Mισάκ Μετζαρέντς Εκτύπωση

METZARENTS

Ζακ Νταματιάν
Ιανουάριος- Μάρτιος 2016, τεύχος 88

Ο κατά κόσμον Μισάκ Μετζαντουριάν γεννιέται το 1886 από οικογένεια εμπόρων, στο Πινκιάν της επαρχίας Άγκν, στη δυτική όχθη του Ευφράτη της Δυτικής Αρμενίας. Το χωριό του είναι περιστοιχισμένο από απόκρημνα βράχια και φαράγγια, που αποτελούν φυσικό οχυρό, ενώ στη μια πλευρά του μόνο από ποτάμι. Συνδέεται με τον κάμπο μέσω μιας γέφυρας, η οποία σηκώνεται τη νύχτα, καθώς και σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης. Σύμφωνα με το λαογράφο Καρεκίν Σερβαντσιάν, οι κάτοικοι του Πινκιάν, σε κάθε δωμάτιο, στις δυο πλευρές έχουν όπλα, στην τρίτη βιβλία και στην τέταρτη είδη κάλυψης στομαχικών αναγκών. Σε αυτό το περιβάλλον, ο μοναχικός και υπερβολικά ήσυχος για την ηλικία του μικρός Μισάκ επιλέγει το βιβλίο. Τα πρώτα του γράμματα τα μαθαίνει στο σχολείο Μεσροπιάν του χωριού. Το 1895 η οικογένεια μετακομίζει στο Σιβάς (Σεβάστεια), όπου συνεχίζει τη βασική του εκπαίδευση στο σχολείο Αραμιάν. Το 1896 εγγράφεται στο εσώκλειστο κολλέγιο «Ανατόλια». Εκεί γίνεται πιο κοινωνικός. Μετέχει σε θεατρικά σχήματα και έρχεται σε επαφή με τη λογοτεχνία, διαβάζοντας βιβλία στην αρμενική, την τουρκική και την αγγλική γλώσσα. Γράφει ποιήματα στους τοίχους του υπνωτηρίου και στο οπισθόφυλλο εμπορικών φυλλαδίων.
Το 1901 ένα γεγονός πρόκειται να στιγματίσει μοιραία τη ζωή του. Τούρκοι χασάπηδες, συγχέοντάς τον με πρόσωπο με το οποίο είχαν διαφορές, τον ξυλοκοπούν και τον μαχαιρώνουν. Ο Μισάκ, μετά από αυτήν την επίθεση, προσβάλλεται από φυματίωση. Ακολουθεί για λίγους μήνες θεραπεία στο Μοναστήρι του Αγίου Ιακώβου. Έπειτα εργάζεται για λίγο στην εμπορική επιχείρηση του αδερφού και του ξαδέρφου του, ως ελεγκτής.
Το 1902 πηγαίνει κοντά στον πατέρα του στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί συνεχίζει τη μόρφωσή του στην Σχολή «Γκετροναγκάν». Τότε ξεκινά και η πιο δημιουργική περίοδος της καλλιτεχνικής του ζωής. Τα πρώτα του ποιήματα τα συγκεντρώνει σε ένα τετράδιο με τον τίτλο «Χτυποκάρδια». Ακολουθούν οι ποιητικές συλλογές «Ουράνιο Τόξο» (1903-1906) και «Νέες ποιητικές δημιουργίες» (1906-1907), που θα εκδοθούν το 1907. Γράφει πεζά, διηγήματα και κριτικά άρθρα. Εργάζεται παράλληλα στον περιοδικό Τύπο. Η ασθένειά του, όμως, τον καταβάλλει και το 1905 εγκαταλείπει τις σπουδές του.
Στα πλαίσια του καταπιεστικού πολιτικού περιβάλλοντος της σουλτανικής εξουσίας, ο Μισάκ Μετζαρέντς, μέσα από το έργο του, προβάλλει ανθρωπιστικές αξίες και ψήγματα οικολογικής συνείδησης. Ο φυσιολάτρης ποιητής διακατέχεται από ρομαντισμό, χρησιμοποιεί συμβολισμούς, ενώ κυρίαρχες είναι οι παρομοιώσεις. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο χαρακτήρα• αγαπά τη μοναχικότητα και την ατμοσφαιρικότητα της νύχτας. Χαρακτηριστικό της ψυχοσύνθεσής του και του πόνου που βιώνει λόγω της αρρώστιας του, που του στερεί τον έρωτα και τις χαρές της ζωής, αποτελεί το μελοποιημένο από τον Παρσέγ Γκανατσιάν* αριστούργημά του «Άσμα Έρωτα». Πριν πεθάνει, γράφει σε ένα φίλο του ότι η φυματίωση τον χτύπησε με όλες της τις δυνάμεις και τελικά τον νίκησε. Σβήνει το 1908, σε ηλικία 22 ετών, στην αγκαλιά της μητέρας του, με τη λέξη «μαϊρίγκ» στα χείλη.

*Παρσέγ Γκανατσιάν (1885 Ραιδεστός- 1967 Βηρυτός): μελοποιός του αρμενικού εθνικού ύμνου, συνθέτης, μαέστρος, καθηγητής. Είναι ο δημιουργός μελωδιών μοναδικής ωραιότητας, με πιο χαρακτηριστικά έργα το πατριωτικό «Παμ Ποροντάν» και το κορυφαίο χορωδιακό δραματουργικό «Νανόρ».

Άσμα Έρωτα

Η νύχτα είναι γλυκιά, νύχτα ηδονική,

χρισμένη με χασίσι και βάλσαμο,

από δρόμους φωτεινούς περνώ μεθυσμένος,

η νύχτα είναι γλυκιά, νύχτα ηδονική.

Φιλιά έρχονται από τον αέρα και τη θάλασσα,

φιλί από το φως που ανθεί από τέσσερις μεριές,

απόψε είναι Γιορτή, της ψυχής μου Κυριακή,

φιλιά έρχονται από τη θάλασσα και τον αέρα.

Αλλά το φως της ψυχής μου λίγο λίγο φθείρεται,

τα χείλη μου διψούν για ένα φιλί.

Νύχτα χαράς είναι, φως και φεγγάρι,

αλλά το φως της ψυχής μου λίγο λίγο φθείρεται.