Ζακάρια Μιλντάνογλου |
Της Κουήν Μινασιάν
Ο Ζακάρια Μιλντάνογλου είναι διακεκριμένος αρχιτέκτονας της Κωνσταντινούπολης. Σημαντική ήταν η συμβολή του στην πρόσφατη αναστύλωση του ναού Σουρπ Χατς, στο νησάκι Αχταμάρ της λίμνης Βαν. Ακτιβιστής από τα νιάτα του, έχει διωχθεί επανειλημμένα από το τουρκικό κράτος. Διώξεις, που όχι μόνο δεν κατάφεραν να κάμψουν το πείσμα του, αλλά αντίθετα, δυνάμωσαν τις αρχές του. Είναι λάτρης της επιστήμης και της διανόησης και ενεργός πολίτης της χώρας του. Αρθρογραφεί τακτικότατα σε πολλές τουρκικές και αρμενικές εφημερίδες, διότι γι’ αυτόν η γνώση είναι κοινωνικό αγαθό. Γνωριστήκαμε στο τελευταίο ταξίδι που οργάνωσε ο σύλλογος Χάι Τζάρ της Κωνσταντινούπολης. Περιδιαβήκαμε και κουβεντιάσαμε ανάμεσα στα χαλάσματα αλλοτινών πολιτισμών στις πόλεις Μερζεφούντα, Αμάσεια, Τοκάτ και Σεβάστεια. Η εικόνα είναι ίδια με όλες τις άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας και η ιστορία παράλληλη... Γεννήθηκα στο χωριό Εκρέκ, κοντά στην Καισάρεια. Πήγα στο τουρκικό δημοτικό, αφού τα αρμενικά σχολεία είχαν κλείσει. Σε ηλικία 8 ετών, οι γονείς μου με έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη. Στην αρχή έμεινα στο ορφανοτροφείο Καραγκιοζιάν και έπειτα συνέχισα οικότροφος στο σχολείο Σουρπ Χατς, στο Σκούταρι. Δύο χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκαν και οι ίδιοι στην Κωνσταντινούπολη. Δεν είχαν άλλωστε πια κανέναν στο Εκρέκ. Κάποτε ήτανε σπουδαίο χωριό, το έδειχναν και οι χάρτες της εποχής. Υπήρχαν 2.000 αρμενικές οικογένειες με δυο εκκλησιές και δυο σχολεία. Μετά το 1915 όμως δεν έμεινε ούτε ένας. Από μια μεγάλη οικογένεια με επτά αδέλφια επέζησε μόνον ο 9χρονος τότε πατέρας μου. Δεν είχε άλλον συγγενή και σώθηκε χάρη στους αμερικανούς ιεραπόστολους, οι οποίοι τον φρόντισαν μαζί με άλλα ορφανά, στο αμερικανικό κολέγιο του Ταλάς (Μουταλάσκη), που εκείνη την περίοδο είχε μετατραπεί σε ορφανοτροφείο. Έτσι έχει η οικογενειακή μου ιστορία... Από το Σουρπ Χατς πέρασα επιτυχώς στο πολυτεχνείο, στην Αρχιτεκτονική Σχολή. Στη σχολή οι αναφορές στους άλλους πολιτισμούς που υπήρχαν κάποτε στη χώρα ήταν ελάχιστες. Ποτέ δεν μελετήσαμε την ιδιότυπη παραδοσιακή αρμενική αρχιτεκτονική, δείγματα της οποίας υπάρχουν σε όλη την επικράτεια. Επιπλέον, μάθαμε πως όλα ετούτα ήταν δήθεν σελτζουκικά ή τουρκικά. Ακόμη και για τη φημισμένη οικογένεια Μπαλιάν, που έδωσε γενιές αρχιτεκτόνων με αριστουργήματα στην Κωνσταντινούπολη, άλλοτε μας έλεγαν πως ήταν Τούρκοι, άλλοτε Ιταλοί, ονόματι Μπαλί. Από εκείνη την εποχή, μόνο τα τελευταία δέκα χρόνια σιγά-σιγά έγινε δυνατό να μιλήσουμε για την αρμενική αρχιτεκτονική, αλλά και για τη λογοτεχνία, τη μουσική, το θέατρο, την τέχνη, την ιστορία και τον πολιτισμό. Αξίζει να αναφέρουμε, ότι στην Τουρκία μέχρι το 1915 υπήρχαν πάνω από 2.500 αρμενικές εκκλησίες, 300 μοναστήρια και αμέτρητα σχολεία. Όλα αυτά είναι καταγεγραμμένα ονομαστικά στα οθωμανικά αρχεία, τα οποία έχω μελετήσει εξονυχιστικά. Σήμερα λειτουργούν στην Κωνσταντινούπολη μόνο 36 εκκλησίες και 20 σχολεία (από αυτά τα 4 λύκεια) για τους αρμενίους μαθητές. Επίσης, λειτουργούν το Καρασούν Μανγκάντς στο Ισκεντερούμ (Αλεξανδρέτα), το Σουρπ Αστβατζατζίν στην Καισάρεια και πρόσφατα μετά από αναστήλωση και το Σουρπ Γκιραγκός στο Ντικρανακέρτ (Ντιαρμπεκίρ). Είναι γνωστή η ιστορία της λεηλασίας και καταπάτησης της αρμενικής περιουσίας. Διαπιστώνουμε κάποιες αλλαγές στην πολιτική της Τουρκίας. Τι άλλαξε την κατάσταση; Ξέρετε, η Τουρκία ήταν μια απομονωμένη χώρα, με κλειστά σύνορα, ακόμη και στα απλά «ρεύματα ιδεών». Υποστήκαμε μεγάλη καταπίεση, απαγορευόταν να μιλήσουμε για οτιδήποτε, να ερευνήσουμε το παρελθόν μας ή να δημοσιεύσουμε κάτι σχετικό. Σε αντίθετη περίπτωση γινόσουν στόχος της αστυνομίας. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν κάπως από το 1985 και έπειτα. Για παράδειγμα, δέκα χρόνια πριν κυκλοφορούσαν μόνο 3-4 βιβλία αρμενικού ενδιαφέροντος, τώρα όμως έχουν εκδοθεί εκατοντάδες, με ιστορικές λεπτομέρειες ακόμη και για το κάθε χωριό. Το κράτος όμως φέρει τη βαριά κληρονομιά των τελευταίων αιώνων, όχι μόνο ως προς τις γενοκτονίες, αλλά και για τόσα άλλα δεινά. Το στρατιωτικό κατεστημένο, το βαθύ κράτος, οι πολιτικές διώξεις, το κουρδικό ζήτημα, οι Αλεβίτες είναι επίσης πολύ σοβαρά ζητήματα. Από όποια πλευρά κι αν ερευνήσει κανείς το παρελθόν, συναντά φρικαλεότητες. Για έναν σκεπτόμενο άνθρωπο μπορεί να είναι προφανή όλα αυτά, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπος με το νόμο. Κι εμένα με φυλάκισαν τριάμισι χρόνια, με κυνήγησαν για τις ιδέες και τις απόψεις μου. Τι παραπάνω λοιπόν μπορούν να μου κάνουν; Είναι αδύνατον πια να ανεχθώ την απόκρυψη της αλήθειας. Δεν το επιτρέπει η συνείδησή μου. Θέλω να εκφράζω τις σκέψεις μου ελεύθερα ακόμα και αν με φυλακίσουν ξανά! Η τουρκική κοινωνία δεν ανέχεται άλλη καταπίεση. Δηλαδή τα χιλιάδες πλακάτ στη μνήμη του Χραντ Ντινκ με το σύνθημα «είμαστε όλοι Αρμένιοι, είμαστε όλοι Χραντ», μαρτυρούσαν ότι «είμαστε όλοι αδικημένοι, είμαστε όλοι αποφασισμένοι»; Αυτό ακριβώς. Στις διαδηλώσεις συμμετείχαν περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι που φυσικά δεν ήταν όλοι Αρμένιοι. Ένας άνθρωπος δολοφονήθηκε, αλλά χιλιάδες άρχισαν να μιλούν, να τολμούν, να απαιτούν δικαιοσύνη. Το γεγονός της δολοφονίας άλλαξε ραγδαία το χαρακτήρα αυτής της χώρας. Φυσικά υπάρχει ακόμα κόσμος που είναι σιωπηλός, τρομοκρατημένος. Ο Χραντ και ο Σεβάκ δολοφονήθηκαν, πολλοί έχουν δεχθεί επανειλημμένα ανώνυμες απειλές και είναι υποχρεωμένοι για ασφάλεια να κυκλοφορούν με σωματοφύλακες που διορίζει η αστυνομία. Όπως για παράδειγμα ο κ. Μινάς, που γνωρίσαμε στη Σεβάστεια όπως είδες, τον συνόδευε πάντα ένας κύριος με γραβάτα. Έχω κι άλλους φίλους και γνωστούς, που επειδή μιλούν ελεύθερα, δίνουν συνεντεύξεις, γράφουν και είναι ενεργοί πολίτες, κυκλοφορούν πάντα με ειδικούς φρουρούς, διότι η ζωή τους κινδυνεύει κυρίως από τους φανατικούς εθνικιστές και το παρακράτος. Φυσικά η κατάσταση αυτή δεν αποτελεί επιλογή τους αλλά... επιβάλλεται. Υπάρχει λοιπόν μια τάση διάχυσης της γνώσης άρα και αφύπνιση. Τι αντίκτυπο έχει αυτό στους Αρμενίους της Τουρκίας; Η έξοδος της χώρας από την απομόνωση έδωσε και σε εμάς την ευκαιρία να αφυπνιστούμε, να γνωρίσουμε την ιστορία και το παρελθόν μας, να αποκτήσουμε αυτογνωσία. Τελευταία μάλιστα, που μπορέσαμε να ταξιδέψουμε στο εξωτερικό και ειδικότερα στην Αρμενία, ήρθαμε αντιμέτωποι με μια αλήθεια που μέχρι πρότινος ήταν απαγορευμένη σε μας. Μπορεί να αγωνιζόμαστε ακόμη σε θέματα ελευθερίας, όμως το ποτάμι δεν γυρίζει πια πίσω. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ακόμη κι όταν στέκονται αρνητικά απέναντι σε τέτοια ζητήματα, δεν παύουν όμως να ασχολούνται καθημερινά με αυτά. Το διαδίκτυο επίσης παίζει μεγάλο ρόλο. Έτσι άρχισα κι εγώ να μελετώ την ιδιότυπη αρμενική αρχιτεκτονική. Είμαι ευτυχής που γνωρίζω αρμενικά, διότι καθώς η αρχιτεκτονική δεν μπορεί να μελετηθεί δίχως γνώσεις ιστορίας, αρχαιολογίας, κοινωνιολογίας κλπ, έχω τη δυνατότητα να μελετώ κατευθείαν τις αρμενικές πηγές. Μοιράζομαι αυτές τις γνώσεις με τους συμπολίτες μου, δημοσιεύοντας πολλά άρθρα στις τουρκικές και αρμενικές εφημερίδες. Είναι σημαντικό να μαθευτεί η αλήθεια. Τι χαρακτηρίζει την αρμενική αρχιτεκτονική; Τι είναι αυτό, που μας κάνει και ξεχωρίζουμε εύκολα ένα αρμενικό κτήριο από τα άλλα; Πράγματι, τα κτήρια που κατασκευάστηκαν από τους μαστόρους και αρχιτέκτονές μας είναι ιδιαίτερα και διαφοροποιούνται από αυτά των άλλων πολιτισμών, παρόλο που έζησαν δίπλα-δίπλα για αιώνες. Ο τρόπος που πελεκήθηκε η πέτρα, το σχήμα των παραθύρων, τα σύμβολα, οι στολισμοί, οι επιγραφές, οι αγιογραφίες των εκκλησιών, τα χρώματα, οι μορφές, όλα έχουν την ιδιαίτερη αρμενική τεχνοτροπία. Καταλαβαίνετε, δεν είναι μια ιστορία εκατό χρόνων ή μιας χιλιετίας. Ο πολιτισμός μας έχει μακραίωνη ιστορία και παντού στη Μικρά Ασία υπήρχαν στέρεα δείγματά του. Ακόμη και μετά τη γενοκτονία του 1915 υπήρχαν χιλιάδες εκκλησιές, μοναστήρια, σχολεία και σπίτια που αποδείκνυαν την ύπαρξή μας. Μα από το 1950 και μετά έγινε συστηματική προσπάθεια καταστροφής τους. Εννοείτε την πολιτιστική γενοκτονία, η οποία ήρθε σαν δεύτερο χτύπημα μετά την εξόντωση ενάμιση εκατομμυρίων ψυχών; Τα χτυπήματα δεν ήταν ένα και δύο, αλλά πολλά. Μα κι αυτό που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ήταν ανεκδιήγητο. Μνημεία εκατοντάδων ή χιλιάδων ετών, που δεν είχαν επηρεαστεί ακόμη κι από ισχυρότατους σεισμούς, κατεδαφίστηκαν μέσα σε 3-4 χρόνια από τα κανόνια του τουρκικού στρατού. Είδαμε στη Σεβάστεια μερικές πέτρες, απομεινάρια από το φημισμένο κάποτε μοναστήρι Σουρπ Νισάν. Ο Σαρκίς Σεροπιάν στα νιάτα του, όταν τον είχαν στείλει εδώ για τη στρατιωτική του θητεία, στις αρχές ’50, πρόλαβε και είδε το οικοδόμημα ακόμα ανέπαφο και άριστα διατηρημένο. Η μητέρα μου θυμόταν πολύ καλά τι συνέβη με την αρμενική εκκλησία του Εκρέκ. Βρισκόταν στην κεντρική οδό, όταν περνώντας ο στρατός από εκεί, ο αξιωματικός διέταξε: «Στην επιστροφή να μην ξαναδώ αυτό το κτίσμα!». Έτσι κι έγινε, μάλιστα έριξαν αρκετές κανονιές, επειδή δεν έπεσε με την πρώτη. Το γεγονός ότι αναστηλώθηκαν τελευταία κάποια μνημεία με πολύ θόρυβο και διαφήμιση, ενώ σιωπηλά καταστρέφονται χιλιάδες, εσείς πώς το εξηγείτε; «Κνα μερνίρ, γεγκούρ σιρέμ!». Είναι πολλές οι μαρτυρίες των καταστροφών, ο κόσμος μιλάει πια. Όσα οικοδομήματα γλίτωσαν από τους βομβαρδισμούς, έπεσαν στα χέρια αδίστακτων, οι οποίοι ελπίζοντας να βρουν θαμμένους θησαυρούς και με τις ευλογίες του κράτους έσκαψαν -και συνεχίζουν μέχρι και σήμερα- ακόμη και στα νεκροταφεία. Έπειτα, όσες πέτρες έχουν απομείνει τις χρησιμοποιούν για να χτίσουν για παράδειγμα μια μάντρα. Τρανό παράδειγμα η μάντρα και οι σκάλες στο πάρκο Γκεζί στην πλατεία Ταξίμ. Κάποιες εκκλησίες σώθηκαν επειδή μετατράπηκαν σε τζαμιά ή δημαρχιακά μέγαρα, αλλά με τραγικές μετατροπές φυσικά. Επίσης, πολλά πουλήθηκαν σε ιδιώτες και μάλιστα αρκετά από αυτά μετατράπηκαν σε κινηματογράφους. Μα εδώ πρέπει να τονίσω κάτι. Δεν ήταν κοινές κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά «όλως τυχαίως» χώροι προβολής ταινιών πορνό. Έπειτα, είναι η περίπτωση της μονής «Βαρακαβάνκ» στο Βαν, εκεί όπου μόναζε ο Χριμιάν Χαϊρίκ. Πέρασε κάποτε στα χέρια ενός ιδιώτη, το κτήριο αφέθηκε στην μοίρα του, μάλιστα στους τελευταίους σεισμούς κατέρρευσε ένα μέρος του και παρότι είναι μεγάλης ιστορικής αξίας -παλαιότερο από το Αχταμάρ- δεν έγινε τίποτε, διότι θεωρείται ιδιωτικός χώρος. Μετά από όλα αυτά, οι αρμένιοι αρχιτέκτονες της Πόλης ιδρύσαμε τον σύλλογο Χάι Τζάρ*. Χρειάζεται να ερευνήσουμε πιο συστηματικά την ιστορία του πολιτισμού μας και να συμβάλουμε στην διάσωση όσων μνημείων έχουν απομείνει. Έτσι ήρθαμε σε επαφή με το υπουργείο Πολιτισμού, δώσαμε τις προτάσεις μας, δηλώσαμε ότι είμαστε στη διάθεσή τους, εννοείται αφιλοκερδώς, ώστε σε περίπτωση που προγραμματίζεται κάποια αναπαλαίωση ή αποκατάσταση αρμενικού κτηρίου, να μην χαθεί η ιδιαίτερη τεχνοτροπία του. Ο σύλλογός μας έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα και είναι στη διακριτική ευχέρεια των υπευθύνων αν θα ληφθούν υπόψη οι προτάσεις μας. Μέχρι σήμερα πάντως, δεν μπορώ να πω, ότι οι πολιτικοί προϊστάμενοι μας έδωσαν και ιδιαίτερη σημασία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Μια από αυτές τις εξαιρέσεις ήταν και η εκκλησία Σουρπ Χατς στο νησάκι Αχταμάρ της λίμνης Βαν. Ποια ήταν η συμβολή σας σ’ αυτό; Είστε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα; Αχ Ταμάρ! Επί δυόμιση χρόνια, κάθε Παρασκευή έως Δευτέρα, καμιά φορά και για περισσότερο χρόνο, ταξίδευα από την Κωνσταντινούπολη, όπου ζω κι εργάζομαι, στο Βαν, ανιδιοτελώς και με δικά μου έξοδα, μέχρι και τα εγκαίνια-θυρανοίξια του Σουρπ Χατς, το Σεπτέμβριο του 2010. Κι αυτό έγινε ως εξής: ο υπεύθυνος των έργων αναστήλωσης, ο κουρδικής καταγωγής Τζαχίτ Ζεϊντανλί (Cahit Zeydanli) επισκέφθηκε τον Πατριάρχη μας Μεσρόπ Μουταφιάν και ζήτησε τη συμβουλή του για την αναστήλωση. Ήταν υπεύθυνος, δεν ήθελε να γίνουν λάθη, όμως δεν υπήρχε η γνώση για τη σωστή αποκατάσταση. Έτσι, ο Πατριάρχης απευθύνθηκε σε μένα. Φυσικά δέχθηκα με μεγάλη χαρά να βοηθήσω και άρχισα τα ταξίδια στο Βαν, μαζί με άλλα μέλη του «Χάι Τζαρ». Τότε, εμείς οι αρμένιοι αρχιτέκτονες που ζούμε στην Τουρκία δεν γνωρίζαμε τόσα πολλά. Αυτό το εγχείρημα έγινε η αφορμή να ερευνήσουμε βαθύτερα. Ταξιδέψαμε ακόμα και στην Αρμενία, για να μελετήσουμε σχετικά αρχεία, ενώ ήρθαμε σε επαφή με τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων. Αργότερα, ότι σχεδιαγράμματα έβγαιναν εδώ, πριν υλοποιηθούν τα στέλναμε στο Ερεβάν και ζητούσαμε τη γνώμη τους. Μάλιστα το δεύτερο χρόνο των εργασιών καλέσαμε επί τόπου δυο αρχιτέκτονες από την Αρμενία. Η αναστήλωση είχε προχωρήσει ήδη αρκετά και θέλαμε οπωσδήποτε τη συμβολή τους. Ο ένας ήταν ειδικός στην πέτρα κι ο άλλος στις τοιχογραφίες. Ομολογώ πως η αναστήλωση στο Αχταμάρ αποτέλεσε μεγάλη εμπειρία για τα μέλη του «Χάι Τζαρ» και όλοι κάναμε το καλύτερο δυνατό, στο μέτρο που μας επιτρεπόταν. Έπειτα προέκυψε το θέμα του σταυρού. Το υλικό, το σχήμα, το μέγεθος, και προπάντων ο τεχνίτης που θα το κατασκεύαζε ήταν ακόμη ζητούμενα, ήθελαν ειδική έρευνα. Μεγάλο μέρος του κατασκευάστηκε στην Αρμενία κι όταν ήρθε η ώρα, τον φέραμε στον κήπο του πατριαρχείου, όπου έμεινε περίπου ένα χρόνο. Ο σταυρός τελικά μπήκε, ως όφειλε. Όλες αυτές οι ενέργειες έγιναν ανιδιοτελώς και με δικά μας έξοδα. Ούτε μου προτάθηκε, αλλά ούτε και θα δεχόμουν να πληρωθώ σ’ ότι αφορά τη διάσωση της ιστορία μας. Είναι χρέος μου. Άλλωστε εκείνη την εποχή είχα μια πολύ καλή δουλειά και η οικονομική μου ανεξαρτησία επέτρεπε να δρω και να μιλώ ελεύθερα. Η αναστήλωση των μνημείων γίνονται με έξοδα του τουρκικού κράτους ή της αρμενικής κοινότητας; Όσα έχουν μείνει στην ιδιοκτησία μας αναστηλώνονται με δικά μας μέσα, όπως η εκκλησία Σουρπ Γκιραγκός στο Ντιαρμπεκίρ. Μα τα περισσότερα που είχαν δημευτεί από το κράτος μετά το 1915, βρίσκονται σήμερα στη δικαιοδοσία του υπουργείου Πολιτισμού και ελάχιστα από αυτά αναστηλώθηκαν. Για παράδειγμα, έχει ξεκινήσει και στην περιοχή της πόλης Ανί μια ανάλογη δραστηριότητα για την οποία όμως δεν είμαστε ικανοποιημένοι με τον τρόπο που εκτελείται. Ως «Χάι Τζαρ» ζητήσαμε να συμβάλλουμε στις εργασίες αναστήλωσης, ώστε να αποφευχθούν λάθη αλλά δεν εισακουστήκαμε. Μάλιστα, πήγα επί τόπου, παρακολούθησα τις εργασίες, εξέφρασα γραπτώς και δημοσίως τις διαφωνίες μου, αλλά δυστυχώς δεν θέλουν να ξέρουν! Δεν πτοούμαι βέβαια, συνεχίζω να γράφω και να αποκαλύπτω... Οι δημοσιεύσεις σας έχουν πάντα σχέση με θέματα αρχιτεκτονικής; Πολλές από αυτές ναι. Τώρα, όμως, ετοιμάζω ένα βιβλίο με τίτλο «Ο αρμενικός περιοδικός Τύπος» το οποίο θα εκδοθεί στην τουρκική από τις εκδόσεις Αράς, εντός του έτους. Ομολογώ πως επί 20 χρόνια, παράλληλα με τη δουλειά μου μελετώ και συλλέγω οτιδήποτε σχετικό βρω για τις εφημερίδες, περιοδικά, μηνιαίες, εβδομαδιαίες ή ετήσιες εκδόσεις, από 42 χώρες όλου του κόσμου ακόμη και ημερολόγια. Τα έντυπα μπορεί να είναι πολιτικού, πολιτιστικού ή αθλητικού ενδιαφέροντος. Έχω φτάσει αισίως τους 3.400 τίτλους, από το 1794 ως το 1980, με πρώτο μια εφημερίδα που είχε εκδοθεί στις Ινδίες. Στην έρευνά μου, όσων αφορά την Ελλάδα, βοήθησε πολύ και το δίγλωσσο βιβλίο: «Ο αρμενικός Τύπος στην Ελλάδα» των εκδόσεων Αρμενικά, του περιοδικού σας δηλαδή. Μόλις το έλαβα, ήρθα σε επαφή με τον Μάικ Τσιλιγκιριάν και τα στοιχεία που μου έστειλε θα συμπεριληφθούν στο βιβλίο. Τον ευχαριστώ ιδιαιτέρως. Ξέρετε είναι πολύ σημαντική η συμβολή των Αρμενίων της διασποράς, στη διάσωση της ιστορικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Όταν στην Τουρκία ήταν τα πάντα απαγορευμένα, στην ξενιτιά δημιουργήθηκαν «μικρές πατρίδες» με εκκλησίες, σχολεία, αθλητικούς ομίλους, πολιτιστικούς συλλόγους και τυπογραφεία. Έγινε και μια σπουδαία και ευτυχώς άμεση καταγραφή σχετικά με τους τόπους όπου ζούσαν οι Αρμένιοι πριν τον ξεριζωμό. Στη διασπορά έγινε η σπουδαιότερη καταγραφή μαρτυριών της γενοκτονίας. Ο ρόλος της ήταν και θα είναι πολύ σπουδαίος. Λέτε «ήταν και θα είναι». Πώς το βλέπετε εσείς το μέλλον, ποιες είναι οι προσδοκίες σας; Ξέρετε, εμείς εδώ είμαστε αναγνωρισμένοι ως θρησκευτική μειονότητα με επικεφαλής τον Πατριάρχη. Όλα όσα αφορούν τις δραστηριότητές μας περνούν από το πατριαρχείο και η στάση του καθορίζει τη μοίρα όλων των Αρμενίων που ζουν εδώ. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, με την αλλαγή των νόμων για τα βακούφια έχουν επιστραφεί περιουσίες και έτσι υπάρχει πλέον οικονομική επάρκεια, για τη συντήρηση των σχολείων και εκκλησιών μας. Πρέπει να υπάρξει σωστή διαχείριση των πόρων. Υπάρχουν εσωτερικά προβλήματα στους συλλόγους και τα σχολεία μας, η «υποχώρηση» της γλώσσας μας ως καθομιλουμένης, η λειτουργία των εκκλησιών, των ενοριών, ακόμα και του πατριαρχείου μας, η διαφθορά και ο παραγοντισμός κάποιων πλουσίων... Οι καιροί απαιτούν να δοθεί λύση στο θέμα της εκλογής του νέου Πατριάρχη και μάλιστα άμεσα. Σχετικά με τη γενικότερη κατάσταση στη χώρα, υπάρχουν ακόμη πολλές δυσκολίες και πολλά προβλήματα, ωστόσο, έχει σπάσει η σιωπή και έχει αρχίσει να διαφαίνεται μια αχτίδα ελπίδας. Θέλω να είμαι αισιόδοξος. Σε δύο χρόνια θα τιμήσουμε τα 100 χρόνια από τη γενοκτονία και πιστεύω πως τα πράγματα θα καλυτερεύσουν. |