O Αντουάν Αγουντζιάν γεννήθηκε το 1961 στο Σαιν Μωρ ντε Φοσέ, κοντά στο Παρίσι. Σε ηλικία πέντε ετών ανακάλυψε τις ρίζες του μέσω των αρμενικών χορών κι αργότερα έγινε μέλος του χορευτικού συγκροτήματος «Ναβασάρτ». Από τότε ο χορός είναι αναπόσπαστο κομμάτι του Αγουντζιάν. Η φωτογραφία μπήκε στη ζωή του το 1987, ενώ εργαζόταν σε ένα φωτογραφικό εργαστήριο στη Βοστώνη. Μετά τον μεγάλο σεισμό της Αρμενίας το 1988, εντάχθηκε σε μια φιλανθρωπική οργάνωση και ταξίδεψε στην Αρμενία ως τεχνικός και διερμηνέας. Τότε έμαθε να μιλάει και την αρμενική γλώσσα και τράβηξε τις πρώτες φωτογραφίες του. Όταν επέστρεψε στη Γαλλία το 1990, δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή φωτογραφιών με τίτλο «Φωτιά κάτω από τον πάγο». Έκτοτε έχει εκδώσει πέντε ακόμη βιβλία. Το 1999 ήταν ένας από τους νικητές του Βραβείου «World Press Photo Όσκαρ Μπάρνακ».
Στην Ταλίν Μαρντικιάν Ιούλιος- Σεπτέμβριος 2016, τεύχος 90
Κύριε Αγουντζιάν πριν ασχοληθείτε με τη φωτογραφία, ήσασταν επαγγελματίας χορευτής. Πώς καταφέρατε να συνδυάσετε αυτά τα δύο είδη τέχνης; Πέρασα με αργούς ρυθμούς από τη μια μορφή τέχνης στην άλλη. Ο χορός μού επέτρεψε να δημιουργήσω ένα φανταστικό κόσμο και να τον ζήσω πάνω στη σκηνή, ενώ η φωτογραφία να τον απεικονίσω.
Το 1988, μετά τον σεισμό στην Αρμενία, πήγατε εκεί για να βοηθήσετε τις φιλανθρωπικές οργανώσεις. Θέλετε να μας μιλήσετε γι’ αυτήν την εμπειρία; Ήταν η σπίθα για να αντιμετωπίσετε την ιστορία των προγόνων σας; Η ανθρωπιστική βοήθεια δημιούργησε μια ρήξη μέσα μου και μου επέτρεψε να δώσω ένα νόημα στη ζωή μου. Μόλις είχα ξεκινήσει με τη φωτογραφία εκείνη την εποχή. Το να βοηθήσω τον λαό μου μέσα στο χάος του 1915, ήταν σαν να πήγαινα στο Ντέιρ Ζορ, στη Συρία και να πρόσφερα βοήθεια στους επιζήσαντες, τους πρόσφυγες, τα παιδιά. Διότι βασικό μέλημα στη δουλειά μου ήταν να βοηθήσω τα παιδιά και αυτή η αποστολή κράτησε δύο χρόνια. Αργότερα επέστρεψα στη Γαλλία εγκαταλείποντας την ανθρωπιστική δράση και επιδόθηκα στη εκμάθηση της φωτογραφικής τέχνης. Ήταν επιλογή μου, διότι ήθελα να ακολουθήσω την εσωτερική μου αναζήτηση, απεικονίζοντας στιγμές από τη ζωή μου για να δημιουργήσω μια ονειρική τοιχογραφία στη μνήμη μου, που κληρονόμησα από τα παιδικά μου χρόνια χάρη στους Αρμένιους επιζήσαντες.
Οι παππούδες σας ήταν επιζώντες της Γενοκτονίας. Ο ένας επέζησε ως εκ θαύματος έχοντας δεχτεί 17 μαχαιριές και ο άλλος, το 1915, ως επικεφαλής του οθωμανικού στρατού, κατάφερε να σώσει πολλούς Αρμένιους πριν σταλεί στην εξορία. Πόσο σας έχουν επηρεάσει οι ιστορίες τους; Από παλιά έμενα στην Αλφορβίλ, μια περιοχή όπου είναι έντονη η παρουσία της αρμενικής κοινότητας και εκεί κατοικώ από τότε. Δημιουργήθηκε ουσιαστικά από τους επιζήσαντες της Γενοκτονίας και τους απογόνους της πρώτης γενιάς. Όλες αυτές οι ιστορίες με έχουν σημαδέψει από την παιδική μου ηλικία και αυτή η έντονη κληρονομιά καθόρισε τη φαντασία μου. Φανταζόμουν τα χωριά τους στην Ανατολία, τα ρούχα, τους χορούς, τους γάμους, τις αντιστάσεις τους, τη ζωή τους, το θάνατό τους. Ο χορός μού επέτρεψε να ταυτιστώ μαζί τους και η φωτογραφία να παρεμβάλω ανύπαρκτες εικόνες σε ιστορίες που στοίχειωναν τη συνείδησή μου.
Το τελευταίο έργο σας, «H κραυγή της σιωπής», αφιερωμένο στην επέτειο μνήμης των 100 χρόνων από τη Γενοκτονία, παρουσιάστηκε πέρυσι στο Ντιγιάρμπακιρ. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που κάνατε έκθεση φωτογραφίας στην Τουρκία με θέμα τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Τι δυσκολίες συναντήσατε όσον αφορά την οργάνωση της έκθεσης με αυτό το θέμα στην Τουρκία; Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος που επιλέξατε το Ντιγιάρμπακιρ; Δεν υπήρχε κάποια μεγάλη δυσκολία εκτός από την εξεύρεση χορηγιών. Ευτυχώς είχα την υποστήριξη από μερικούς φορείς όπως το «Ίδρυμα Γκιουλμπενκιάν» στην Πορτογαλία, η «Γενική Αρμενική Ένωση Αγαθοεργίας» Ευρώπης και το «Ίδρυμα Αρμενία» στην Ελβετία, όπως επίσης ο Δήμος και το Εμπορικό Επιμελητήριο του Ντιγιάρμπακιρ που χρηματοδότησαν το όλο εγχείρημα και τα έξοδα, μια και ήταν η πρώτη φορά που φιλοξενούσαν μια παρόμοια έκθεση. Επίσης, με στήριξαν Τούρκοι και Κούρδοι φίλοι μου γύρω από τα υλικοτεχνικά και τα οργανωτικά. Έχτισα αυτό το σχέδιο μέσα σε δύο χρόνια, και ήταν , έξω από το συμβολισμό της οργάνωσης για τα 100 χρόνια από τη Γενοκτονία μέσα στην Τουρκία, ένα καλλιτεχνικό γεγονός που άγγιζε τα όρια της πολιτικής επειδή οργανώθηκε από ένα φορέα που εκπροσωπούσε το τουρκικό κράτος κι αυτό έγινε δυνατό χάρη στο θάρρος των δύο δημάρχων, του Γκιουλτάν Κισανάκ και του Φιράτ Ανλί. Λίγες εβδομάδες μετά την έκθεση, η περιοχή έγινε πεδίο μάχης που προκάλεσαν οι άνθρωποι του Ερντογάν χρησιμοποιώντας πυρομαχικά εναντίων πολιτών. Η ίδια η τοποθεσία γύρω από την έκθεση έχει καταστραφεί εξαιτίας της επιθετικότητας του τουρκικού στρατού και της αντίστασης του κουρδικού λαού.
Οι φωτογραφίες της Αρμενίας αντανακλούν την κατάσταση της εποχής. Γιατί επιλέξατε ασπρόμαυρες φωτογραφίες; Τι θέλατε να πείτε στο κοινό σας; Ξεκίνησα με την ασπρόμαυρη φωτογραφία για να επικαλεστώ μια διαχρονική ιστορία, για να τοποθετήσω εικόνες σε μια οικογενειακή ιστορία που δεν υπήρχε. Μόνο οι γνωστές φωτογραφίες, ιδίως αυτές του Άρμιν Βέγκνερ υπήρχαν στο μυαλό μου. Επιπλέον, αυτή είναι η παιδεία μου αφού εργάστηκα 15 χρόνια δίπλα στους μετρ των μεγαλύτερων φωτογραφικών εργαστηρίων του κόσμου. Μετά την έκθεση μου στην Τουρκία το 2011 και για να προκαλέσω μια ρήξη ανάμεσα στη μνήμη και την ιστορία, ξεκίνησα τρία χρόνια πριν από τη δημοσίευση του βιβλίου μου, «’Η κραυγή της σιωπής»’, μια διαδρομή προς το χρώμα που σήμερα αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της προσέγγισής μου. Ο ρεαλισμός του χρώματος εμποδίζει το συναίσθημα που μόνο η αλληγορία προκαλεί, η φυσική αφαίρεση του μαυρόασπρου το επιτρέπει πιο εύκολα. Είναι πιο δύσκολο με το χρώμα, αλλά μου αρέσει πολύ αυτή η πρόκληση και αισθάνομαι πλήρως αυτήν την προσέγγιση, η συλλογή μου σε χρώμα θα υπάρχει σε λίγα χρόνια. Η μεγαλύτερη δυσκολία είναι να βρω τις ετήσιες χορηγίες για τις φωτογραφικές μου εκθέσεις σ’ αυτή τη γη της έμπνευσης. Χωρίς βοήθειες είναι επικίνδυνο να συνεχίσεις. Κάθε λαός ταυτίζεται με τους καλλιτέχνες του, τους συγγραφείς του που κι αυτοί πασχίζουν πάντα να χτίσουν τα έργα τους.
Τι είναι αυτό που σας εμπνέει αυτήν την περίοδο; Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Ακολουθώ την αναζήτησή μου χωρίς κάποιο προκαθορισμένο πρόγραμμα, είναι μια ενδοσκόπηση για να λειτουργώ από διαίσθηση, αν και διαβάζω πολλή ιστορία. Μόλις επέστρεψα από το Καραμπάχ και ήμουν στο Ιράκ τον Φεβρουάριο στους Κούρδους Γεζίντι του Σιντζάρ. Αυτή η περιοχή με στοιχειώνει, μου επιτρέπει να αποκτώ περισσότερες γνώσεις γύρω από την ιστορία και πρέπει να πηγαίνω συχνότερα. Κάθε εικόνα τρέφει τον πνευματικό μου κόσμο και απεικονίζει την ιστορία που θα ήθελα να αφηγηθώ, είναι η συλλογική μας ιστορία, αυτή όλων των απογόνων των Αρμενίων που επέζησαν της Γενοκτονίας. Και τούτο όχι μόνο επειδή ανήκει στην ανθρωπότητα και υπό αυτήν την έννοια είναι παγκόσμια και μιλάει επίσης σ’ όλα τα ανθρώπινα όντα που δεν έσκυψαν το κεφάλι τους απέναντι στην αδικία. Η ιστορία των Αρμενίων ανήκει στην ελληνική μυθολογία και υπό αυτήν την έννοια είναι μια συλλογική.
|