Αράμ Χατσαντουριάν: 30 χρόνια από το θάνατο του Εκτύπωση E-mail

Αζνίβ Γεραμιάν

Τεύχος: Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2008

 

Φέτος η Αρμενία με μια σειρά μουσικών εκδηλώσεων τιμά τα 30 χρόνια από το θάνατο του Αράμ Χατσαντουριάν. Με την ευκαιρία αυτή το περιοδικό μας αναφέρεται στη μνήμη του με ένα σύντομο αφιέρωμα στη ζωή και το έργο του.

Το έτος 2003 ήταν αφιερωμένο στα 100 χρόνια από τη γέννηση του Αράμ Χατσαντουριάν και χαρακτηρίστηκε από την Ουνέσκο “Έτος Αράμ Χατσαντουριάν”. Τιμή η οποία απονέμεται μόνο σε σημαντικές προσωπικότητες με αξιόλογη συμβολή στον παγκόσμιο πολιτισμό και ο Χατσαντουριάν είχε μια μοναδική ιστορική πορεία στον τομέα της μουσικής. Οι ιδιοφυείς δημιουργίες του συνθέτη συνέβαλλαν ώστε να αναγνωρισθεί παγκοσμίως η αυθεντικότητα της αρμενικής εθνικής μουσικής, η οποία αποτέλεσε μέρος του ρεπερτορίου των επαγγελματιών μουσικών.

Ο Χατσαντουριάν καινοτόμησε καθώς συνδύασε στις δημιουργίες του, τον Ασιατικό και το Δυτικό μουσικό πολιτισμό. Ήταν η παρακαταθήκη του στην παγκόσμια μουσική κοινότητα. Ο διάσημος ρώσος συνθέτης, Rodion Shchedrin είπε: «Ο Αράμ Χατσαντουριάν είναι η πηγή της σύγχρονης μουσικής. Προσέγγισε την παραδοσιακή μουσική και την κατέστησε βάση των δημιουργημάτων του. Υπ’ αυτή τη μορφή οι ολοκληρωμένες συνθέσεις του, απεικονίζουν τις μουσικές όλου του κόσμου. Τον Αράμ Χατσαντουριάν τον γέννησε η Αρμενία και ανήκει σ’ αυτήν, αλλά εξ’ ίσου αντιπροσωπεύει τη Ρωσία και τον υπόλοιπο κόσμο». Πράγματι, τα έργα του βασίζονται στην ιδιοσυγκρασία και τον πολιτισμό των Αρμενίων, αλλά συγχρόνως ενσωματώνουν τον επαγγελματισμό της ευρωπαϊκής και της ρωσικής κλασικής μουσικής. Η αναπόσπαστη επαφή του με τη μουσική παράδοση του τόπου του, αποτέλεσε το υπόβαθρο των συνθέσεων του προικισμένου με εξαιρετική ικανότητα μουσικό, μέσα από τις οποίες εκφράστηκε έντονα και τολμηρά, μεταδίδοντας ζωντανή ενέργεια και δύναμη στο ακροατήριό του.

 

 

Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Τιφλίδα ήταν μια πολυεθνική πολυπολιτισμική πόλη, Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Αζέροι, Ρώσοι, Εβραίοι κ.ά. αποτελούσαν μέρος του πολιτιστικού παζλ, έτσι η όσμωση των πολιτισμικών και καλλιτεχνικών παραδόσεων ήταν το φυσικό επακόλουθο. Ο Α. Χατσαντουριάν γεννήθηκε και πέρασε τα εφηβικά του χρόνια σε αυτή την πόλη. Ανατράφηκε στην οικογένεια ενός ταπεινού βιβλιοδέτη με τέσσερα παιδιά, η οποία αγαπούσε τις τέχνες και το τραγούδι. Η παραδοσιακή μουσική και η πολιτιστική ποικιλία της Τιφλίδας διαμόρφωσαν καλλιτεχνικά το διάσημο μουσικό.

Τα μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας ασχολήθηκαν επαγγελματικά με το θέατρο, ενώ ο μικρότερος Αράμ στράφηκε προς τη μουσική. Ως μαθητής συμμετείχε στο σύνολο κρουστών του σχολείου του και αναπαρήγαγε τα τραγούδια που μάθαινε στο μάθημα της μουσικής στο παλαιό πιάνο του πατέρα του. Το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν να διαμορφώνει νέους ρυθμικούς ήχους, χτυπώντας τις καρέκλες και τα έπιπλα του σπιτιού.

Οι ήχοι της αστικής πόλης της Τιφλίδας, τα τραγούδια των ασούγ (τροβαδούρων), οι ορχήστρες στα πάρκα της πόλης ενεργοποίησαν το νου και τη φαντασία του και όλα αυτά τα αποτύπωσε αργότερα στις συνθέσεις του.

Αναγνωρίζοντας το ταλέντο του Αράμ ο μεγαλύτερος αδελφός του Σουρέν -θεατρικός παραγωγός στη Μόσχα- βοήθησε το 14χρονο αδελφό του να εγκατασταθεί στη Μόσχα, όπου εκεί ανακάλυψε έναν κόσμο ευκαιριών.

Τελειώνοντας τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αρχικά παρακολούθησε βιολογία και ακολούθως μαθηματικά και φυσική στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Παρά ταύτα τον συγκίνησε ιδιαίτερα το καλλιτεχνικό περιβάλλον της πρωτεύουσας. Η ακαταμάχητη δύναμη της μουσικής ήταν ελκυστική, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει την επιστημονική του σταδιοδρομία και να εγγραφεί στη «Μουσική Ακαδημία Gnesin», σπουδάζοντας αρχικά βιολοντσέλο. Με την προτροπή των καθηγητών του, παρακολούθησε μαθήματα σύνθεσης. Ο ίδιος ο Michail Gnesin αναγνωρίζοντας τη μεγαλοφυΐα του νεαρού μουσικού, τον αποκάλεσε «ακατέργαστο πολύτιμο λίθο».

Τέσσερα χρόνια αργότερα ο 23χρονος πλέον Χατσαντουριάν γράφτηκε στο ωδείο της Μόσχας, στο τμήμα της σύνθεσης, όταν οι συνομήλικοί του αποφοιτούσαν. Διεφάνη αμέσως ότι είχε τεράστια συνθετική δυνατότητα. Ήδη οι δημιουργίες του από τα πρώτα του βήματα στο ωδείο («Χορός για Βιολί», «Ποιητικό Τραγούδι», «Τοκάτα για Πιάνο», «Τρίο για Κλαρινέτο» κ.ά.) ακόμα και σήμερα αντανακλούν φρεσκάδα.

Απεφοίτησε από το ωδείο με άριστα, το 1934. Η πρώτη του συμφωνία τον κατέταξε δίπλα στους Rakhmaninov, Taneyev και Skriabin, οι οποίοι ήταν απόφοιτοι του ίδιου ωδείου. Ο Χατσαντουριάν ήταν αναγνωρισμένος συνθέτης ήδη από τα πρώτα του βήματα. Έγραψε μουσική δωματίου και επιτυχημένη μουσική για τον κινηματογράφο όπως για την ταινία «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ, αλλά και για τον αρμενικό κινηματογράφο για την ταινία «Πέπο».

Η παγκόσμια μουσική κοινότητα χαρακτήρισε το «Κονσέρτο για Πιάνο» ως αριστούργημα και τον συμπεριέλαβε μεταξύ των κορυφαίων δημιουργών. Έχοντας το διαβατήριο του παγκόσμιου συνθέτη, συνέχισε να γράφει μουσική για τον κινηματογράφο, όπως «Lope de Vega’s Valencian Widow», τη «Μασκαράτα» κ.α. Αυτές τις επιτυχίες ακολούθησαν το «Συμφωνικό Ποίημα» με συμμετοχή χορωδίας, το «Κονσέρτο για Βιολί» το οποίο εκτελέστηκε από τον διάσημο David Oistrakh και έτυχε παγκόσμιας αναγνώρισης όπως και το «Κονσέρτο για Πιάνο». Και τα δυο αυτά έργα ερμηνεύτηκαν από τους διασημότερους μουσικούς του κόσμου.

Ταυτόχρονα, ο Α. Χατασαντουριάν συνέθεσε το μπαλέτο «Ευτυχία» το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Μόσχα το 1939 επ’ ευκαιρία της «Εβδομάδας Αρμενικής Τέχνης» και αποτέλεσε αργότερα τη βάση του μπαλέτου «Καγιανέ».

Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος ήταν πηγή έμπνευσης για πολλούς συνθέτες, οι οποίοι συνέδεσαν τη φήμη τους με μερικά από τα καλύτερα έργα τους, όπως οι Prokofiev «Συμφωνία αριθμός 5», Shostakovich «Συμφωνία αριθμός 7»). Ο Χατσαντουριάν ο οποίος ήταν ήδη ένας από τους τρεις κορυφαίους σοβιετικούς συνθέτες, έγραψε τη «Συμφωνία αριθμός 2» ή όπως ονομάζεται «Συμφωνία των Σημάντρων». Σύμφωνα με τον Shostakovich, ο Χατσαντουριάν με τη συμφωνία αυτή «…απέδωσε το τραγικό στον ύψιστο βαθμό, εντούτοις στο έργο διακρίνεται μια βαθιά αισιοδοξία και ευφροσύνη…». Το επόμενο έργο του «Συμφωνία αριθμός 3» (1947) είναι ένας ύμνος προς τη Νίκη.

Ο Χατσαντουριάν εξελίχθηκε σε αυθεντία ως μουσικοσυνθέτης αλλά και ως καθηγητής στη Μουσική Ακαδημία της Μόσχας. Δίδαξε συνθέτες οι οποίοι στη συνέχεια εκπαίδευσαν άλλους διάσημους συνθέτες από τη Ρωσία, τη Γεωργία, την Αρμενία, τη Ρουμανία, την Ιαπωνία κ.α.. Διαμόρφωσε προσωπικότητες, όχι μόνο με επαγγελματικές δεξιότητες, αλλά τους ενέπνευσε και τους καλλιέργησε πολιτική συνείδηση. Ο ίδιος με την προσωπικότητα και το ήθος του καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, υπήρξε πρεσβευ-τής της Αρμενίας ανά τον κόσμο, σε δύσκολες εποχές για παρόμοια εγχειρήματα.

Το 1956 ο Χατσαντουριάν ολοκλήρωσε το επόμενο και πιθανώς το γνωστότερο έργο του, «Σπάρτακο». Εισέπραξε τις καλύτερες κριτικές και το βραβείο στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Μουσικής. Ο Dmitri Kabalevski είπε: «…κανένας άλλος συνθέτης δεν θα μπορούσε να έχει εν ζωή την αναγνώριση που έχει ο Χατσαντουριάν. Η μυθική και αισθησιακή μουσική του «Σπάρτακου» ζωογονεί και ευφραίνει ακροατές και μουσικούς…»

Η ανεκτίμητη προσφορά του Αράμ Χατσαντουριάν στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα επιβραβεύτηκε σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Ο ίδιος συνέχισε να δημιουργεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1960 σύνεθεσε ακόμα τρία Κονσέρτα-Ραψωδίες για βιολί, βιολοντσέλο και πιάνο με ορχήστρα και το 1970 έγραψε τρεις σονάτες.

Το 1963 η Διεθνής Επιτροπή Ειρήνης γιόρτασε την επέτειο των 250 χρόνων από τη γέννηση του Αρμένιου ασούγ Σαγιάτ Νοβά (1713-1795), ο οποίος διακρίθηκε για τα τραγούδια του που αβίαστα συνέθετε στις τρεις γλώσσες των λαών της Υπερκαυκασίας. Η φιλοσοφία του Σαγιάτ Νοβά για τη ζωή και τον έρωτα, τα τραγούδια και η ποίησή του, η δεξιοτεχνία του στο κεμαντσά (το βιολί της ανατολής) και η φήμη για την καλλιφωνία του, ήταν το ώριμο θέμα στο υποσυνείδητο του Αράμ Χατσαντουριάν για την επόμενη δημιουργική του σύνθεση. Είχε την πρόθεση να γράψει μια όπερα για τον Αρμένιο διάσημο τροβαδούρο Σαγιάτ Νοβά, κάτι που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, καθώς τον πρόλαβε ο θάνατος το 1978 ένα μήνα πριν τα 75α γενέθλια του.

Η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στη Μουσική Ακαδημία της Μόσχας, η οποία ήταν το δεύτερο σπίτι του. Από εκεί μεταφέρθηκε στο Ερεβάν και ετάφη στο «Πάνθεον των Αρμενίων Καλλιτεχνών».

Ο Αράμ Χατσαντουριάν έζησε και δημιούργησε για τους ανθρώπους. Θέλησε να ακουστεί η μουσική του και να είναι κατανοητή, όταν πολλοί συνθέτες του 20ού αι. αναζητούσαν διεξόδους μουσικής έκφρασης, ο Χατσαντουριάν συνέθετε μουσική η οποία ήταν σαφής και εύληπτη, ήταν πρωτόγονη αλλά και σύνθετη. Οι επιλογές του βασίζονταν σε μια ποικιλόχρωμη εκφραστική μελωδία, η οποία όμως είχε σαφή μουσική επεξεργασία. Ήταν το στοιχείο το οποίο έφερε το δημιουργό σε επαφή με τον ακροατή, ο οποίος του αναγνώρισε το ποιητικό συναίσθημα και την ευαισθησία.

 


Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 42 επισκέπτες συνδεδεμένους