Ζακάρια Μιλντάνογλου Εκτύπωση E-mail

Της Κουήν Μινασιάν

 

Ο Ζα­κά­ρια Μιλ­ντά­νο­γλου εί­ναι δια­κε­κρι­μέ­νος αρ­χι­τέ­κτο­νας της Κων­στα­ντι­νού­πολης. Ση­μα­ντι­κή ήταν η συμ­βο­λή του στην πρό­σφα­τη α­ναστύ­λω­ση του να­ού Σουρ­π Χατ­ς, στο νη­σά­κι Α­χτα­μάρ της λί­μνης Βαν. Α­κτι­βι­στής α­πό τα νιά­τα του, έ­χει διω­χθεί ε­πα­νει­λημ­μέ­να α­πό το τουρ­κι­κό κρά­τος. Διώ­ξεις, που ό­χι μό­νο δεν κα­τά­φε­ραν να κάμ­ψουν το πείσμα του, αλλά α­ντί­θε­τα, δυ­νά­μω­σαν τις αρχές του.

Εί­ναι λά­τρης της ε­πι­στή­μης και της δια­νό­η­σης και ε­νερ­γός πο­λί­της της χώ­ρας του. Αρ­θρο­γρα­φεί τα­κτι­κό­τα­τα σε πολ­λές τουρ­κι­κές και αρ­με­νι­κές ε­φη­με­ρί­δες, διό­τι γι’ αυτόν η γνώ­ση εί­ναι κοι­νω­νι­κό α­γα­θό. Γνω­ρι­στή­κα­με στο τε­λευ­ταί­ο τα­ξί­δι που ορ­γά­νω­σε ο σύλ­λο­γος Χά­ι Τζάρ της Κων­στα­ντι­νού­πολης. Πε­ρι­διαβήκα­με και κουβε­ντιάσα­με α­νά­με­σα στα χα­λά­σμα­τα αλ­λο­τι­νών πο­λι­τι­σμών στις πό­λεις Μερ­ζε­φού­ντα, Α­μά­σεια, Το­κάτ και Σε­βά­στεια. Η ει­κό­να εί­ναι ί­δια με ό­λες τις άλ­λες πε­ριο­χές της Μι­κράς Α­σί­ας και η ι­στο­ρί­α πα­ράλλη­λη...

Γεν­νή­θη­κα στο χω­ριό Ε­κρέκ, κο­ντά στην Και­σά­ρεια. Πή­γα στο τουρ­κι­κό δη­μο­τι­κό, α­φού τα αρ­με­νι­κά σχο­λεί­α εί­χαν κλεί­σει. Σε η­λι­κί­α 8 ε­τών, οι γο­νείς μου με έ­στει­λαν στην Κων­στα­ντι­νού­πολη. Στην αρ­χή έ­μει­να στο ορ­φα­νο­τρο­φεί­ο Κα­ρα­γκιο­ζιάν και έ­πει­τα συ­νέ­χι­σα οι­κό­τρο­φος στο σχολεί­ο Σουρ­π Χατ­ς, στο Σκού­ταρι. Δύο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα ε­γκα­τα­στά­θη­καν και οι ί­διοι στην Κων­στα­ντι­νού­πολη. Δεν εί­χαν άλ­λω­στε πια κα­νέ­ναν στο Ε­κρέκ. Κά­πο­τε ή­τα­νε σπου­δαί­ο χω­ριό, το έ­δει­χναν και οι χάρ­τες της ε­ποχής. Υ­πήρ­χαν 2.000 αρ­με­νι­κές οι­κο­γέ­νειες με δυο εκ­κλη­σιές και δυο σχο­λεί­α. Με­τά το 1915 ό­μως δεν έ­μει­νε ού­τε έ­νας. Α­πό μια με­γά­λη οι­κο­γέ­νεια με ε­πτά α­δέλφια ε­πέ­ζησε μό­νον ο 9χρο­νος τό­τε πα­τέ­ρας μου. Δεν εί­χε άλ­λον συγ­γε­νή και σώ­θη­κε χά­ρη στους αμε­ρι­κα­νούς ιε­ραπό­στολους, οι ο­ποί­οι τον φρό­ντισαν μαζί με άλ­λα ορ­φα­νά, στο αμε­ρι­κα­νι­κό κο­λέ­γιο του Τα­λάς (Μου­τα­λά­σκη), που ε­κεί­νη την πε­ρί­ο­δο εί­χε με­τα­τρα­πεί σε ορ­φα­νο­τρο­φεί­ο. Έ­τσι έ­χει η οι­κο­γε­νεια­κή μου ι­στο­ρί­α...

Α­πό το Σουρ­π Χατ­ς πέ­ρα­σα ε­πι­τυ­χώς στο πο­λυ­τε­χνεί­ο, στην Αρ­χι­τεκτο­νι­κή Σχο­λή. Στη σχο­λή οι α­να­φο­ρές στους άλ­λους πολι­τι­σμούς που υ­πήρ­χαν κά­πο­τε στη χώ­ρα ή­ταν ε­λά­χι­στες. Πο­τέ δεν με­λε­τή­σα­με την ι­διό­τυ­πη πα­ρα­δο­σια­κή αρ­με­νι­κή αρ­χι­τεκτο­νι­κή, δείγ­μα­τα της ο­ποί­ας υ­πάρ­χουν σε ό­λη την ε­πι­κρά­τεια. Επι­πλέ­ον, μά­θα­με πως ό­λα ε­τού­τα ή­ταν δή­θεν σελ­τζου­κι­κά ή τουρ­κι­κά. Α­κό­μη και για τη φη­μι­σμέ­νη οι­κο­γέ­νεια Μπα­λιάν, που έδω­σε γε­νιές αρ­χι­τε­κτό­νων με α­ρι­στουρ­γή­μα­τα στην Κων­στα­ντι­νού­πολη, άλ­λο­τε μας έ­λε­γαν πως ή­ταν Τούρ­κοι, άλ­λο­τε Ι­τα­λοί, ο­νό­μα­τι Μπα­λί. Α­πό ε­κεί­νη την ε­πο­χή, μό­νο τα τε­λευ­ταί­α δέ­κα χρό­νια σι­γά-σι­γά έ­γι­νε δυνα­τό να μι­λή­σου­με για την αρ­με­νι­κή αρ­χι­τε­κτο­νι­κή, αλ­λά και για τη λο­γο­τε­χνί­α, τη μου­σι­κή, το θέ­α­τρο, την τέ­χνη, την ι­στο­ρί­α και τον πο­λι­τι­σμό. Α­ξί­ζει να α­να­φέ­ρου­με, ό­τι στην Τουρ­κί­α μέ­χρι το 1915 υ­πήρ­χαν πά­νω α­πό 2.500 αρ­μενι­κές εκ­κλη­σίες, 300 μο­να­στή­ρια και α­μέ­τρη­τα σχο­λεί­α. Ό­λα αυ­τά εί­ναι κα­τα­γε­γραμ­μέ­να ο­νο­μα­στι­κά στα ο­θω­μα­νι­κά αρ­χεί­α, τα ο­ποί­α έχω με­λε­τή­σει ε­ξο­νυ­χι­στι­κά. Σή­με­ρα λειτουρ­γούν στην Κων­στα­ντι­νού­πολη μό­νο 36 εκ­κλη­σί­ες και 20 σχο­λεία (α­πό αυ­τά τα 4 λύ­κεια) για τους αρ­με­νίους μα­θη­τές. Ε­πί­σης, λει­τουρ­γούν το Κα­ρα­σούν Μανγκά­ντς στο Ι­σκε­ντε­ρούμ (Α­λε­ξαν­δρέ­τα), το Σουρ­π Α­στβα­τζα­τζίν στην Και­σά­ρεια και πρό­σφα­τα με­τά α­πό α­να­στή­λω­ση και το Σουρ­π Γκι­ρα­γκός στο Ντι­κρα­να­κέρ­τ (Ντιαρ­μπε­κίρ). Εί­ναι γνωστή η ι­στο­ρί­α της λε­η­λα­σί­ας και κα­τα­πά­τη­σης της αρ­μενι­κής πε­ριου­σί­ας.

Διαπιστώνουμε κάποιες αλλαγές στην πολιτική της Τουρκίας. Τι άλ­λα­ξε την κα­τά­στα­ση;

Ξέ­ρε­τε, η Τουρ­κί­α ή­ταν μια α­πο­μο­νω­μέ­νη χώ­ρα, με κλει­στά σύ­νο­ρα, α­κό­μη και στα α­πλά «ρεύ­μα­τα ι­δε­ών». Υ­πο­στή­κα­με με­γάλη κα­τα­πί­ε­ση, α­πα­γο­ρευό­ταν να μι­λή­σου­με για ο­τι­δή­ποτε, να ε­ρευ­νή­σου­με το πα­ρελ­θόν μας ή να δη­μο­σιεύ­σου­με κά­τι σχετι­κό. Σε α­ντί­θε­τη πε­ρί­πτω­ση γι­νό­σουν στό­χος της α­στυ­νο­μί­ας. Τα πράγ­μα­τα άρ­χι­σαν να αλ­λά­ζουν κά­πως α­πό το 1985 και έ­πει­τα. Για πα­ρά­δειγ­μα, δέ­κα χρό­νια πριν κυ­κλο­φορού­σαν μό­νο 3-4 βι­βλί­α αρ­με­νι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος, τώρα ό­μως έ­χουν εκ­δο­θεί ε­κα­το­ντά­δες, με ι­στορι­κές λε­πτο­μέ­ρειες α­κό­μη και για το κά­θε χω­ριό.

Το κρά­τος ό­μως φέ­ρει τη βα­ριά κλη­ρο­νο­μιά των τε­λευ­ταί­ων αιώ­νων, ό­χι μό­νο ως προς τις γε­νο­κτο­νί­ες, αλ­λά και για τό­σα άλ­λα δει­νά. Το στρα­τιω­τι­κό κα­τε­στη­μέ­νο, το βα­θύ κρά­τος, οι πο­λιτι­κές διώ­ξεις, το κουρ­δι­κό ζή­τη­μα, οι Αλε­βίτες εί­ναι ε­πί­σης πο­λύ σο­βα­ρά ζη­τή­μα­τα. Α­πό ό­ποια πλευρά κι αν ε­ρευ­νήσει κα­νείς το πα­ρελ­θόν, συ­να­ντά φρι­κα­λε­ό­τη­τες. Για έ­ναν σκε­πτό­με­νο άν­θρω­πο μπο­ρεί να εί­ναι προ­φα­νή ό­λα αυ­τά, αλ­λά σε αρ­κε­τές πε­ρι­πτώ­σεις κιν­δυ­νεύ­ει να βρε­θεί α­ντι­μέ­τω­πος με το νό­μο. Κι ε­μέ­να με φυ­λά­κι­σαν τριάμι­σι χρό­νια, με κυ­νήγη­σαν για τις ι­δέ­ες και τις α­πό­ψεις μου. Τι πα­ρα­πά­νω λοι­πόν μπο­ρούν να μου κά­νουν; Είναι α­δύ­να­τον πια να α­νε­χθώ την α­πό­κρυ­ψη της α­λή­θειας. Δεν το ε­πι­τρέ­πει η συ­νεί­δη­σή μου. Θέ­λω να εκφρά­ζω τις σκέψεις μου ε­λεύ­θε­ρα α­κό­μα και αν με φυ­λα­κί­σουν ξα­νά! Η τουρ­κι­κή κοι­νω­νί­α δεν α­νέ­χε­ται άλ­λη κα­τα­πί­εση.

Δη­λα­δή τα χι­λιά­δες πλα­κάτ στη μνή­μη του Χρα­ντ Ντιν­κ με το σύν­θη­μα «εί­μα­στε όλοι Αρ­μέ­νιοι, εί­μα­στε ό­λοι Χρα­ντ», μαρ­τυ­ρού­σαν ό­τι «εί­μα­στε ό­λοι α­δι­κη­μένοι, εί­μα­στε ό­λοι α­πο­φα­σι­σμέ­νοι»;

Αυ­τό α­κρι­βώς. Στις δια­δη­λώ­σεις συμ­με­τεί­χαν πε­ρί­που έ­να εκα­τομ­μύ­ριο άν­θρω­ποι που φυ­σι­κά δεν ή­ταν ό­λοι Αρμέ­νιοι. Έ­νας άν­θρω­πος δο­λο­φο­νή­θη­κε, αλ­λά χι­λιά­δες άρ­χισαν να μι­λούν, να τολ­μούν, να α­παι­τούν δι­καιο­σύ­νη. Το γε­γο­νός της δο­λο­φο­νί­ας άλ­λα­ξε ρα­γδαί­α το χα­ρα­κτή­ρα αυ­τής της χώ­ρας. Φυ­σι­κά υ­πάρ­χει α­κό­μα κό­σμος που εί­ναι σιω­πη­λός, τρομο­κρα­τη­μέ­νος.

Ο Χρα­ντ και ο Σε­βάκ δο­λο­φο­νή­θη­καν, πολ­λοί έ­χουν δε­χθεί ε­πα­νει­λημ­μέ­να α­νώ­νυ­μες α­πει­λές και εί­ναι υ­πο­χρε­ω­μέ­νοι για ασφά­λεια να κυ­κλο­φο­ρούν με σω­μα­το­φύ­λακες που διο­ρί­ζει η α­στυ­νο­μία.

Ό­πως για πα­ρά­δειγ­μα ο κ. Μι­νάς, που γνω­ρί­σα­με στη Σε­βά­στεια ό­πως εί­δες, τον συ­νό­δευε πά­ντα έ­νας κύ­ριος με γρα­βά­τα. Έ­χω κι άλ­λους φί­λους και γνω­στούς, που ε­πει­δή μι­λούν ε­λεύθε­ρα, δί­νουν συ­νε­ντεύ­ξεις, γρά­φουν και εί­ναι ε­νερ­γοί πο­λίτες, κυ­κλο­φο­ρούν πά­ντα με ει­δι­κούς φρου­ρούς, διό­τι η ζω­ή τους κιν­δυ­νεύ­ει κυ­ρί­ως α­πό τους φα­να­τι­κούς ε­θνι­κι­στές και το πα­ρα­κρά­τος.

Φυ­σι­κά η κα­τά­στα­ση αυ­τή δεν α­πο­τε­λεί ε­πι­λο­γή τους αλ­λά... επιβάλ­λε­ται.

Υ­πάρ­χει λοι­πόν μια τά­ση διά­χυ­σης της γνώ­σης ά­ρα και α­φύ­πνι­ση. Τι α­ντί­κτυ­πο έ­χει αυ­τό στους Αρμε­νίους της Τουρ­κί­ας;

Η έ­ξο­δος της χώ­ρας α­πό την α­πο­μό­νω­ση έ­δω­σε και σε ε­μάς την ευ­και­ρί­α να α­φυ­πνι­στού­με, να γνω­ρί­σουμε την ι­στο­ρί­α και το πα­ρελ­θόν μας, να α­πο­κτή­σουμε αυ­το­γνω­σί­α. Τε­λευ­ταί­α μά­λι­στα, που μπο­ρέ­σα­με να τα­ξι­δέ­ψου­με στο ε­ξω­τερι­κό και ει­δι­κό­τε­ρα στην Αρ­με­νί­α, ήρ­θα­με α­ντι­μέ­τω­ποι με μια α­λή­θεια που μέ­χρι πρό­τι­νος ή­ταν α­πα­γο­ρευ­μέ­νη σε μας. Μπο­ρεί να α­γωνι­ζό­μα­στε α­κό­μη σε θέμα­τα ε­λευ­θε­ρί­ας, ό­μως το πο­τά­μι δεν γυ­ρί­ζει πια πί­σω. Τα μέ­σα μαζι­κής ε­νη­μέ­ρω­σης, α­κό­μη κι ό­ταν στέ­κο­νται αρ­νη­τι­κά α­πέ­ναντι σε τέ­τοια ζη­τή­μα­τα, δεν παύ­ουν ό­μως να α­σχο­λού­νται κα­θη­με­ρι­νά με αυ­τά. Το δια­δί­κτυο ε­πί­σης παίζει με­γά­λο ρό­λο. Έ­τσι άρ­χι­σα κι ε­γώ να με­λε­τώ την ι­διό­τυ­πη αρ­με­νι­κή αρ­χι­τεκτο­νι­κή. Εί­μαι ευ­τυ­χής που γνω­ρί­ζω αρ­με­νι­κά, διό­τι κα­θώς η αρ­χι­τε­κτο­νι­κή δεν μπο­ρεί να με­λε­τη­θεί δί­χως γνώ­σεις ι­στο­ρί­ας, αρ­χαιο­λο­γί­ας, κοι­νω­νιο­λο­γί­ας κλπ, έ­χω τη δυ­νατό­τη­τα να με­λε­τώ κα­τευ­θεί­αν τις αρ­με­νι­κές πη­γές. Μοι­ρά­ζο­μαι αυ­τές τις γνώ­σεις με τους συ­μπο­λί­τες μου, δη­μο­σιεύ­ο­ντας πολ­λά άρ­θρα στις τουρ­κι­κές και αρ­με­νι­κές ε­φη­με­ρί­δες. Εί­ναι ση­μα­ντι­κό να μα­θευ­τεί η α­λή­θεια.

Τι χα­ρα­κτη­ρί­ζει την αρ­με­νι­κή αρ­χι­τε­κτο­νι­κή; Τι εί­ναι αυ­τό, που μας κά­νει και ξε­χω­ρί­ζου­με εύ­κο­λα έ­να αρ­με­νι­κό κτή­ριο α­πό τα άλ­λα;

Πράγ­μα­τι, τα κτή­ρια που κα­τα­σκευά­στη­καν α­πό τους μα­στό­ρους και αρ­χι­τέ­κτο­νές μας εί­ναι ιδιαί­τε­ρα και δια­φο­ρο­ποιού­νται α­πό αυ­τά των άλ­λων πο­λι­τισμών, πα­ρό­λο που έ­ζη­σαν δί­πλα-δί­πλα για αιώ­νες. Ο τρό­πος που πε­λε­κή­θη­κε η πέ­τρα, το σχή­μα των πα­ρα­θύ­ρων, τα σύμ­βο­λα, οι στο­λισμοί, οι ε­πι­γρα­φές, οι α­γιο­γρα­φί­ες των εκ­κλη­σιών, τα χρώ­μα­τα, οι μορ­φές, ό­λα έ­χουν την ι­διαί­τε­ρη αρ­με­νι­κή τε­χνο­τρο­πί­α. Κα­ταλα­βαί­νε­τε, δεν εί­ναι μια ι­στο­ρί­α ε­κα­τό χρό­νων ή μιας χι­λιε­τί­ας. Ο πο­λι­τι­σμός μας έ­χει μα­κραί­ω­νη ι­στο­ρί­α και πα­ντού στη Μικρά Α­σί­α υ­πήρ­χαν στέ­ρε­α δείγ­μα­τά του. Α­κό­μη και με­τά τη γε­νο­κτο­νί­α του 1915 υ­πήρ­χαν χι­λιά­δες εκ­κλη­σιές, μο­να­στή­ρια, σχο­λεία και σπί­τια που α­πο­δεί­κνυαν την ύ­παρ­ξή μας. Μα α­πό το 1950 και με­τά έ­γι­νε συ­στη­μα­τι­κή προ­σπά­θεια κα­τα­στρο­φής τους.

Εν­νο­εί­τε την πο­λι­τι­στι­κή γε­νο­κτο­νί­α, η ο­ποί­α ήρ­θε σαν δεύ­τε­ρο χτύ­πη­μα με­τά την ε­ξό­ντω­ση ε­νά­μι­ση ε­κα­τομ­μυ­ρί­ων ψυ­χών;

Τα χτυ­πή­μα­τα δεν ή­ταν έ­να και δύ­ο, αλ­λά πολ­λά. Μα κι αυ­τό που έ­γι­νε στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’50 ή­ταν α­νεκ­δι­ή­γη­το. Μνη­μεία ε­κα­το­ντά­δων ή χι­λιά­δων ε­τών, που δεν εί­χαν ε­πη­ρε­α­στεί ακό­μη κι α­πό ι­σχυ­ρό­τα­τους σει­σμούς, κα­τε­δα­φί­στη­καν μέ­σα σε 3-4 χρό­νια από τα κα­νό­νια του τουρ­κι­κού στρα­τού. Εί­δα­με στη Σε­βά­στεια με­ρι­κές πέ­τρες, α­πο­μει­νά­ρια α­πό το φη­μι­σμέ­νο κά­πο­τε μο­να­στή­ρι Σουρ­π Νι­σάν. Ο Σαρ­κίς Σε­ροπιάν στα νιά­τα του, ό­ταν τον εί­χαν στεί­λει ε­δώ για τη στρα­τιω­τι­κή του θη­τεί­α, στις αρ­χές ’50, πρό­λα­βε και εί­δε το οι­κο­δό­μη­μα α­κό­μα α­νέ­πα­φο και ά­ρι­στα δια­τη­ρη­μέ­νο.

Η μη­τέ­ρα μου θυ­μό­ταν πο­λύ κα­λά τι συ­νέ­βη με την αρ­με­νι­κή εκ­κλη­σί­α του Ε­κρέκ. Βρι­σκό­ταν στην κε­ντρι­κή οδό, ό­ταν περ­νώ­ντας ο στρα­τός α­πό ε­κεί, ο α­ξιω­μα­τι­κός διέ­ταξε: «Στην ε­πι­στρο­φή να μην ξα­να­δώ αυ­τό το κτί­σμα!». Έ­τσι κι έ­γι­νε, μά­λι­στα έ­ρι­ξαν αρ­κε­τές κανο­νιές, ε­πει­δή δεν έ­πε­σε με την πρώ­τη.

Το γε­γο­νός ό­τι α­να­στη­λώ­θη­καν τε­λευ­ταί­α κά­ποια μνη­μεί­α με πολύ θό­ρυ­βο και δια­φή­μι­ση, ε­νώ σιω­πη­λά κα­τα­στρέ­φο­νται χι­λιά­δες, ε­σείς πώς το ε­ξη­γεί­τε;

«Κνα μερνίρ, γε­γκούρ σι­ρέμ!». Εί­ναι πολ­λές οι μαρ­τυ­ρί­ες των κα­τα­στρο­φών, ο κό­σμος μι­λά­ει πια. Ό­σα οι­κο­δο­μή­μα­τα γλί­τω­σαν α­πό τους βομ­βαρ­δι­σμούς, έπε­σαν στα χέ­ρια α­δί­στα­κτων, οι ο­ποί­οι ελ­πί­ζο­ντας να βρουν θαμ­μέ­νους θη­σαυ­ρούς και με τις ευ­λο­γί­ες του κρά­τους έ­σκα­ψαν -και συ­νε­χί­ζουν μέ­χρι και σή­με­ρα- α­κό­μη και στα νε­κρο­τα­φεί­α. Έ­πει­τα, ό­σες πέ­τρες έ­χουν α­πο­μεί­νει τις χρη­σι­μο­ποιούν για να χτί­σουν για πα­ρά­δειγ­μα μια μά­ντρα. Τρα­νό πα­ρά­δειγ­μα η μά­ντρα και οι σκά­λες στο πάρ­κο Γκε­ζί στην πλα­τεί­α Τα­ξίμ. Κά­ποιες εκ­κλη­σί­ες σώ­θη­καν ε­πει­δή με­τα­τρά­πη­καν σε τζαμιά ή δη­μαρ­χια­κά μέ­γα­ρα, αλ­λά με τρα­γι­κές με­τα­τροπές φυ­σι­κά. Ε­πί­σης, πολ­λά που­λή­θη­καν σε ι­διώ­τες και μά­λι­στα αρ­κε­τά α­πό αυ­τά με­τα­τρά­πη­καν σε κι­νη­μα­το­γρά­φους. Μα ε­δώ πρέ­πει να το­νί­σω κά­τι. Δεν ή­ταν κοι­νές κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές αί­θου­σες, αλ­λά «ό­λως τυ­χαί­ως» χώ­ροι προ­βο­λής ται­νιών πορνό. Έ­πειτα, εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση της μο­νής «Βα­ρα­κα­βάν­κ» στο Βαν, ε­κεί ό­που μό­να­ζε ο Χρι­μιάν Χα­ϊ­ρίκ. Πέ­ρα­σε κά­πο­τε στα χέρια ε­νός ι­διώ­τη, το κτή­ριο α­φέ­θη­κε στην μοί­ρα του, μά­λι­στα στους τε­λευ­ταίους σει­σμούς κα­τέρ­ρευ­σε έ­να μέ­ρος του και πα­ρό­τι εί­ναι μεγά­λης ι­στο­ρι­κής α­ξί­ας -πα­λαιό­τε­ρο α­πό το Α­χτα­μάρ- δεν έ­γι­νε τί­πο­τε, διό­τι θε­ω­ρεί­ται ι­διω­τι­κός χώ­ρος.

Με­τά α­πό ό­λα αυ­τά, οι αρ­μέ­νιοι αρχι­τέ­κτο­νες της Πό­λης ι­δρύ­σα­με τον σύλ­λο­γο Χά­ι Τζάρ*. Χρειά­ζε­ται να ε­ρευ­νή­σου­με πιο συ­στη­μα­τι­κά την ι­στο­ρί­α του πο­λι­τι­σμού μας και να συμ­βά­λου­με στην διά­σω­ση ό­σων μνη­μεί­ων έ­χουν α­πο­μεί­νει. Έ­τσι ήρ­θα­με σε ε­πα­φή με το υ­πουρ­γεί­ο Πο­λι­τι­σμού, δώ­σα­με τις προ­τά­σεις μας, δη­λώ­σα­με ό­τι είμα­στε στη διάθε­σή τους, εν­νο­εί­ται α­φι­λο­κερ­δώς, ώ­στε σε πε­ρί­πτω­ση που προ­γραμ­μα­τί­ζε­ται κά­ποια α­να­πα­λαί­ω­ση ή α­πο­κα­τά­στα­ση αρ­με­νικού κτη­ρίου, να μην χαθεί η ι­διαί­τε­ρη τε­χνο­τρο­πί­α του.

Ο σύλ­λο­γός μας έ­χει συμ­βου­λευ­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα και εί­ναι στη δια­κρι­τι­κή ευ­χέ­ρεια των υ­πευ­θύνων αν θα λη­φθούν υ­πό­ψη οι προ­τά­σεις μας. Μέ­χρι σή­με­ρα πά­ντως, δεν μπο­ρώ να πω, ό­τι οι πο­λι­τι­κοί προ­ϊ­στά­με­νοι μας έ­δωσαν και ι­διαί­τε­ρη ση­μα­σί­α, ε­κτός ε­λα­χί­στων ε­ξαι­ρέ­σε­ων.

Μια α­πό αυ­τές τις ε­ξαι­ρέ­σεις ή­ταν και η εκ­κλη­σί­α Σουρ­π Χατ­ς στο νη­σά­κι Α­χτα­μάρ της λί­μνης Βαν. Ποια ή­ταν η συμ­βο­λή σας σ’ αυ­τό; Εί­στε ι­κανο­ποι­η­μέ­νος α­πό το α­πο­τέ­λε­σμα;

Αχ Τα­μάρ! Ε­πί δυό­μι­ση χρό­νια, κά­θε Πα­ρα­σκευ­ή έ­ως Δευ­τέ­ρα, κα­μιά φο­ρά και για πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο, τα­ξίδευα α­πό την Κων­στα­ντι­νού­πολη, ό­που ζω κι ερ­γά­ζο­μαι, στο Βαν, α­νι­διο­τε­λώς και με δι­κά μου έ­ξο­δα, μέ­χρι και τα ε­γκαί­νια-θυ­ρα­νοί­ξια του Σουρ­π Χατ­ς, το Σεπτέμ­βριο του 2010. Κι αυ­τό έ­γι­νε ως ε­ξής: ο υ­πεύ­θυ­νος των έρ­γων ανα­στή­λω­σης, ο κουρ­δι­κής κα­τα­γω­γής Τζα­χίτ Ζε­ϊ­νταν­λί (Cahit Zeydanli) ε­πι­σκέ­φθη­κε τον Πα­τριάρ­χη μας Μεσ­ρόπ Μουτα­φιάν και ζή­τη­σε τη συμ­βου­λή του για την α­να­στή­λω­ση. Ή­ταν υ­πεύ­θυ­νος, δεν ή­θε­λε να γί­νουν λά­θη, ό­μως δεν υ­πήρ­χε η γνώση για τη σω­στή α­πο­κα­τά­στα­ση. Έ­τσι, ο Πα­τριάρ­χης α­πευ­θύν­θηκε σε μέ­να. Φυ­σι­κά δέ­χθη­κα με με­γά­λη χα­ρά να βο­η­θή­σω και άρ­χι­σα τα τα­ξί­δια στο Βαν, μα­ζί με άλ­λα μέ­λη του «Χά­ι Τζαρ». Τό­τε, ε­μείς οι αρ­μέ­νιοι αρ­χι­τέ­κτο­νες που ζού­με στην Τουρ­κί­α δεν γνω­ρί­ζα­με τό­σα πολλά. Αυ­τό το εγ­χεί­ρη­μα έ­γι­νε η α­φορ­μή να ε­ρευ­νή­σουμε βα­θύ­τε­ρα. Τα­ξι­δέ­ψα­με α­κό­μα και στην Αρ­με­νί­α, για να με­λε­τή­σου­με σχε­τι­κά αρ­χεί­α, ενώ ήρ­θα­με σε ε­πα­φή με τον Σύλ­λο­γο Αρ­χι­τε­κτό­νων. Αργό­τε­ρα, ό­τι σχε­δια­γράμ­μα­τα έ­βγαι­ναν ε­δώ, πριν υ­λο­ποι­η­θούν τα στέλ­να­με στο Ε­ρε­βάν και ζη­τού­σα­με τη γνώ­μη τους. Μάλι­στα το δεύ­τε­ρο χρό­νο των ερ­γα­σιών κα­λέ­σα­με ε­πί τό­που δυο αρ­χι­τέ­κτο­νες α­πό την Αρ­με­νί­α. Η α­να­στή­λω­ση είχε προ­χω­ρή­σει ή­δη αρ­κε­τά και θέ­λα­με ο­πωσ­δή­πο­τε τη συμ­βο­λή τους. Ο έ­νας ή­ταν ει­δι­κός στην πέ­τρα κι ο άλ­λος στις τοι­χο­γρα­φί­ες.

Ο­μο­λο­γώ πως η α­να­στή­λω­ση στο Α­χτα­μάρ α­ποτέ­λε­σε με­γά­λη ε­μπει­ρί­α για τα μέ­λη του «Χά­ι Τζαρ» και ό­λοι κά­να­με το κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τό, στο μέ­τρο που μας ε­πι­τρε­πό­ταν. Έ­πει­τα προ­έ­κυ­ψε το θέ­μα του σταυ­ρού. Το υ­λι­κό, το σχή­μα, το μέ­γε­θος, και προ­πά­ντων ο τε­χνί­της που θα το κα­τα­σκεύ­α­ζε ή­ταν α­κό­μη ζη­τού­με­να, ή­θε­λαν ει­δι­κή έ­ρευ­να. Με­γά­λο μέ­ρος του κα­τα­σκευά­στη­κε στην Αρ­με­νί­α κι ό­ταν ήρ­θε η ώ­ρα, τον φέραμε στον κή­πο του πα­τριαρ­χεί­ου, ό­που έ­μει­νε περί­που έ­να χρό­νο. Ο σταυ­ρός τε­λι­κά μπή­κε, ως ό­φει­λε. Ό­λες αυ­τές οι ε­νέρ­γειες έ­γι­ναν α­νι­διο­τε­λώς και με δι­κά μας έ­ξο­δα. Ού­τε μου προ­τά­θη­κε, αλ­λά ού­τε και θα δε­χό­μουν να πλη­ρω­θώ σ’ ό­τι α­φο­ρά τη διά­σω­ση της ι­στο­ρί­α μας. Εί­ναι χρέ­ος μου. Άλ­λω­στε ε­κεί­νη την ε­πο­χή εί­χα μια πο­λύ κα­λή δου­λειά και η οι­κο­νο­μι­κή μου α­νε­ξαρ­τη­σί­α ε­πέ­τρε­πε να δρω και να μι­λώ ε­λεύ­θε­ρα.

Η α­να­στή­λω­ση των μνη­μεί­ων γί­νο­νται με έξο­δα του τουρ­κι­κού κρά­τους ή της αρ­με­νι­κής κοι­νό­τη­τας;

Ό­σα έ­χουν μεί­νει στην ι­διο­κτη­σί­α μας α­να­στη­λώ­νο­νται με δι­κά μας μέ­σα, ό­πως η εκ­κλη­σί­α Σουρ­π Γκι­ρα­γκός στο Ντιαρ­μπε­κίρ. Μα τα πε­ρισσό­τε­ρα που εί­χαν δη­μευ­τεί α­πό το κρά­τος με­τά το 1915, βρί­σκο­νται σή­με­ρα στη δι­καιο­δο­σί­α του υ­πουρ­γεί­ου Πο­λι­τι­σμού και ε­λά­χι­στα α­πό αυ­τά α­να­στη­λώ­θηκαν. Για πα­ρά­δειγ­μα, έ­χει ξε­κι­νή­σει και στην πε­ριο­χή της πό­λης Α­νί μια α­νά­λο­γη δρα­στη­ριό­τη­τα για την ο­ποί­α ό­μως δεν εί­μα­στε ι­κα­νο­ποι­η­μέ­νοι με τον τρό­πο που ε­κτε­λεί­ται. Ως «Χά­ι Τζαρ» ζη­τή­σα­με να συμ­βάλ­λου­με στις ερ­γα­σί­ες α­να­στή­λω­σης, ώ­στε να α­πο­φευ­χθούν λά­θη αλ­λά δεν ει­σα­κου­στή­κα­με.

Μά­λι­στα, πή­γα επί τό­που, πα­ρα­κο­λού­θη­σα τις ερ­γα­σί­ες, ε­ξέ­φρα­σα γρα­πτώς και δη­μο­σί­ως τις δια­φω­νί­ες μου, αλ­λά δυ­στυ­χώς δεν θέ­λουν να ξέ­ρουν! Δεν πτο­ού­μαι βέ­βαια, συνε­χί­ζω να γρά­φω και να α­πο­κα­λύ­πτω...

Οι δη­μο­σιεύ­σεις σας έ­χουν πά­ντα σχέ­ση με θέ­μα­τα αρ­χι­τε­κτο­νικής;

Πολ­λές α­πό αυ­τές ναι. Τώ­ρα, ό­μως, ε­τοι­μά­ζω έ­να βι­βλί­ο με τί­τλο «Ο αρ­με­νι­κός πε­ριο­δι­κός Τύ­πος» το ο­ποί­ο θα εκ­δο­θεί στην τουρ­κι­κή α­πό τις εκ­δό­σεις Α­ράς, ε­ντός του έ­τους. Ο­μο­λο­γώ πως ε­πί 20 χρό­νια, πα­ράλ­λη­λα με τη δου­λειά μου με­λε­τώ και συλ­λέ­γω ο­τι­δή­πο­τε σχετι­κό βρω για τις ε­φη­με­ρί­δες, πε­ριο­δι­κά, μη­νιαί­ες, ε­βδο­μα­διαί­ες ή ε­τή­σιες εκ­δό­σεις, α­πό 42 χώ­ρες ό­λου του κό­σμου α­κό­μη και η­με­ρο­λό­για. Τα έ­ντυ­πα μπο­ρεί να εί­ναι πο­λι­τι­κού, πολι­τι­στι­κού ή α­θλη­τι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος. Έ­χω φτά­σει αι­σί­ως τους 3.400 τί­τλους, α­πό το 1794 ως το 1980, με πρώ­το μια ε­φη­με­ρί­δα που εί­χε εκ­δο­θεί στις Ιν­δί­ες. Στην έ­ρευ­νά μου, ό­σων α­φο­ρά την Ελ­λά­δα, βο­ή­θη­σε πο­λύ και το δί­γλωσσο βι­βλί­ο: «Ο αρ­με­νι­κός Τύ­πος στην Ελ­λά­δα» των εκ­δό­σε­ων Αρ­με­νι­κά, του πε­ριο­δι­κού σας δη­λα­δή. Μό­λις το έ­λα­βα, ήρ­θα σε ε­πα­φή με τον Μά­ικ Τσι­λι­γκι­ριάν και τα στοι­χεί­α που μου έ­στει­λε θα συ­μπε­ρι­λη­φθούν στο βι­βλί­ο. Τον ευ­χαρι­στώ ι­διαι­τέ­ρως. Ξέ­ρε­τε εί­ναι πο­λύ ση­μα­ντι­κή η συμ­βο­λή των Αρ­με­νί­ων της δια­σπο­ράς, στη διά­σω­ση της ι­στο­ρι­κής και πο­λι­τι­στι­κής μας κλη­ρο­νο­μιάς. Ό­ταν στην Τουρ­κί­α ή­ταν τα πάντα α­πα­γο­ρευ­μέ­να, στην ξε­νι­τιά δη­μιουρ­γή­θη­καν «μι­κρές πα­τρί­δες» με εκ­κλη­σί­ες, σχο­λεί­α, α­θλη­τικούς ομί­λους, πο­λι­τι­στι­κούς συλ­λό­γους και τυ­πο­γρα­φεί­α. Έγι­νε και μια σπου­δαί­α και ευ­τυ­χώς ά­με­ση κα­τα­γρα­φή σχε­τι­κά με τους τό­πους ό­που ζού­σαν οι Αρμέ­νιοι πριν τον ξε­ρι­ζω­μό. Στη δια­σπο­ρά έ­γι­νε η σπου­δαιό­τε­ρη κα­ταγρα­φή μαρ­τυ­ριών της γε­νο­κτο­νί­ας. Ο ρό­λος της ή­ταν και θα εί­ναι πο­λύ σπου­δαί­ος.

Λέ­τε «ή­ταν και θα εί­ναι». Πώς το βλέ­πε­τε ε­σείς το μέλ­λον, ποιες εί­ναι οι προσ­δο­κί­ες σας;

Ξέ­ρε­τε, ε­μείς ε­δώ εί­μα­στε α­να­γνω­ρι­σμέ­νοι ως θρη­σκευ­τι­κή μειονό­τη­τα με ε­πι­κε­φα­λής τον Πα­τριάρ­χη. Ό­λα ό­σα α­φο­ρούν τις δραστη­ριό­τη­τές μας περ­νούν α­πό το πα­τριαρ­χεί­ο και η στά­ση του κα­θο­ρί­ζει τη μοί­ρα ό­λων των Αρμε­νί­ων που ζουν ε­δώ. Τα τελευ­ταί­α τέσ­σε­ρα χρό­νια, με την αλ­λα­γή των νό­μων για τα βακού­φια έ­χουν ε­πι­στρα­φεί πε­ριου­σί­ες και έ­τσι υ­πάρ­χει πλέ­ον οι­κο­νο­μι­κή ε­πάρ­κεια, για τη συ­ντή­ρη­ση των σχο­λεί­ων και εκ­κλη­σιών μας. Πρέ­πει να υ­πάρ­ξει σω­στή δια­χεί­ρι­ση των πόρων.

Υ­πάρ­χουν ε­σω­τε­ρι­κά προ­βλή­μα­τα στους συλ­λό­γους και τα σχο­λεί­α μας, η «υ­πο­χώ­ρη­ση» της γλώσ­σας μας ως κα­θο­μι­λου­μέ­νης, η λει­τουρ­γία των εκ­κλη­σιών, των ε­νοριών, α­κό­μα και του πα­τριαρ­χεί­ου μας, η διαφθο­ρά και ο πα­ρα­γο­ντι­σμός κά­ποιων πλου­σί­ων... Οι και­ροί α­παι­τούν να δο­θεί λύ­ση στο θέ­μα της ε­κλο­γής του νέ­ου Πα­τριάρ­χη και μά­λι­στα ά­με­σα. Σχε­τι­κά με τη γε­νι­κό­τε­ρη κα­τά­στα­ση στη χώ­ρα, υ­πάρ­χουν α­κό­μη πολ­λές δυ­σκο­λί­ες και πολ­λά προ­βλήμα­τα, ω­στό­σο, έ­χει σπά­σει η σιω­πή και έ­χει αρ­χί­σει να δια­φαί­νε­ται μια α­χτί­δα ελ­πί­δας. Θέ­λω να εί­μαι αι­σιό­δο­ξος. Σε δύ­ο χρό­νια θα τι­μή­σου­με τα 100 χρόνια α­πό τη γε­νο­κτο­νί­α και πι­στεύ­ω πως τα πράγματα θα κα­λυ­τε­ρεύ­σουν.

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 33 επισκέπτες συνδεδεμένους