Ζακ Νταματιάν
Περιοδικό «Aρμενικά» Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2014. Τεύχος 82
Γεννήθηκε το 1930 στο Γκιουμρί, πόλη που ανέκαθεν φημιζόταν για την καλλιτεχνική της ζωή και ατμόσφαιρα. Οι γονείς του, Μουσέγ και Σανάμ, ήταν πρόσφυγες, μεγαλωμένοι σε ορφανοτροφείο. Ονομάστηκε Φρουνζίκ προς τιμήν ενός Αρμένιου στρατηγού του Σοβιετικού στρατού. Τα δικά του παιδικά χρόνια ήταν μοναχικά. Στο σχολείο, στα διαλείμματα, απέφευγε την παρέα με τα άλλα παιδιά, φοβούμενος την καζούρα λόγω της μεγάλης του μύτης. Καθόταν μόνος και ζωγράφιζε σκίτσα. Ο γεννημένος στο Μους πατέρας του διαφωνούσε με την τάση του γιου του να ασχοληθεί με την υποκριτική, θεωρώντας ότι έχει ταλέντο στη ζωγραφική. Σε αντίθεση με τον αυταρχικό πατέρα του, η γεννημένη στο Βαν μητέρα του στήριζε τις επιλογές του. Αφού γράφτηκε κρυφά σε μια θεατρική ομάδα της πόλης, μετέχει στην παράσταση με τον πατέρα του να καμαρώνει. Η χαρά όμως δε θα κρατήσει πολύ καθώς μεσολαβεί ο πόλεμος. Μετά τη λήξη του πολέμου εντάσσεται στο θίασο του Μραβιάν στο Γκιουμρί. Στη σκηνή επιδεικνύει ασυνήθιστες για την ηλικία του ικανότητες. Το 1953 πραγματοποιείται το μεγάλο άλμα. Δέχεται την πρόσκληση από το Θέατρο Σουντουκιάν του Ερεβάν. Το 1955 γυρίζει την πρώτη του ταινία. Το 1959 στη μικρού μήκους ταινία «01-99», με ερμηνεία ανεξίτηλη στους θεατές, δημιουργεί την ιδιαίτερη καλλιτεχνική του προσωπικότητα. Τα επόμενα χρόνια η καριέρα του θα εκτοξευτεί και η φήμη του θα περάσει τα σύνορα της Αρμενίας. Θα παίξει και σε ταινίες της Μοσφίλμ (ρωσικός κινηματογράφος). Κατά την παρουσία του στο Λίβανο οι Αρμένιοι τον σηκώνουν στα χέρια. Του δίνουν το όνομα Μχερ, που σημαίνει λαμπρός. Αν και σπουδαίος κωμικός, ο ίδιος πάντα επιθυμούσε να παίξει δράμα. Μετείχε σε πολλές ταινίες, αποδίδοντας χαρακτηριστικούς ρόλους. Εμφανίζεται ως «Αρσέν», ένα από «Τα παιδιά της Μπάντας» , κωμωδία συνυφασμένη με το πολιτικό πνεύμα της εποχής. Υποδύεται τον «Κασπάρ» στο «Τρίγωνο», το βοσκό «Ισχάν» στην ταινία «Είμαστε τα Όρη μας». Εί ναι ο «Σουρέν», μέλος μιας παρέας από «Άντρες», που βοηθούν το φίλο τους να κατακτήσει την κοπέλα που αγαπά. Ενσαρκώνει τον «Κρικόρ Αγά» στο «Ένα κομμάτι ουρανό», τον αυταρχικό κηδεμόνα του ορφανού ανηψιού του. Ως «Άπρο», υποδέχεται στην Αρμενία και στηρίζει τον αδερφό του «Ναχαμπέτ», επιζώντα της Γενοκτονίας. Τελευταία του παρουσία ήταν το 1987. Ήταν μοναδική η ικανότητά του να αποδίδει με την ίδια επιτυχία κωμικούς και δραματικούς ρόλους. Αλλά η ίδια του η ζωή ήταν τραγική, σε αντίφαση με το πηγαίο χιούμορ του. Γι αυτό στη συνείδηση του λαού καθιερώθηκε ως ο «χαρούμενος λυπημένος άνθρωπος». Μετά την ατυχή κατάληξη της σχέσης του με την όμορφη Τζούλια, τον μεγάλο του έρωτα, έκανε δυο αποτυχη μένους γάμους. Μετά το χωρισμό με την Ταμάρα, νυμφεύθηκε την ηθοποιό Τονάρα. Έπαιξε μαζί της στη ρωσική ταινία «Η αιχμάλωτη του Καυκάσου». Απέκτησε από αυτήν δυο παιδιά. Έχασε την κόρη του Νουνέ από ανίατη ασθένεια, ενώ ο γιος του Βαρτάν κληρονόμησε σχιζοφρένεια από τη μητέρα του. Έκανε το παν για να τον θεραπεύσει, αλλά εις μάτην. Πέθανε σε αυτοαπομόνωση το 1993. Η εγγονή του Ιρέν Ντερντεριάν, κάτοικος Αργεντινής, το 2013 εμφανίστηκε σε τηλεοπτική εκπομπή ρωσικού καναλιού και μίλησε για τις τελευταίες στιγμές του παππού της. Ο Φρουνζίκ έλαβε διοικητικές θέσεις στο Αρμενικό Θέατρο. Βραβεύτηκε από τη Σοβιετική Αρμενία , αλλά και τη Σοβιετική Ένωση. Το 2001 τιμήθηκε, μετά θάνατον, από τη Δημοκρατία της Αρμενίας με το παράσημο «Μεσρόπ Μαστότς». Προς τιμήν του γράφτηκαν πολλά άρθρα, βιβλία, γυρίστηκαν ντοκιμαντέρ και ταινίες. Αγάλμά του, που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Αρά Σιράζ*, κοσμεί την πλατεία Θεάτρου του Γκιουμρί. Το όνομά του έχει δοθεί σε δρόμους της πρωτεύουσας Ερεβάν και της γενέτειράς του. Από το 1993 στο Ερεβάν λειτουργεί το θέατρο «Μχερ Μγκρντσιάν», υπό τη διεύθυνση του σκηνοθέτη και ηθοποιού αδελφού του Άλμπερτ. Το σπίτι του στο Γκιουμρί σήμερα λειτουργεί ως μουσείο.
*Γιος των γνωστών ποιητών Οβαννές Σιράζ & Σύλβα Γκαμπουντικιάν.
|