ΜΑΡΙΚΑ ΝΙΝΟΥ - Σαν άστρο εβασίλεψα* |
Μαρτυρίες και ντοκουμέντα Τάσος Κακλαμάνης - Εταιρεία Ιστορικών Ερευνών «ΛΥΚΙΑ» Οι ιστορίες των ανθρώπων και των πολιτισμών είναι Οδύσσειες και Ιλιάδες αντίστοιχα. Τυχαίνει, όμως, οι ζωές κάποιων ανθρώπων, όπως αυτή της Μαρίκας Νίνου, να είναι και τα δύο. Στον σύντομο βίο της χώρεσε η Γενοκτονία των Αρμενίων, η μικρασιατική Γενοκτονία, ο προσφυγικός ξεριζωμός, η προσφυγική Ελλάδα του μεσοπολέμου, οι λαϊκές φτωχογειτονιές της Κοκκινιάς και του Αιγάλεω, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η ιταλική και γερμανική Κατοχή, το όνειρο της Αμερικής. Hζωή της είναι η νεότερη ιστορία της Αρμενίας, της Μικράς Ασίας και της Ελλάδας μαζί. Γεννημένη στο καράβι της προσφυγιάς, γλιτώνει την ασφυξία της γέννας και μετατρέπει τον βρεφικό επιθανάτιο ρόγχο της σε σπαρακτικό βιωματικό τραγούδι, ως μούσα του μεγαλύτερου Έλληνα λαϊκού συνθέτη Βασίλη Τσιτσάνη. Η Νίνου είναι η απόλυτη προσομοίωση ενός ολόκληρου κατατρεγμένου ελληνισμού που καταφέρνει να επιβιώσει και να μεγαλουργήσει, γεννώντας έναν νέο, στιβαρό και συγκινητικό λαϊκό πολιτισμό, μια νέα ζωή με αξιοπρέπεια και δημιουργία. Οι τρεις σταθμοί της ζωής της Νίνου Αρμενική Κιλικία, 1921 «Η μητέρα μου ήταν ήδη φίλη της μαμάς της Μαρίκας από το Σις (Κοζάν) της Κιλικίας. Ο πατέρας της Μαρίκας, ο Χάικ Αταμιάν, ήταν από την Καισάρεια. Πριν το ’22 είχαν αρχίσει οι σφαγές και οι διωγμοί των Αρμενίων. Κατά τα τέλη του 1921 υπογράφηκε η γαλλο-κεμαλική συμφωνία, και παραδόθηκε η Κιλικία στους κεμαλικούς. Εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους όλοι οι Αρμένιοι και εν γένει οι χριστιανοί της Κιλικίας. Όλοι έφευγαν τρομοκρατημένοι. Περπατούσανε τρεις μήνες προς Ταρσό και Μερσίνα…» (Ασαντούρ Εμπεγιάν, Νίκαια, 06.12.2020) Τα ελληνικά πλοία αποπλέουν από το λιμάνι της Μερσίνας φορτωμένα με Έλληνες και Αρμένιους πρόσφυγες. Μαζί και η οικογένεια Αταμιάν. Πρώτη προσπάθεια αποβίβασης η Κύπρος. Οι Άγγλοι, ωστόσο, δεν το επιτρέπουν. Στα πλοία, οι πρόσφυγες υποφέρουν από το κρύο και την πείνα. Ξεσπούν επιδημίες πανώλης και ευλογιάς. «Το πρώτο βαπόρι που έφυγε λεγόταν “Κωνσταντίνος”. Το βαπόρι μας στάθηκε στην Κύπρο, απέναντι στον Άγιο Ανδρέα. Δεν σίμωσε στο λιμάνι. Στ’ ανοιχτά έμεινε πέντε μέρες. Μας έπιασε θάλασσα. Είχαμε τροφές ίσα ίσα να μην πεθάνουμε…» (Μιχαήλ Μιχαηλίδης, Κόρινθος, 08.04.1965, Κ.Μ.Σ.) Τραγική ειρωνεία: Το 1917, η Αρμενική Λεγεώνα, με την υπόσχεση μιας ελεύθερης Κιλικίας, αφού εκπαιδεύτηκε στην αγγλοκρατούμενη Κύπρο, απελευθέρωσε την Κιλικία υπό τη σημαία της Γαλλίας. Όμως, το 1921, οι Άγγλοι δεν δέχονταν τους Αρμένιους πρόσφυγες στην Κύπρο, και οι Γάλλοι δεν τους δέχονταν στη Συρία. Οι Γάλλοι εγκατέλειψαν την Κιλικία και τους χριστιανικούς πληθυσμούς, χαρίζοντας στον Κεμάλ τον βαρύ οπλισμό και τα πυρομαχικά τους (ΥΠ.ΕΞ. Φ. 1921/47.1), και βοηθώντας έτσι στην κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή. Αγνωμοσύνη και προδοσία «συμμάχων» στο μεγαλείο τους. Σε αυτές τις τραγικές συνθήκες, γεννιέται η μικρή Ευαγγελία Αταμιάν, η αργότερα γνωστή ως Μαρίκα Νίνου. «Λόγω της ταλαιπωρίας, τη μαμά της Μαρίκας, τη Σιμαγκιούλ, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε στο καράβι. Ήταν 1922, κι αυτή έβγαινε στον κόσμο μελανιασμένη, ανάμεσα σε φωτιά και νερό. Τρόμαξε ο καπετάνιος έτσι όπως του φάνηκε μισοπεθαμένο το παιδί, δεν σάλευε διόλου. Κρατώντας το η γιαγιά μου στα χέρια της, αποφάσισαν να το κατεβάσουν στα αμπάρια που ήταν οι μηχανές του καραβιού για να ζεσταθεί, μήπως και το σώσουν. Το νεογνό ζεστάθηκε, και έτσι σώθηκε. Τη βάφτισαν αμέσως, μην τυχόν πεθάνει αβάφτιστη. Ο καπετάνιος-νονός τής έδωσε το όνομα του πλοίου του, “Ευαγγελίστρια”. Της έβαζε το λάδι κι έτρεμαν τα χέρια του […]» (Γκιούλα Αταμιάν, ανιψιά Μαρίκας Νίνου)
Οι πρόσφυγες της Κιλικίας φτάνουν τελικά στη Σμύρνη. Ο διαβόητος Ύπατος Αρμοστής Σμύρνης Στεργιάδης προσπάθησε αρχικά να τους εμποδίσει, αλλά υποχώρησε μετά από πίεση της ελληνικής κυβέρνησης. Κάποιοι, όπως η οικογένεια Αταμιάν, αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη, άλλοι συνέχισαν προς Πειραιά και Κωνσταντινούπολη. «Ήρθαμε στη Σμύρνη. Μείναμε τρεις μέρες στα Βουρλά, σε καραντίνα. Μας βγάλανε και μας κάνανε κλίβανο τα ρούχα. Κοντά στη Σμύρνη ήταν […]» (Μιχαήλ Μιχαηλίδης, Κόρινθος, 08.04.1965, Κ.Μ.Σ.) Το μικρασιατικό μέτωπο καταρρέει Αύγουστο του 1922. Ο ελληνικός στρατός υποχωρεί άτακτα, και στις 24 Αυγούστου (6 Σεπτεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) εγκαταλείπει τη Σμύρνη το τελευταίο τμήμα του, η Αρμενική Λεγεώνα, οι Αρμένιοι του μικρασιατικού μετώπου. Ο τουρκικός στρατός εισέρχεται στη Σμύρνη θριαμβευτής. Τον Σεπτέμβριο του ’22 γράφεται μία από τις τραγικότερες σελίδες της ιστορίας του ελληνισμού, αλλά και όλης της ανθρωπότητας. Η φωτιά που έκαψε τη Σμύρνη ξεκίνησε από την αρμενική συνοικία. Οι Τούρκοι είπαν πως την έβαλαν οι Αρμένιοι, αλλά η ιστορία και οι μαρτυρίες Ελλήνων και ξένων τούς διαψεύδουν. «Στην αρχή, οι κύριοι ένοχοι ήταν Τούρκοι πολίτες, κάτοικοι της πόλης. Εγώ ο ίδιος τους είδα οπλισμένους με τουφέκια να παρακολουθούν τα παράθυρα των χριστιανών, έτοιμοι να πυροβολήσουν κάθε κεφάλι που πρόβαλλε.Λεηλατημένες οικίες και καταστήματα, διαμελισμένα πτώματα, κραυγές βιασμένων γυναικών και κοριτσιών, αποκεφαλισμένοι άνδρες, πυροβολισμοί και ουρλιαχτά αρχίζουν να συνθέτουν το σκηνικό της πόλης […]» (GeorgeHorton, Γενικός Πρόξενος ΗΠΑ στην Ανατολή) Η οικογένεια Αταμιάν, όπως χιλιάδες άλλες, βιώνει τραγικές στιγμές μέχρι να βρει πλοίο να γλιτώσει. «Στους δρόμους γινόταν φονικό, έμοιαζε με σφαγείο, πήραν τον πατέρα μου και όλους τους άλλους άνδρες... Ύστερα έβαλαν φωτιά στο ξενοδοχείο. Επειδή είχαμε αμπαρώσει τις πόρτες, αναγκαστήκαμε να φύγουμε από τα παράθυρα, και έτσι άρχισε η ατέλειωτη διαδρομή ως τον μόλο... Γυναίκες και παιδιά καθόμαστε σε μια μακριά ουρά δίπλα στη θάλασσα, όπου βρίσκονταν ιταλικά, γαλλικά και αγγλικά πλοία και θαλαμηγοί. Τα αδέλφια μου, Μπαρκέβ, Κοχαρίκ και η Ευαγγελία μωρό, η μητέρα μου κι εγώ περιμέναμε όλο προσδοκία. Το Αιγαίο είχε βαφτεί κόκκινο από το αίμα καθώς πυρπολούσαν το λιμάνι αυτής της όμορφης πόλης, σκότωναν τις γυναίκες, βίαζαν τις πιο όμορφες, ενώ τα ξένα πλοία τη νύχτα άναβαν τους προβολείς τους για να απολαύσουν το αποτρόπαιο θέαμα. Τελικά επιβιβαστήκαμε σ’ ένα καράβι και ταξιδέψαμε απέναντι στην Καλλονή... Με άλλο καράβι μάς πήγαν στον Πειραιά. Η Ευαγγελία ήταν τόσο μικρή, και είχε υποστεί μια τραγωδία απ’ όταν γεννήθηκε. Ο Θεός μάς βοήθησε […]» (Αρσαγκουί Αρουτζιάν-Αταμιάν, αδερφή Μαρίκας Νίνου, Μπουένος Άιρες, 17.07.2006) «Μια μέρα πριν είχαν σφάξει τον πατέρα της μπροστά στα μάτια της οικογένειάς του. Από τότε και μετά —όπως έλεγε κι η ίδια— την κυνηγούσε η σφαγή. Και δεν σταμάτησε να την κυνηγάει μέχρι το τέλος. Και όταν ήταν η μικρή Αρμένισσα Ευαγγελία Αταμιάν, και όταν έγινε η μεγάλη ντίβα Μαρίκα Νίνου». (Γκιούλα Αταμιάν, ανιψιά Μαρίκας Νίνου)
Στην Ελλάδα, οι Αρμένιοι πρόσφυγες του 1922 πέρασαν πολύ πιο δύσκολα από τους υπόλοιπους, δίχως κρατική μέριμνα και κάνοντας τις πιο βαριές δουλειές: «Δεν δυνάμεθα να παραδεχθώμεν όπως οι Αρμένιοι πρόσφυγες διακριθώσιν εις αποκτήσαντας την ελληνικήν ιθαγένειαν και μη. Διά την παροχήν αυτοίς ευεργετημάτων, άτινα παρέχονται και εις τους λοιπούς πρόσφυγας, το Κράτος ουδεμίαν υποχρέωσιν έχει να εξακολουθήση την συνδρομήν και στέγασιν αλλοεθνών προσφύγων, ως οι εις την Ελλάδα καταφυγόντες Αρμένιοι». (Υπουργείο Πρόνοιας προς Ε.Α.Π.) «Ήρθανε το ’22 στον Πειραιά, τρυπήσανε πηγάδι, κόψανε πλίθια και χτίσανε παράγκες. Όλα τα σπίτια υγρασία. Νερό δεν είχαμε, κουβαλάγαμε. Στην Κοκκινιά, η Μαρίκα έμενε στην οδό Μεγάρων... Και φτώχεια ζήσαμε, και νηστικά κοιμηθήκαμε, άστα να πάνε... Αλλά βγήκαμε καλοί ανθρώποι. Και περήφανοι για τους γονείς μας και για τη φυλή μας […]» (Χαϊγκανούς Λαζιάν, ξαδέρφη Μαρίκας Νίνου, Νίκαια, 13.02.2020) «Μπροστά στο σπίτι είχε ένα [αρμενικό] σχολείο. Η Μαρίκα ήτανε μικρό ακόμα, και καθισμένη ντροπαλά στο παράθυρο που έβλεπε στην αυλή, μάθαινε με ενθουσιασμό κάθε αρμενικό ή ελληνικό τραγούδι, ώσπου μια μέρα η δασκάλα τη δέχτηκε στο σχολείο και τη ρώτησε τι ήξερε να τραγουδήσει. Η Βαγγελιώ τραγούδησε τόσο όμορφα που την έβαλαν να παίξει στη γιορτή του τέλους του σχολικού έτους ένα νανούρισμα […]» (Αρσαγκουί Αρουτζιάν-Αταμιάν, αδερφή Μαρίκας Νίνου, Μπουένος Άιρες, 17.07.2006) «Υπήρχαν δύο αρμενικά σχολεία στην Κοκκινιά, το Ζαβαριάν και το Ασκαΐν, που ήτανδίπλαστηνεκκλησίατουΑγίου Ιακώβου.Σ’ αυτό πήγε η Νίνου. Ο Αρίς Καλφαγιάν,δάσκαλος- μουσικολόγος, έκπληκτος απ’ τη φωνή της, την έμαθε να γράφει και να διαβάζει νότες σαν το αλφάβητο, της έμαθε να τραγουδά και να παίζει μαντολίνο.Έψελνεαπό 6-7 ετών στηνεκκλησίακάθε Κυριακή. Κάθε Μεγάλη Πέμπτη, τη νύχτα, η εκκλησία σβήνει όλα τα φώτα, ούτε κερί. Η Μαρίκα έψελνε εκείνο το βράδυ [το τροπάριο]«Oυρ ες μάιρ ιμ» (πού είσαι μητέρα μου). Ηεκκλησία γέμιζε, οι μισοίήταν Έλληνες, όλη η γειτονιά απέναντι απ’ το σχολείο ήταν Έλληνες, ακούγανε. Έψελνε τόσο ωραία, ήταν γεννημένη γι’ αυτό το τροπάριο. Ήταν σπαρακτική. Ένας άγγελος! […]» (Ασαντούρ Εμπεγιάν, γεν. 1928, Νίκαια, 06.12.2020) Το 1939, στα 17 της, η Μαρίκα παντρεύτηκε με προξενιό τον Χάικ Μεσροπιάν και το 1940 γέννησε τον γιο της Χοβαννές. Ο γάμος ωστόσο δεν «έδεσε» και το ζευγάρι χώρισε. Στην Κατοχή, η Μαρίκα είχε ήδη γυρίσει με τον γιο της πίσω στη μάνα της. Λίγο μετά την απελευθέρωση, ο Χάικ μαζί με χιλιάδες Αρμένιους έφυγε για την Αρμενία. «Οι Αρμένιοι είχαν μπει στον αγώνα ενάντια στον κατακτητή, στην Αντίσταση, και ξεπλήρωσαν με το αίμα τους τη μητέρα Ελλάδα για τη φιλοξενία της. Τα ξημερώματα της Πέμπτης 17 Αυγούστου 1944 έλαβε χώρα το Μπλόκο της Κοκκινιάς στην πλατεία Οσίας Ξένης... Την ίδια ώρα, στη Νεάπολη, στα Αρμένικα, γινόταν κι άλλο μπλόκο· όσοι συνελήφθησαν οδηγήθηκαν στη Μάντρα για εκτέλεση (υπολογίζεται ότι ήταν 350 άτομα). Στη συνέχεια, οι Ναζί και οι συνεργάτες τους έβαλαν φωτιά στα σπίτια, γι’ αυτό η περιοχή μετονομάστηκε «Καμένα». Όσοι δεν εκτελέστηκαν οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου (περίπου 8.000), όπου είτε τουφεκίστηκαν είτε πήραν τον δρόμο για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία... Τα Αρμένικα είχαν καεί στο Μπλόκο [...]» (Διδακτορική Διατριβή, Κυριακή Α. Παπαθανασοπούλου, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 2020) «Από τα τρία αδέρφια που είχε η μάνα μου, έζησε μόνο ο ένας, ο μικρότερος, ο Αρτίν. Ο πρώτος, ο Μπεντρός, πέθανε πριν την Κατοχή από πλευρίτιδα, αρρώστια αρκετά διαδεδομένη εκείνη την εποχή. Ο δεύτερος, ο Μπογός, πέθανε κάτω από αρκετά περίεργες συνθήκες. Μπήκαν μαζί με τον Μπαρκέβ σε μια αποθήκη των Γερμανών για να κλέψουν αλεύρι, έγιναν όμως αντιληπτοί από τους ταγματασφαλίτες που φύλαγαν την αποθήκη. Οι τελευταίοι άρχισαν να πυροβολούν και να ρίχνουν δακρυγόνα, ή κάτι τέτοιο. Κατάφεραν και οι δύο να το σκάσουν, αλλά όταν έφθασαν στο σπίτι, φάνηκε ότι τα αφτιά του Μπογός είχαν πάθει κάποια σοβαρή βλάβη, μάλλον στο εσωτερικό, στον λαβύρινθο. Είχε αφόρητους πονοκεφάλους και ιλίγγους. Πέθανε πολύ σύντομα. Η ανθρώπινη ζωή είχε μικρή αξία την εποχή εκείνη. Οι άνθρωποι πέθαιναν τόσο εύκολα [...]» (Κυριάκος Αθανασίου, Υιός συμμορίτου, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Βιβλιόραμα, 2003) Η Μαρίκα στην Κατοχή παλεύει να επιβιώσει, και γνωρίζει τον Νίνο. «Η Μαρίκα ήταν καπάτσα. Στην Κατοχή πήγαινε στην επαρχία για ανταλλακτικό εμπόριο. Τι είχαν ανάγκη οι βλάχοι; Έδινε τι τους έλειπε (δαντέλες, κεντήματα, ρούχα), κι έφερνε πίσω τρόφιμα. Σε μια τέτοια εξόρμηση γνώρισε τον δεύτερο άντρα της, Νίκο-Νίνο Νικολαΐδη […]» (Χάικ Κασαρτζιάν, ανιψιός Μαρίκας Νίνου, Νίκαια, 13.02.2020) Η μητέρα του Νίνο ήταν Αρμένισσα και δούλευε στο θέατρο. Αυτή της έδωσε το όνομα «Μαρίκα», από τη μεγάλη ηθοποιό Μαρίκα Κοτοπούλη. Το «Νίνου» είναι από το παρατσούκλι του γιου της. Η άνοδος και η πτώση ενός άστρου Απελευθέρωση! Το ζευγάρι, με τον μικρό τους γιο Χοβαννές, φεύγει συχνά ως ακροβατικό «2 & 1/2 Νίνο» για περιοδείες στην επαρχία, μαζί με τα θεατρικά μπουλούκια. Μετακομίζει στο Αιγάλεω, ενώ συνεχίζει τα ακροβατικά νούμερα σε Αθήνα, Πειραιά και προάστια. Οι κόσμοι θεάτρου και μουσικής είναι πολύ κοντινοί, οι μουσικοί παίζουν σε θεατρικές παραστάσεις και οι ακροβάτες στα λαϊκά κέντρα. Έτσι, το 1948, η Μαρίκα κάνει το μεγάλο άλμα από το σανίδι του θεάτρου στο σανίδι του πάλκου! Το ταλέντο της ανακαλύπτουν πρώτοι ο ηθοποιός Πέτρος Κυριακός, ο συνθέτης Μανώλης Χιώτης και ο τραγουδιστής Στελλάκης Περπινιάδης. Σύντομα την ανακαλύπτει ο λαϊκός συνθέτης Βασίλης Τσιτσάνης, που την κάνει μούσα του και γράφει για τη φωνή της αξεπέραστες επιτυχίες που έμειναν ιστορικές: «Ξημερώνει και βραδιάζει», «Απόψε κάνεις μπαμ», «Η Σεράχ», «Η Ζαΐρα», «Τα καβουράκια», «Έλα όπως είσαι» κ.ά. Το θρυλικό δίδυμο Τσιτσάνης-Νίνου κυριαρχεί για μια πενταετία στα λαϊκά πάλκα και στη δισκογραφία.
Με πολλή αγάπη, σεβασμό και συγκίνηση. * Ο ξεριζωμός της Κιλικίας και η οικογένεια της Ευαγγελίας Αταμιάν-Μαρίκας Νίνου. Μαρτυρίες και ντοκουμέντα από το υπό έκδοση βιβλίο Μαρίκα Νίνου – Σαν άστρο εβασίλεψα, Τάσος Κακλαμάνης & Κατερίνα Τσιρίδου (θα παρουσιαστεί τέλη του 2022). |