Ο στυλοβάτης της Αγκός
Στην Κουήν Μινασιάν
Περιοδικό «Aρμενικά» Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2014. Τεύχος 82
Ο Σαρκίς Σεροπιάν είναι ένας αυτοδίδακτος ερευνητής και παθιασμένος αγωνιστής. Mαζί με τον Χραντ Ντινκ, ήταν από τους συνιδρυτές της εφημερίδας Αγκός της Πόλης, στην οποία εργάζεται μέχρι σήμερα. Από τα νιάτα του οργώνει σπιθαμή προς σπιθαμή τις ανατολικές επαρχίες της Τουρκίας και γνωρίζει αρκετά για την ιστορία της Μικράς Ασίας. Τις εμπειρίες του τις μοιράζεται απλόχερα με τους αναγνώστες της Αγκός, με άρθρα κυρίως στις αρμενικές της σελίδες. O πολύτιμος γραπτός του λόγος είναι εξίσου μεστός και γλυκός με τις προφορικές αφηγήσεις του, διότι γράφει και αφηγείται ορμώμενος από τα βιώματά του. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, κατά την υποχρεωτική στρατιωτική του θητεία ο Σαρκίς Σεροπιάν υπηρέτησε στις απομακρυσμένες ανατολικές επαρχίες της Τουρκίας. Έτσι από πολύ νέος βρέθηκε στην ιστορική γη των προγόνων του, ήρθε σε επαφή με τον τόπο και τους ανθρώπους της, έγινε μάρτυρας ζωντανών προφορικών αφηγήσεων, ειδικότερα με εκείνους που ζούσαν από παλιά εκεί. Συνδέθηκε μαζί τους με στενούς δεσμούς φιλίας, που διατηρεί ως σήμερα, ακόμη και με τους απογόνους τους. Άνθρωπος με κότσια, ο Σαρκίς «Αγπαρίκ» είναι ένας πολύ απλός και προσιτός «τιτάνας». Έχω την τύχη τα τελευταία τρία χρόνια να συνταξιδεύω μαζί του στα οδοιπορικά που οργανώνει ο σύλλογος Αρμενίων Αρχιτεκτόνων της Πόλης - ΧάιΤζαρ, να περπατώ μαζί του στα ίχνη των χαμένων πολιτισμών και να τον ακούω να αποκαλύπτει με τις γλαφυρές αφηγήσεις του το παρελθόν τους. Οι κουβέντες του αγγίζουν κατευθείαν την καρδιά και το νου...
«...ναι, κάποτε ήταν των Αρμένηδων αυτά...»
Σαρκίς Αγπαρίκ, έχεις διηγηθεί τόσες και τόσες ιστορίες, μα δεν έχεις πει και πολλά για σένα. Θα ήθελες να μας διηγηθείς μια ιστορία 79 χρόνων, τη δική σου ιστορία;
Γεννήθηκα το 1935 στην Πόλη. Ο πατέρας μου καταγόταν από οικογένεια που δεν έζησε εξορίες και σφαγές. Ο δικός του πατέρας είχε φύγει νεαρός από το χωριό Ζαρά της Σεβάστειας, κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα, για να βρει τη μοίρα του στην Πόλη και είχε εγκατασταθεί στην περιοχή Παλάτι. Η μητέρα του ήταν από παλιά πολίτικη οικογένεια. Η μητέρα μου ήταν από οικογένεια που έζησε τις σφαγές και στο δρόμο για την εξορία έχασε πολλούς δικούς της. Ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός ιατρός. Λόγω της δουλειάς του ταξίδευε συνεχώς, όπου τον μετέθεταν. Έτσι, κάθε ένα από τα 4 παιδιά του είχε γεννηθεί σε διαφορετική επαρχία και είναι άγνωστο σε πια πόλη γεννήθηκε η μητέρα μου. Ο πατέρας της ήταν ένα από τα τραγικά θύματα της γενοκτονίας του 1915. Ήμουν δύο χρονών όταν ο πατέρας μου αρρώστησε βαριά και πέθανε, αφήνοντας τη μητέρα μου χήρα και εμένα μοναχοπαίδι της. Μεγάλωσα με τους γονείς του πατέρα μου και τη μητέρα μου στην περιοχή Κουρτουλούς, δηλαδή τα Ταταύλα, όπου τότε ζούσαν κυρίως Ρωμιοί. Παντού άκουγες Ελληνικά, θυμάμαι ακόμη αρκετές φράσεις. Πήγα στο αρμενικό δημοτικό της γειτονιάς, στο «Αρτί Γκρταράν», το οποίο δεν υπάρχει πλέον και είχα δασκάλα τη δεσποινίς Αραξή Μομτζιάν. Όταν πέθανε ο παππούς μου, ήμουν 15 ετών. Άφησα το σχολείο τότε για να δουλέψω. Με την γιαγιά και τη μητέρα μου μετακομίσαμε σε ένα μικρό δώμα στο Πέρα (Μπέιογλου). Σπίτι με δύο δωμάτια αποκτήσαμε πολύ αργότερα, μα με τα λίγα ζούσαμε ευτυχισμένα. Τότε στο Πέρα ήταν αλλιώς, εκεί σύχναζε η αφρόκρεμα της Πόλης και οι νύχτες είχαν μια ιδιαίτερή λάμψη, μη κοιτάς το χάος που έχει σήμερα. Περάσαμε και εποχές με πολλές αγωνίες και διωγμούς. Θυμάμαι το ’43, την εποχή του Βαρλίκ Βερκισί, του φόρου κληρονομιάς, όλοι οι μειονοτικοί ενήλικοι άντρες έλειπαν στην εξορία. Αυτός ήταν και ο λόγος που έντεκα χρονών έγινα νονός, να προσεύχομαι «havatk - huis - ser» (πίστη-ελπίδα-αγάπη) για το νεογέννητο βαφτιστήρι μου. Μετά τα Σεπτεμβριανά μετακομίσαμε στο Μπακιρκιούγ. Μας βόλευε κιόλας περισσότερο, επειδή η γυναίκα μου, η Μανισάκ ήταν δασκάλα στο σχολείο Νταντιάν, πολύ κοντά μας. Στο μεταξύ είχα γίνει καλός ψυκτικός δουλεύοντας από πιτσιρίκι κοντά σε έμπειρους μάστορες, είχα ανοίξει δικό μου μαγαζί και το είχα πάρει πια απόφαση ότι θα μείνω στην Τουρκία. Ναι, προτού πάω φαντάρος είχα προσπαθήσει να φύγω στην τότε Σοβιετική Αρμενία, όπου ζούσε ο αδερφός της μητέρας μου, αλλά η αίτησή μου απορρίφθηκε. Τότε είπα, εδώ θα μείνω. Ο γάμος, τα παιδιά και η δουλειά πήγαιναν παράλληλα με τα της κοινότητας.
Πώς ξεκίνησε η κοινοτική σου δραστηριότητα; Τι σε ώθησε στην ενεργό δράση με τα κοινά;
Όταν πήγα φαντάρος, με έκαναν ασυρματιστή. Με έστειλαν στις ανατολικές επαρχίες, κάτι που κατά βάθος το ήθελα: Σεμπάστια, Κόνια, Ερζρούμ, Άγκυρα, Ερζιντζάν... Τότε δεν γνώριζα και πολλά, όμως κάποια τοπωνύμια στους τοπικούς χάρτες, όπως το Πρκνίκ, το Τσερμούκ, το Γκαμούρτς, το Ισχάν και το Ντερίκ, μου τράβηξαν την προσοχή. Στις μικρές άδειες που μας έδιναν ζητούσα από τους ντόπιους να με πάνε σε αυτά τα χωριά και όταν έφτανα εκεί, οι υποψίες μου επαληθεύονταν. Στα νεκροταφεία τα ονόματα των νεκρών ήταν χαραγμένα στα Αρμενικά. Οι βρύσες που είχαν στερέψει είχαν αρμενικές επιγραφές. Τα κτήρια είχαν ιδιότυπη αρχιτεκτονική. Πρόλαβα και είδα όρθιες μέσα στο μοναχικό τους μεγαλείο τις εκκλησιές μας, εκείνες που λίγο αργότερα, μέσα στη δεκαετία του ’50, με απόφαση του στρατού τις γκρέμισαν με κανονιές. Οι ντόπιοι, δίχως να υποψιαστούν την καταγωγή μου -ήμουν βλέπεις με τη στολή- μου ανοίγονταν: «...ναι, κάποτε ήταν των Αρμένηδων αυτά...» και μου ανέφεραν λεπτομέρειες. Όταν επέστρεφα άνοιγα τα παλιά βιβλία, έψαχνα το παρελθόν των περιοχών που είχα δει, ρωτούσα τους γηραιότερους για οποιοδήποτε στοιχείο ή μαρτυρία. Έτσι έγινε η αρχή και έμαθα πολλά χάρη στη θητεία μου. Συνέχισα κι αφότου παντρεύτηκα, να ταξιδεύω στα Ανατολικά με τη σύζυγό μου και ένα άλλο ζευγάρι, αργότερα και με τα παιδιά μας. Είδαμε απίστευτα μέρη και γνωρίσαμε απίθανους ανθρώπους, συνδεθήκαμε μαζί τους. Ήταν ξεχασμένοι Αρμένιοι, εξαθλιωμένοι, ζούσαν υπό τραγίκες συνθήκες. Τότε ήταν που ιδρύθηκε η Επιτροπή Προσφύγων «Καγταγκανάτς Αντσναχούμπ» με την ευχή μάλιστα του Πατριάρχη Σνορχ. Άρχισα να συμμετέχω και εγώ. Φυγαδεύαμε κρυφά αυτές τις οικογένειες από τα Ανατολικά προς την Κωνσταντινούπολη. Είχαμε αναλάβει την μέριμνά τους. Πού θα φιλοξενηθούν, πώς θα τραφούν μέχρι να τακτοποιηθούν, πού θα βρουν δουλειά και πώς θα μορφωθούν τα παιδιά τους. Μπορεί να περνούσαν μήνες ή και χρόνια γι’ αυτή την υπόθεση. Για παράδειγμα, από το Σινοπιγέ του Μαρντίν, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, μεταφέραμε τους Αρμένιους κατοίκους του χωριού κρυφά στην Πόλη. Ήταν πραγματικά μια επιχείρηση διάσωσης. Ο Χραντ, νεαρός ιδεαλιστής τότε, έμενε μαζί τους για να τους φροντίζει: «Δώστε μου ένα κρεβάτι σε μια γωνιά, να έχω να κοιμάμαι μόνο», είχε πει. Στο μεταξύ η δουλειά στο μαγαζί είχε στρώσει και όποτε είχα ελεύθερο χρόνο αρθρογραφούσα στον υπάρχοντα αρμενικό τύπο της Πόλης, ορμώμενος κυρίως από τα οδοιπορικά μου. Τότε ξανάσμιξαν οι δρόμοι μας με τον Χραντ. Αυτή τη φορά, η ιδέα του ήταν να ιδρύσουμε μια νέα δίγλωσση εφημερίδα. Συμφωνήσαμε αμέσως και προχωρήσαμε με μεγάλο ενθουσιασμό. Η απήχηση της Αγκός έφτασε πολύ πέρα από τα στενά κοινοτικά μας πλαίσια, έγινε πλατφόρμα έκφρασης ιδεών και αγκαλιάστηκε θερμά από τον προοδευτικό κόσμο αυτής της χώρας. Δυστυχώς έγινε και στόχος «σκοτεινών» δυνάμεων. Από την πρώτη ιδρυτική εκείνη ομάδα μόνον εγώ έχω μείνει πια στην εφημερίδα μας. Ένας-ένας έχουν φύγει όλοι. «Είσαι και μικρότερός μου, εσύ θα μείνεις τελευταίος», του είχα πει κάποια φορά αστειευόμενος. Λίγο αργότερα διαψεύστηκα πικρά. Ο Χραντ κειτόταν δολοφονημένος μπροστά στο πεζοδρόμιό μας. Κόπηκε πρόωρα, πολύ πρόωρα το νήμα της ζωής του... Όλη αυτή η εμπειρία, τα ταξίδια στα βάθη της Ανατολής, οι επαφές μου με τους ανθρώπους της, με έκαναν γνωστό, με αποτέλεσμα πολλοί να μου ζητούν να τους ξεναγώ στα οδοιπορικά τους. Κάποιοι μάλιστα μου προτείνουν να το κάνω επί πληρωμή. Φυσικά δέχομαι με χαρά να συνταξιδεύω και να μοιράζομαι όσα ξέρω, αρνούμαι όμως την πληρωμή. Αυτό είναι μεράκι, δεν θα το έκανα ποτέ για λεφτά. Καθηγητές πανεπιστημίων, λαογράφοι, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι, ακόμη και αρχιτέκτονες μου ζητούν να τους συνοδεύω στις έρευνές τους, τους βοηθώ όσο μπορώ, άσχετα αν είναι Τούρκοι, Κούρδοι ή Αρμένιοι. Μερικοί έχουν γράψει συγγράμματα, τόμους ολόκληρους βασισμένοι σε όλα αυτά. Επίσης, συμμετέχω μετά χαράς στα «οδοιπορικά στα ίχνη των πολιτισμών» όπως τα λέμε, που οργανώνει εδώ και έξι χρόνια ο σύλλογος αρμενίων αρχιτεκτόνων ΧάιΤζαρ. Βλέπεις λοιπόν, η εφημερίδα μας είναι ένας φάρος για εκείνους που ψάχνουν τις θαμμένες αλήθειες αυτής της χώρας.
Ζεις στην Κωνσταντινούπολη, μα η καρδιά κι ο νους σου είναι στην Ανατολή. Πώς το εξηγείς;
Ας την λένε όπως νομίζουν, Τουρκία, Βυζάντιο, Περσία, Δυτική ή Ιστορική Αρμενία, για μένα αυτή είναι η πατρίδα μου. Όταν πατάω τη γη του Βαν νιώθω δυνατότερος, στη Σεβάστεια είμαι ευτυχισμένος, με μια χούφτα νερό από τον Ευφράτη νιώθω ανακούφιση. Κι ας σε συνθλίβουν οι κάθετες ακτίνες του ήλιου, η ζέστη και ο καυτός αέρας. Και ας σε κοιτούν καμιά φορά εχθρικά και με αντιπάθεια οι σύγχρονοί της κάτοικοι. Ίσως ακούγεται ρομαντικό, μα το να περπατώ ξυπόλυτος πάνω στις παλιές πέτρες ή στις όχθες των αρχαίων ποταμών, με φέρνει πιο κοντά στους προγόνους μου. Είμαι ένας ονειροπόλος, που εκεί στις όχθες της λίμνης Βαν, φαντάζομαι τον Κατς Βαρτάν με τους άντρες του να κατηφορίζουν στις πεδιάδες. Ή στέκομαι σε ένα αρχαίο μονοπάτι μέσα στο δάσος και ξέρω πως από εκεί πέρασε ο Αρντασές.
Ήταν η εσωτερική μου ανάγκη λοιπόν, που εκεί στις όχθες του Ευφράτη, στον δρόμο από το Χαρπέρτ προς Μους, γονάτισα κάτω από μια γέφυρα και ήπια τα λασπωμένα και θολά νερά του. «Μην το πίνεις, θα αρρωστήσεις, είναι βρώμικο», μου φώναζαν. Ήταν, αλλά πώς να το κάνουμε, είχα πάρει όρκο να πιω μια χούφτα στο πρώτο αντάμωμα με το ποτάμι. Πού να τους εξηγώ, πως από εκείνη τη γέφυρα είχε πέσει η θεία μου, για να σωθεί από τη βία και την κακοποίηση. Η μητέρα μου τεσσάρων χρονών και τα αδελφάκια της, είχαν φωνάξει: «Κοίτα τι όμορφα κολυμπάει η θεία»... Με αυτή την εντύπωση είχαν περάσει τη γέφυρα, στο δρόμο για την εξορία. Με αυτή την εντύπωση έμειναν μέχρι πολύ αργότερα, όταν συνειδητοποίησαν τι πραγματικά είχε συμβεί το 1915. Ευφράτης, Τίγρης, Μουνζούρ, Αχουριάν, από όλα τα ποτάμια ήπια. Σε όλα άφησε θύματα ο λαός μου. Όσο για τις σχέσεις που δημιούργησα σε αυτούς τους τόπους; Μη με παρεξηγείς, μα σαν τους παλιούς ναυτικούς, που είχαν αγαπημένες σε κάθε λιμάνι, μόνο έτσι μπορώ να παρομοιάσω αυτό που νιώθω σε κάθε τόπο που επιστρέφω. Οι φίλοι μου θα είναι εκεί και όπως είδες οι εγκάρδιοι δεσμοί μας περνούν από γενιά σε γενιά... Μα τα γεγονότα έτρεχαν. Επισκεπτόμουν ένα μέρος και την επόμενη φορά έβλεπα βομβαρδισμένους τους ναούς. Ήθελα να ρωτήσω κάτι ακόμη έναν γέροντα και την επόμενη φορά στεκόμουν μπροστά στο μνήμα του. Καθόμουν στη σκιά ενός δέντρου σε μια όχθη και στην επόμενη επίσκεψή μου το μέρος είχε χαθεί στα νερά του φράγματος. Τα πολιτικά γεγονότα, οι δικτατορίες και οι κυβερνήσεις συντάραζαν συθέμελα τη χώρα αυτή. Ενεργοποιήθηκα εδιαφέρθηκα, δεν ήθελα να θαφτούν όλα στη λήθη. Γεννήθηκα 20 μόλις χρόνια μετά τη γενοκτονία. Οι ενήλικες που με περιέβαλαν, συγγενείς, γείτονες, φίλοι, ήταν άνθρωποι που είχαν ζήσει τα γεγονότα. Ο πόνος της απώλειας της πατρίδας και των αγαπημένων από την μια, ο καθημερινός κάματος για τον επιούσιο από τη άλλη. Έτσι έζησαν. Αντί για Σταχτοπούτες και Κοκκινοσκουφίτσες οι δικοί μας μάς διηγούνταν τα βιώματά τους, αλλά τα έλεγαν λες και ήταν παραμύθια. Τα ονόματα των χωριών και των πόλεων, των ποταμών και των βουνών εκείνων των παραμυθιών ήταν αυτά που είδα αργότερα, κατά τη στρατιωτική μου θητεία. Ακόμη και τα σπίτια που κάποια τα βρήκα πολύ αργότερα, ήταν ακριβώς όπως μου τα είχαν περιγράψει στις διηγήσεις τους. Και τα πρόσωπα ήταν πραγματικά, οι δικοί μας άνθρωποι. Αυτοί που αν ζούσαν, θα ήταν ο παππούς μου οι θείοι και θείες μου. Ζω 79 χρόνια σ’ αυτή τη χώρα, έχω ακούσει εκατοντάδες μαρτυρίες θυμάτων και θυτών, έχω διαβάσει χιλιάδες άλλων. Όλοι τους έλεγαν την αλήθεια. Το ξέρω καλά, διότι διασταύρωσα όλα τα στοιχεία. Και ρωτώ τους αρνητές της γενοκτονίας: Είναι δυνατόν να είδαν όλοι το ίδιο όνειρο, τον ίδιο εφιάλτη; Εδώ και στη διασπορά, ως τις τέσσερις άκρες της γης; Ένα όνειρο που ξεκινούσε όμορφα, γεμάτο αστεία, γλέντια, γάμους, πανηγύρια και τραγούδια, πολλά τραγούδια που με νανούριζαν τις νύχτες του χειμώνα. Μα όλα αυτά έγιναν πριν τον εφιάλτη: τον αποκεφαλισμό του πατέρα, το σφάξιμο της πεθεράς, τον βιασμό της αδερφής, το πνίξιμο της θείας. Και εγώ επιμένω να διηγούμαι αυτές τις ιστορίες. Διότι είναι τα βιώματά μου, είναι οι αλήθειες μου.
Μετά από όλα αυτά: «Τι δουλειά είχες να μείνεις στην Τουρκία, στην χώρα του εχθρού;», θα το έχεις ακούσει κι αυτό, φαντάζομαι. Πώς άντεξες, Σαρκίς αγπαρίκ; Ή μήπως τελικά είσαι ένας τιτάνας φρουρός και φύλακας του πολιτισμού μας;
Όταν το 1915 οι μισοί δολοφονήθηκαν και οι άλλοι μισοί εξαναγκάστηκαν σε εξορία, εμείς οι λίγοι που μείναμε εδώ, όσοι δεν φύγαμε στους μετέπειτα διωγμούς και δεν αδιαφορήσαμε για τα κοινά, δώσαμε και δίνουμε αγώνα, για να κρατήσουμε ότι μπορεί να σωθεί. Τώρα φαντάζει εύκολο, αλλά τότε ήταν τρομερά δυσμενείς οι συνθήκες. Και εγώ θέλησα να φύγω, στο είπα νωρίτερα. Θα πήγαινα στον θείο μου τον Μπαγντασάρ Αβεντισιάν στην Αρμενία. Τελικά συναντηθήκαμε πολύ αργότερα. Αυτά που μου είχε διηγηθεί η μητέρα μου για τη γενοκτονία, αυτολεξεί μου τα διηγήθηκε και ο θείος μου. Ο «ουστά Μπαγντίκ», όπως τον ήξεραν όλοι, είχε έρθει από τα 16 του μόνος στην Πόλη, να βρει τη μοίρα του. Το 1922 είχε φύγει με ένα ελληνικό πλοίο για τη Θεσσαλονίκη, όπου έζησε 26 χρόνια. Έπειτα, το 1947 εγκαταστάθηκε στο Κατζικορτζαράν του Ερεβάν, όπου είχαν έρθει χιλιάδες Αρμένιοι της διασποράς, επί το πλείστον από την Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Το 1965, όταν για πρώτη φορά θα τελούταν με επισημότητα η 50η επέτειος της γενοκτονίας, γνωρίζεις ότι το μεγάλο μνημείο του Τζιτζερναγκαπέρτ δεν ήταν έτοιμο. Δεν το πρόλαβαν. Πρόλαβε όμως ο θείος μου μαζί με τους κατοίκους του Κατζικορτζαράν να φτιάξουν μια βρύση στην είσοδο της συνοικίας τους, με επιγραφή αφιερωμένη στα θύματα του 1915. Έχει και αυτό την ιστορία του και αξίζει μια παρένθεση. Στη Σοβιετική Ένωση τότε, χρειάζονταν ειδική άδεια από τα Κεντρικά και κάθε σχέδιο που τους πήγαιναν, απορριπτόταν. Όταν με μια επιτροπή κατοίκων πήγαν και ρώτησαν πιο είναι το πρόβλημα, τους αποκριθήκαν, πως η επιγραφή πάνω στη βρύση ήταν εμπόδιο στις σχέσεις της χώρας με τη γείτονα Τουρκία. Παρουσίασαν ευθύς ένα νέο σχέδιο, δίχως επιγραφή και φυσικά πήραν αμέσως την έγκριση. Η βρύση ετοιμάστηκε και στις 23 Απρίλη του 1965 τη νύχτα έφεραν κρυφά τους μαστόρους και τελευταία στιγμή έφτιαξαν και την επιγραφή. Την επομένη, στα εγκαίνια, μπροστά στους επισήμους και τις κάμερες, μαζί με τη βρύση αποκαλύφθηκε και η επιγραφή. Ήταν αργά πλέον για να το πάρουν πίσω. Στο βιβλίο ντοκουμέντων του Αρίς Ναλτζί για το 1965 υπάρχει η φωτογραφία αυτής της βρύσης. Είναι το πρώτο μνημείο στην Αρμενία. Και μάλιστα φτιάχτηκε με τα έξοδα των ίδιων των κατοίκων, γρόσι-γρόσι μάζεψαν το ποσό. Πώς μπορούν κάποιοι να πιστεύουν ότι θα κουκουλωθεί μια συμφορά τέτοιας έκτασης; Πώς; Εκείνοι οι οποίοι δεν είδαν τον λαό τους να ξεριζώνεται, δεν τα καταλαβαίνουν αυτά τα λόγια, τα παρεξηγούν. Στους υπολοίπους απαντώ να μην ανησυχούν, το Αραράτ είναι στη θέση του, χιονοσκεπές κι αγέρωχο. Τόσες επιδρομές, τόσοι πόλεμοι, τόσοι δυνάστες, πέρασαν κι έφυγαν. Και ναι, εγώ μένω στην Τουρκία. Να έφευγα; Να μεγάλωνα τα παιδιά μου κάπου στη διασπορά; Στη Γαλλία, την Ελλάδα, ή την Αμερική; Ποιος ο λόγος; Όχι. Εδώ γεννήθηκα, εδώ είναι η πατρίδα μου. Όπως είχε πει κι ο Χραντ: «...ναι, την αγαπάμε αυτή τη γη, αλλά δεν την αγαπάμε για να την πάρουμε μαζί μας, την αγαπάμε για να μας σκεπάσει το χώμα της, όταν κοιμηθούμε για πάντα...». Εγώ δεν βιάζομαι να κατέβω στον Άδη. Είμαι εδώ και ναι, σεργιανίζω ξυπόλυτος στα αρχαία μονοπάτια, πίνω νερό από τις πηγές μας, χορεύω στα δικά μας βήματα και τραγουδώ με τη μητρική μας λαλιά γύρω από τις βρύσες μας. Εγώ μένω εδώ και έχω και επιμονή, έχω γινάτι!
|