Xρήστος Κισατζεκιάν |
Στην Έλενα Κιουρκτσή Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2012 τεύχος 74
Ήδη φωτορεπόρτερ από τα 17 του χρόνια, αιχμαλώτισε στο φακό του περισσότερα από 6.000 ηχηρά ονόματα της εγχώριας και παγκόσμιας μουσικής σκηνής, ενώ κατάφερε να πραγματοποιήσει το μεγαλύτερό του όνειρο: να συνδυάσει τις δύο πελώριες του αγάπες, τη μουσική με τη φωτογραφία. Ο Χρήστος Κισατζεκιάν δικαίως μπορεί να περηφανεύεται ότι έχει συλλέξει στο φωτογραφικό του αρχείο προσωπικότητες από όλα τα ιδιώματα της μουσικής, εκτός από σκυλάδες..
Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με τη φωτογραφία και ειδικότερα με το φωτορεπορτάζ; Θα ήταν πρακτικά αδύνατον να… ξεφύγω μεγαλώνοντας μέσα σε ένα σπίτι όπου ο πατέρας μου, Γεώργιος Κισατζεκιάν, υπήρξε διαφημιστής με «Δ» κεφαλαίο. Δηλαδή ήταν συγχρόνως μακετίστας, κειμενογράφος, γραφίστας και φωτογράφος. Αναφέρομαι σε μια εποχή που οι διαφημιστές ήταν πολυπράγμονες και πολυτάλαντοι. Η αρχή έγινε κάπου στα δέκα μου χρόνια, όταν μου χάρισε μια φωτογραφική μηχανή, μια Voigtlander διοπτική ρεφλέξ και άρχισε να μου δίνει τα ληγμένα φιλμ που του ξέμεναν για να πειραματίζομαι εκ του ασφαλούς ως αρχάριος. Ήταν εντελώς χειροκίνητη, δίχως κανένα αυτοματισμό, οπότε μπήκα στα «βαθιά» εξαρχής μαθαίνοντας να ρυθμίζω τα πάντα. Όμως το πιο όμορφο κομμάτι ήταν μετά τη λήψη, όπου μου εμφάνιζε τα φιλμ, εκτύπωνε δείγματα (contacts) και καθόταν μαζί μου ώρες να τα σχολιάσουμε και να βρούμε ποιες ήταν σωστές λήψεις και ποιες επιδέχονταν βελτίωσης ως αίσθηση κάδρου ή από τεχνικής πλευράς. Τεράστιο σχολείο για μένα.
Και το επόμενο κομβικό σημείο; Ήταν όταν η θεία μου, Μαρία Φωτεινού, όντας υπεύθυνη του Τηλεοπτικού Τμήματος στην εφημερίδα «Έθνος»- τότε που ήταν με διαφορά η πρώτη σε κυ-κλοφορία εφημερίδα στη χώρα μας- γνωρίζοντας το πάθος μου, έμαθε πως χρειάζονταν άμεσα άτομο για το τμήμα του φωτορεπορτάζ. Παρότι δεκαεπτά χρονών με τα μυαλά στα κάγκελα -μόλις είχα τελειώσει το σχολείο καθότι είχα κερδίσει χρόνο- και επιπλέον ερωτευμένος για πρώτη φορά, 1η Αυγούστου του 1983 έπιασα δουλειά, κατακαλόκαιρο. Μα ουδέποτε μετάνιωσα για εκείνη την επιλογή. Αντιθέτως μάλιστα! Του χρόνου συμπληρώνω αισίως τριάντα χρόνια ως φωτορεπόρτερ και δεν απασχολήθηκα ούτε μια μέρα με κάτι άλλο για τα προς το ζην.
Πώς κατάφερες να ανήκεις στις σπάνιες περιπτώσεις που έκαναν το μεράκι τους δουλειά; Ειδικά από το 1989 που συνδύασα τις δυο μεγάλες μου λατρείες, τη μουσική και τη φωτογραφία, ε ναι, ζω το προσωπικό μου όνειρο και χαίρομαι αφάνταστα για αυτό. Πιστεύω πως είναι ένας συνδυασμός θέλησης, επιμονής, κόπου, πειθαρχίας και τύχης που με ώθησε να τα καταφέρω. Διότι το φωτορεπορτάζ είναι ένα ιδιόρρυθμο επάγγελμα που σε πετάει έξω μονομιάς αν δεν είσαι άρρωστος με τη φωτογραφία του «δρόμου» και την τσίτα που σου προσφέρει το κυνήγι της στιγμής. Είναι τόσο αγχώδης, αλλοπρόσαλλη, πιεστική και άστατη η ζωή σου, που δε στέκει όρθιο τίποτε δίπλα σου. Δεν σε αντέχει κανείς.
Και τώρα στα …δικά μας
Η αρμενική καταγωγή σου κατά πόσο σε έχει επηρεάσει; Ίσως στην όποια «καλλιτεχνικότητα» με διέπει; Άλλωστε, το πόσο καλλιτεχνικός λαός είμαστε αποδεικνύεται περίτρανα από τα βάθη των αιώνων. Κατά τα άλλα, κακά τα ψέματα, ο πατέρας μου δεν ήταν από εκείνους που ανήκαν ενεργά στην αρμενική παροικία της Ελλάδας καθότι ήταν ουσιαστικά αυτό που λέμε Αιγυπτιώτης. Στο Κάιρο γεννήθηκε και μεγάλωσε έως το 1964, και η κοινότητα που τους φιλοξενούσε εκεί ήταν η ελληνική, λόγω της μητέρας του που προερχόταν από τη Σέριφο. Εξ ου και δεν ήξερε καθόλου αρμενικά για να μου τα μάθει. Παρόλα αυτά, είμαι βαθιά περήφανος για την αρμενική ρίζα μου αφού ο αρμενικός λαός μονό το Καλό και την Τέχνη προάγει και υπηρετεί.
Έχεις επισκεφτεί την Αρμενία; Δυστυχώς όχι ακόμη. Συγκυριακά δεν έτυχε. Και ήταν πάντοτε όνειρο ζωής. Το έχω ως σκοπό και εύχομαι με το που ξεπεραστεί αυτή η κατασκευασμένη κρίση που βιώνουμε στη χώρα μας, να πάω με τη φωτογραφική μου… αγκαλιά και να επιστρέψω με αμέτρητες εικόνες. Δυστυχώς ποτέ δεν έμαθα πώς ονομαζόταν το χωριό των προ-παππούδων μου. Απλά γνωρίζω ότι βρισκόταν κάπου στους πρόποδες του Αραράτ, στην πλευρά που ανήκει πλέον στην Τουρκία. Υπάρχουν διηγήσεις από την οικογένειά σου σχετικά με τη Γενοκτονία και πόσο ευαισθητοποιημένος είσαι όσο αφορά το Αρμενικό ζήτημα; Διήγηση από τον πατέρα μου πρόλαβα να έχω μία, αλλά σημαντική. Ήταν γαιοκτήμονες και αλογοτρόφοι οι πρόγονοί μας από ότι έλεγε ο πατέρας του και παππούς μου, τον οποίο δεν γνώρισα. Είχαν τεράστιες εκτάσεις με οπορωφόρα, αμέτρητα άλογα και έκαναν εμπόριο. Πλούτος και ευμάρεια, κόποι μιας ολάκερης ζωής που είχαν πιάσει τόπο. Οι χρυσές λύρες μετριόντουσαν με καλάθια και όχι μία-μία. Και ξάφνου, από τη μια μέρα στην άλλη, ο παππούς μου ο Αράμ θυμόταν τον εαυτό του ως πεντάχρονο ξυπόλητο παιδί, να τρέχει μερόνυχτα με την αδελφή του για να γλυτώσουν το τομάρι τους, ορφανοί πλέον, για να φτάσουν στα παράλια και να πάνε απέναντι στην Αίγυπτο όπου θα άρχιζαν από το μηδέν. Τα σχόλια είναι περιττά.
Είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό της τουρκικής διπλωματίας και πολιτικής - και εδώ συνειδητά δεν λέω ενός ολόκληρου λαού - που με κάνει έξω φρενών. Και γουστάρω πολύ τους System Of A Down και τον Σερτζ που δεν έχουν πάψει ούτε στιγμή να μάχονται προς αυτή την κατεύθυνση. Δείχνει πόσο άγριος και αδίστακτος είναι ο συλλογικός νους των τούρκων διπλωματών και εν γένει αυτών που κινούν τα νήματα και κατευθύνουν τον τουρκικό λαό αιώνες τώρα. Όμως πιστεύω πως είναι πλέον θέμα χρόνου για να ανατραπεί αυτή η απεχθής τακτική και να αναγνωριστεί επιτέλους η Γενοκτονία.
Περί μουσικής και …μουσικής
Πάει καιρός από την τελευταία μας συνάντηση, στη συναυλία του Σερτζ Τανκιάν στην Αθήνα. Τι εντυπώσεις αποκόμισες από την επαφή μαζί του και πώς σου φάνηκε η πρόσφατη δουλειά του; Μου έκανε τεράστια εντύπωση η αμεσότητα και η απλότητά του από την πρώτη κιόλας στιγμή που βρεθήκαμε. Προσγειωμένο άτομο. Είναι μορφωμένος, οξυδερκής και καλλιεργημένος, παραμένει ενεργός μαχητής και ανθρωπιστής παρά τα χρήματα που έχει βγάλει και αυτό τον τιμά! Όσο για το πρόσφατο άλμπουμ του «Harakiri», προσωπικά θα συμφωνήσω απόλυτα με την παρουσίαση του φίλτατου Δημήτρη Τσούνταρου στο Metal Hammer, δηλαδή ότι είναι καλύτερο από το «μεγαλομανές» Imperfect Harmonies αλλά πιο κάτω από το Elect The Dead.
Εκτός της ενασχόλησής σου με τη φωτογραφία, είσαι και ιδρυτικό μέλος των What’s the Buzz και Infidel. Πόσο ...μουσικός είσαι τελικά; Μουσικός… βαριά κουβέντα. Δε σπούδασα μουσική, είμαι αυτοδίδακτος. Βέβαια από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, όλα όσα με αφορούν έχουν ως επίκεντρο τη Μουσική. Ήδη από τα πέντε μου άκουγα, καθημερινά και επισταμένα μπάντες - χάρη στον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερο αδελφό μου που θεωρώ και μέντορα. Συλλέγω άλμπουμ από τα εννιά μου. Παίζω μπάσο από τα δεκατρία μου. Έχω συνθέσει κομμάτια, έχω γράψει στίχους και έχω συμμετάσχει σε τρεις δισκογραφικές δουλειές από το 1979 μέχρι σήμερα. Και από την άλλη …φωτογραφίζω Μουσική από το 1989 για επώνυμα έντυπα του εξωτερικού και της χώρας μας και έχω πάρει συνέντευξη από χίλιους και πλέον επώνυμους ήρωες μου. Παίζω μουσικές σε clubs και bars. Οπότε, το πόσο μουσικός είμαι ναι μεν «παίζεται», όμως το πόσο η Μουσική είναι τα πάντα για μένα είναι προφανές .
Τα προσεχή σου σχέδια τι περιλαμβάνουν; Σε γενικές γραμμές θα συνεχίσω να κάνω αυτό που λατρεύω και με τρέφει. Από τα πιο σημαντικά και άμεσα σχέδιά μου είναι η κυκλοφορία του πρώτου album των Double Treat, της μπάντας που έχουμε στήσει με τον αδελφικό μου φίλο Σωτήρη Λαγωνίκα -ντράμερ και τραγουδιστή- καθώς και η αναζωπύρωση των What’s The Buzz. Από την άλλη σκοπεύω να ξεκινήσω να βάλω σε τάξη μια σειρά αμέτρητων -απομαγνητοφωνημένων και μη- συνεντεύξεων που έγιναν εδώ και δεκαοκτώ χρόνια με jazz, blues, latin, ethnic, pop, rock μουσικούς μέσα από το μουσικό έντυπο Metal Hammer. Ούτε το 1/5 από αυτό το υλικό δεν έχω δημοσιεύσει. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για μια συλλογή ανέκδοτων ιστοριών επώνυμων καλλιτεχνών που μιλούν για κάθε μια από τις δισκογραφικές κυκλοφορίες τους. Και με ενδιαφέρει να κάνω ένα βιβλίο για διεθνή χρήση με αυτό το σπάνιο υλικό, καθότι ο πλούτος των πληροφοριών είναι απίστευτος. Μια προσπάθεια που δεν έχω συναντήσει έως σήμερα από συναδέλφους μου, εντός και εκτός των συνόρων.
Στη πολυετή καριέρα σου, ποιες στιγμές ακόμα τις θυμάσαι; Είναι τόσο πολλές οι όμορφες στιγμές και τόσο λίγες οι άσχημες. Όμως με το «πιστόλι στον κρόταφο» ας διαλέξω μία. Από τις κορυφαίες μου ως ακροατή και φωτογράφου είναι σίγουρα η αξέχαστη εμφάνιση των Camel στο «Ρόδον Club» το Δεκέμβρη του 2000, αφού οι παρευρισκόμενοι γίναμε μάρτυρες μιας απίστευτης συναισθηματικής αλληλοεπίδρασης με τον ανεπανάληπτο Andrew Latimer, κιθαρίστα του γκρουπ, ο οποίος έπαιξε τόσο πηγαία, τόσο διαδραστικά, που συγκινήθηκε επί σκηνής, κάνοντάς με να βουρκώσω στο λεπτό. Κοίταξα τριγύρω μου και δεν ήμουν ο μόνος με δάκρυα στα μάτια. Είχα την τύχη να γνωρίζω τον Latimer προσωπικά. Αν η ανθρωπότητα ήταν γεμάτη από τέτοια πλάσματα, ο κόσμος θα ήταν πραγματικά όμορφος… |