Έλεν Πιουζάντ (Γεγσαπέτ Σταμπολτσιάν) Εκτύπωση

piouzant

Καραμπετιάν Βερζίν

Μάιος- Αύγουστος 2021, τεύχος 107

Μέσα από τις ξεχασμένες σελίδες της ιστορίας μας, ακόμη μία γυναίκα αξίζει να μνημονευθεί για το έργο της, την αυτοθυσία και κυρίως τον ηρωισμό της. Της αξίζει να βγει από την αφάνεια και να την ακολουθήσουμε στο ταξίδι της από τη μάχη του Σαρνταραμπάντ μέχρι τις φυλακές του Γερεβάν…

Η Έλεν Πιουζάντ, πραγματικό όνομα Γεγσαπέτ Σταμπολτσιάν, γεννήθηκε στο Αλεξαντραπόλ της Αρμενίας (σημερινό Γκιουμρί) το 1895 από εύπορη οικογένεια.

Με τη γέννησή της, η οικογένεια έφυγε από την Αρμενία και εγκαταστάθηκε στο Καρς, όπου πέρασε τα εφηβικά της χρόνια. Για τους Σταμπολτσιάν, η εκπαίδευση θεωρούνταν απαραίτητη ακόμη και για τις γυναίκες της οικογενείας. Ο πατέρας, Μαρντιρός, ήταν μορφωμένος, με άριστη γνώση της αρχαίας αρμενικής γλώσσας (κραπάρ), ερμηνευτής και μεταφραστής τού σπουδαίου βιβλίου τού Κρικόρ Ναρεγκατσί «Μαντιάν Βογπερκουτιάν» (Βιβλίο των Θρήνων), ενώ ο θείος, Χορέν Σταμπολτσιάν, απόφοιτος της Σχολής Κεβορκιάν του Ετσμιατζίν, ήταν ένας σεβαστός ιερέας και εκπαιδευτικός.

Για την Έλεν, ο γάμος, το νοικοκυριό και η θέση της γυναίκας στο σπίτι ήταν ιδέες προς αποφυγή. Πρωταρχικός της στόχος ήταν η εκπαίδευση. Ήθελε να γίνει συγγραφέας και να φοιτήσει στο τμήμα παιδαγωγικής του πανεπιστήμιου, ώστε, ως δασκάλα, να αφυπνίσει τις νεαρές Αρμένισσες και να τις ωθήσει στον δρόμο της γνώσης, προκειμένου να βοηθήσουν τη χώρα να αποκτήσει την ανεξαρτησία και την ευημερία της.

Το 1910, μετά την αποφοίτησή της, αρνείται να γραφτεί στο τοπικό (ρωσικό) γυμνάσιο του Καρς και επιμένει να πάει στην Τιφλίδα, στην ονομαστή Σχολή Χοβνανιάν-Μαριαμιάν, για να γραφτεί στο τμήμα αρμενικής φιλολογίας. Λόγω της άρνησης της οικογενείας της να τη στείλουν μόνη στην Τιφλίδα, η Έλεν άρχισε να ετοιμάζει την απόδρασή της, αφού πρώτα έστειλε την αίτησή της στη σχολή. Για καλή της τύχη, η οικογένεια της μεγάλης αδελφής της, για λόγους υγείας, αποφάσισε να κατοικήσει μόνιμα στην Τιφλίδα, και έτσι η Έλεν, με τη συγκατάθεση των γονιών της, έφθασε στην Τιφλίδα για να ανακαλύψει πως η αίτησή της καθυστέρησε και δεν είχε γίνει δεκτή στη σχολή. Χωρίς να χάσει χρόνο, έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Γκαγιανιάν, όπου έγινε δεκτή. Μένοντας πιστή στον στόχο της, η Έλεν επισκεπτόταν κάθε εβδομάδα τη Σχολή Χοβνανιάν-Μαριαμιάν για κάποια κενή θέση, και μετά από έξι μήνες κατάφερε τελικά να μπει στη σχολή που τόσο ήθελε. Πολύ σύντομα, οι εκπαιδευτικοί άρχισαν να μιλούν για τις επιδόσεις του νεαρού και επίμονου κοριτσιού, καθώς και για την πλήρη αφοσίωσή της στις σπουδές.

…Ώσπου, μια ημέρα, η κόμισσα Μαριάμ Τουμανιάν ζήτησε να την επισκεφτεί, και εκείνη η ημέρα έμελλε να αλλάξει τη ζωή της νεαρής Έλεν για πάντα…

Η κόμισσα, σημαντική προσωπικότητα και προστάτιδα πολλών Αρμενίων διανοουμένων, ασχολήθηκε ενεργά με την εκπαίδευση των νεαρών Αρμενισσών και την ενασχόλησή τους με τα κοινά. «Το αρμενικό έθνος χρειάζεται γυναίκες στα πανεπιστήμια, όπως στις άλλες χώρες» συνήθιζε να λέει. Είχε ακούσει για τις επιδόσεις της Έλεν, και της προσέφερε δουλειά ως δασκάλα αρμενικών στα παιδιά της. Η νεαρή Έλεν δέχτηκε, και έτσι μετακόμισε στο σπίτι των Τουμανιάν, όπου και συναντήθηκε με την αριστοκρατία και κυρίως την αρμενική διανόηση.

Τη δεκαετία του 1960, η Έλεν έγραψε τα απομνημονεύματα της κόμισσας, μιλώντας και για τη ζωή της ίδιας μέσα στην οικογένεια Τουμανιάν. Αναφέρθηκε στις «αρμενικές βραδιές» που διοργάνωνε η κόμισσα, στη γνωριμία της με τον Κομιτάς, τον Γαζαρός Αγαγιάν, τον Σιρβαζαντέ και πολλούς ακόμη Αρμένιους συγγραφείς, ποιητές και μουσικούς, και στην επιρροή που είχαν πάνω της. Στις καλοκαιρινές της διακοπές γύριζε στο Καρς, όπου εκπαίδευε και παρακινούσε νεαρές μαθήτριες να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Εκεί, επισκεπτόταν τον αγαπημένο παιδικό της φίλο Γεγισέ Τσαρέντς και αντάλλασσαν τις σκέψεις και τα γραπτά τους.

Το 1916, η Έλεν ξεκινά τη φοίτησή της στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, στο τμήμα νομικής. Εκείνη την περίοδο έγινε μέλος της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας (ΑΕΟ) και, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, πήγε στο Γερεβάν. Κατά την άφιξή της αποφάσισε να μπει στην πρώτη γραμμή και να συμμετάσχει στη μάχη του Σαρνταραμπάντ. Οι εφημερίδες της εποχής (Ασπαρέζ, Χαϊρενίκ, Χαράτς) έγραψαν για το άφοβο κορίτσι που με το πνεύμα και τις πατριωτικές ομιλίες του παρακινούσε και ενθάρρυνε τους στρατιώτες στο πεδίο της μάχης. Με την ίδρυση της πρώτης Δημοκρατίας της Αρμενίας, το 1918, η Έλεν έγινε γραμματέας στο Αρμενικό Κοινοβούλιο. Το 1919, όταν η πόλη Καρς παραχωρήθηκε στη Δημοκρατία της Αρμενίας, στην 24χρονη Έλεν ανατέθηκε η μεταρρύθμιση των εργατικών συνδικάτων γύρω από το Καρς.

Οι δραστηριότητές της στην πρώτη Δημοκρατία δεν κράτησαν πολύ. Tο 1920, οι Ρώσοι ανέλαβαν τον έλεγχο της Αρμενίας και άρχισαν να απειλούν και να φυλακίζουν τα μέλη και τους υπαλλήλους του διαλυμένου κοινοβουλίου, καθώς και τα μέλη της ΑΕΟ. Η Έλεν ήταν ανάμεσά τους…

Τον Νοέμβριο του 1920, οι Μπολσεβίκοι τη συνέλαβαν και τη μετέφεραν στη φυλακή Τσέκα του Γερεβάν, και στη συνέχεια στην κεντρική φυλακή της πόλης, όπου και παρέμεινε μέχρι την εξέγερση τον Φεβρουάριο του 1921. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής της, η Έλεν γνώρισε την τρομερή μεταχείριση των κρατουμένων από τους Μπολσεβίκους, και αργότερα έγραψε ένα υπόμνημα με τίτλο «Αρμένισσες γυναίκες στη φυλακή Τσέκα του Γερεβάν». Εκεί περιγράφει τη σκληρή πραγματικότητα των φυλακών τη δεκαετία του 1920. (Στην εισαγωγή της σημείωσε ότι υπάρχουν και άλλα απομνημονεύματα σχετικά με τις φυλακίσεις των Αρμενίων κατά την περίοδο της σοβιετικοποίησης της Δημοκρατίας της Αρμενίας, ωστόσο κανένα από αυτά δεν αναφέρεται στις φυλακισμένες γυναίκες. Αυτό ήταν το κίνητρό της για τη σύνταξη του απομνημονεύματος, το οποίο, πολύ αργότερα, το 1960, δημοσιεύθηκε στο «Χαϊρενίκ», καθημερινή εφημερίδα με έδρα τη Βοστόνη.)

…Όταν μεταφέρθηκε στην αίθουσα ανακρίσεων, αρνήθηκε να μιλήσει ρωσικά. Ο ανακριτής τής είπε: «Σου μιλούν στα ρωσικά, πρέπει να απαντήσεις στα ρωσικά. Είμαι βέβαιος πως γνωρίζεις τη γλώσσα». Η ηρωική απάντηση της Έλεν ήταν: «Η επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας της Αρμενίας είναι η αρμενική, και έχουμε το δικαίωμα να μιλάμε τη γλώσσα μας. Εάν δεν γνωρίζετε την επίσημη γλώσσα της χώρας μου, παρακαλώ να φέρετε μεταφραστή». Όπως χαρακτηριστικά γράφει, ύστερα από αυτό, όλες οι γυναίκες αρνούνταν να μιλήσουν τη ρωσική γλώσσα.

Οι συνθήκες στη φυλακή για τους πολιτικούς κρατούμενους ήταν φρικτές. Δεν υπήρχε αρκετός χώρος, και οι τρόφιμοι βασίζονταν στους συγγενείς τους για να τους φέρουν φαγητό. Η πιο τραυματική εμπειρία στη φυλακή ήταν η μεταχείριση των κρατουμένων. Γυναίκες που δεν είχαν διαπράξει κανένα έγκλημα σύρθηκαν στις φυλακές επειδή οι σύζυγοί τους ή τα αδέλφια τους ήταν εκπρόσωποι της κυβέρνησης της πρώτης Δημοκρατίας.

Μετά από πολλές εβδομάδες παραμονής στη φυλακή Τσέκα, η Έλεν, μαζί με άλλες γυναίκες, μεταφέρθηκαν στην κεντρική φυλακή του Γερεβάν. Όπως γράφει η ίδια, υπήρχαν και εκεί πολλά μέλη της ΑΕΟ και μέλη του κοινοβουλίου που γνώριζε προσωπικά.

Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1920, αφού πέρασαν αρκετές φρικτές εβδομάδες στην κεντρική φυλακή του Γερεβάν, η Έλεν και οι συγκρατούμενές της παρατήρησαν περίεργες εξελίξεις, όπως πολλά φορτηγά να εισέρχονται και να εξέρχονται και έναν συγκεχυμένο θόρυβο που δεν σταματούσε στιγμή. Για περίπου δύο ημέρες ένιωθε ότι κάτι γίνεται, αλλά δεν ήξερε τι ακριβώς. Ένα βράδυ, ο Βαρός Μπαμπαγιάν, ο πρώην υπουργός εργασίας, τους προειδοποίησε να είναι πολύ προσεκτικές την επόμενη νύχτα.

Το πρωί της 18ης Φεβρουαρίου ξύπνησε από τις ταραχές, και προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβαινε, άκουσε άνδρες να ουρλιάζουν «Απελευθερώστε τις γυναίκες, απελευθερώστε τις γυναίκες…». Αρχικά, νόμιζε πως οι Τούρκοι είχαν εισβάλει στην Αρμενία και οι άνδρες, ακόμη και οι κομμουνιστές, έσπευσαν να απελευθερώσουν τις κρατούμενες. Σύντομα, οι πόρτες των φυλακών άνοιξαν, και η Έλεν, μαζί με εκατοντάδες πολιτικούς κρατούμενους, απελευθερώθηκαν από τα μέλη της ΑΕΟ. Ήταν η εξέγερση του Φεβρουαρίου, μια εξέγερση από τις δυνάμεις της ΑΕΟ εναντίον των κομμουνιστικών αρχών για την απελευθέρωση των μελών της.

Μετά την απελευθέρωσή της, η Έλεν γνώρισε και παντρεύτηκε τον γιατρό Οννίκ Κουτουκιάν και εγκαταστάθηκαν αρχικά στο Ιράν για πέντε χρόνια, ενώ μετά έφυγαν για τη Γαλλία με τα δύο παιδιά τους. Μέχρι τότε η Έλεν είχε ήδη δημοσιεύσει άρθρα και ποιήματα σε διάφορες εφημερίδες στο Γερεβάν, στην Τιφλίδα και στη Βαρσοβία. Ωστόσο, η λογοτεχνική της καριέρα ξεκίνησε επίσημα μετά την εγκατάστασή της στη Γαλλία. Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 αποφάσισε να γράψει με το ψευδώνυμο Έλεν Πιουζάντ. Εκτός από συγγραφέας, διετέλεσε πρόεδρος του Armenian Relief Society της Γαλλίας, και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τής απονεμήθηκε ειδικό μετάλλιο από τη γαλλική κυβέρνηση για την εθελοντική συμβολή της.

Το 1940 έχασε την κόρη της από ασθένεια. Το 1944 εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Μπαχάκ» (Φύλακας) και ακολούθησαν πολλά ακόμη. Τα περισσότερα από τα μυθιστορήματα τής Έλεν Πιουζάντ αφορούν γυναικεία θέματα και κυρίως θέματα γύρω από τη χειραφέτηση της γυναίκας. Θεωρείται ότι ήταν μία από τις πρώτες Αρμένισσες μυθιστοριογράφους που έγραψαν για τις γυναίκες, την επιθυμία τους για αγάπη και σωματική επαφή.

Όταν το 1958 πέθανε και ο σύζυγός της, η Έλεν πήρε τον γιο της και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Λος Άντζελες. Το 1965 χάνει και τον μονάκριβο γιο της, και μένει μόνη της. Παρ’ όλα αυτά, δεν σταμάτησε τις δράσεις της στην αρμενική κοινότητα του Λος Άντζελες. Συνέχισε το συγγραφικό της έργο και τις ανταποκρίσεις της στον αρμενικό Τύπο.

Η Γεγσαπέτ Σταμπολτσιάν, ή Έλεν Πιουζάντ, πέθανε τον Ιανουάριο του 1970. Μέσα σε αυτά τα 75 χρόνια, εκτός από τα διηγήματα, τα μυθιστορήματα, τα δοκίμια και τα βιβλία παιδικής λογοτεχνίας που εκδόθηκαν σε πολλές χώρες (Αρμενία, Γεωργία, Ιράν, Λίβανος, ΗΠΑ κ.α.), έγραψε επίσης πολλά ημερολόγια και απομνημονεύματα για τη ζωή της, τα οποία παραμένουν αδημοσίευτα στο Μουσείο Λογοτεχνίας και Τέχνης του Γεγισέ Τσαρέντς. Φανταστείτε μόνο πόσες ακόμα ανείπωτες ιστορίες και σημαντικές λεπτομέρειες μπορεί να κρύβονται σε αυτά τα χειρόγραφα…