Ζακ Νταματιάν Ιανουάριος- Μάιος 2020, τεύχος 103
Το 1901, στο Ανταμπαζάρ της Τουρκίας, έρχεται στον κόσμο ο Χραντ Κενκουλιάν, μια σπουδαία μορφή της μουσικής παράδοσης της Μέσης Ανατολής. Τέσσερις μέρες μετά τη γέννησή του χάνει την όρασή του. Παρά τις προσπάθειες και τα ταξίδια που πραγματοποιεί στη Βιέννη και τις Η.Π.Α για να την αποκαταστήσει, δε θα την ξαναβρεί ποτέ. Ο «Ουντί Χραντ» (Χραντ του ουτίου) ή «Χραντ Εμρέ» (Χραντ της ψυχής) έγραψε πολλά τραγούδια στην αρμενική και την τουρκική γλώσσα, ενώ εισήγαγε τεχνικές καινοτομίες στον τρόπο παιξίματος του ουτίου. Συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους μουσικούς της Τουρκίας. Στην παιδική του ηλικία μετέχει στη χορωδία μιας αρμενικής εκκλησίας. Το 1915, με τη Γενοκτονία των Αρμενίων, οι Κενκουλιάν αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την οικογενειακή τους εστία, καταφεύγοντας στο Ικόνιο. Εκεί θα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με το ούτι με έναν Αρμένιο δάσκαλο, τον Γκαραμπέτ. Το 1918 επιστρέφουν στο Ανταμπαζάρ και ύστερα μετακομίζουν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Χραντ θα συνεχίσει τα μαθήματά του δίπλα σε σπουδαίους Αρμένιους ουτίστες της εποχής, όπως ο Κεμανί Αγκοπός Αϊβαζιάν, ο Ντικράν Κατσακιάν και ο Ουντί Κρικόρ Μπερμπεριάν. Μαθαίνει γαλλικά και γίνεται δεκτός σε σχολή τυφλών στο Παρίσι, αλλά δεν θα μπορέσει να ταξιδέψει καθώς προσβάλλεται από τυφοειδή πυρετό. Η απώλεια της όρασής του στάθηκε τροχοπέδη στα πρώτα βήματα της σταδιοδρομίας του, καθώς δε μπορούσε να ενταχθεί σε μουσικά σύνολα. Για να εξασφαλίσει τα προς το ζην παίζει σε καφενεία. Συμπληρώνει το εισόδημά του παραδίδοντας μαθήματα μουσικής και πουλώντας μουσικά όργανα στο κατάστημα του αδερφού του. Η τύχη του αλλάζει όταν στο Καφέ Γιενικόι τον ανακαλύπτει ο μουσικός Σερίφ Ιτσλί, ο οποίος τον εντάσσει στο σύνολο Κανουνί Ισμαήλ Σεντσαλάρ. Παρουσιάζεται στο ραδιόφωνο της Άγκυρας. Η καριέρα του αρχίζει να απογειώνεται. Για τις πρώτες ηχογραφήσεις του οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι αυτές πραγματοποιήθηκαν όταν ήταν 19 ετών. Ωστόσο, υπάρχουν στοιχεία από το 1927 με τη χρήση ηλεκτρονικού μικροφώνου. Το επόμενο χρόνο ερωτεύεται την Αγαβνί, αδερφή ενός Αρμένιου μαθητή του. Οι γονείς της ωστόσο δε συναινούν η κόρη τους να παντρευτεί έναν μουσικό. Ξανασυναντιούνται τυχαία το 1937 και ενώνονται με τα δεσμά του γάμου ύστερα από 10 χρόνια. Ο Χραντ έγραψε πολλά τραγούδια για την επιθυμία του ανεκπλήρωτου έρωτα. Το 1950 ένας πλούσιος Ελληνοαμερικανός τον καλεί στις Η.Π.Α. για να επισκεφτεί ειδικούς οφθαλμίατρους, αλλά και αυτή η απόπειρα για την αποκατάσταση της όρασής του αποτυγχάνει. Ωστόσο, το ταξίδι αυτό θα αποτελέσει σταθμό για τη μουσική του καριέρα, καθώς θα του δοθεί η ευκαιρία να παρουσιάσει τη μουσική του στο αμερικανικό κοινό. Το όνομά του θα γίνει γνωστό στο μουσικόφιλο κοινό και θα πραγματοποιήσει ηχογραφήσεις, ενώ οι φίλοι του, Χραντ Νισανιάν, Μελκόν Οχαννεσιάν, Οβαννές Τσαλικιάν, Μανούκ Μπογιατζιάν και Πεπρουχί Αβσαριάν, σχηματίζουν μια ομάδα υποστήριξης με σκοπό τη διοργάνωση των συναυλιών του. Ο Ουντί Χραντ πραγματοποιεί τουρνέ στο Ντιτρόιτ, τη Νέα Υόρκη, τη Βοστώνη, το Λος Άντζελες και το Φρέσνο, παρουσιάζοντας κλασικές συνθέσεις Οθωμανών μουσικών και δικές του δημιουργίες και γοητεύοντας το κοινό με τους μοναδικούς αυτοσχεδιασμούς του. Παράλληλα, παραδίδει μαθήματα ουτίου σε νεαρούς Αρμένιους. Από αυτούς ξεχώρισαν ο Ρίτσαρντ Αγκοπιάν και ο Χάρι Μινασιάν. Εκείνη την εποχή συναντιέται και συνεργάζεται με τον σπουδαίο Αρμένιο ουτίστα Μάρκος Μελκόν. Επιστρέφει στην Τουρκία με τη φήμη του να έχει εξαπλωθεί, ενώ παρουσιάζεται ολοένα και περισσότερο από το ραδιόφωνο της Κωνσταντινούπολης. Από τα αρμενικά τραγούδια του ξεχωρίζουν τα «Παρόβ γιεγκάρ σιρούν γιαρ» (Καλώς ήρθες, όμορφη αγαπημένη), «Σιρούν αγτσίκ, σιρούν γιαρ» (Όμορφη κοπέλα, όμορφη αγαπημένη), «Ανούς γιαρέν χερατσά» (Από τη γλυκιά αγαπημένη έφυγα μακριά) κ.ά. Το 1963 κάνει διεθνή περιοδεία με εμφανίσεις στο Παρίσι, τη Βυρηττό, την Ελλάδα και τις Η.Π.Α. Ιδιαίτερη, όμως, είναι η συναυλία του στο Γερεβάν, την πρωτεύουσα της τότε Σοβιετικής Αρμενίας. Οι τίτλοι της επόμενης ημέρας αναφέρουν: «Ήρθε από την Κωνσταντινούπολη και κατέκτησε την πατρίδα, όπου ο κόσμος τον υποδέχτηκε με θέρμη. Ο 65ετής τυφλός δεξιοτέχνης βλέπει και τραγουδάει με την καρδιά του». Το 1977 οργανώνεται συναυλία για τα 60 χρόνια της καριέρας του, με την παρουσία γνωστών Τούρκων μουσικών και τραγουδιστών. Η τελευταία εμφάνισή του ήταν τον Απρίλιο του 1978 στην Κωνσταντινούπολη, συναυλία-προσφορά για την οικονομική ενίσχυση του αρμενικού νοσοκομείου «Σουρπ Πργκιτς» (Αγίου Σωτήρος). Πεθαίνει λίγους μήνες μετά, στις 29 Αυγούστου 1978, χτυπημένος από την επάρατη νόσο. Η κηδεία του έγινε στο Αρμενικό Νεκροταφείο του Σισλί.
|