Σουζάνα Απαρτιάν
Περιοδικό «Aρμενικά» Απρίλιος - Ιούνιος 2014. Τεύχος 81
“Μπορεί σε κάποια στιγμή της ζωής μας, οι πατεράδες μας να μας φαίνονται απόμακροι. Εκείνος όμως που σε κάνει υπερήφανη που φέρεις το όνομά του, είναι ένας καλός πατέρας και γι’ αυτό τον ευχαριστώ”
Υπάρχει μια λέξη κλειδί που μιλάει από μόνη της: προσφυγιά. Η οικογένεια Απαρτιάν κατάγεται από το Σις της Κιλικίας, το σημερινό Κοζάν που απέχει περίπου 70 χλμ. από τα Άδανα της Νότιας Τουρκίας. Διωγμένοι από το Σις, βρέθηκαν στη Σμύρνη γύρω στο 1920 και λίγο καιρό αργότερα, στοιβαγμένοι σ’ ένα πλοίο με χίλια βάσανα, με πλώρη ένα ξένο τόπο: Μυτιλήνη, Πειραιάς, Κοκκινιά. Ο Αρτίν, η Σουλτάν και τα πέντε παιδιά: ο Κρικόρ, η Μαρί, η Λουσατζίν, η Χαϊγκουί και ο Αρίς, που ήταν ενός ή δύο ετών όταν έφτασαν στην Ελλάδα. Το μέλλον δεν διαγραφόταν και πολύ ευοίωνο. Ο μεγάλος του καημός ήταν πως, ενώ τα έπαιρνε τα γράμματα, δεν μπόρεσε να σπουδάσει. Έλεγε πως ήθελε να έχει γίνει κοινωνιολόγος. Μπορεί να είχε γίνει καλός. Είχε το ταλέντο να κάνει τους ανθρώπους να μιλάνε, δεν ξέρω πώς, αλλά με δυο-τρεις κου-βέντες λύνονταν οι γλώσσες. Πώς να σπουδάσει όμως, με τι μέσα; Έπρεπε να μάθει μια τέχνη, κι αυτός και τ’ αδέλφια του, όχι για να ζήσουν αλλά για να επιβιώσουν. Μου έλεγε πως ξεκινούσαν με τα πόδια από την Κοκκινιά για τον Πειραιά, με ένα κομμάτι ψωμί ο καθένας στην τσέπη του, και το βράδυ πάλι πίσω, έχοντας φάει μόνον αυτό. Και έτσι, αφού ο μεγάλος αδελφός έμαθε να φτιάχνει όργανα δίπλα σ’ ένα μεγάλο μάστορα της εποχής, τον Δ. Μούρτζινο, έγιναν κι αυτοί αναγκαστικά μαθητευόμενοι του μεγάλου αδελφού. Οι δυο μικρότερες αδελφές δούλευαν στο πατάρι κι έφτιαχναν μαντολίνα και ο μικρότερος, ο Αρίς, μαθήτευε κάτω, δίπλα στον Κρικόρ. Αν μου ζητούσαν να σκιαγραφήσω την προσωπικότητα του Αρίς, θα τον περιέγραφα ως άνθρωπο ολιγαρκή, λεπτολόγο στη δουλειά του, φιλομαθή, ορθολογιστή, μέγα ταβλαδόρο και μάλλον κατ’ επίφαση κοινωνικό, γιατί στην ουσία ήταν μοναχικός άνθρωπος. Ανέλαβε το οργανοποιείο μετά το θάνατο του Κρικόρ τον Μάρτιο 1964. Η εξήγηση που δίνω στο γεγονός πως δε μιλούσε πολύ για τη δουλειά του είναι πως δεν τη διάλεξε, του επιβλήθηκε κατά κάποιο τρόπο, αλλά έμαθε να την κάνει καλά. Ήταν όμως και τελειομανής: ήθελε αυτό που θα παραδώσει στον πελάτη του να είναι άψογο. Δεν έβγαινε όργανο από το μαγαζί, αν δεν είχε τον ήχο που ήθελε ο πατέρας μου. Αν κάτι δεν του άρεσε, θα επέμενε μέχρι το αποτέλεσμα να τον ικανοποιήσει. Ο φίλος του ο Κώστας ο Μακρίδης μου είπε πως ήταν μάστορας στο να αλφαδιάζει με δυο πλανισιές τη χελιδονοουρά, ενώ άλλοι παιδεύονταν για ώρα. Με το μάτι ό,τι έκανε, λέει, και είχε τέλεια εφαρμογή. Μέχρι το ‘76-77 έφτιαχνε κιθάρες τριών τετάρτων και μετά, με το φίλο του τον Κώστα Κολυδά, που αλληλογραφούσε με την Ramirez και του έστελναν τους καταλόγους, πήραν μέτρα, σχεδίασαν και δημιούργησαν κιθάρα τεσσάρων τετάρτων. Φιλομαθής, στο σπίτι πάντα διάβαζε. Φανατικός αναγνώστης εφημερίδων και εγκυκλοπαιδειών. Διάβαζε καθημερινά δυο ελληνικές και δυο αρμενικές εφημερίδες. Και όταν δεν είχε κάτι άλλο να διαβάσει, άνοιγε την εγκυκλοπαίδεια. Είχε απίστευτες γνώσεις περί πολιτικής, ιστορίας, γεωγραφίας, κι απίστευτη μνήμη επίσης. Θυμόταν υψόμετρα οροσειρών, πλάτος λιμνών, ποταμών, ημερομηνίες συρράξεων, πολέμων. Και ποτέ του δε σταμάτησε να κάνει ερωτήσεις. Είχα ακούσει έναν ηλικιωμένο γάλλο δημοσιογράφο να λέει πως «γερνάει κανείς όταν πάψει να κάνει ερωτήσεις, όταν η ερώτηση γίνεται πλέον κατάφαση, όταν νομίζει πως ξέρει όσα του χρειάζονται, και αφήνεται». Από αυτήν την άποψη ο Αρίς δε γέρασε ποτέ. Κάθε μήνα μου έδινε μια λίστα με άγνωστες λέξεις που είχε σταχυολογήσει και μου ζητούσε να του τις εξηγήσω. Τα τελευταία χρόνια, οι περισσότερες ήταν πιο πολύ αγγλικές, σχετικές με τις νέες τεχνολογίες. Αυτό που του ήταν εντελώς ακατανόητο ήταν το Ίντερνετ. Προσπάθησα πολλές φορές να του εξηγήσω. Καθόταν μπροστά στον υπολογιστή, του άνοιγα τις εφημερίδες, διάλεγε τα άρθρα που τον ενδιέφεραν, του τα τύπωνα, τα κοίταζε και μου ‘λεγε: «Ωραία, έχω άρθρα από πέντε εφημερίδες, αλλά πάλι δεν κατάλαβα πως γίνεται». Ταβλαδόρος ολκής, που δεν του άρεσε να χάνει και έπαιζε μόνο με ισάξιούς του. Με τον αδελφό μου και μένα δεν καταδεχόταν να παίξει, μας θεωρούσε πολύ ερασιτέχνες. Ένας παλιός του φίλος και δάσκαλος κιθάρας, ο Νίκος ο Αλεξίου, μου διηγήθηκε πως γύρω στο ‘75-76, ο πατέρας μου θα του έφτιαχνε μια κιθάρα και πως ένας άλλος οργανοποιός, είχε ένα καλό ξύλο 40-50 ετών που ζήταγε ο Αρίς να το αγοράσει για να φτιάξει το καπάκι, όμως αυτός δεν του το πουλούσε. Του πρότεινε λοιπόν να το παίξουν στο τάβλι και πως, αν τον κερδίσει, να πάρει ως έπαθλο το ξύλο. Ο άλλος δέχτηκε, έπαιξαν, ο πατέρας μου κέρδισε, κι έτσι φτιάχτηκε και η κιθάρα! Προφανώς και είχε ευαισθησίες, απλώς δεν ήξερε πως να τις δείξει. Η γενιά αυτή πάλεψε για να ορθοποδήσει, δεν είχε χρόνο για τρυφερότητα. Την τρυφερότητα που δεν είχε δείξει στα παιδιά του την έδειξε στον εγγονό του, που πήρε και το όνομά του. Αυτός ήταν ο πατέρας μου. Με την απόσταση του καιρού που έχει περάσει από τότε που έφυγε, προσπάθησα να καταγράψω ορισμένα στοιχεία του χαρακτήρα του, χωρίς να τα ωραιοποιήσω. Μπορεί σε κάποια στιγμή της ζωής μας, οι πατεράδες μας να μας φαίνονται απόμακροι. Εκείνος όμως που σε κάνει υπερήφανη που φέρεις το όνομά του, είναι ένας καλός πατέρας και γι’ αυτό τον ευχαριστώ. Νιώθω την υποχρέωση να συγχαρώ και να ευχαριστήσω θερμά τους συντελεστές Δ. Μυστακίδη και Τ. Θεοδωράκη για την εκδήλωση και για την τιμή που μου έκαναν να με καλέσουν να μιλήσω για τον πατέρα μου. Δυνατή εμπειρία, συγκίνηση και υπερηφάνεια.
Μουσικοί, επαγγελματίες οργανοποιοί, συλλέκτες
και φοιτητές μιλούν για τις κιθάρες Απαρτιάν
Δημήτρης Μυστακίδης
Μουσικός, Καθηγητής στο Τμήμα Λαϊκής
και Παραδοσιακής Μουσικής Άρτας
Μετά από πολλά χρόνια ενασχόλησης με τη λαϊκή κιθάρα, και την τεχνική της, άρχισα να αναζητώ και τον πρωτότυπο ήχο της. Αυτόν τον μεσαίο στεγνό ήχο στα μπάσα και τα πεντακάθαρα και πολύ δυνατά πρίμα στα καντίνια. Πολλά όργανα πέρασαν από τα χέρια μου από πάρα πολλούς κατασκευαστές. Πανέμορφα όργανα, περίτεχνα φτιαγμένα με πολλές και όμορφες φιγούρες, και άλλα λιτά αλλά με περισσή κομψότητα φτιαγμένα. Εκεί που σκάλωσε το μάτι μου αλλά και το αφτί μου ήταν σε κάτι κιθάρες χωρίς πολλές φορές καμιά φιγούρα, φτιαγμένες από απλά ξύλα, πολλές φορές και από κόντρα πλακέ, αλλά με ήχο που κατ’ εμέ ήταν αυτός που με μάγευε όταν πιτσιρικάς άρχισα να ακούω ρεμπέτικα. Ήταν η απλότητα αυτή που μαρτυρούσε το μεράκι και τη γνώση του μάστορα, που ξέρει πάρα πολύ καλά τι θέλει να φτιάξει και ξέρει πώς να το πετύχει. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό όλων αυτών των οργάνων ήταν η περίφημη πυρογραφία στο καπάκι, στην πλάτη αλλά και στο καράολο του οργάνου. Πυρογραφία που έψαχνα για πάρα πολλά χρόνια και που τελικά τη βρήκα τυχαία από ένα συλλέκτη οργάνων στην Αθήνα. Ήμουν τόσο σίγουρος για τον ήχο της που δεν άκουσα καν το όργανο. Η μόνη μου ερώτηση ήταν εάν είχε αυτήν την περίφημη πυρογραφία σ’ αυτά τα τρία μέρη του οργάνου. Και δεν διαψεύστηκα. Το όνομα “Απαρτιάν” ήταν και θα συνεχίσει να είναι εγγύηση για τις απόλυτα λαϊκές κιθάρες. Ιστορικό πια αλλά και τόσο ζωντανό. Είμαι σίγουρος ότι στο τριήμερο για τις λαϊκές κιθάρες, τα μαστόρια από εκεί ψηλά που είναι, θα χαμογελούσαν...
Tάσος Θεοδωράκης
Κατασκευαστής Μουσικών Οργάνων
Οι κιθάρες των αδελφών Απαρτιάν θεωρούνται σημείο αναφοράς και μελέτης για οποιονδήποτε σύγχρονο κατασκευαστή λαϊκής κιθάρας. Το αξιοθαύμαστο είναι ότι παρά τη «φτηνή» ξυλεία που χρησιμοποιούσαν στις κιθάρες τους, κατά περίεργο τρόπο, κατάφερναν να βγάζουν έναν ήχο μοναδικό. Τον ήχο αυτό ακριβώς που χρειάζεται να έχει η κιθάρα στο ρεμπέτικο.
Βίκτωρ Δεκαβάλας
Κατασκευαστής Μουσικών Οργάνων
Τον Αρίς Απαρτιάν δεν τον γνώριζα προσωπικά, τον γνώρισα από τις κιθάρες που έφτιαχνε και έφταναν στα χέρια μου στο εργαστήριο. Σεβόμουν τη δουλειά του και αυτό που έβλεπα στα όργανα που κατασκεύαζε. Την ίδια γνώμη είχε και ο πατέρας μου, ήταν περίπου συνομήλικοι και κατασκεύαζαν το ίδιο χρονικό διάστημα αλλά δεν είχαν συναντηθεί ποτέ. Στο τριήμερο που έγινε στο Γενί Τζαμί για τη λαϊκή κιθάρα πριν λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη, βλέποντας φωτογραφίες από το εργαστήρι του και ακούγοντας την κόρη του να μιλάει γι’ αυτόν, συγκινήθηκα πολύ γιατί ήταν σαν να έβλεπα το εργαστήρι του πατέρα μου και να άκουγα τη δική του ιστορία. Εκεί συνειδητοποίησα ότι παρ’ όλο που δε συναντήθηκαν ποτέ, είχαν την ίδια αυστηρότητα, την ίδια αγάπη για τη δουλειά, την ίδια επιμονή και την ίδια μοναχική πορεία που άνοιξαν το δρόμο για όλους εμάς που ασχοληθήκαμε με αυτήν τη δουλειά.
Κωστής Μαντζιάρης
Συλλέκτης μουσικών οργάνων
Αδελφοί Απαρτιάν: όνομα θρύλος που φέρνει στο νου κάθε λαϊκού κιθαρίστα όργανα φτιαγμένα με μεράκι και περισσή μαστοριά που ξεχωρίζουν με τον ιδιαίτερο στακάτο ήχο τους. Τυχεροί όσοι τα έχουν στα χέρια τους.
Γιάννης Αθανασίου
Φοιτητής στο ΤΕΙ Τμήμα Λαϊκής
και Παραδοσιακής Μουσικής Ηπείρου
Η μουσική, ήταν η μεγάλη αγάπη του παππού μου Παναγιώτη Αθανασόπουλου. Είχε στην κατοχή του δύο κιθάρες και ένα μαντολίνο Άρη Απαρτιάν. Παρ’ όλο που τη δεκαετία του 70 δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα αναζήτησης, κατόρθωσε και πληροφορήθηκε για την «άριστη δουλειά του οργανοποιού» και ταξίδεψε από τη Ναύπακτο στον Πειραιά για να τον βρει. Καθώς μεγάλωνα, οι κιθάρες Απαρτιάν έγιναν το σημείο τομής μου με τον παππού μου. Με την εισαγωγή μου στο τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής, και χάρη στο δάσκαλό μου Δ. Μυστακίδη, ανακάλυψα τη μοναδική τους αξία. Σήμερα αποτελούν ένα κομμάτι της ζωής μου. Αντιπροσωπεύουν το πολυτιμότερο δώρο που ένας άνθρωπος άφησε πίσω του για μένα.
|