Εκτύπωση

LEVON

Το περιοδικό «Αρμενικά» παρακολούθησε τις εργασίες του Διεθνούς Συνεδρίου «Ρωσική και Αρμενική Λαογραφία: Παράδοση και Νεωτερικότητα (19ος - αρχές 21ου αιώνα)». Όλες οι εισηγήσεις είχαν μεγάλο ενδιαφέρον και πολλά από τα θέματα παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά, προσθέτοντας καινούρια στοιχεία στη βάση δεδομένων και συμπερασμάτων για την έρευνα της αρμενικής και ρωσικής λαογραφίας στην Ελλάδα. Το τριήμερο του συνεδρίου είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε με πολλούς αξιόλογους επιστήμονες από την Ελλάδα και την Αρμενία, σχετικά με το πλαίσιο συνεργασίας των δύο χωρών, που έχει ξεκινήσει εδώ και λίγα χρόνια, καθώς και για τα μελλοντικά σχέδια. Παράλληλα, είχαμε μια ενδιαφέρουσα, διαφωτιστική συνέντευξη με τον αναπληρωτή καθηγητή Λεβόν Απραχαμιάν, για ζητήματα ιστορίας, αρχαιολογίας και Εθνογραφίας στη σύγχρονη Αρμενία.

Μάικ Τσιλιγκιριάν

Οκτώβριος- Δεκέμβριος 2015, τεύχος 87

Θα θέλαμε να μας περιγράψετε το αντικείμενο και τις δραστηριότητες του Ινστιτούτου σας στην Αρμενία.

Ονομάζεται Ινστιτούτο Αρχαιολογίας και Εθνογραφίας της Ακαδημίας Επιστημών της Αρμενίας.  Μεταξύ άλλων, φιλοξενεί κι ένα τμήμα που ασχολείται με τη λαϊκή παράδοση. Η δομή του Ινστιτούτου παρέχει τη δυνατότητα στους επιστήμονες ένα ευρύ πεδίο ερευνών και μια πλούσια βάση δεδομένων, καλύπτοντας έτσι πολλούς τομείς, οι οποίοι, κάποιες φορές, έχουν μια εγγύτητα και μια διασύνδεση. Εγώ, όπως κι ο συνάδελφος Αγκάσι Τατεβοσιάν που είναι μαζί μας σήμερα, διδάσκουμε στην έδρα του τμήματος Εθνολογίας και Αρχαιολογίας και στην έδρα Λαϊκής Παράδοσης και Πολιτισμού.

Πείτε μας λίγα λόγια για την ιστορία του Ινστιτούτου.

Μετά τη σοβιετοποίηση της Αρμενίας, μια ομάδα Αρμενίων ερευνητών, ιστορικών και εθνολόγων που είχε ιδρύσει στην Τιφλίδα το Αρμενικό Λαογραφικό Μουσείο και την εταιρία λαογραφικών μελετών, με επικεφαλής τον εθνολόγο  Γερβάντ  Λαλαγιάν, έρχεται στο  Ερεβάν. Τότε, κάτω από τη σκέπη του Μουσείου Ιστορίας (στη Σοβιετική Ένωση συνηθιζόταν να λειτουργούν ερευνητικά κέντρα ενταγμένα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων των μουσείων) ξεκίνησαν τις επιστημονικές τους μελέτες. Ο Γερβάντ Λαλαγιάν (1864-1931) μπορεί να θεωρηθεί ο πατέρας της αρμενικής εθνολογίας. Το 1895 ξεκίνησε την έκδοση του 1ου Τόμου του «Εθνολογικού Περιοδικού», στο Σουσί, το οποίο συνεχίστηκε στην Τιφλίδα έως το 1916. Οι συνολικά 26 τόμοι που εξέδωσε ο Λαλαγιάν αποτελούν μια σπουδαία παρακαταθήκη που μας άφησε αυτός ο λαμπρός επιστήμονας. Είναι ένας θησαυρός γνώσεων και πληροφοριών της εποχής. Η θεματολογία αυτού του περιοδικού περιελάμβανε και μελέτες που έγιναν τότε στην Ευρώπη, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Μετά το 1950, οι επιστήμες άρχισαν να διαχωρίζονται και να παίρνουν μια πιο εξειδικευμένη μορφή και με περισσότερο σαφή προσανατολισμό. Έτσι, λοιπόν, το 1953 ιδρύεται το Ινστιτούτο, περίπου με τη δομή που έχει και σήμερα. Η αρμενική εθνολογία, ως επιστήμη, έχει ιστορία άνω των 100 χρόνων. Πολύ σοβαρές μελέτες έχουν γίνει από Αρμένιους επιστήμονες και στα μέσα του 19ου αιώνα. Όλα αυτά σας τα είπα για να σας περιγράψω τη στερεή βάση στην οποία στηρίζεται σήμερα η επιστημονική κοινότητα της Αρμενίας σε αυτούς τους τομείς. Ως  Ινστιτούτο, έχουμε ένα αξιόλογο έργο να επιδείξουμε και το επιστημονικό μας δυναμικό είναι σε πολύ καλό επίπεδο, με αφοσίωση και αγάπη γι’ αυτό που κάνει.

Πώς αξιολογείτε το επίπεδο των πανεπιστημίων και των επιστημόνων στους τομείς του ενδιαφέροντός σας στην Αρμενία;

Την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, το Ινστιτούτο μας ήταν το μόνο στον Καύκασο που είχε τη δυνατότητα να δίνει διδακτορικά διπλώματα. Αυτό το επίπεδο συνεχίζουμε και σήμερα. Νομίζω ότι είμαστε από τα πλέον αναγνωρισμένα επιστημονικά κέντρα, με διεθνές κύρος, στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου. Άλλωστε, αυτό αποδεικνύεται και από την παρουσία μας σε αυτό εδώ το διεθνές συνέδριο.

Πού επικεντρώνονται σήμερα οι εθνολογικές σας μελέτες;

Υπάρχει μια λανθασμένη αντίληψη πως η εθνολογία είναι μια επιστήμη που μελετά θέματα του παρελθόντος. Η εθνολογία, έτσι όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς, έχει ως αποστολή να καταγράψει το πρόσφατο παρελθόν και το παρόν, σεβόμενη πάντα τις έρευνες και τις μελέτες που γίνονται για τα παλαιότερα χρόνια. Η εισήγησή μου στο συνέδριο είχε ως θέμα την μετασοβιετική Αρμενία, τη μετάβαση, τις μετονομασίες χωριών, δρόμων, πόλεων, τις αλλαγές στα σύμβολα και τα αγάλματα των πόλεων της Αρμενίας· αλλά, από την άλλη, είχε ως θέμα και τη μελέτη των παλαιότερων ερευνητών που ασχολήθηκαν με την καταγραφή της καθημερινότητας της σύγχρονης κοινωνίας στην εκάστοτε εποχή. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε κι εμείς. Η Καγιανέ Σακογιάν, που είναι σήμερα μαζί μας, έχει κάνει μια τεράστια εργασία, η οποία έχει εκδοθεί, σχετική με τον γάμο στην Αρμενία. 

Πόσοι φοιτητές έχουν επιλέξει την εθνολογία και τις άλλες ειδικότητες που διδάσκετε;

Το Ινστιτούτο μας έχει περίπου 130 νέους επιστήμονες που διδάσκονται και κάνουν έρευνες πάνω στην εθνολογία. Έχουμε κι έναν σημαντικό αριθμό που φοιτά στο τμήμα Λαϊκού Πολιτισμού του Πανεπιστημίου και κάποιους ακόμη φοιτητές οι οποίοι δραστηριοποιούνται στο Εθνογραφικό Μουσείο του Σαρνταραμπάντ.

Ο τόμος «Από το Αραράτ στον Όλυμπο - Θέματα Αρμενικής Λαογραφίας» ήταν το αποτέλεσμα μιας σοβαρής και παραγωγικής διαδικασίας. Πώς προέκυψε η συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Θράκης και τι σχεδιάζετε για το μέλλον;

Η έκδοση αυτού του βιβλίου ήταν ένας στόχος που επετεύχθη, διευρύνοντας τις γνώσεις μας και δημιουργώντας μια σταθερή βάση για τη συνέχιση και εμβάθυνση της συνεργασίας μας με το Πανεπιστήμιο Θράκης. Ήταν μια ιδέα που είχαμε από καιρό με τον συνάδελφο και φίλο μου, καθηγητή Λευτέρη Χαρατσίδη. Εδώ θέλω να διευκρινίσω ότι η αρχική μας σκέψη ήταν λίγο διαφορετική. Αυτό που θελήσαμε να εντοπίσουμε και να προβάλλουμε ήταν οι παράλληλες και όμοιες διαδρομές των δύο λαών σε διάφορα θέματα. Για παράδειγμα, το ρεμπέτικο τραγούδι και η σχέση του με το ανάλογο μουσικό ρεύμα στην Αρμενία, που είχαν βέβαια διαφορετική εξέλιξη, οι ομοιότητες στα ήθη του γάμου των δύο λαών, ακόμα και το θέμα της Γενοκτονίας και της επίδρασής της πάνω στη συλλογική συνείδηση των δύο λαών κι άλλα πολλά. Αυτό ήταν το αρχικό μας σχέδιο, που δεν καταφέραμε να υλοποιήσουμε, αλλά συνεχίζουμε να το συζητάμε κι ελπίζουμε να το πραγματοποιήσουμε στο μέλλον.

Ο αρμενικός λαός έχει ζήσει στο παρελθόν σε χιλιάδες πόλεις και χωριά, από την Κιλικία έως το Μους. Σήμερα, η επιστήμη σας έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει εθνογραφικές μελέτες για όλες αυτές τις περιοχές;

Το αποτέλεσμα της Γενοκτονίας ήταν να αδειάσουν όλες αυτές οι περιοχές από τον αρμενικό πληθυσμό. Τα πρώτα χρόνια έγιναν επιστημονικές, κι όχι μόνο, καταγραφές, με συνεντεύξεις, συζητήσεις, εκδόσεις βιβλίων, πληθώρα άρθρων στον Τύπο και σε επιστημονικά έντυπα. Έχουμε όλο αυτό το πρωτογενές πλούσιο υλικό από πολλές περιοχές. Βέβαια, για να έχουμε μια πιο σαφή εικόνα, θα πρέπει να επεξεργαστούμε το υλικό αυτό και να το παρουσιάσουμε σε επιστημονικές εργασίες και μελέτες. Είναι μια δύσκολη κι επίπονη εργασία που έχουμε χρέος να φέρουμε εις πέρας. Πρόσφατα, μετά από έρευνες πολλών ετών, ο συνεργάτης του Ινστιτούτου μας, Λεβόν Μπεντροσιάν, εξέδωσε μια εθνολογική μελέτη σε δύο τόμους για τους Αρμένιους του Χεμσίν. Έχουμε ανοίξει διαύλους επικοινωνίας με τους συναδέλφους μας στην Τουρκία, με συναντήσεις και εκατέρωθεν επισκέψεις· μια πρωτοβουλία που μελλοντικά μπορεί να δημιουργήσει μια νέα βάση στις έρευνές μας. Θέλω να αναφέρω ότι η μελέτη της αρμενικής διασποράς είναι ένας τομέας που μας ενδιαφέρει άμεσα. Έχουμε κάνει κάποιες εργασίες για την αρμενική κοινότητα στην Αμερική κι έχουν εκδοθεί κάποιες μονογραφίες πάνω στο θέμα. Βέβαια, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν έχουμε το δυναμικό για να κάνουμε όλα αυτά που περιλαμβάνονται στο πλαίσιο του επιστημονικού αντικειμένου μας. Προσπαθούμε, ωστόσο, να έχουμε ένα, όσο το δυνατόν, ευρύ πεδίο ερευνών. 

Το Ινστιτούτο σας έχει και εκδοτικό έργο. Ποιο είναι αυτό;

Μπορώ να πω ότι στο τέλος κάθε χρονιάς που κάνουμε έναν απολογισμό, οι εκδόσεις βιβλίων ξεπερνούν τις 10-15 και οι νέες έρευνες που φιλοξενούνται στα διάφορα επιστημονικά έντυπα είναι κάποιες εκατοντάδες. Πρόσφατα, κάναμε μια αξιοσημείωτη έκδοση σε συνεργασία με Τούρκους εθνολόγους, σε τρεις γλώσσες (τουρκικά, αρμενικά και αγγλικά), όσον αφορά την επίδραση του αρμενικού πολιτισμού στους πληθυσμούς της ανατολικής Τουρκίας, καθώς και τις μνήμες και τις πληγές που υπάρχουν σ’ αυτούς τους πληθυσμούς, έως και σήμερα, ως συνέπεια της Γενοκτονίας. Το Ινστιτούτο μας θεωρείται στις μέρες μας ίσως το πιο παραγωγικό στην Αρμενία ως προς την εκδοτική του δραστηριότητα.

Στα εδάφη που περιλαμβάνονται στη Δημοκρατία της Αρμενίας, λόγω των συγκυριών, δεν έχουν γίνει συστηματικές και πολύχρονες ανασκαφές. Είναι κάτι που θα μπορούσαμε να εκλάβουμε και ως θετικό, βλέποντας την τύχη που είχαν πολλά ευρήματα από την Ελλάδα που βρίσκονται πλέον διασκορπισμένα στα μουσεία διαφόρων χωρών. Ποιο είναι το ανασκαφικό έργο σήμερα στην Αρμενία;

Αυτό που έγινε στην Ελλάδα και στην Αίγυπτο ήταν μια λεηλασία σε ευρεία κλίμακα. Ευτυχώς, εμείς δεν είχαμε τέτοιες καταστάσεις, αλλά και κατά τη σοβιετική εποχή, οι αρχαιολόγοι λειτουργούσαν με απόλυτο σεβασμό ως προς τα ευρήματα και δεν υπήρξαν τέτοιου είδους συμπεριφορές. Αξιοσημείωτο είναι ότι την εποχή που ξεκίνησαν οι ανασκαφές στο «Γκαρμίρ Πλουρ» στο Ερεπουνί, οι αρχαιολόγοι, διαπιστώνοντας τις προοπτικές για αρχαιολογικές ανακαλύψεις και το δύσκολο έργο που είχαν να επιτελέσουν με τον όχι και τόσο άρτιο εξοπλισμό τους, αποφάσισαν να σταματήσουν τις έρευνες για να μην καταστρέψουν τα ευρήματα. Σήμερα, η αρχαιολογική αυτή ανασκαφή ξεκίνησε και πάλι και συνεχώς δίνει νέα ευρήματα που μπορούμε πλέον, μέσω της τεχνολογίας, να προστατεύσουμε. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, πόσο σοφή ήταν η απόφαση των αρχαιολόγων της εποχής εκείνης. Σήμερα γίνονται πολλές ανασκαφές στην Αρμενία. Αυτό που είναι άμεσο και επιτακτικό είναι η διάσωση των αρχαιοτήτων στις περιοχές που γίνονται μεγάλα έργα υποδομής, όπως ο εθνικός δρόμος που κατασκευάζεται στην Αρμενία και θα ενώνει το Ιράν με τη Γεωργία. Σχεδόν όλοι οι αρχαιολόγοι του Ινστιτούτου μας ασχολούνται καθημερινά με αυτό το έργο. Έχοντας συγκεκριμένο χρονικό περιθώριο για την ολοκλήρωση της αρχαιολογικής ανασκαφής τους, μπορούμε να πούμε ότι ήδη έχουμε αρκετά σημαντικά ευρήματα στις περιοχές από τις οποίες θα περάσει ο εθνικός αυτός δρόμος.