστο, εξαλείφοντας ουσιαστικά τις δυο αυτές κοινότητες.
Πελοπόννησος: Η Πελοπόννησος ήταν από εκείνα τα ελληνικά εδάφη, στα οποία μετά το 1922, εγκαταστάθηκε μεγάλος αριθμός Αρμενίων. Μέχρι τον πόλεμο οι κάτοικοι έφθαναν τους 1.500. Στην Καλαμάτα, στα παραπήγματα όπως τα έλεγαν, διέμεναν 800, στην Πάτρα 500, ενώ στο Αίγιο, τον Πύργο, την Κόρινθο και το Ναύπλιο ζούσαν αρκετές δεκάδες Αρμενίων. Μετά το 1947 όλες αυτές οι κοινότητες διαλύθηκαν και απέμειναν ελάχιστοι κάτοικοι, κυρίως στην Πάτρα.
Κρήτη: Στο νοτιότερο σημείο της Ελλάδα, την Κρήτη, συναντάμε την παλαιότερη αρμενική παροικία της χώρας. Η παρουσία Αρμενίων εκεί χρονολογείται από τους βυζαντινούς χρόνους. Επίσης, επιτύμβιες πλάκες με αρμενικές επιγραφές που έχουν διασωθεί ανήκαν σε οικογένειες Αρμενίων μεταναστών που διέμειναν στο νησί το 17ο αιώνα. Το 1669 ένας πλούσιος Αρμένιος μεγαλέμπορος αγόρασε την εκκλησία του Αγ. Ιωάννη του Δορυόνου και την δώρισε στους Αρμενίους του Χάνδακα (η παλαιά ονομασία του Ηρακλείου), οι οποίοι με τη σειρά τους την αφιέρωσαν στον Αγ. Ιωάννη τον Πρόδρομο. Η εκκλησία λειτουργεί μέχρι και σήμερα. Οι πρόσφυγες έφτασαν στην Κρήτη το 1922 και εγκαταστάθηκαν εκτός από το Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο και στη Σητεία (στην οποία αργότερα έφτασε και ένας αριθμός Αρμενίων από την Κέρκυρα). Όπως και σε όλες τις άλλες κοινότητες της χώρας, σήμερα ο αρμενικός πληθυσμός του νησιού δεν ξεπερνάει τις μερικές δεκάδες, κυρίως στο Ηράκλειο και τη Σητεία.
Θεσσαλονίκη: Είναι η παλαιότερη οργανωμένη κοινότητα Αρμενίων στην Ελλάδα και η πρώτη με καταγεγραμμένο αρχειακό υλικό. Το αρχείο της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, στο οποίο οι επίσημες καταγραφές άρχισαν το 1885, έχει σημαντική αξία όχι μόνο για την ιστορία της παροικίας αλλά και για την ίδια την πόλη της Θεσσαλονίκης. Αυτό διεσώθη από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 και υπάρχει εδώ και 125 χρόνια. Ο πληθυσμός της κοινότητας πριν από το 1922 έφθανε τα 300 άτομα, ενώ με την έλευση των προσφύγων ανέβηκε στους 10.000 κατοίκους. Στη Θεσσαλονίκη υπήρχε εκκλησία από το 1903 αφιερωμένη στην Παναγία. Μάλιστα αρχιτέκτονας της θεωρείται ο διάσημος Ιταλός Βιταλιάνο Ποζέλι, γνωστός για τα περισσότερα από τα αρχιτεκτονικά μνημεία της πόλης. Με τον επαναπατρισμό του 1925-1927 αλλά και τη μετανάστευση προς τρίτες χώρες ο αριθμός της παροικίας μειώθηκε στις 6.000 λίγο πριν τον πόλεμο, ενώ μετά το 1947 κατέβηκε στα 1.300 άτομα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τη δεκαετία του ’20 λειτουργούσαν στην πόλη πέντε αρμενικά σχολεία. Σήμερα, υπάρχουν περίπου 800 Αρμένιοι και λειτουργεί εβδομαδιαίο σχολείο, όπως και παραρτήματα της αθλητικής οργάνωσης «Χομενετμέν», του Αρμενικού Σταυρού Ελέους, του πολιτιστικού σωματείου «Χαμασκαΐν» καθώς και η Αρμενική Νεολαία και Προνεολαία Ελλάδος. Επίσης, η κοινότητα έχει υπό την εποπτεία της τον πανέμορφο κατασκηνωτικό χώρο στο Πευκοχώρι της Χαλκιδικής.
Αττική: Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα στην Αθήνα υπήρχε αρμενική κοινότητα που αριθμούσε περί τα 200 μόνιμα μέλη αλλά χιλιάδες ήταν αυτοί που για μικρό χρονικό διάστημα -από ένα μήνα έως και δύο χρόνια- φιλοξενήθηκαν εκεί όλα αυτά τα χρόνια. Ήδη από το 1900 λειτουργούσε αρμενική εκκλησία στην οδού Κουμουνδούρου, ενώ το 1905 αγοράστηκε η έκταση της σημερινής Μητρόπολης στην οδό Κριεζή και το 1908 κατασκευάστηκε (μια ξύλινη κατασκευή) η εκκλησία του Αγ. Γρηγορίου του Φωτιστή που το 1935 πήρε τη σημερινή της μορφή. Το 1922 με τις καραβιές των προσφύγων της Ιωνίας έφθασαν στην Αττική 35.000 Αρμένιοι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε πάρα πολλές συνοικίες της πρωτεύουσας, μεταξύ των οποίων και στις: Δουργούτι, Καισαριανή, Βύρωνας, Περιστέρι, Αμπελόκηποι, Φάληρο, Καλλιθέα, Μαρούσι, Κοκκινιά, Λιπάσματα, Ταμπούρια, Αγ. Διονύσιος, Μοσχάτο. Ο περισσότερος πληθυσμός συγκεντρώθηκε στο Δουργούτι (8.000 άτομα), στην Καισαριανή και στο Βύρωνα (3.000 κάτοικοι), στην Κοκκινιά (7.000 άτομα), στα Λιπάσματα (4.000), καθώς και στον Αγ. Διονύσιο (3.000). Επίσης, Αρμένιοι είχαν εγκατασταθεί και σε πολύ απομακρυσμένες περιοχές του νομού, όπως το Λαύριο. Μέχρι και τη δεκαετία του ’30 λειτουργούσαν 16 αρμενικά σχολεία. Εκκλησίες χτίζονται εκτός από τη Μητρόπολη στο κέντρο της Αθήνας, στο Δουργούτι, την Κοκκινιά και το Περιστέρι. Η φθίνουσα πορεία του πληθυσμού δεν αποτέλεσε εξαίρεση ούτε και στην περίπτωση της Αττικής. Οι 35.000 του 1922, είχαν γίνει 25.000 το 1926, ενώ το 1938 δεν ξεπερνούσαν τις 20.000. Μετά τον επαναπατρισμό το 1947 και τη μετανάστευση σε άλλες χώρες, το 1960 σε Αθήνα και Πειραιά ο αριθμός των Αρμενίων κατοίκων μετά βίας έφθανε τις 8.000. Ο μεγαλύτερος αρμενικός συνοικισμός, το Δουργούτι (η άτυπη πρωτεύουσα των εν Ελλάδι Αρμενίων) στα μέσα της δεκαετίας του ’60 διαλύθηκε και η πλειοψηφία των κατοίκων του, ανάλογα με τα εισοδήματα και τις επαγγελματικές τους ασχολίες, διασκορπίστηκε στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής. Το ίδιο συνέβη και στην Κοκκινιά. Στις μέρες μας μόνο η ύπαρξη των εκκλησιών και των λεσχών υποχρεώνει τους Αρμενίους να συγκεντρώνονται στους δυο αυτούς συνοικισμούς. Σήμερα στην Αθήνα υπάρχουν περίπου 5.000 Αρμένιοι, λειτουργούν 3 ημερήσια σχολεία και 1 γυμνάσιο. Επίσης, λειτουργούν 4 ορθόδοξες εκκλησίες, 1 καθολική και 1 ευαγγελική. Τέλος, δραστηριοποιούνται οι παρακάτω οργανώσεις: - Αρμενικός Κυανούς Σταυρός με 5 παραρτήματα (Ν. Κόσμος, Κοκκινιά, Καρέας-Καισαριανή, Π. Φάληρο, Αθήνα). - Ένωση Αρμενίων Αθλητών «Χομενετμέν» με 2 παραρτήματα ((Ν. Κόσμος, Κοκκινιά). - Πολιτιστικό σωματείο «Χαμασκαΐν» με 2 παραρτήματα (Ν. Κόσμος, Κοκκινιά). - Αρμενική νεολαία και προνεολαία Ελλάδος με 2 παραρτήματα (Ν. Κόσμος, Κοκκινιά). - Γενική Αρμενική Ένωση Αγαθοεργίας - Αθλητικός και Φιλολογικός σύλλογος «Αραράτ».
Πριν βάλουμε τέλος στην ιστορικο-γεωγραφική αυτή αναδρομή των αρμενικών κοινοτήτων στην Ελλάδα, η οποία δεν αποτελεί πλήρη καταγραφή αλλά μια προσπάθεια προσέγγισης του θέματος, και σίγουρα παρουσιάζει ελλείψεις, θα πρέπει να σημειώσουμε το εξής: Aπό το 1991, μετά την ανεξαρτησία της Αρμενίας ένας μεγάλος αριθμός συμπατριωτών μας προερχόμενοι από την πατρίδα, που κάποιες πηγές τους ανεβάζουν σε 30.000 με 40.000, μετανάστευσε στην Ελλάδα και ειδικότερα στις βόρειες περιοχές της χώρας, δίνοντας νέα πνοή σε κοινότητες που έπνεαν τα λοίσθια ή είχαν διαλυθεί (π.χ. Αλεξανδρούπολη, Σέρρες, Καλαμάτα), αλλά ακόμα και σε ενεργές παροικίες όπως: Ξάνθη, Κομοτηνή, Θεσσαλονίκη.
Μπορεί σήμερα πολύ δύσκολα ο Λεβάντες να τρυπώνει στις τσιμεντουπόλεις και στις πολυκατοικίες, που πλέον κατοικούν η τρίτη και η τέταρτη γενιά των πρώτων προσφύγων, μπορεί τα αρώματα και οι μυρωδιές να έχουν πλέον ξεθωριάσει, μπορεί κανείς να μην λέει πια «θα επιστρέψουμε» αλλά το σίγουρο είναι ότι 90 χρόνια μετά κανείς δεν έχει ξεχάσει. Aυτό και μόνο είναι η νίκη, η δική μας κόντρα στην ιστορία που μας είχε ξεγράψει αλλά και η ήττα αυτών που μας έσφαξαν και μας έδιωξαν, νομίζοντας ότι είχαν νικήσει...
|