Οι Αρμένιοι και το Άγιο Όρος Εκτύπωση

Γκε­βόρ­γκ Κα­ζα­ριάν

Περιοδικό «Aρμενικά» Απρίλιος - Ιούνιος 2014. Τεύχος 81

Η ι­στο­ρί­α και η πνευ­μα­τι­κή κλη­ρο­νο­μιά των ορ­θο­δό­ξων (χαλκη­δο­νί­ων) Αρ­με­νί­ων α­πο­τε­λούν μια α­πό τις ση­μα­ντι­κές και πλού­σιες πτυ­χές του αρ­με­νι­κού πο­λι­τι­σμού. Οι ορ­θό­δο­ξοι Αρ­μέ­νιοι εί­χαν α­να­πτύ­ξει πο­λύ στε­νές σχέ­σεις με τους ο­μό­δο­ξους λα­ούς (Έλ­λη­νες, Γε­ωρ­γιανoύς), κά­τι που τους ε­πέ­τρε­ψε να ζουν και να δρουν στα με­γά­λα κέ­ντρα της Ορ­θο­δο­ξί­ας, αφ’ ε­νός συμ­βάλ­λο­ντας στο πε­ρι­βάλ­λον που τους φι­λο­ξε­νού­σε, αφ’ ε­τέ­ρου ε­μπλου­τίζο­ντας τον αρ­με­νι­κό πο­λι­τι­σμό με στοι­χεί­α άλ­λων λα­ών.

Όσιος Ιωσήφ Μυροβλύτης

Το Ά­γιον Ό­ρος, το ευ­λο­γη­μέ­νο πε­ρι­βό­λι της Πα­να­γί­ας, εί­ναι το σπου­δαιό­τε­ρο κέ­ντρο του ορ­θο­δό­ξου μο­να­χι­σμού.
Η βαθ­μιαί­α δια­μόρ­φω­ση του Ά­θω­να ως μο­να­στι­κής πο­λι­τεί­ας άρ­χι­σε τον 7ο αιώ­να, αλ­λά το Ό­ρος γνώ­ρισε και πε­ριό­δους ε­ρη­μώ­σε­ων λό­γω των α­ρα­βι­κών ε­πι­θέ­σε­ων. Γύ­ρω στα 859 με­τέ­βη­κε στον Ά­θω­να ο Αγ. Ευ­θύ­μιος, ο ο­ποί­ος ε­κεί γνω­ρί­στη­κε με κά­ποιον μο­να­χό Ιω­σήφ. Ο τε­λευ­ταί­ος «κα­τα­γό­ταν α­πό το γέ­νος των Αρ­με­νί­ων»1  και «ζού­σε στον Ά­θω­να α­πό πο­λύν και­ρό»2 . Πο­λύ­τι­μες πλη­ρο­φο­ρί­ες για τον Ιω­σήφ τον Αρ­μέ­νιο μας προ­σφέ­ρει ο βιο­γρά­φος του Αγ. Ευ­θυ­μί­ου Βα­σί­λειος, αρ­χιε­πί­σκο­πος της Θεσ­σα­λο­νί­κης (9-10ος αι.). Ο Βα­σί­λειος χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον Ιω­σήφ ως «κα­λόν» και «σκλη­ρό δια­μά­ντι». Ο Ιω­σήφ ή­ταν «α­πλός χα­ρα­κτή­ρας, α­πό­νη­ρος και ά­δο­λος, ό­πως θέ­λει ο θεί­ος λό­γος να εί­ναι ο πνευ­μα­τι­κός άν­θρω­πος»3 .
Οι δύ­ο μο­να­χοί για κά­ποιο διά­στη­μα α­σκή­τευαν μα­ζί στον Ά­θω­να. Αρ­γό­τε­ρα, προ­κει­μέ­νου να α­πο­φύ­γουν μια πει­ρα­τι­κή ε­πι­δρο­μή των Α­ρά­βων, ο Ιω­σήφ και ο Ευ­θύ­μιος, μα­ζί με τους μα­θη­τές τους, κα­τέ­φυ­γαν στην πε­ριο­χή του Βρα­στά­μου (ση­με­ρι­νά Βρα­στά) της Χαλ­κι­δι­κής. Ε­κεί, στο α­σκη­τι­κό σπή­λαιό του, ο Ιω­σήφ α­πε­βί­ω­σε προ του έ­τος 875. Ο Βα­σί­λειος Θεσ­σα­λο­νί­κης, ως αυ­τό­πτης μάρ­τυ­ρας, ανα­φέ­ρει ό­τι με­τά την κοί­μη­ση του Α­γί­ου το σώ­μα του έ­μει­νε ά­φθαρ­το. «Και ό­χι μό­νο αυ­τό, αλ­λά και μύ­ρο ευω­δές α­πό τους κρο­τά­φους του αγί­ου έ­κα­νε ο
Θε­ός να τρέ­ξει, τη στιγ­μή που ή­μα­σταν ε­κεί πα­ρό­ντες. Και τό­σο πο­λύ ή­ταν το μύ­ρο, ώ­στε σαν πο­τά­μι α­πό την ιε­ρή κε­φα­λή του να φτά­σει μέ­χρι των α­γνο­τά­των του πο­διών» 4. Το α­σκη­τή­ριο του Αγ. Ιω­σήφ Μυ­ρο­βλύ­τη δια­σώ­ζε­ται στα Βρα­στά έ­ως τις μέ­ρες μας, ε­νώ η μνή­μη του αρ­με­νί­ου Α­γί­ου - ε­νός α­πό τους πρώ­τους α­σκη­τές του Αγί­ου Ό­ρους, τε­λεί­ται στις 19 Νο­εμ­βρί­ου.
To 883 ο αυ­το­κρά­το­ρας Βα­σί­λειος Α΄ ο Μα­κε­δών (867-886)5 , ό­πως αρ­γότε­ρα και ο γιος του ο Λέ­ων ΣΤ΄ ο Σο­φός (886-912), α­να­κή­ρυ­ξε τον Ά­θω­να α­πο­κλει­στι­κό τό­πο μο­να­χι­κής ά­σκη­σης. Γύ­ρω στα 919, ο αυ­το­κρά­το­ρας Ρω­μα­νός Λε­κα­πη­νός (920-944), επί­σης αρ­με­νι­κής κα­τα­γω­γής, με ει­δι­κό διά­ταγ­μα κα­το­χύ­ρω­σε τα προ­νό­μια των α­γιο­ρει­τών α­σκη­τών. Όλα αυ­τά συ­νέ­βα­λαν ου­σια­στι­κά στη δια­μόρ­φω­ση του Ά­θω­να ως α­πο­κλει­στι­κού κέ­ντρου μο­να­στι­κής πο­λι­τεί­ας.
Η α­νά­πτυ­ξη του α­θω­νι­κού μο­να­χι­σμού συν­δέ­ε­ται άρ­ρη­κτα με το λα­μπρό ό­νο­μα του Ο­σί­ου Α­θα­να­σί­ου του Α­θω­νί­τη (+1000). Ο Α­θα­νά­σιος έ­γι­νε μο­να­χός στην Μο­νή Κυ­μι­νά (Βη­θυ­νί­α), ό­που γνω­ρί­στη­κε με τον Νι­κη­φό­ρο Φω­κά (αυ­το­κρά­το­ρα τα έ­τη 963-969) και τον α­δελ­φό του Λέ­ο­ντα6  και έ­γι­νε πνευ­μα­τι­κός τους. Αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν ο Α­θα­νά­σιος ε­γκα­τα­στά­θη­κε στον Ά­θω­να, με χο­ρη­γί­ες του Λέο­ντα έ­κτι­σε την εκ­κλη­σί­α του Πρω­τά­του, ε­νώ ο Νι­κη­φό­ρος ώ­θη­σε τον Α­θα­νά­σιο να ι­δρύ­σει έ­να με­γά­λο μο­να­στή­ρι, υ­πο­σχό­με­νος μά­λι­στα και ο ί­διος να γίνει μο­να­χός. Έ­τσι, το 963 ο Ά­γιος Α­θα­νά­σιος ί­δρυ­σε το πρώ­το με­γά­λο μο­να­στή­ρι του Α­γί­ου Ό­ρους, την έν­δο­ξη Μέ­γι­στη Λαύ­ρα.
Η φή­μη της Λαύ­ρας πο­λύ γρή­γο­ρα δια­δό­θη­κε σ’ ό­λο τον κό­σμο ώ­στε πολ­λοί «α­πό τε Ρώ­μης αυ­τής, Ι­τα­λί­ας, Κα­λα­βρί­ας, Α­μάλ­φης, Ι­βη­ρί­ας, Αρ­με­νίας»7  ήρ­θαν να μο­νά­σουν κο­ντά στον Ά­γιο Α­θα­νά­σιο.
Το 971 ο αυ­το­κρά­το­ρας Ιω­άν­νης Α΄ Τσι­μι­σκής (969-976)8   ε­ξέ­δω­σε το πρώ­το Τυ­πικό του Α­γί­ου Ό­ρους, το ο­ποί­ο γρά­φη­κε σε περ­γα­μη­νή α­πό δέρ­μα τρά­γου και έ­μει­νε γνω­στό ως «Τρά­γος». Το Τυ­πι­κό του Τσι­μι­σκή έ­γι­νε βά­ση για τα με­τέ­πειτα α­γιο­ρεί­τι­κα Τυ­πι­κά. Ε­κτός αυ­τού, ο Τσι­μι­σκής χρη­μα­το­δό­τη­σε την α­νέ­γερ­ση κτι­ρί­ων της Με­γί­στης Λαύ­ρας και αύ­ξη­σε την ε­τή­σια ει­σφο­ρά της.
Α­νά­με­σα στους μα­θη­τές του Ο­σί­ου Α­θα­να­σί­ου ή­ταν ο Ά­γιος Ιω­άν­νης ο Ί­βηρ, (κατά κό­σμο Α­μπουλ­χε­ρίτ), ο ο­ποί­ος εί­χε υ­πάρ­ξει α­ξιω­μα­τού­χος στο πα­λά­τι του η­γε­μό­να του Τά­ικ, Δα­βίδ Κου­ρο­πα­λά­του (961-1001).
Σ’ αυ­τό το ση­μεί­ο πρέ­πει να ση­μειω­θεί ό­τι το Τά­ικ ή­ταν αρ­χι­κά έ­νας α­πό τους 15 νο­μούς της Αρ­με­νί­ας και α­πο­τε­λού­σε το φέ­ου­δο του αρ­χο­ντι­κού οί­κου των Μα­μι­γκο­νιάν. Τον 9ο αιώ­να, στον α­πρό­σι­το για τους ά­ρα­βες κα­τα­κτη­τές Τά­ικ κα­τέ­φυ­γαν οι Βα­γρα­τί­δες (Μπα­γκρα­του­νί) οι ο­ποί­οι και κυ­ριάρ­χη­σαν στην περιο­χή. Οι Βα­γρα­τί­δες του Τά­ικ α­πο­τέ­λε­σαν τη βά­ση του γε­ωρ­για­νού κλά­δου της βα­σι­λι­κής δυ­να­στεί­ας των Μπα­γκρα­του­νί.
Η ι­σχυ­ρή κοι­νό­τη­τα των ορ­θο­δό­ξων Αρ­με­νί­ων του Τά­ικ, η πα­ρου­σί­α της ο­ποί­ας μαρ­τυ­ρεί­ται ή­δη α­πό τις αρ­χές του 7ου αιώ­να, υ­παγόταν στον Ποι­με­νάρ­χη της Γε­ωρ­γί­ας (Ι­βη­ρί­ας) και εί­χε στε­νές ε­πα­φές με τον γε­ωρ­για­νό πλη­θυ­σμό της πε­ριο­χής. Λό­γω αυ­τού του γε­γο­νό­τος, οι ορ­θό­δο­ξοι Αρ­μέ­νιοι - μέ­λη της Γε­ωργια­νής Εκ­κλη­σί­ας, ο­νο­μά­ζο­νταν «Ί­βη­ρες», βέ­βαια, α­πό την ά­πο­ψη της θρη­σκευ­τι­κής, και ό­χι της ε­θνι­κής ταυ­τό­τη­τάς τους . Ο Ά­γιος Ιω­άν­νης ο Ί­βηρ, λοι­πόν, έ­μει­νε δύ­ο χρό­νια στην Με­γί­στη Λαύ­ρα, έ­χοντας το δια­κό­νη­μα του μά­γει­ρα. Αρ­γό­τε­ρα ήρ­θαν στον Ά­θω­να ο γιος του Ευ­θύ­μιος 9  και ο συγ­γε­νής του Τορ­νίκ (ελ­λ. Τορ­νί­κιος) Τορ­νι­κιάν10 .
Ό­πως δεί­χνει η με­λέ­τη των πη­γών, η οι­κο­γέ­νεια των Τορ­νι­κιάν α­πο­τε­λού­σε έναν κλά­δο του με­γά­λου οί­κου των Μα­μι­γκο­νιάν και η ί­δια εί­χε δύ­ο πα­ρα­κλάδια: των Τορ­νι­κιάν του Τα­ρόν και των Τορ­νι­κιάν του Τά­ικ11 .
Ο Τορ­νίκ γεν­νή­θη­κε στην Κα­ρίν (Θε­ο­δω­σιού­πο­λη) της Αρ­με­νί­ας και δια­κρί­θηκε ως στρα­τη­γός. Πα­ραι­τή­θη­κε ό­μως και μα­ζί με τον α­δελ­φό του Βα­ράζ-Βα­τσέ κά­ρη­κε μο­να­χός στη Μο­νή του Τι­μί­ου Προ­δρό­μου (Ο­σκα­βάν­κ) του Τά­ικ, λαμ­βά­νοντας και οι δύ­ο το ό­νο­μα «Ιω­άν­νης».
Εί­ναι εν­δια­φέ­ρον ό­τι ο Τορ­νίκ εί­χε στήσει έ­να χα­τσκάρ (σταυ­ρό­πε­τρα) με αρ­με­νι­κή ε­πι­γρα­φή κο­ντά στην Κα­ρίν, αλ­λά και ο Βα­ράζ-Βα­τσέ προ­φα­νώς εί­χε στή­σει έ­να πα­ρό­μοιο χα­τσκάρ στην πρω­τεύου­σα της Αρ­με­νί­ας Α­νί12 .
Το 980, ο Α­μπουλ­χε­ρίτ-Ιω­άν­νης και η συ­νο­δεί­α του, με την ευ­λο­γί­α του Α­γί­ου Α­θανα­σί­ου Α­θω­νί­του, α­πο­χώ­ρη­σαν α­πό τη Με­γί­στη Λαύ­ρα και ορ­γά­νω­σαν την δι­κή τους α­δελ­φό­τη­τα -τη Μο­νή Ι­βή­ρων, η ο­ποί­α αρ­χι­κά α­παρ­τι­ζό­ταν α­πό 6-7 ά­το­μα. Ο Τορ­νίκ θε­ω­ρεί­ται ο κύ­ριος κτή­το­ρας της Μο­νής. Μια με­γά­λη ευ­λο­γί­α για τη νε­ο­σύ­στα­τη Μο­νή, αλ­λά και για ο­λό­κλη­ρο το Ά­γιον Ό­ρος υ­πήρ­ξε η α­να­κά­λυ­ψη της θαυ­μα­τουρ­γής ει­κό­νας της Πα­να­γί­ας - Πορ­τα­ΐ­τισ­σας των Ι­βή­ρων.

H Μο­νή του Αρ­με­νί­ου

Πι­θα­νό­τα­τα την ί­δια πε­ρί­ο­δο, στο 2ο μι­σό του 10ου αιώ­να, στην τοποθε­σί­α Ξη­ρόκα­στρο του Α­γί­ου Ό­ρους, ι­δρύ­θη­κε και η Μο­νή του Αρ­με­νί­ου ή Αρ­με­νί­ων. Σύμ­φωνα με μια εκ­δο­χή, τη Μο­νή ί­δρυ­σαν οι Αρ­μέ­νιοι μο­να­χοί α­πό το Τα­ρόν με­τά το έ­τος 967. Ό­πως ό­λες οι πρώ­ι­μες α­γιο­ρεί­τι­κες Μο­νές, έ­τσι και η Μο­νή των Αρ­με­νίων ή­ταν έ­να α­πλό οί­κη­μα με κε­λιά. Στο τέ­λος του 10ου ή στις αρ­χές του 11ου αιώνα στην ε­γκα­τα­λειμ­μέ­νη Μο­νή ε­γκα­τα­στά­θη­κε ο Λαυ­ριώ­της μο­να­χός Σάβ­βας. Ο θεί­ος του Σάβ­βα εί­χε α­γο­ρά­σει τη μι­σή Μο­νή α­πό τον μο­να­χό Θε­ο­δό­σιο Σι­δε­ροκαύ­στη, ε­νώ ο μο­να­χός Βα­σί­λειος δώ­ρι­σε το υ­πό­λοι­πο. Ο Σάβ­βας με δι­κούς του πό­ρους έ­κτι­σε στη Μο­νή εκ­κλη­σί­α και οι­κή­μα­τα και καλ­λιέρ­γη­σε α­μπέ­λια μαζί με τους δύ­ο υ­πο­τα­κτι­κούς μο­να­χούς - τον Γε­ώρ­γιο και τον Ι­γνά­τιο. Έ­να αγιο­ρεί­τι­κο έγ­γρα­φο του 1020 έ­χει υ­πο­γρά­ψει κά­ποιος Νι­κή­τας, μο­να­χός και πρεσβύ­τε­ρος «τον Αρ­με­νη­ον (sic)»13 .

Στα έ­τη 1023-1038, ο άρ­ρω­στος πια Σάβ­βας, με ει­δι­κό α­φιε­ρω­τι­κό, δώ­ρι­σε την Μο­νή του Αρ­με­νί­ου στη Μέ­γι­στη Λαύ­ρα - κά­τι που ε­ξα­σφά­λι­σε τη ζω­ή του μο­να­στη­ριού14 . Στο τέ­λος του 11ου αι., η Μο­νή του Ξη­ρο­κά­στρου ή Αρ­με­νί­ων ήταν πια ευ­ρέ­ως γνω­στή, α­φού ο η­γού­με­νός της - έ­νας άλ­λος Σάβ­βας, το 1087 ή­ταν «Πρώ­τος» (πνευ­μα­τι­κός και διοι­κη­τι­κός ε­πι­κε­φα­λής) του Α­γί­ου Ό­ρους15 .
Πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, η Μο­νή των Αρ­με­νί­ων δια­λύ­θη­κε και πέ­ρα­σε στην κυ­ριαρ­χί­α της Κων­στα­μο­νί­του, η ο­ποί­α στη θέ­ση της Μο­νής έ­κτι­σε έ­ναν πύρ­γο. Σή­με­ρα στο Ξη­ρό­κα­στρο, που κεί­ται σε πα­ρα­θα­λάσ­σια το­πο­θε­σί­α α­νά­με­σα στους αρ­σα­νάδες των Μο­νών Ζω­γρά­φου και Κων­στα­μο­νή­του, δια­σώ­ζο­νται τα ε­ρεί­πια του ο­γκώδους πύρ­γου.

O Αρμέ­νιος Θε­ό­κτι­στος

Α­πό το έ­τος 1001 χρο­νο­λο­γεί­ται το πρώ­το ι­στο­ρι­κό έγ­γρα­φο της αγιορεί­τι­κης Μο­νής Ε­σφιγ­μέ­νου (Ε­σφαγ­μέ­νου), το ο­ποί­ο εί­χε υ­πο­γρά­ψει ο η­γού­με­νός της, ο Αρμέ­νιος Θε­ό­κτι­στος. Ή­ταν έ­να δρα­στή­ριο και σε­βα­στό πρό­σω­πο, α­φού το 1035 τον βρί­σκου­με «Πρώ­το» του Α­γί­ου Ό­ρους. Έ­να άλ­λο έγ­γρα­φο που δια­σώ­ζε­ται, το έχει υ­πο­γρά­ψει το 1035 ο Θε­ό­κτι­στος, αυ­τό­χει­ρα και μά­λι­στα αρ­με­νι­στί (κά­τω α­πό τα ελ­λη­νι­κά). Ο Θε­ό­κτι­στος χρη­μά­τι­σε «Πρώ­τος» του Αγ. Ό­ρους μέ­χρι και την κοί­μη­σή του το 104016 .
Μί­α πο­λύ με­τα­γε­νέ­στε­ρη μαρ­τυ­ρί­α για την αρ­με­νι­κή πα­ρου­σί­α στο Ά­γιον Ό­ρος έ­χου­με τον 18ο αι. Πρό­κει­ται για το μο­να­χό Αρ­σέ­νιο α­πό την Ι. Μ. Διο­νυ­σί­ου, ο ο­ποί­ος κα­τα­γό­ταν α­πό το χω­ριό Βαν­κ, κο­ντά στο Α­κν (Ε­γκίν) της Δυ­τι­κής Αρ­με­νί­ας. Το Βαν­κ, ό­πως και τα γει­το­νι­κά χω­ριά Τζο­ράκ, Σρζού, Μου­σε­γκά και άλ­λα, κα­τοι­κού­νταν α­πό τους Αρ­με­νί­ους-Ρω­μιούς (αρ­μ. Π³Ϋ-ΠαιαΩ- Χά­ι-Χο­ρώμ), δη­λα­δή ορ­θο­δό­ξους Αρ­με­νί­ους. Ο μο­να­χός Αρ­σέ­νιος ή­ταν γιος του ιε­ρέα του Βαν­κ πα­πά-Μάρ­κου. Στις 12 Σε­πτεμ­βρί­ου του 1762 στην Ι. Μ. Α­γί­ου Διο­νυ­σί­ου του Αγ. Ό­ρους, ο Αρ­σέ­νιος ε­πι­χει­ρεί να α­ντι­γρά­ψει σ’ έ­να χει­ρό­γρα­φο τη νέ­α αρ­με­νι­κή με­τά­φρα­ση του Με­γά­λου Ω­ρο­λο­γί­ου της Ορ­θό­δο­ξης Εκ­κλη­σί­ας, η ο­ποί­α εί­χε πραγ­μα­το­ποι­η­θεί το 1749-1757 στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Κά­ποιος μο­να­χός Μαργκά­ριος (ί­σως Μαρ­δά­ριος) προ­σέ­φε­ρε υ­λι­κή βο­ή­θεια στον Αρ­σέ­νιο, με κά­θε τρό­πο. Για τον Μαρ­γκά­ριο γνω­ρί­ζου­με ό­τι κα­τά κό­σμον ο­νο­μα­ζό­ταν Μάρ­κος και ό­τι ή­ταν γιος κά­ποιου Α­σλάν. Κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα ο Μαρ­γκά­ριος κα­τα­γόταν και αυ­τός α­πό το Βαν­κ.
Οι ερ­γα­σί­ες των δύ­ο μο­να­χών ο­λο­κλη­ρώ­θη­καν με­τά α­πό πέ­ντε χρό­νια, στις 12 Μα­ΐ­ου του 1767. Με βά­ση το χει­ρό­γρα­φο του μο­να­χού Αρ­σε­νί­ου Διο­νι­σιά­του, το αρ­με­νορ­θό­δο­ξο Μέ­γα Ω­ρο­λό­γιο ε­κτυ­πώ­θη­κε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη το 180017.
Δυ­στυ­χώς, εί­ναι ά­γνω­στη η μοί­ρα τό­σο του εν λό­γω χει­ρο­γρά­φου, ε­νώ δεν έ­χου­με άλ­λες πλη­ρο­φο­ρί­ες για τον Αρ­σέ­νιο και τον Μαρ­γκά­ριο, ό­μως στα αρ­χεί­α της Ι. Μ. Διο­νυ­σί­ου θα πρέ­πει να υ­πάρ­χουν και άλ­λα στοι­χεί­α για αυ­τούς τους αρ­με­νί­ους μο­να­χούς-α­γιο­ρεί­τες.

 

4 Στο ίδιο, σ. 78.

5 Είναι γνωστό ότι ο Βασίλειος γεννήθηκε στην οικογένεια φτωχών Αρμενίων χωρικών, οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει από το Ταρόν της Αρμενίας στην Μακεδονία. Σύμφωνα δε με τη γενεαλογία του Βασιλείου που προφανώς συνέταξε ο ιερός Φώτος (Οικουμ. Πατριάρχης τα έτη 858- και 877-886) ο αυτοκράτορας ήταν απόγονος των βασιλιάδων Αρσακίδων της Μεγάλης Αρμενίας.

6 «Οι Φωκάδες του 10ου αι. ήταν πιθανότατα μεικτής καταγωγής. Η μία πλευρά τους ήταν ελληνική ή βαθειά ελληνοποιημένη, η άλλη πλευρά ήταν αρμενική. Είναι βέβαια αδύνατο να ειπωθεί με κάποια βεβαιότητα ποια πλευρά ήταν ελληνική και ποια αρμενική, αλλά αν κρίνουμε από το όνομα της οικογένειας η ελληνική πλευρά ήταν πιθανώς η αρσενική» (Χαράνη Πιτ., Οι Αρμένιοι στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μεταφρ. Ι. Κασσεσιάν, εκδ. «Αρμενικοί ορίζοντες», Αθήνα 1992, σ. 36).

7 Μπιλάλη Νικοδήμου (μοναχού) Ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, Τ. Α΄, Βίος του Οσίου, εκδ. Προηγ. Αθανασίου Λαυριώτου, Αγ. Ορος-Αθήνα 1975, σσ. 171-174.

8 Ο Ιωάννης Τσιμισκής γεννήθηκε στην Ιεράπολη της Τετάρτης Αρμενίας, η οποία ύστερα μετονομάστηκε «Τσιμισκατσάγκ» (βΩίΟ³Ν³·), δηλαδή «Πατρίδα του Τσιμισκή».

9 Στον γεωργιανό «Βίο των Αγ. Ιωάννου και Ευθυμίου» αναφέρεται ότι όταν ο νεαρός Ευθύμιος από τον Τάικ ήρθε στην Κωνσταντινούπολη, δεν ήξερε τη γεωργιανή γλώσσα. Πρόκειται για έναν υπαινιγμό περί καταγωγής του Αγίου· αν ο νεαρός δεν ήξερε γεωργιανή γλώσσα, σημαίνει ότι η μητρική του ήταν η αρμενική. Ας θυμηθούμε εδώ και το εξής· όπως είναι γνωστό ο Τορνίκ ήταν γιος της αδελφής της γυναίκας του Ιωάννου Ίβηρα. Ο διακεκριμένος βυζαντινολόγος Καζδάν υποθέτει ότι ο πατέρας του Τορνίκ θα μπορούσε να ήταν Γεωργιανός ενώ η μητέρα του Τορνίκ η Μαριάμ - Αρμένισσα. Άρα, αν αποκλείσουμε το ενδεχόμενο ότι ο Ιωάννης ο Ίβηρ είχε αρμενική καταγωγή, ο Αγ. Ευθύμιος ήταν Αρμένιος τουλάχιστον από την πλευρά της μητέρας του.

10 Για τη βιογραφία του Τορνίκ εν βάσει των αρμενικών, γεωργιανών και βυζαντινών πηγών βλ. Adonts Nik., Tornik le Moine. Etudes arm‘eno-byzantines, Lisbonne 1965, p. 297-318.

11 Βλ.²ΟΗέ»³έ ά»ρλΏλ νρΉ©« ΒαιέΗΟ»³έσ ΧΗυΥ³·ραυΓΗυέΑ© Ψ³ο»έ³·ρ³Ο³έ Ρ»ο³½ϋοαυΓΗυέέ»ρ« Ρ© Έ©« μΗ»έέ³« ΨΗΓ© ξε©«1938 (Ακινιάν Νερσές (αρχιμ.), Η γενεαλογία των Τορνικιάν, Βιβλιογραφικά μελετήματα, Τ. 4ος, εκδ. Μχιταριστών, Βιέννη 1938 (αρμενιστί)), σσ. 49-54.

12 Στο ίδιο, σσ. 62, 65-66. Ας σημειωθεί ότι ο Τορνίκ γνώριζε άριστα και την γεωργιανή γλώσσα, αφού σε μας έχουν φτάσει αρκετά γεωργιανά χειρόγραφα, που ο καλλιγράφος τους ήταν ο Τορνίκ. Η διγλωσσία αυτή κατά το Ρώσο ερευνητή Καζδάν μπορεί να εξηγηθεί με ενδεχόμενο ότι ο πατέρας του Τορνίκ ο Τσορντβανέλ (ελλ. Ζουρβανέλης) ήταν Γεωργιανός (βλ. Καζδάν Α. Π., Οι Αρμένιοι στο σύνολο, ο. παρ., σ.48-49). Ο π. Νερσές Ακινιάν όμως γράφει σχετικά. «Όπως το μαρτυρεί η επιγραφή του χατσκάρ, ο Τορνίκ ήταν Αρμένιος, γνώριζε τη μητρική του γλώσσα, όμως εφόσον στη λατρεία άνηκε στην Εκκλησία της Γεωργίας, συνήθισε και τα γεωργιανά» (Ακινιάν, Η γενεαλογία, οπ. παρ., σ. 64). Άλλωστε η διγλωσσία ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στην αριστοκρατία του Τάικ.

13 Βλ. Archives de l’Athos, XIX, Actes d’Iviron I. Des origins au mileu du XIe si‘ecle, ed. P. Lethielleux, Paris (VIe) 1985, p. 232.

14 Βλ. Actes de l’Athos IV. Actes de Zographou, publ. par W. Regel, E. Kurtz et B. Korablev. Ed Adolf M. Hakkert, Amsterdam 1969, p. 4-7.

15 Βλ. Παπαχρυσάνθου Δ., Ο Αθωνικός μοναχισμός. Αρχές και οργάνωση, εκδ. Μορφοτικού Ιδρύματος Εθν. Τραπέζης, Αθήνα 1992, σ. 351.

16 Βλ. Π© ΄³ρΓΗΟΫ³έ« §Ψ»Ν Ι³νρ³ΫΗ ³ι³ηέαρΉ (ειαοαλ) Β»αΟοΗλοαλΗ Ρ³Ϋ»ρ»έ λοαρ³·ραυΓΫαυέΑ (²ΓαέαυΩ Ρ³Ϋ ω³ΥΟ»Ήαέ³Ο³έέ»ρΗ ·αρΝαυέ»αυΓΫ³έ Ρ³ρσΗ ίαυρηΑ)¦« ΄³έµ»ρ Ψ³ο»έ³Ή³ρ³έΗ« 11 (1973) (Μπαρτικιάν Χ., «Η αρμενική επιγραφή του «Πρώτου» της Μεγίστης Λαύρας Θεόκτιστου (περί θέματος της δραστηριότητας των Αρμενίων χαλκηδονίων στον Άθωνα)», Δελτίο του Ματεναδαράν 11 (1973), (αρμενιστί)), σσ. 68-71.

17 Βλ. ²ΟΗέ»³έ ά»ρλΏλ νρΉ©« κΗΩΏαέ δΥέΣ³Ρ³έ»σΗ »υ Ηρ Γ³ρ·Ω³έαυΓΗυέέ»ρΑ νρ³σ»ρΏέΏ« ²½·³ΫΗέ Ω³ο»έ³Ή³ρ³έ« Ρ© ΦΞΈ« μΗ»έέ³« ΨΗΓ© οε©« 1951 (Ακινιάν Νερσές (αρχιμ.), Ο Συμεών του Πχινδζαχάνκ και οι μεταφράσεις από τα γεωργιανά, Εθνική βιβλιοθήκη, Τ. 164ος, εκδ. Μχιταριστών, Βιέννη 1951 (αρμενιστί), σ. 249-252.