Άρτο Απαρτιάν |
Της Έλενας Κιουρκτσή Τεύχος: Μάρτιος-Απρίλιος 2010
Εδώ και 28 χρόνια, αυτοαναφλέγεται και αναγεννάται, μπροστά στα αδηφάγα -και ενίοτε γοητευμένα- μάτια όλων μας, υπηρετώντας την τέχνη του ηθοποιού. Βαθειά ευσυγκίνητος, μοναχικός και γενναίος στις «μάχες» του, κουβαλά τις αποσκευές του ανθρώπου που η ειλικρίνειά του, του δίδαξε ήθος και αντίληψη. Από την πλευρά του πατέρα του, κατάγεται από το Σις της Κιλικίας, σημερινή πόλη Κοζάν. Ο παππούς του από τα Άδανα και η γιαγιά του από το Καρς. Όταν λοιπόν κάποιες φορές παραπονιέται σε έλληνες φίλους του ότι εκείνοι έχουν το χωριό τους αλλά εκείνος όχι, δύσκολα το καταλαβαίνουν. Είναι σαν κάποτε -πριν καν γεννηθεί- να υπήρξε ένα σημείο αναφοράς για τον Άρτο Απαρτιάν, αλλά πλέον να σβήστηκε από το χάρτη.
Δεν βάζω τον εαυτό μου μπροστά από το ρόλο
Γιατί σε συγκινεί τόσο το χωριό που δεν έζησες; Διότι ήθελα να έχω μια Μάνα στη ζωή μου -με την έννοια της πατρίδας -, και την στερήθηκα. Είμαι όπως ένα ορφανό που δεν ξέρει ποιος τον γέννησε. Βέβαια, γνωρίζω ότι είμαι Αρμένης, έχω πάει τρεις φορές στην Αρμενία πριν την περεστρόικα, όμως δεν είναι το ίδιο. Η Κιλικία, εκτός από το ότι απέχει πολύ από την Αρμενία, βρίσκεται πιο κοντά στη θάλασσα. Και εγώ δεν νόησα ποτέ τον εαυτό μου να μη βλέπει θάλασσα. Πάντοτε στα τοπία του μυαλού μου σε μια γωνιά υπάρχει, έστω και από μακριά. Μου λείπει ο τόπος που κατάγομαι και πάντοτε θα νοιώθω αυτόν τον ξεριζωμό. Για αυτό δεν μου αρέσει να φεύγω από το σπίτι μου είτε για περιοδεία αλλά και γενικώς. Είναι το καταφύγιο, η φωλιά μου, εκεί που αισθάνομαι ασφαλής.
Ωστόσο γεννήθηκες και μεγάλωσες στην Ελλάδα. Όπως και η μητέρα μου. Ο πατέρας μου ήρθε εδώ δυο ετών, αλλά οι παππούδες μου ήταν από εκεί. Δεν κάναμε όμως συζητήσεις, με τη λογική ότι στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σχοινί. Βέβαια κάποια πράγματα μου τα ανέφεραν όταν ήμουν στο νηπιαγωγείο και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού- τότε που πήγαινα στο Αρμένικο σχολείο πριν πάω στο Ελληνικό. Όμως κατά βάθος γνώριζα και στη συνέχεια όλα ήρθαν φυσικά. Όταν για παράδειγμα στη τρίτη δημοτικού διάβαζα «Αρμενίζει το καράβι», μπορεί και να έβαζα τα κλάματα.
Τι θυμάσαι από τις επισκέψεις σου στην Αρμενία; Τότε ήταν οι Σοβιετικοί και μας παρακολουθούσαν σε κάθε μας βήμα, γεγονός πολύ ενοχλητικό. Από την άλλη είδαμε τους συγγενείς μας, που δεν είχαν φύγει ακόμα για διάφορα μέρη. Η Αρμενία μου έμοιαζε σαν έναν μακρινό εξάδελφο. Το Τζιτζερναγκαμπέρτ με συγκλόνισε και το Ετσμιατζίν, καθώς και η πέτρα του Ερεβάν μου προκάλεσαν συγκίνηση. Ωραία ήταν, αλλά δεν μπήκε τίποτα στη θέση του. Ήταν το κομμάτι ενός παζλ αλλά από… άλλο παιχνίδι.
Η αρμενική καταγωγή σου, πόσο έχει συμβάλει στην καλλιτεχνική σου υπόσταση; Τα μάλα. Ανέκαθεν μου άρεσε η τέχνη της παράστασης και της έκφρασης, χρησιμοποιώντας ως όχημα τον ίδιο μου τον εαυτό. Ο Γιάννης Καρατζάς ο φιλόλογός μου στο γυμνάσιο, ένας εκπληκτικός άνθρωπος, κάποτε είχε δει μια φωτογραφία μου και μου είχε πει «τα μάτια σου, ακόμα και όταν γελάς, έχουν μια μελαγχολία». Δεν το είχα συνειδητοποιήσει έτσι ακριβώς αλλά ναι, είμαι κατά βάση μελαγχολικός Ακόμα και τις φορές που είμαι ευτυχισμένος πάντοτε υπάρχει μια μελαγχολία, νομίζω δικαιολογημένη. Γιατί όντας ένας από τους «τυχερούς» του κόσμου- προερχόμενος από έναν από τους τόσους λαούς που έχουν υποφέρει και συνεχίζουν-, η αρμενική καταγωγή μου ήταν μια κατάλληλη πλατφόρμα πάνω στην οποία μπορούσε να στηριχθεί η τέχνη του ηθοποιού.
Πιστεύεις ότι σε σχέση με τη μελαγχολία που σε διέπει, υπάρχει γονιδιακή μνήμη ή είναι οι διηγήσεις της οικογένειάς σου που σου έχτισαν μια μορφή βιώματος; Κανείς από τους δικούς μου δεν μου εμφύσησε μίσος ή δεν μου διηγήθηκε τις σφαγές. Νομίζω ότι αυτή η μελαγχολία είναι εν μέρει γονιδιακή αλλά συνδέεται και με το περιβάλλον που μεγαλώνει ένα άτομο, με τα ενδιαφέροντά του καθώς και σε τι κοινωνικο-οικονομική τάξη βρίσκεται. Όλα αυτά θεωρώ ότι παίζουν ρόλο για το πώς τελικά ενσωματώνεις τις όποιες καταστάσεις. Ο πατέρας μου, μου είχε πει πως ο παππούς μου ο Χαρουτιούν που δεν γνώρισα, ήταν παραμυθάς. Μάλιστα ο Πασάς του χωριού τον είχε σώσει, γιατί έλεγε παραμύθια με συνέχειες στην πλατεία όπου μαζευόταν ο κόσμος, κάτι σαν τις «Χίλιες και Μια Νύχτες». Οπότε πιστεύω ότι έχω κάποια γονιδιακά ψήγματα και από εκεί. Το πιο σημαντικό όμως είναι πως η αρμενική πίκρα που κουβαλάω μέσα μου, με έχει κάνει πάρα πολύ τίμιο στη ζωή μου, σε οποιαδήποτε εκδήλωση και κοινωνική συμπεριφορά. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν μου αρέσουν οι παρέες καθώς και το να λέω τα ίδια πράγματα, μόνο και μόνο γιατί πρέπει να βγω και να συναναστραφώ κόσμο. Συχνά με χαρακτηρίζουν στραβόξυλο, αλλά δεν είμαι. Απλά δεν μπορώ να επαναλαμβάνομαι και να λέω ψέματα.
Η προϋπόθεση των συναναστροφών είναι τα …ψέματα; Ε, αυτό έχω παρατηρήσει τόσα χρόνια. Αν θέλαμε να επικοινωνήσουμε αληθινά θα έπρεπε να συναντιόμαστε με ανθρώπους που γουστάρουμε και να μη μιλάμε. Γιατί όταν μιλάμε, συνήθως γκρινιάζουμε- οπότε δεν βγαίνει τίποτα. Από την άλλη, υπάρχουν και εκείνοι που δηλώνουν «τι να κάνουμε, ας υπομένουμε». Και οι δυο αυτές συμπεριφορές δεν μου ταιριάζουν. Επιπλέον δεν είμαι της συλλογικής συνταύτισης του τύπου ελάτε να φτιάξουμε ομάδα και να επαναστατικοποιηθούμε. Μου αρέσει να εφαρμόζω τις πρέπουσες αλλαγές και υπερβάσεις, από το πρώτο κύτταρο του δικού μου εαυτού. Δηλαδή προσπαθώντας να γίνω όσο το δυνατόν καλύτερος απέναντι στο σύνολο, χτίζω κάτι που μένει. Από τη μια ενδιαφέρεσαι για το σύνολο, όμως από την άλλη δεν το εμπιστεύεσαι, για αυτό και το απορρίπτεις. Το ότι δεν το εμπιστεύομαι δεν σημαίνει πως δεν ενδιαφέρομαι. Επιπλέον, στο θέατρο μόνο για καλό μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι προσωπικοί δαίμονες. Αυτό σημαίνει πως μπορείς να αντιστρέψεις την αρνητική ενέργεια που παράγουν και να την μετατρέψεις σε θετική - κάτι άλλωστε που σε σχέση με τα φορτία , βρίσκει σύμφωνη τη Φυσική. Και όσο περισσότερο το εξασκείς, άλλο τόσο βοηθάς το «φάντασμα» του ρόλου να εγκατασταθεί μέσα σου και να χρησιμοποιήσει το σώμα σου. Τρόπον τινά, είναι ένα «στοίχειωμα».
Στη δουλειά του ηθοποιού, υφίσταται η «τεχνητή» μνήμη του ρόλου; Ναι. Αδειάζεις από όσα σε προσδιορίζουν και έτσι δημιουργείς μια τεχνητή μνήμη του χαρακτήρα που αναλαμβάνεις να υποδυθείς. Κάποτε έλεγα «ο πόνος σου χτυπάει στο αίμα μου». Δηλαδή κάνω πέρα τον εαυτό μου, για να νοιώσω εσένα. Έτσι όταν ξυπνάω, ξυπνάει μαζί μου και ο «άλλος», αυτός του ρόλου. Τον κουβαλάω παντού, ότι και να κάνω, οι ατάκες του με συνοδεύουν σε όλη τη διάρκεια των παραστάσεων. Για αυτό και όταν κάνω θέατρο απέχω από τον έξω κόσμο. Διότι οι πληροφορίες που όλοι προσλαμβάνουμε είναι διαρκείς, αποθηκεύονται στον «σκληρό» και ασυνείδητα επεξεργάζονται από το μυαλό. Όμως εγώ πρέπει να μείνω ανεπηρέαστος γιατί έχω να φροντίσω τον «άλλον». Προσωπικά ποτέ δεν βάζω τον εαυτό μου μπροστά από το ρόλο. Βρίσκομαι πίσω από αυτόν.
Προτιμάς το θέατρο από τον κινηματογράφο; Είναι γοητευτικό να ανακαλύπτεις καινούργια «εργαλεία», αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που εσύ πρέπει να το εφεύρεις το νέο εργαλείο γιατί δεν το έχεις. Αυτά μου αρέσουν και με χαροποιούν παρότι με κουράζουν πολύ. Το προτελευταίο έργο που έπαιξα, ήταν το «Μάθημα» του Ιονέσκο, το οποίο ήταν άκρως απαιτητικό και δεν μου προσέφερε οικονομικές απολαβές. Παρόλα αυτά με γέμισε ικανοποίηση. Πάντως πιο ξεκούραστος για εμένα είναι ο κινηματογράφος. Μπορεί να δουλέψω συνεχές δωδεκάωρο και να έχω μόνο σωματική κούραση. Όμως το θέατρο είναι πολύ πιο δύσκολο. Σαν το φρέσκο, που από τη στιγμή που το περνάς στον τοίχο δεν μπορείς να το διορθώσεις. Είναι «ζωντανό», άμεσο. Διότι έχεις διαρκώς ανθρώπους που εξ αρχής πρέπει να τους δηλώσεις ότι δεν πρόκειται να τους καπελώσεις από θέση ισχύος επειδή είσαι ο φωτισμένος που θα παρακολουθήσουν, ούτε όμως ότι θα είσαι και κατώτερός τους. Επιπλέον για μένα ο ρόλος στο θέατρο είναι σαν να πρέπει να καταδυθώ στην Άβυσσο, να πιάσω άμμο και να αναδυθώ. Η τηλεόραση από την άλλη είναι ακόμα πιο κοπιαστική για αυτό και ηθοποιοί αναμασούν τους ρόλους τους. Με άλλα λόγια παίρνουν τις ίδιες εκφράσεις και ξεκινούν πάντα με τη φράση «να σου πω…». Προσωπικά το αποκαλούμενο γυαλί δεν με ενδιαφέρει ούτε καν ως θεατή. Άλλωστε τα σήριαλ γυρίζονται για να παίρνουν τα κανάλια διαφημίσεις.
Προετοιμάζεις καινούργιες «εμφανίσεις»; Πρόκειται να συμμετάσχω σε μια ταινία μικρού μήκους που θα αναφέρεται στα τελευταία ημερολόγια του Μπάροουζ και την ερχόμενη χρονιά θα παίξω στην Τρισεύγενη του Παλαμά στο Εθνικό.
Υπάρχουν ρόλοι που σου έχουν μείνει ανεξίτηλοι; Όλους τους έχω σαν παιδιά μου. Όμως ένας έχει αφήσει την σφραγίδα του μέσα μου και αυτό γιατί είναι σχεδόν θεϊκός. Ο Τειρεσίας, και της Αντιγόνης και του Οιδίποδα Τύραννου. Μάλιστα πρέπει να είμαι από τους ελάχιστους που έχω παίξει Τειρεσία τρεις φορές. Πρόκειται για έναν πολύ οργισμένο άνθρωπο, που διαρκώς τα ψέλνει και στον Κρέοντα και στον Οιδίποδα, πριν καταλήξουν τα πάντα σε καταστροφή. Θυμάμαι σε κάποια από τις παραστάσεις- όταν ο Κρέοντας κλαίει το γιο του που αυτοκτόνησε- που ακούστηκε μια κυρία από το κοινό να λέει «ναι , τώρα το σκέφτηκες!» Τελικά είναι τρομακτικό να λες αλήθειες και να μη σε ακούνε. Όπως και τότε έτσι και τώρα. Όποιος αρχίζει και μιλάει, του φωνάζουν «σκάσε θα σε εξοντώσω». Μα να λες αλήθειες και για αυτό να σε πολεμούν…
Συμβαίνει από καταβολής κόσμου. Δεν αντιλέγω. Για παράδειγμα η φοβερή κρίση στην Ελλάδα, δεν προέκυψε από τη μια μέρα στην άλλη. Υπήρχαν σαφή προειδοποιητικά σημάδια, που ποτέ όμως κανείς από τους πολίτες δεν έλαβε υπόψη του- και ας έβγαιναν σπουδαίοι άνθρωποι και βαρούσαν καμπανάρες και όχι καμπανάκια. Ήταν ολοφάνερο ότι πηγαίναμε κατά διαόλου. Κανείς δεν έκανε τίποτα, ούτε τότε ένοιαζε το λαό ούτε και τώρα τον νοιάζει. Και οι πολιτικοί γιατί να ανησυχήσουν αφού έχουν την ίδια ιδιοσυγκρασία με την πλειοψηφία. Αυτή που τους αναδεικνύει διαχειριστές της μοίρα της. Για αυτό δεν θέλω να μιλάω και προτιμώ να εκφράζομαι μέσα από τη δουλειά μου που είναι δημόσια. Μέσα από αυτή, μου παρέχεται η δυνατότητα να μεταφέρω τα μηνύματα που θεωρώ υγιή. Διότι κάθε ωραίος ρόλος προσφέρεται για κάτι τέτοιο και έχει να δώσει πολλά σε όποιον τον παρακολουθεί αλλά και τον υποδύεται. Και δεν χρειάζεται να είναι κάποιος χαρακτήρας που θέλει να διδάξει τον κόσμο κλπ. Πολύ μεγάλοι ηθοποιοί ότι ρόλο και να υποδυθούν, μόνο και μόνο η αισθητική του παιξίματός τους παραπέμπει στο ότι υπάρχει και η ομορφιά στη ζωή και πρέπει να αντιληφθούμε το πώς θα τη τρυγήσουμε. Όμως, κανείς δεν νοιάζεται επί τοις ουσίας για αυτό.
Η επιρροή της Τέχνης, κατά πόσο μπορεί να επηρεάσει και να αφυπνίσει συνειδήσεις; Δεν νομίζω ότι μπορεί να το κάνει. Για παράδειγμα έχει συσταθεί ένα κοινό σινεφίλ , θεατροφίλ, εικαστικοφίλ κλπ. και ζουν σε ένα ροζ, παρφουμαρισμένο σύννεφο και λένε «αχ τι ωραία που εμείς βλέπουμε και καταλαβαίνουμε αυτή τη τέχνη ενώ άλλοι δεν μπορούν». Δήθεν καταστάσεις που εκπροσωπούνται από τάχα μου εναλλακτικούς. Αλλά και οι πολιτικοί τα ίδια κάνουν. Ενδιαφέρονται για το φαίνεσθαι και όχι στο να αφυπνιστούν. Επιδιώκουν να δείξουν ότι κατέχουν και προωθούν πολιτισμό , οπότε εύλογα τα πάντα καταλήγουν σε συμπεριφορές και νοοτροπίες «βιτρίνας».
Πρόσφατα συμμετείχες και στη ταινία «Guilt» του Βασίλη Μαζωμένου, που αφορούσε το Κυπριακό. Ο ρόλος μου ήταν ενός άγγλου στρατιωτικού που έχει ξεμείνει στην Κύπρο και έχει ένα μηχάνημα με το οποίο βασανίζει τους ντόπιους. Πιστεύει πολύ σε αυτό όπως και στα ιδεώδη της Μεγάλης Βρετανίας, το να είναι δηλαδή πελώρια και ισχυρή. Αν εξαιρέσει κανείς το τι πιστεύει αυτός ο άνθρωπος, η έννοια της πίστης του είναι η ίδια με οποιοδήποτε άλλου π.χ. ενός φονταμενταλιστή ισλαμιστή, ενός χριστιανού ορθόδοξου, είτε ενός φασίστα, αναρχικού, κομμουνιστή κλπ. Η ενέργεια που χρειάζεται κανείς στο να πιστεύει, ήταν που με ενδιέφερε περισσότερο. Αυτό είναι και η πρόκληση. Είναι θεαματικό να παρατηρείς τον ανθρώπινο νου που πιστεύει πολύ σε κάτι- γιατί το άτομο θεωρεί αυτό το «κάτι»σπουδαίο και κατά επέκταση μέσα από αυτό, τον ίδιο του τον εαυτό.
Το Αρμενικό ζήτημα πόσο όμορο είναι με το Κυπριακό; Είναι τελείως διαφορετικά πράγματα. Δεν είναι μόνο o εκπατρισμός για τους Αρμενίους, ακόμα και τα εδάφη «εξαφανίστηκαν», κάτι που δεν συνέβη στην Κύπρο. Όπως και η Αρμενική Διασπορά ως αποτέλεσμα της Γενοκτονίας. Το Αρμενικό και το Κυπριακό ζήτημα, απλά δεν συγκρίνονται μεταξύ τους.
Πώς θα σχολίαζες το μονοπώλιο καλλιτεχνών στην Ελλάδα; Σε αυτή τη χώρα έχουμε τη τάση να λατρεύουμε και να υμνούμε κάποιον μέχρι τελικής πτώσης. Για παράδειγμα τα ιερά τέρατα στο θέατρο είναι ο Μινωτής, ο Χορν και η Παξινού, όμως υπήρξαν και δεκάδες άλλοι εξίσου εκπληκτικοί ηθοποιοί που δεν έχουν αναφερθεί πουθενά. Το ίδιο με τη μουσική. Πλέον ανοίγεις το ψυγείο σου και ακούς Θεοδωράκη. Απορώ πως και ο ίδιος δεν το καταλαβαίνει. Είναι σαν το σωληνάριο της οδοντόπαστας που το βλέπεις ότι έχει τελειώσει και όμως το ζουλάς για να βγάλει και το ελάχιστο που μπορεί να έχει. Έτσι, μέχρι εξαντλήσεως.
Υπάρχουν μουσικές που σε «συνοδεύουν» και ανοίγουν διάλογο μαζί σου; Το μουσικό μου φάσμα είναι ιδιαίτερα ευρύ και εκτείνεται από τους δικούς μας, τους System Of A Down που μου τους έμαθε ο γιος μου (όταν μου είπε ότι είναι Αρμένιοι ενθουσιάστηκα) φτάνοντας μέχρι τον «Γκρεμό» του Χατζιδάκι με τον Ορφέα Κρεούζη. Γενικά, και metal μπορώ να ακούσω αλλά μου αρέσει και η κλασική μουσική, τα blues ή υπάρχουν και μέρες που δεν θέλω να ακούσω καθόλου μουσική. Από την άλλη, ο πατέρας μου ήταν οργανοποιός. Ασχολήθηκα με αυτή τη δουλειά για δυο χρόνια πριν πάω στη δραματική σχολή, αλλά πέραν τούτου τίποτε άλλο. Τραγουδάω και παίζω κιθάρα, όχι όμως επαγγελματικά.
Τα «σκυλάδικα» είναι εκτός της αισθητικής σου; Μια εποχή είχαν έρθει έτσι τα πράγματα που δούλευα τόρνο σε ένα χυτήριο στου Ρέντη. Καταλαβαίνεις τώρα, χώμα κάτω, μηχανήματα, τρώγαμε και κάτι πελώρια σάντουιτς με ομελέτες, λουκάνικα και ότι βάλει ο νους σου και υπήρχε ένα παμπάλαιο ραδιόφωνο που κάθε μέρα έπιαναν τον ίδιο σταθμό. Από εκεί άκουσα το «Οδηγώ και σε σκέφτομαι και είναι αυτό επικίνδυνο». Όλη η καθημερινότητα ήταν έτσι, οπότε με είχε εξιτάρει το άσμα . Αφού πήγα και το αγόρασα σε βινύλιο-τότε δεν υπήρχαν τα σιντί. Μάλιστα ένα ζευγάρι μπροστά μου που είχε επιλέξει Άστορ Πιατσόλα, γύρισε και με κοίταξε με περιφρονητικό ύφος, σαν να είχα πάνω μου λάσπη.
Η τέχνη είναι και μια καλή συντροφιά στις μοναχικές σκέψεις; Πράγματι. Διότι αισθάνεσαι ότι βρίσκεις έναν πραγματικό σύντροφο, έναν ειλικρινή φίλο και ότι δεν είσαι μόνος σου-ακόμη και εάν αυτόν τον «συνοδοιπόρο» δεν τον έχεις γνωρίσει, δει ή αγγίξει ποτέ σου.
Συντριβή για την απροσδόκητη απώλεια
Άφωνοι μείναμε όλοι στο άκουσμα της είδησης του πρόωρου χαμού του ηθοποιού Άρτο Απαρτιάν. Ήταν φίλος του περιοδικού μας και εμείς θαυμαστές της συνεπούς πορείας του, περήφανοι για εκείνον. Καλλιεργημένος, με ευρύτατη παιδεία, άνθρωπος σκεπτόμενος, με προβληματισμό αλλά και με πηγαίο χιούμορ, ξεχώρισε για το ταλέντο, τη χαρακτηριστική φωνή, την καθαρή άρθρωση, το μέτρο στις ερμηνείες του. Απόδειξη του μεγάλου ταλέντου του: υπηρέτησε επάξια όλα τα είδη θεάτρου, το αρχαίο, κλασικό, σύγχρονο δράμα και την κωμωδία. Έπαιξε κυρίως δευτεραγωνιστικούς ρόλους, κλέβοντας συχνά την παράσταση με την ερμηνεία του στην Επίδαυρο ή στο θεατρικό σανίδι. Απόφοιτος της δραματικής σχολής του Πέλου Κατσέλη, έπαιξε αναρίθμητους ρόλους κυρίως στο θέατρο, αλλά και στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Σημαντική διάκριση στην καλλιτεχνική του πορεία υπήρξε το Βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου FIPRESCI στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το 2007, για τη συμμετοχή του στην ταινία «Επιστροφή» του Βασίλη Δούβλη. Πολλές φορές πρόσφερε την πολύτιμη βοήθειά του στις θεατρικές παραστάσεις του πολιτιστικού συλλόγου «Χαμασκαΐν», αναλαμβάνοντας τη σκηνοθεσία των ερασιτεχνικών παραστάσεων και μεταμορφώνοντας κατά γενική ομολογία τους ηθοποιούς και την παράσταση με τις εύστοχες και ευφυείς παρεμβάσεις και οδηγίες του. Τον αγαπήσαμε και τον καμαρώσαμε πολύ, γιατί υπήρξε γνήσιος, συνεπής, ουσιαστικός, καθόλου τυχαίος άνθρωπος. Συλλυπητήρια στην οικογένεια και τους φίλους του.
|