Ιωάννης Χασιώτης Εκτύπωση

xasiotis2015

 

Ιωάννης Xασιώτης

Όποιος ασχοληθεί με την αρμενική ιστορία δεν μπορεί να μείνει

απαθής παρατηρητής των ιστορικών γεγονότων...

 

Απρίλιος - Ιούνιος 2015, τεύχος 85


Ο Ιωάννης Κ. Xασιώτης είναι Ομότιμος Καθηγητής της Νεότερης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Για πολλά εξάμηνα δίδαξε ως επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου και περιστασιακά σε μεταπτυχιακούς κύκλους σπουδών και άλλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ευρώπης, της Αυστραλίας και των ΗΠΑ.

Έχει αναγορευθεί επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής τού Πανεπιστημίου της Κύπρου και είναι αντεπιστέλλον μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας της Ιστορίας της Μαδρίτης.

To Πανεπιστήμιο της Γρανάδας τον τίμησε με το χρυσό μετάλλιο Τιμής, η ισπανική κυβέρνηση με το παράσημο του Ταξιάρχη και ο Πρόεδρος της Αρμενικής Δημοκρατίας με το ανώτατο παράσημο Γραμμάτων και Τεχνών. Έχει δημοσιεύσει 17 βιβλία και περισσότερα από 200 άρθρα σε ελληνικά και ξένα περιοδικά. Επιμελήθηκε επίσης την έκδοση 11 συλλογικών έργων. Οι μελέτες του κινούνται γύρω από τους εξής κύριους θεματικούς άξονες:

-τα επαναστατικά κινήματα στα Βαλκάνια κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας,

-την πρώιμη περίοδο της ευρωπαϊκής ενότητας,

-τη νεοελληνική Διασπορά,

-τις ελληνοϊσπανικές σχέσεις,

-τις ελληνοαρμενικές σχέσεις, και

- το Ανατολικό Ζήτημα.

Στις ελληνοαρμενικές σχέσεις έχει αφιερώσει αρκετές μελέτες. Συνεργάστηκε επίσης με την αρμενική Εγκυκλοπαίδεια για τη Γενοκτονία. Πρόσφατα (2012) εκδόθηκε στα αρμενικά η μονογραφία του για την ελληνική εξωτερική πολιτική έναντι του Αρμενικού Ζητήματος (έκδοση της Αρμενικής Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών). Εκδόθηκε επίσης (με την επιμέλειά του και από τις εκδόσεις University Studio Press) η δίγλωσση (ελληνικά-αγγλικά) ιστορία της αρμενικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Ο κύκλος αυτός συμπληρώνεται – αλλά δεν κλείνει – με το βιβλίο του: Αδελφά έθνη εν μέσω θυέλλης: Αρμένιοι και Έλληνες στις μεγάλες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος (1856-1914) (2015).

Στον Ραζμίκ Αγαμπατιάν

Κύριε Καθηγητά, είστε από τους ελάχιστους επιστήμονες-ερευνητές στην Ελλάδα που έχουν εντρυφήσει τόσο βαθιά και συστηματικά στο θέμα του Αρμενικού Ζητήματος και της Αρμενικής Ιστορίας. Το πρόσφατο έργο σας με τίτλο «Αρμένιοι και Έλληνες στις μεγάλες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος (1856-1914)» και υπέρτιτλο Αδελφά έθνη εν μέσω θυέλλης» εντυπωσιάζει με τον όγκο και τις άγνωστες λεπτομέρειες που φέρνει στο φως. Πώς ξεκίνησε αυτό το ενδιαφέρον και η ενασχόλησή σας με τα αρμενικά θέματα;

Όταν άρχισα, πριν πολλά χρόνια να ασχολούμαι με το Ανατολικό Ζήτημα (το δίδαξα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης για 40 περίπου χρόνια), διαπίστωσα με έκπληξη ότι στην εξέτασή του έλειπε η προσέγγιση – και μάλιστα η συγκριτική – του Αρμενικού Ζητήματος. Η έλλειψη αυτή βαραίνει και την ελληνική ιστοριογραφία και την αρμενική ιστοριογραφία, ιδιαίτερα της Διασποράς. Με δυο λόγια, οι μελετητές που προσεγγίζουν τη μια πλευρά αγνοούσαν επιδεικτικά την άλλη• στην καλύτερη περίπτωση περιορίζονταν σε γενικόλογες αναφορές στην κοινή μοίρα των δυο «αδελφών» λαών και μάλιστα μόνο κατά την έσχατη, καταστρο­φική και για τους δυο, μικρασια­τική φάση των εθνικών τους οραμάτων.

Η διαπίστωση της ιστοριογραφικής αυτής μονομέρειας ήταν για μένα καταλυτική• και με ανάγκασε να στραφώ στη μελέτη της αρμενικής ιστορίας. Η στροφή αυτή μού άνοιξε νέα μονοπάτια ιστορικής γνώσης και πρωτόφαντες για μένα οπτικές για την προσέγγιση του Ανατολικού Ζητήματος, ενός τόσο σημαντικού κεφαλαίου της ευρωπαϊκής, βαλκανικής, μικρασιατικής και μεσανατολικής ιστορίας – σημαντικότατου για την εξέλιξη της τύχης όλων των λαών που έζησαν και που εξακολουθούν ακόμα να ζουν, μεταλλαγμένοι ή αποδεκατισμένοι, στα ευρύτατα γεωγραφικά όρια της άλλοτε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Καρπός λοιπόν του «ανοίγματος» αυτού ήταν όσα δημοσίευσα ως τώρα για τις ελληνοαρμενικές σχέσεις, αλλά, κατά κύριο λόγο, το βιβλίο που έχετε την καλωσύνη να προβάλλετε στο ωραίο περιοδικό σας. Μοναδική μου φιλοδοξία είναι να «σπάσω» την ιδιόμορφη ιστοριογραφική εσωστρέφεια που χαρακτήριζε, όπως είπα, ως τώρα, τη μελέτη βασικών κεφαλαίων της νεότερης ιστορίας μας, που ενδιαφέρουν άμεσα και τους Έλληνες και τους Αρμενίους. Και το επιχείρησα καταγράφοντας τους θεμελιώδεις τουλάχιστον ιστορικούς παράγοντες που διασύνδεσαν την ανέλιξη του αρμενικού με το ελληνικό εθνικό φαινόμενο σε μιαν από τις κρισιμότερες και για τις δυο εθνότητες περιόδους της ιστορίας τους, από την επαύριο του Κριμαϊκού Πολέμου, το 1856, ως τις παραμονές της Γενοκτονίας του 1915. Η αρχική μου βέβαια φιλοδοξία ήταν να αγκαλιάσω ολόκληρη την εκατονταετία, από την ελληνική επανάσταση του 1821 ως τη συνθήκη της Λωζάνης το 1923. Αλλά η φιλοδοξία εκείνη αποδείχτηκε υπερβολική για τις δυνάμεις μου: παρά το υλικό που συγκέντρωσα για το διάστημα αυτό, περιόρισα το βιβλίο μου στο λιγότερο μελετημένο διάστημα 1856-1914. Ένα μέρος πάντως του υλικού για τις άλλες περιόδους – την δεκαετία 1914-1923 και τη μεταπολεμική ακόμα περίοδο – το παρουσίασα σε άλλες μελέτες μου, που δεν είχαν όμως την έκταση και τον χαρακτήρα της μονογραφίας αυτής.

Ένας άλλος παράγοντας που με ωθούσε σταθερά στην ενασχόλησή μου αυτή ήταν ηθικός: Όποιος ασχοληθεί με την αρμενική ιστορία δεν μπορεί να μείνει απαθής παρατηρητής των ιστορικών γεγονότων, ιδιαίτερα εκείνων που αφορούν το τεράστιο σε ανθρώπινες ζωές και ανθρώπινες τραγωδίες τίμημα που πλήρωσε ο αρμενικός λαός στον αγώνα του για την πολιτική του χειραφέτηση.

Με πείσμωσε βέβαια και η στάση της κεμαλικής και μετακεμαλικής Τουρκίας στο ζήτημα αυτό και, ακόμα περισσότερο, η στάση ενός τμήματος της δυτικής ιστοριογραφίας, που με επονείδιστα ανταλλάγματα στηρίζει με αμφιλεγόμενα επιστημονικά επιχειρήματα την τακτική της Άγκυρας.

Τελικά, και στην περίπτωσή μου επικράτησε, πέρα από το επαγγελματικό μου καθήκον να υπηρετήσω την ιστορική αλήθεια (στο βαθμό βέβαια που μπορώ να την προσεγγίσω), και η ανάγκη να μην παραβλέψω και την προσήλωσή μου στα ανθρωπιστικά ιδεώδη (καθήκον όλων μας, άσχετα από επάγγελμα, εθνικότητα ή μόρφωση).

Αν και ο πρόλογος του βιβλίου είναι διαφωτιστικός, ωστόσο η απορία μας είναι αν είχατε δυσκολίες στην ερευνά σας.

Θα έλεγα ότι οι δυσκολίες ήταν κυρίως τεχνικές. Καταρχήν βιβλιογραφικές: Όταν άρχισα να μελετώ την αρμενική ιστορία δεν υπήρχαν στην Ελλάδα παρά ελάχιστα βοηθήματα, και όλα γενικά και εκλαϊκευτικά. Τελικά, μετά από προσπάθειες πολλών ετών (και τη βοήθεια πολλών Αρμενίων της Ελλάδας, της τότε Σοβιετικής Αρμενίας και της Διασποράς) κατάφερα να συγκροτήσω μια αξιόλογη αρμενολογική βιβλιοθήκη. Ένα μέρος της ανήκει σήμερα στο Σπουδαστήριο Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, ένα στην αρμενική κοινότητα της Θεσσαλονίκης και ένα (το μεγαλύτερο) στην προσωπική μου βιβλιοθήκη. Αλλά και η δική μου συλλογή, που αποτελείται από πολλούς τόμους και πλήθος φωτοτυπημένων και σκαναρισμένων άρθρων και αποσπασμάτων από περιοδικά και σπάνια βιβλία, θα πάρει σύντομα τη θέση της στην πανεπιστημιακή (τα αυστηρώς επιστημονικά) και στην κοινοτική αρμενική βιβλιοθήκη (τα γενικά έργα). Στο υλικό αυτό στο μεταξύ έχουν προστεθεί τα ψηφιοποιημένα βιβλία, άρθρα και εφημερίδες (ελληνικές και ξένες). Το υλικό αυτό, επειδή αποκτήθηκε (σε πολλές περιπτώσεις) με μεγάλη δυσκολία και ειδικές διαπανεπιστημιακές ρυθμίσεις, θα πρέπει να διαφυλαχθεί για τους μελλοντικούς ερευνητές της αρμενικής ιστορίας. Γι' αυτό και θα αντιγραφεί σε σκληρούς δίσκους και θα δοθεί σε αποδέκτες που θα θελήσουν να το αξιοποιήσουν παραγωγικά (όπως π.χ. το περιοδικό σας και κάποια πανεπιστημιακά κέντρα που μου το ζήτησαν).

Η άλλη μεγάλη μου δυσκολία ήταν η μελέτη των αρμενόφωνων και τουρκόφωνων δημοσιευμάτων. Πάντως έχω την ελπίδα (ή, αν θέλετε, την ψευδαίσθηση) ότι, χάρη στη βοήθεια πολλών συναδέλφων και συνεργατών μου, άντλησα από τα βοηθήματα αυτά ό,τι χρειαζόμουν για το βιβλίο μου. Τώρα είναι η σειρά των νέων ερευνητών (κατά κύριο λόγο των Αρμενίων) να δουλέψουν στο πεδίο αυτό, επειδή άρχισαν να αυξάνονται με εντυπωσιακό ρυθμό οι σχετικές μελέτες που είναι γραμμένες κυρίως στα αρμενικά. Θεωρώ συνεπώς ότι η εργασία μου θα δικαιωθεί όχι μόνο επειδή φωτίζει πολλά πράγματα που αγνοούσαμε ως τώρα για τις ελληνοαρμενικές σχέσεις, αλλά και επειδή θα χρησιμεύσει (ελπίζω) ως αφετηρία για διεύρυνση της μελέτης τους και σε άλλα πεδία, στα οποία εγώ είχα περιορισμένη πρόσβαση.

Σε ποια αρχεία είχατε πρόσβαση και πόσα χρόνια διήρκεσε η έρευνά σας;

Τα αρχεία στα οποία κυρίως εργάστηκα ήταν το Ιστορικό Αρχείο του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, τα βρετανικά κρατικά αρχεία και, σε προσδιορισμένες περιπτώσεις, τα αρχεία της αρμενικής Μητρόπολης Αθηνών και της αρμενικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Έχω επίσης συγκεντρώσει υλικό από το Αρχείο του ισπανικού Υπουργείου Εξωτερικών για την περίοδο της Γενοκτονίας και από το σωζόμενο στη Βοστώνη αρχείο της Αρμενικής Πρεσβείας στην Αθήνα στα πρώτα χρόνια μετά τη δημιουργία της Δημοκρατίας της Αρμενίας, ακόμα και μετά τη σοβιετοποίησή της, αλλά και από άλλα κέντρα (π.χ. το αρχείο των Μεχιταριστών της Βιέννης, βιβλιοθήκες του Μονάχου και των ΗΠΑ κ.α.). Το υλικό πάντως που εκφεύγει των χρονικών ορίων του παρόντος βιβλίου δεν αξιοποιήθηκε σ' αυτό.

Ποια είναι η άποψή σας για τη συμμετοχή Αρμενίων εθελοντών στους βαλκανικούς πολέμους;

Το θέμα της αρμενικής συμμετοχής στους βαλκανικούς πολέμους αποτέλεσε αντικείμενο δυσάρεστων συζητήσεων. Τελικά από τις πηγές μου αποδεικνύονται τα εξής: Η λεγόμενη «Αρμενική Λεγεώνα» του Αντρανίκ, που συστάθηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου 1912, πολέμησε τους Οθωμανούς στο θρακικό μέτωπο και διαλύθηκε στις 27 Μαΐου 1913, πριν δηλαδή από την έκρηξη του δευτέρου βαλκανικού πολέμου. Πάντως ένα τμήμα των Αρμενίων της Βουλγαρίας, κυρίως των πολιτογραφημένων πολιτών της, υποχρεώθηκε να ακολουθήσει μονάδες του βουλγαρικού στρατού, μερικές φορές και εναντίον των Σέρβων. Μεμονωμένοι επίσης Αρμένιοι θα συμμετείχαν ίσως και στην ελληνοβουλγαρική αναμέτρηση στη Στρώμνιτσα στις 26 Ιουνίου (π.η.) 1913, από όπου προέρχεται και η πολυσυζημένη « αρμενική» σημαία που έπεσε ως λάφυρο στα χέρια των Ελλήνων (η οποία όμως στην αρμενικά γραμμένη πλευρά της δεν αναφέρει την Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, όπως υποστηρίχθηκε, αλλά τα Μάλγαρα της ανατολικής Θράκης, όπου στο μεταξύ είχαν γίνει μαζικές σφαγές Αρμενίων και Ελλήνων από τους Τούρκους). Αν λάβουμε υπόψη τις μακροχρόνιες σχέσεις του αρμενικού επαναστατικού κινήματος με τους Βουλγάρους, αλλά και η ταχύτητα με την οποία ανατρέπονταν οι ευμετάβλητες βαλκανικές συμμαχίες, θα αντιληφθούμε τις τεράστιες δυσκολίες των Αρμενίων της Βουλγαρίας να επιλέξουν έγκαιρα αλλαγή στρατοπέδου.

Παρ' όλα αυτά, η συμμετοχή των Αρμενίων στον βουλγαρικό στρατό και κατά τον δεύτερο βαλκανικό πόλεμο προκάλεσε τις αντιρρήσεις δυο τουλάχιστον από τους στρατιωτικούς ηγέτες τους, του Αντρανίκ και του Τορκόμ: Ο πρώτος συντέλεσε στη διάλυση της «αρμενικής λεγεώνας» και αποστασιοποιήθηκε από τις πολιτικές επιλογές των Βουλγάρων έναντι των πρώην συμμάχων τους, Ελλήνων και Σέρβων. Γι' αυτό και οι άνδρες του, που συνέχισαν να συμπολεμούν με τους Βουλγάρους, χρησιμοποιήθηκαν, με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, στο τουρκοβουλγαρικό μέτωπο της Θράκης. Ο Τορκόμ, αξιωματικός καριέρας του βουλγαρικού στρατού, όχι μόνο αρνήθηκε να αντιπαραταχθεί σε ομόθρησκους αντιπάλους, αλλά προσπάθησε κι αυτός να πείσει και τους Βουλγάρους να περιορίσουν την πολεμική τους δράση εναντίον των Οθωμανών στη Θράκη. Άσχετα πάντως από τις επιλογές της ηγεσίας τους, οι ίδιοι οι Αρμένιοι στρατιώτες, επιστρέφοντας στη Σόφια από το μέτωπο, απογοητεύτηκαν όταν (σύμφωνα τουλάχιστον με τις μαρτυρίες που είχε συγκεντρώσει ο Τρότσκι) διαπίστωσαν, ότι ο βασιλιάς Φερδινάνδος είχε απαγορέψει την κυκλοφορία των αρμενικών εφημερίδων εξαιτίας της κριτικής που ασκούσαν στη βουλγαρική πολιτική.

Ερεύνησα επίσης και τους ισχυρισμούς μερικών φιλοβουλγαρικών (ή φιλοσκοπιανικών) ιστορικών για εμπλοκή Αρμενίων στον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908).

Από την έρευνά μου προέκυψε ότι κανένας Αρμένιος (από τις χιλιάδες των προσφύγων στη Βουλγαρία) δεν συνέπραξε με τους "κομιτατζήδες". Αντίθετα, μόλις την τελευταία στιγμή αναγκάστηκε η ελληνική κυβέρνηση, ύστερα από καταγγελίες της Υψηλής Πύλης, να εμποδίσει μερικές δεκάδες Αρμενίους της Θεσσαλίας να συμμετάσχουν στον αγώνα των Ελλήνων Μακεδονομάχων. Η έρευνά μου επίσης απέκλεισε και το ενδεχόμενο οι Αρμένιοι να πήραν μέρος στις βομβιστικές επιθέσεις των Βουλγάρων στη Θεσσαλονίκη. Συνεπώς, η αρμενοβουλγαρική συνεργασία εκδηλώθηκε κυρίως στο πεδίο της προπαγάνδας στην Ευρώπη και σε κοινές αντιτουρκικές ενέργειες στην Κωνσταντινούπολη.

Θα υπάρξει ανάλογη συνέχεια για το χρονικό διάστημα 1914-1923;

Φυσικά ο κύκλος των ερευνών και των μελετών μου για το αρμενικό ζήτημα δεν σταματά με την έκδοση αυτή. Ήδη έχω προγραμματίσει δυο ανακοινώσεις σε προσεχή επιστημονικά συνέδρια στο εξωτερικό γύρω από το Αρμενικό. Και θα συνεχίζω να ασχολούμαι με την αρμενική ιστορία για όσο διάστημα μου το επιτρέπουν οι σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις. Αλλά όπως σας ανέφερα, το συγκεντρωμένο υλικό μου θα το διαθέσω σε νεότερους συναδέλφους, με τους οποίους θα συνεργαστούν – για λόγους ουσιαστικούς – και Αρμένιοι μαθητές τους.

Εξάλλου η προσδοκίες μου στρέφονται προς το ενδιαφέρον των νεότερων επιστημόνων, που θα θελήσουν να αναζητήσουν απαντήσεις στα πολλά και αναπάντητα ή ισχνά τεκμηριωμένα από εμένα ερωτηματικά που αφήνει η έκδοσή μου. Αν αυτό επιτευχθεί, τότε αληθινά θα έχει επιτευχθεί και ο μύχιος στόχος του βιβλίου μου.