Χαρουτιούν Κιουρκτζιάν |
Στην Ναζίκ Τζαμουζιάν Τεύχος: Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2011
«Πρέπει να επανατοποθετήσουμε στα σπίτια και στα σχολεία μας τα αρμενικά σε ισότιμη θέση με την τοπική γλώσσα»
O Χαρουτιούν Κιουρκτζιάν γεννήθηκε στο Λίβανο το 1943. Είναι πτυχιούχος Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Σορβόνης. Έχει εργαστεί ως καθηγητής της αρμενικής και γαλλικής γλώσσας στο Τζεμαράν του Λιβάνου, έχει διδάξει την αρμενική λογοτεχνία στο Ίδρυμα Αρμενολογίας του Χαμασκαΐν, καθώς και την αρμενική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο Χαϊγκαζιάν, πάντα στο Λίβανο. Από το 1979 διετέλεσε διευθυντής του Γραφείου Τύπου της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας - Τασνακτσουτιούν, ενώ από το 1986 υπεύθυνος του Τομέα Εκδόσεων του Τασνακτσουτιούν. Έχει εκδώσει έναν τόμο με κοινωνιολογικές, ψυχολογικές και φιλοσοφικές μελέτες (Essai sur l’ Exil). Έχει πλούσιο εκδοτικό έργο στον τομέα των διδακτικών εγχειριδίων: μια δίγλωσση μέθοδο αυτοδιδασκαλίας για την αρμενική γλώσσα (γαλλικά-αρμενικά και αγγλικά-αρμενικά), ένα γαλλοαρμενικό λεξικό, μια τετράτομη σειρά για τη διδασκαλία της αρμενικής γλώσσας και λογοτεχνίας στα αρμενικά γυμνάσια (σε συνεργασία με την Μάρω Καλαϊτζιάν-Κιουρκτζιάν), κ.ά. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με την έκδοση διδακτικών εγχειριδίων και παιδαγωγικών βιβλίων.
Κύριε Κιουρκτζιάν, έχετε πίσω σας μια μακρά διαδρομή στη συγγραφή σχολικών βιβλίων. Γνωρίζουμε επίσης ότι παλαιότερα υπηρετήσατε ως εκπαιδευτικός σε σχολεία του Λιβάνου και της Γαλλίας, αφού είχατε προηγουμένως κάνει σπουδές και στις δύο αυτές χώρες. Γνωρίζουμε ακόμη ότι έχετε ετοιμάσει μια μέθοδο διδασκαλίας αρμενικών άνευ διδασκάλου από τα γαλλικά ή τα αγγλικά. Τέλος γνωρίζουμε ότι έχετε συγγράψει τη σειρά σχολικών βιβλίων για μαθητές γυμνασίου και λυκείου. Η παρουσίασή μας εδώ είναι συνοπτική -ασφαλώς θα είχατε και άλλες δραστηριότητες. Θα θέλατε ν’ αναφερθείτε εσείς σ’ αυτές; Η παρουσίασή σας είναι αρκετή. Τα υπόλοιπα δεν είναι της παρούσης. Μόνο μια διόρθωση: τα σχολικά βιβλία για γυμνάσιο και τα συνοδευτικά τετράδια γραμματικής έγιναν με τη συνεργασία της Μάρω Καλαϊτζιάν-Κιουρκτζιάν. Και κάτι ακόμη: η έκδοση των βιβλίων αυτών ήταν αποτέλεσμα ατομικής πρωτοβουλίας και προσωπικής εργασίας σε όλα της τα στάδια. Επίσης έχουν τύχει αναγνώρισης από πολλές οργανώσεις και σχολεία μας στη Διασπορά αν και μετά από εξαντλητικές προσωπικές επαφές. Να τονίσω τέλος, ότι τα βιβλία μας έχουν προσαρμοστεί με τον καλύτερο τρόπο στις συνθήκες των παροικιών μας στην Ευρώπη και την Αμερική.
Από όσα μας λέτε συμπεραίνουμε πως ταξιδεύετε συχνά και παρακολουθείτε τη διδασκαλία των αρμενικών στα σχολεία μας. Τι έχετε να πείτε για την κατάσταση και το επίπεδό τους; Πράγματι, είχα κι έχω επαφές -είτε από απόσταση, είτε με προσωπικές επισκέψεις- με τα περισσότερα σχολεία της Διασποράς. Είναι φυσικό να υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις παροικίες, λόγω αντικειμενικών καταστάσεων. Στις μεγάλες παροικίες της Ανατολής, όπου η χρήση της αρμενικής γλώσσας είναι πιο γενικευμένη και οι δομές της κοινότητας πιο σταθερές, τα σχολεία λειτουργούν σχετικά (το τονίζω σχετικά) ικανοποιητικά. Αλλά αυτό είναι συνήθως ένα απατηλό φαινόμενο, θα πω κατόπιν γιατί. Στην Ευρώπη και την Αμερική πάλι, καθώς και σε μικρές παροικίες της Ανατολής, είτε έχουμε αργήσει ν’ ανοίξουμε σχολεία, είτε ο αριθμός των υπαρχόντων είναι εξαιρετικά ανεπαρκής. Συχνά αυτά είναι και ποιοτικά ανεπαρκή και αδυνατούν ν’ αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής όσον αφορά την εκπαίδευση και τον πολιτισμό. Αυτό ισχύει με λίγες εξαιρέσεις, όταν κάποια σχολεία, ή απλά ένας-δύο εκπαιδευτικοί σ’ ένα σχολείο κάνουν τις σωστές επιλογές και κάνουν θαύματα. Αλλά το φαινόμενο παραμένει μεμονωμένο, ενώ η συνολική εικόνα είναι χωρίς προοπτική, για να μην πω χωρίς ελπίδα...
Θα μπορούσατε να μας κάνετε μια πιο συγκεκριμένη διάγνωση; Η κύρια αιτία, το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, είναι ένα ξεχωριστό ζήτημα... Πρώτα είναι γεγονός ότι ο αριθμός σχολείων ή/και μαθητών μειώνεται. Σχολεία κλείνουν ή χάνουν ένα τμήμα των μαθητών τους. Στις μικρές παροικίες η αναλογία των μαθητών που πήγαιναν σε αρμενικά σχολεία ήταν ήδη μη ικανοποιητική. Τις τελευταίες δεκαετίες όμως το φαινόμενο παρατηρείται και στις μεγαλύτερες παροικίες και οφείλεται εν πρώτοις στη συρρίκνωση των παροικιών αυτών, αλλά και στην ολοένα αυξανόμενη τάση να προτιμάται το ξένο σχολείο. Είναι σωστό βέβαια, ότι μέσα σε τέτοιες συνθήκες ακούμε συχνά για την ίδρυση ενός νέου σχολείου ή την επέκταση ενός άλλου, κάτι που μοιάζει σαν ένα θαύμα και είναι πολύ παρήγορο. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας ξεγελάσει, «το δέντρο δεν πρέπει να κρύψει το δάσος»...
Επομένως η αριθμητική εικόνα των σχολείων της Διασποράς δεν εμπνέει αισιοδοξία... Το ζήτημα δεν είναι μόνο ποσοτικό. Επαναλαμβάνω πως το κυριότερο πρόβλημα είναι ποιοτικό. Αυτό υποσκάπτει τα θεμέλια των εκπαιδευτικών μας δομών. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα σχολεία μας απέχουν πολύ από το επαγγελματικό επίπεδο. Και όσον αφορά θέματα οργάνωσης αλλά και παιδαγωγικής κατάρτισης των διδασκόντων, μένουμε σε πρωτόγονο στάδιο. Στην πρώτη πεντηκονταετία ύπαρξης της Διασποράς, τέτοιες μέθοδοι μπορεί να ήταν αποδεκτές, και καλώς-κακώς συνέβαλαν στην πολιτιστική μας επιβίωση. Με τα δεδομένα των τελευταίων δεκαετιών όμως, και ιδίως με τα δεδομένα του μέλλοντος, θα πρέπει σήμερα να γίνει μια σοβαρή προετοιμασία, μια πραγματική παιδαγωγική επανάσταση. Αν δεν το αντιληφθούμε αυτό, αυτοκτονούμε ομαδικά, δεν έχουμε μέλλον. Και δυστυχώς φαίνεται να μην το συνειδητοποιούμε και να μένουμε σε δυσλειτουργικές πρακτικές και κενές ρητορείες. Σε πολλές περιπτώσεις, η τοποθέτηση υπευθύνων στα σχολεία μας γίνεται με κριτήρια κάθε άλλο παρά εκπαιδευτικά, ενώ οι δάσκαλοι συχνά γίνονται δάσκαλοι συμπτωματικά, χωρίς να έχουν την κλίση (αυτό που παλιά λέγαμε έφεση -δεν είναι τυχαία λέξη αυτή), και χωρίς καμία προετοιμασία... Χθες ήταν η τηλεόραση, σήμερα τα ηλεκτρονικά μέσα και το διαδίκτυο που έπληξαν τον αδύναμο συλλογικό πολιτιστικό κορμό μας, τον οποίον προστατεύαμε με πρωτόγονα μέσα, όταν θα έπρεπε αντιθέτως εμείς οι ίδιοι να τα έχουμε εισαγάγει στις εκπαιδευτικές και πολιτιστικές μας δομές και να τα αξιοποιούμε προς όφελός μας... Δεν είναι περίεργο πόσο δυνατοί είμαστε στις ιδιωτικές μας πρωτοβουλίες, και πόσο μίζεροι γινόμαστε όταν πρόκειται να διοικήσουμε τις παροικίες μας; Καθώς δεν διαθέτουμε κάποιο διδασκαλείο που να καταρτίζει δασκάλους (και όσα είχαμε στο παρελθόν είχαν σημαντικές ελλείψεις), θα πρέπει να εξασφαλίσουμε τους οικονομικούς πόρους, να ενθαρρύνουμε λαμπρούς απόφοιτους να σπουδάσουν στα Πανεπιστήμια των χωρών τους, ακολουθώντας παιδαγωγικούς τομείς και στην ανάγκη να τους παρέχουμε πρόσθετη επιμόρφωση στην αρμενική γλώσσα, αντί να δεχόμαστε ως δασκάλους άτομα που δεν έχουν την κλίση, αλλά απλά δεν έχουν άλλες δεξιότητες ώστε ν’ ακολουθήσουν κάποιο άλλο επάγγελμα, και που δεν καταβάλλουν καμία προσπάθεια να επιμορφωθούν ενώ εργάζονται. Και ασφαλώς δεν προσπαθούμε ούτε κι εμείς να τους επιμορφώσουμε. Και φτάνουμε σε παράδοξα: μέσα στην ίδια παροικία, συχνά δε μέσα στο ίδιο σχολείο, χρησιμοποιώντας τα ίδια βιβλία, ένας δάσκαλος κάνει τους μαθητές ν’ αγαπήσουν την αρμενική γλώσσα, τους εμπνέει, τους ενθουσιάζει, ενώ ένας άλλος πετυχαίνει μόνο... να κάνει τους μαθητές να την αποστρέφονται για όλη την υπόλοιπη ζωή τους.
Έχετε επαφές με αξιωματούχους ή εκπαιδευτικούς της Αρμενίας; Δεν θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν οι αντίστοιχοι κλάδοι των πανεπιστημίων τους; Ξέρετε, δεν μπορούμε εδώ να μπούμε σε λεπτομέρειες, αλλά μιας και θέτετε εσείς το ζήτημα που είναι και σημαντικό, να πούμε ότι τα πανεπιστήμια της Αρμενίας θα μπορούσαν να παρέχουν άφθονο υλικό όσον αφορά τη γνώση της γλώσσας. Όμως, ακόμη κι αν δημιουργηθεί η έδρα της «Δυτικοαρμενικής γλώσσας» όπως έχει εξαγγελθεί, οι φοιτητές που θα σπουδάσουν εκεί, δεν θα γίνουν απαραίτητα οι κατάλληλοι εκπαιδευτικοί που θα στελεχώσουν τα σχολεία της Διασποράς, καθώς τα μαθήματα που διδάσκονται στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Ερεβάν, ακόμη και στις ονομαζόμενες «Παιδαγωγικές» σχολές, πολύ μικρή σχέση έχουν με την παιδαγωγική όπως την εννοούμε στη Δύση. Ήδη στην εκπαιδευτική κοινότητα της Αρμενίας υπάρχει μια προοδευτική μειοψηφία, η οποία είναι προβληματισμένη και δυσαρεστημένη με αυτή τη συντηρητική εκπαιδευτική γραμμή, που έχει τις ρίζες της στο σοβιετικό παρελθόν... Προσωπικά έχω επαφές, καθώς και κάποιες περιστασιακές συνεργασίες με προσωπικότητες που είναι πανεπιστημιακοί, συγγραφείς σχολικών βιβλίων, ή κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Ωστόσο, όσον αφορά τον τομέα της εκπαίδευσης, δεν έχω να πω πολύ θετικά πράγματα για τη συνεργασία Αρμενίας-Διασποράς. Ούτε για τα σεμινάρια μετεκπαίδευσης δασκάλων, που γίνονται εδώ και πολλά χρόνια στο Ερεβάν. Οι εκπαιδευτικοί μας δεν έχουν τίποτε ν’ αποκομίσουν από αυτά, εκτός ίσως από μια πατριωτική πλήρωση. Τις προάλλες, στο ίδιο το Ερεβάν, αναφερόμενοι στα σεμινάρια αυτά πανεπιστημιακοί έλεγαν πως «πριν να μετεκπαιδευτούν, καλό θα ήταν οι δάσκαλοι... να εκπαιδευτούν». Αυτή είναι η μοίρα πολλών τέτοιων πρωτοβουλιών: να παραμένουν σχηματικές και ημιτελείς... Να διευκρινίσω κάτι: σε άλλους τομείς η συνεργασία με δυνάμεις της Αρμενίας είναι ευεργετική, μπορεί ακόμη και να είναι απαραίτητη. Όσον αφορά τον εκπαιδευτικό τομέα όμως, για τους λόγους που προανέφερα, μια συνεργασία δεν αποκρίνεται στις ανάγκες μας, όχι τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον. Αν αποτολμηθεί, τα αποτελέσματα θα είναι ατελή κι εμβαλλωματικού χαρακτήρα.
Μα, τέλος πάντων, δεν έχουμε τρόπους να σταματήσουμε την υποχώρηση της χρήσης της αρμενικής γλώσσας; Θα γνωρίζετε ασφαλώς ότι πρόσφατα η UNESCO κατέταξε τη Δυτικοαρμενική γλώσσα στην κατηγορία γλωσσών που βρίσκονται σε κίνδυνο. Πώς έγινε αυτή η αξιολόγηση; Ναι, το γνωρίζω. Δεν γνωρίζω βέβαια πώς έκανε την αξιολόγηση η UNESCO, δεν έχει σημασία άλλωστε... Οποιοσδήποτε συνειδητοποιημένος Αρμένιος που έχει μάτια και βλέπει τη Διασπορά, έχει παρατηρήσει πολύ πριν την UNESCO ότι τα αρμενικά είναι σε κίνδυνο. Ας κοιτάξουμε γύρω μας: χρειαζόμαστε την UNESCO για να δούμε τι συμβαίνει; «Ανησυχούμε» υποκριτικά, δίνουμε (ή κάνουμε ότι δίνουμε) περισσότερη σημασία στις όποιες UNESCO, παρά στην εσωτερική μας φωνή και... εξακολουθούμε να συνεισφέρουμε στην υποχώρηση της χρήσης της γλώσσας μας, έστω και με παθητικό τρόπο. Στα σπίτια μας επικοινωνούμε με την τοπική γλώσσα, στην καλύτερη περίπτωση κάνουμε τα αρμενικά ένα χρηστικό, αδύναμο επικοινωνιακό εργαλείο και κατόπιν οδυρόμαστε γιατί τα παιδιά μας δεν χρησιμοποιούν τη γλώσσα μας... Ή εκδίδοντας ξενόγλωσσα περιοδικά που πραγματεύονται αρμενικά ζητήματα θεωρούμε ότι έχουμε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις μας ως Αρμένιοι. Με αυτό τον τρόπο όμως, δεν έχουμε εκπληρώσει το κύριο καθήκον μας, που είναι η διατήρηση της αρμενικής γλώσσας και του αρμενόφωνου πολιτισμού... Για να σταματήσουμε την υποχώρηση της γλώσσας μας, θα πρέπει κατ’ αρχάς να έχουμε τη βούληση να το κάνουμε και τη βούληση να χρησιμοποιήσουμε όποιο μέσο χρειαστεί γι’ αυτό. Να επανατοποθετήσουμε στα σπίτια και στα σχολεία μας τα αρμενικά σε ισότιμη θέση με την τοπική γλώσσα, να αναβαθμίσουμε την ποιότητα της εκπαίδευσης στα σχολεία μας, να οργανωθούμε και να δημιουργήσουμε πόρους... Υποφέρουν οι κοινότητές μας σε διάφορες χώρες από την οικονομική κρίση; Ίσως. Αλλά ο εκπαιδευτικός τομέας τουλάχιστον θα πρέπει να μείνει έξω από αυτήν. Η εκπαίδευση είναι το βασικότερο όλων, είναι το μέλλον μας, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.
Λέγατε ότι δεν χρησιμοποιούμε τα ηλεκτρονικά επικοινωνιακά μέσα: Διαδίκτυο, power point, κ.ά. Δεν είναι αυτό ένα αίτιο αποτυχίας; Υπάρχουν για παράδειγμα αρμενικά ηλεκτρονικά βιβλία, ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες, κ.ά.; Πράγματι δεν χρησιμοποιούμε αυτά τα μέσα. Είναι επίσης σωστό πως δεν θα ήταν άσχημα αν τα χρησιμοποιούσαμε. Προσοχή όμως: πολλοί από εμάς θεωρούν τα μέσα αυτά μαγικό ραβδί. Πιστεύουν πως αρκεί να τα χρησιμοποιήσουμε, ώστε οι μαθητές να είναι συγκεντρωμένοι και ώστε να έχουμε καλά αποτελέσματα. Η τόσο μεγάλη πίστωση από αυτά όμως είναι απλά αυταπάτη, και το να δικαιολογούμε τις όποιες αποτυχίες με την έλλειψή τους είναι απλά ένα άλλοθι... Οποιοσδήποτε δάσκαλος, αν αγαπά τη δουλειά του κι έχει κατάρτιση, θα έχει καλά αποτελέσματα και χωρίς αυτά τα μέσα. Από την άλλη, ένας αδιάφορος ή ακατάρτιστος δάσκαλος δεν θα μπορέσει ν’ ανταποκριθεί, ακόμη κι αν τα έχει στη διάθεσή του. Με άλλα λόγια, κι αυτά είναι απλά μέσα, όπως και τα σχολικά βιβλία. Είναι σωστό πως μπορεί να υπάρξουν καλύτερα και λιγότερο καλά μέσα, αλλά το βασικό παραμένει και θα παραμείνει για πάντα το επικοινωνιακό περιβάλλον, ο δεσμός διδάσκοντα-μαθητή και η ανθρώπινη διάσταση αυτού του δεσμού. Το ίδιο δε συμβαίνει και στην περίπτωση των ενηλίκων; Ρωτάτε για ηλεκτρονικά βιβλία και ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες: ασφαλώς και υπάρχουν. Είναι όμως ο ενήλικος Αρμένιος πρόθυμος να τα χρησιμοποιήσει; Πόσοι γνωρίζουν και πόσοι ενδιαφέρονται να μάθουν τα ήδη υπάρχοντα; Το digilib.am και το haybook για παράδειγμα, για ν’ αναφερθώ στα δύο κυριότερα; Και οι δικές μας εκδόσεις έχουν ιστοσελίδες εδώ και 15 χρόνια, και μπορεί κανείς να τις επισκεφτεί πληκτρολογώντας απλές λέξεις κλειδιά, όπως armenian learning, armenian method, armenian self-teaching κλπ. Το πιστεύετε πως σε αυτά τα 15 χρόνια δεν τις έχουν επισκεφτεί περισσότερα από 5 άτομα, για να ενδιαφερθούν γι’ αυτά τα βιβλία; Εμείς φτιάξαμε τις ιστοσελίδες απλά γιατί έπρεπε, χωρίς να έχουμε προσδοκίες. Γνωρίζουμε πως δεν είναι οι ιστοσελίδες που θ’ αφυπνίσουν τα μυαλά των ανθρώπων. Δεν είναι το Διαδίκτυο που θα κάνει τον άνθρωπο Άνθρωπο. Δεν γίνονται τέτοια θαύματα. Μάλιστα έχει αρχίσει να συμβαίνει το αντίθετο: το έτοιμο ηλεκτρονικό προϊόν αποχαυνώνει, μας εθίζει σε παθητική κατανάλωση, στο να περιμένουμε να μας τα σερβίρουν, να τα μασήσουν και να μας τα βάλουν στο στόμα. Ενώ το Διαδίκτυο συχνά είναι -συγχωρέστε μου την ιεροσυλία- ένας σκουπιδότοπος, όπου είναι πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο να ξεχωρίσουμε το ψέμα από την αλήθεια, το σημαντικό από το ασήμαντο. Και υπάρχουν ακόμη εκπαιδευτικοί που στέλνουν τους μαθητές να συλλέξουν πληροφορίες από το Διαδίκτυο, έναν τόπο όπου ακόμη κι εμείς, οι ενήλικες, μπορούμε να χαθούμε...
Επομένως; Θα καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα; Να μείνουμε απαισιόδοξοι; Δεν θα καταλήξουμε σε συμπέρασμα. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο άλλωστε. Διάλογο κάνουμε. Για ένα ζήτημα τόσο ζωτικής σημασίας όπως είναι η επιβίωση της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός λαού, φτάνουμε σε αξιόλογα «συμπεράσματα» μόνο με έργα. Αν συνειδητοποιήσουμε την κατάστασή μας και αποφασίσουμε να δημιουργήσουμε αρμενόφωνο πολιτισμό σε όλη τη Διασπορά, αν αποφασίσουμε να δώσουμε στην αρμενική γλώσσα εκείνη την αξία και διάσταση που δίνουμε στις τοπικές ή τις διεθνείς γλώσσες, τότε τίποτε δεν μπορεί να μας εξοντώσει. Με τις παρούσες συνθήκες όμως και το σημερινό βαθμό συλλογικής συνείδησης, απλά ετοιμαζόμαστε ν’ αυτοκτονήσουμε. Έτσι, μόνο απαισιόδοξοι μπορούμε να είμαστε -πάντα βέβαια με μια αγωνιστική απαισιοδοξία.
|