Σαρκίς Σεροπιάν Εκτύπωση E-mail

Ο στυλοβάτης της Αγκός

 

Στην Κουήν Μινασιάν

Περιοδικό «Aρμενικά» Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2014. Τεύχος 82

 Ο Σαρ­κίς Σε­ρο­πιάν εί­ναι έ­νας αυ­το­δί­δα­κτος ε­ρευ­νη­τής και πα­θια­σμέ­νος αγω­νι­στής. Mα­ζί με τον Χρα­ντ Ντιν­κ, ήταν α­πό τους συ­νι­δρυ­τές της ε­φη­με­ρί­δας Α­γκός της Πό­λης, στην ο­ποί­α ερ­γά­ζε­ται μέ­χρι σή­με­ρα. Α­πό τα νιά­τα του ορ­γώ­νει σπι­θαμή προς σπι­θα­μή τις ανα­το­λι­κές ε­παρ­χί­ες της Τουρ­κί­ας και γνω­ρί­ζει αρ­κε­τά για την ι­στο­ρί­α της Μι­κράς Α­σί­ας. Τις ε­μπειρί­ες του τις μοι­ρά­ζε­ται α­πλό­χε­ρα με τους α­να­γνώ­στες της Α­γκός, με άρ­θρα κυ­ρί­ως στις αρ­με­νι­κές της σε­λί­δες. O πο­λύ­τι­μος γρα­πτός του λό­γος εί­ναι ε­ξί­σου με­στός και γλυ­κός με τις προ­φο­ρι­κές α­φη­γή­σεις του, διό­τι γρά­φει και α­φη­γεί­ται ορ­μώ­με­νος α­πό τα βιώ­μα­τά του.
Στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’50, κα­τά την υ­πο­χρε­ω­τι­κή στρα­τιω­τι­κή του θη­τεί­α ο Σαρ­κίς Σε­ρο­πιάν υ­πη­ρέ­τη­σε στις α­πο­μα­κρυ­σμέ­νες α­να­το­λι­κές ε­παρ­χί­ες της Τουρ­κί­ας. Έ­τσι α­πό πο­λύ νέ­ος βρέ­θη­κε στην ι­στο­ρι­κή γη των προ­γό­νων του, ήρ­θε σε ε­πα­φή με τον τό­πο και τους αν­θρώ­πους της, έ­γι­νε μάρ­τυ­ρας ζω­ντανών προ­φο­ρι­κών α­φη­γή­σε­ων, ει­δι­κό­τε­ρα με ε­κεί­νους που ζού­σαν α­πό πα­λιά ε­κεί. Συν­δέ­θη­κε μα­ζί τους με στε­νούς δε­σμούς φι­λί­ας, που δια­τη­ρεί ως σή­με­ρα, α­κό­μη και με τους α­πο­γό­νους τους. Άν­θρω­πος με κό­τσια,
ο Σαρκίς «Αγ­πα­ρίκ» εί­ναι έ­νας πο­λύ α­πλός και προσι­τός «τι­τά­νας». Έ­χω την τύ­χη τα τε­λευ­ταί­α τρί­α χρό­νια να συ­ντα­ξι­δεύ­ω μα­ζί του στα ο­δοι­πο­ρι­κά που ορ­γα­νώ­νει ο σύλ­λο­γος Αρ­με­νί­ων Αρχι­τε­κτό­νων της Πό­λης - Χά­ι­Τζαρ, να περ­πα­τώ μα­ζί του στα ί­χνη των χα­μέ­νων πο­λι­τι­σμών και να τον α­κού­ω να α­πο­κα­λύ­πτει με τις γλα­φυ­ρές α­φη­γή­σεις του το πα­ρελ­θόν τους. Οι κου­βέ­ντες του αγ­γί­ζουν κα­τευ­θεί­αν την καρ­διά και το νου...

«...ναι, κά­πο­τε ή­ταν των Αρ­μέ­νη­δων αυ­τά...»

 

Σαρ­κίς Αγ­πα­ρίκ, έ­χεις δι­η­γη­θεί τό­σες και τό­σες ι­στο­ρί­ες, μα δεν έ­χεις πει και πολ­λά για σέ­να. Θα ή­θε­λες να μας δι­η­γη­θείς μια ι­στο­ρί­α 79 χρό­νων, τη δι­κή σου ι­στο­ρί­α;

 

Γεν­νή­θη­κα το 1935 στην Πό­λη. Ο πα­τέ­ρας μου κα­τα­γόταν α­πό οι­κογέ­νεια που δεν έ­ζη­σε ε­ξο­ρί­ες και σφα­γές. Ο δι­κός του πα­τέ­ρας εί­χε φύ­γει νε­α­ρός α­πό το χω­ριό Ζα­ρά της Σε­βά­στειας, κά­που στα τέ­λη του 19ου αιώ­να, για να βρει τη μοί­ρα του στην Πό­λη και εί­χε ε­γκα­τα­στα­θεί στην πε­ριο­χή Πα­λάτι. Η μη­τέ­ρα του ή­ταν α­πό πα­λιά πο­λί­τι­κη οι­κο­γέ­νεια.
Η μη­τέ­ρα μου ή­ταν α­πό οι­κο­γέ­νεια που έ­ζη­σε τις σφα­γές και στο δρό­μο για την ε­ξο­ρί­α έ­χα­σε πολ­λούς δι­κούς της. Ο πα­τέ­ρας της ή­ταν στρα­τιω­τι­κός ια­τρός. Λό­γω της δου­λειάς του τα­ξί­δευε συ­νε­χώς, ό­που τον με­τέ­θε­ταν. Έ­τσι, κά­θε έ­να α­πό τα 4 παι­διά του εί­χε γεν­νη­θεί σε δια­φο­ρε­τι­κή επαρ­χί­α και εί­ναι ά­γνω­στο σε πια πό­λη γεν­νή­θη­κε η μη­τέ­ρα μου. Ο πατέρας της ή­ταν έ­να α­πό τα τρα­γι­κά θύ­μα­τα της γε­νο­κτο­νί­ας του 1915.
Ή­μουν δύ­ο χρο­νών ό­ταν ο πα­τέ­ρας μου αρ­ρώ­στη­σε βα­ριά και πέθα­νε, α­φή­νο­ντας τη μη­τέ­ρα μου χή­ρα και ε­μέ­να μο­να­χο­παί­δι της. Με­γά­λω­σα με τους γο­νείς του πα­τέ­ρα μου και τη μη­τέ­ρα μου στην πε­ριο­χή Κουρ­του­λούς, δη­λα­δή τα Τα­ταύ­λα, ό­που τό­τε ζού­σαν κυ­ρί­ως Ρωμιοί.
Πα­ντού ά­κου­γες Ελλη­νι­κά, θυ­μά­μαι α­κό­μη αρ­κε­τές φράσεις. Πή­γα στο αρ­μενι­κό δη­μο­τι­κό της γει­το­νιάς, στο «Αρ­τί Γκρτα­ράν», το ο­ποί­ο δεν υπάρ­χει πλέ­ον και εί­χα δα­σκά­λα τη δε­σποι­νίς Α­ρα­ξή Μομ­τζιάν. Ό­ταν πέ­θα­νε ο παπ­πούς μου, ή­μουν 15 ε­τών. Άφη­σα το σχο­λεί­ο τότε για να δου­λέ­ψω. Με την για­γιά και τη μη­τέ­ρα μου με­τα­κο­μί­σα­με σε έ­να μι­κρό δώ­μα στο Πέ­ρα (Μπέ­ιο­γλου). Σπί­τι με δύ­ο δω­μά­τια α­πο­κτή­σα­με πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, μα με τα λί­γα ζού­σα­με ευ­τυ­χισμέ­να. Τό­τε στο Πέ­ρα ή­ταν αλ­λιώς, ε­κεί σύ­χνα­ζε η α­φρό­κρε­μα της Πό­λης και οι νύ­χτες εί­χαν μια ι­διαί­τε­ρή λάμ­ψη, μη κοι­τάς το χά­ος που έ­χει σή­με­ρα. Πε­ράσα­με και ε­πο­χές με πολ­λές α­γω­νί­ες και διωγ­μούς. Θυ­μά­μαι το ’43, την ε­πο­χή του Βαρ­λίκ Βερ­κι­σί, του φό­ρου κλη­ρο­νο­μιάς, ό­λοι οι μειο­νο­τι­κοί ε­νή­λι­κοι ά­ντρες έ­λει­παν στην ε­ξο­ρί­α. Αυ­τός ή­ταν και ο λό­γος που έ­ντε­κα χρο­νών έ­γι­να νο­νός, να προ­σεύχο­μαι «havatk - huis - ser» (πί­στη-ελ­πί­δα-α­γά­πη) για το νε­ο­γέν­νη­το βα­φτι­στήρι μου. Μετά τα Σε­πτεμ­βρια­νά με­τα­κο­μί­σα­με στο Μπα­κιρ­κιούγ. Μας βό­λευε κιό­λας πε­ρισ­σό­τε­ρο, ε­πει­δή η γυ­ναί­κα μου, η Μα­νι­σάκ ήταν δα­σκά­λα στο σχο­λεί­ο Ντα­ντιάν, πο­λύ κο­ντά μας. Στο με­τα­ξύ εί­χα γί­νει καλός ψυ­κτι­κός δου­λεύ­ο­ντας α­πό πι­τσι­ρί­κι κο­ντά σε έ­μπει­ρους μά­στο­ρες, εί­χα α­νοί­ξει δι­κό μου μα­γα­ζί και το εί­χα πά­ρει πια α­πό­φαση ό­τι θα μεί­νω στην Τουρ­κί­α. Ναι, προ­τού πά­ω φα­ντά­ρος εί­χα προ­σπα­θή­σει να φύ­γω στην τό­τε Σο­βιε­τι­κή Αρ­με­νί­α, ό­που ζού­σε ο α­δερ­φός της μη­τέρας μου, αλ­λά η αί­τη­σή μου α­πορ­ρί­φθη­κε. Τό­τε εί­πα, ε­δώ θα μεί­νω. Ο γά­μος, τα παι­διά και η δου­λειά πή­γαι­ναν πα­ράλ­λη­λα με τα της κοι­νό­τη­τας.

 

Πώς ξε­κί­νη­σε η κοι­νο­τι­κή σου δρα­στη­ριό­τη­τα; Τι σε ώ­θη­σε στην ε­νερ­γό δράση με τα κοι­νά;

 

Ό­ταν πή­γα φα­ντά­ρος, με έκα­να­ν ασυρ­μα­τι­στή. Με έ­στει­λαν στις α­να­το­λι­κές ε­παρ­χί­ες, κά­τι που κα­τά βά­θος το ήθε­λα: Σε­μπά­στια, Κό­νια, Ερ­ζρούμ, Ά­γκυ­ρα, Ερ­ζι­ντζάν... Τό­τε δεν γνώ­ρι­ζα και πολ­λά, ό­μως κά­ποια το­πω­νύ­μια στους το­πι­κούς χάρ­τες, ό­πως το Πρκνίκ, το Τσερ­μούκ, το Γκα­μούρ­τς, το Ι­σχάν και το Ντε­ρίκ, μου τρά­βη­ξαν την προ­σο­χή. Στις μι­κρές ά­δειες που μας έ­δι­ναν ζη­τού­σα α­πό τους ντό­πιους να με πά­νε σε αυτά τα χω­ριά και ό­ταν έ­φτα­να ε­κεί, οι υ­πο­ψί­ες μου ε­πα­λη­θεύ­ο­νταν. Στα νε­κρο­τα­φεί­α τα ο­νό­μα­τα των νε­κρών ή­ταν χα­ραγ­μέ­να στα Αρμενι­κά. Οι βρύ­σες που εί­χαν στε­ρέ­ψει εί­χαν αρ­μενι­κές ε­πι­γρα­φές. Τα κτή­ρια εί­χαν ι­διό­τυ­πη αρ­χι­τε­κτο­νι­κή. Πρό­λα­βα και εί­δα όρ­θιες μέ­σα στο μο­να­χι­κό τους με­γα­λεί­ο τις εκ­κλη­σιές μας, ε­κεί­νες που λί­γο αρ­γό­τε­ρα, μέσα στη δε­κα­ε­τί­α του ’50, με α­πό­φα­ση του στρα­τού τις γκρέ­μι­σαν με κα­νο­νιές. Οι ντό­πιοι, δί­χως να υ­πο­ψια­στούν την καταγω­γή μου -ή­μουν βλέ­πεις με τη στο­λή- μου α­νοί­γο­νταν: «...ναι, κά­πο­τε ή­ταν των Αρ­μέ­νη­δων αυ­τά...» και μου α­νέ­φε­ραν λε­πτο­μέ­ρειες. Ό­ταν ε­πέ­στρε­φα ά­νοι­γα τα πα­λιά βιβλί­α, έ­ψα­χνα το πα­ρελ­θόν των πε­ριο­χών που εί­χα δει, ρω­τού­σα τους γη­ραιό­τερους για ο­ποιο­δή­πο­τε στοι­χεί­ο ή μαρ­τυ­ρί­α. Έ­τσι έ­γι­νε η αρ­χή και έ­μα­θα πολ­λά χά­ρη στη θη­τεί­α μου. Συ­νέ­χι­σα κι αφό­του πα­ντρεύ­τη­κα, να τα­ξι­δεύω στα Ανα­το­λι­κά με τη σύ­ζυ­γό μου και έ­να άλ­λο ζευ­γά­ρι, αρ­γό­τε­ρα και με τα παι­διά μας. Εί­δα­με α­πί­στευ­τα μέ­ρη και γνω­ρί­σα­με α­πί­θα­νους αν­θρώ­πους, συν­δε­θή­καμε μα­ζί τους. Ή­ταν ξε­χα­σμέ­νοι Αρμέ­νιοι, ε­ξα­θλιω­μέ­νοι, ζού­σαν υπό τραγίκες συν­θή­κες.
Τό­τε ή­ταν που ι­δρύ­θη­κε η Ε­πι­τρο­πή Προ­σφύ­γων «Καγ­τα­γκα­νάτ­ς Α­ντσνα­χού­μπ» με την ευ­χή μά­λι­στα του Πα­τριάρ­χη Σνορ­χ. Άρ­χι­σα να συμ­με­τέ­χω και ε­γώ. Φυ­γα­δεύ­α­με κρυ­φά αυ­τές τις οι­κο­γέ­νειες α­πό τα Α­να­το­λι­κά προς την Κωνσταντινούπολη. Εί­χα­με α­να­λά­βει την μέ­ρι­μνά τους. Πού θα φι­λο­ξε­νη­θούν, πώς θα τρα­φούν μέ­χρι να τα­κτο­ποι­η­θούν, πού θα βρουν δου­λειά και πώς θα μορ­φω­θούν τα παι­διά τους. Μπο­ρεί να περ­νού­σαν μή­νες ή και χρό­νια γι’ αυ­τή την υπόθεση. Για πα­ρά­δειγ­μα, α­πό το Σι­νο­πι­γέ του Μαρντίν, κο­ντά στα σύ­νο­ρα με τη Συ­ρί­α, με­τα­φέ­ρα­με τους Αρ­μέ­νιους κα­τοί­κους του χω­ριού κρυ­φά στην Πό­λη. Ή­ταν πραγ­μα­τι­κά μια ε­πι­χεί­ρηση διά­σω­σης. Ο Χρα­ντ, νε­α­ρός ι­δε­α­λι­στής τό­τε, έ­με­νε μα­ζί τους για να τους φρο­ντί­ζει: «Δώ­στε μου έ­να κρε­βά­τι σε μια γω­νιά, να έ­χω να κοι­μά­μαι μό­νο», εί­χε πει.
Στο με­τα­ξύ η δου­λειά στο μα­γα­ζί εί­χε στρώ­σει και ό­πο­τε εί­χα ε­λεύθε­ρο χρό­νο αρ­θρο­γρα­φού­σα στον υ­πάρ­χο­ντα αρ­με­νι­κό τύ­πο της Πό­λης, ορ­μώ­μενος κυ­ρί­ως α­πό τα ο­δοι­πο­ρι­κά μου. Τό­τε ξα­νά­σμι­ξαν οι δρό­μοι μας με τον Χραντ. Αυ­τή τη φο­ρά, η ι­δέ­α του ή­ταν να ι­δρύ­σου­με μια νέ­α δί­γλωσση ε­φη­με­ρί­δα. Συμ­φω­νή­σα­με α­μέ­σως και προ­χω­ρή­σα­με με με­γά­λο εν­θου­σια­σμό. Η α­πή­χη­ση της Α­γκός έ­φτα­σε πο­λύ πέ­ρα α­πό τα στε­νά κοι­νο­τι­κά μας πλαί­σια, έγι­νε πλατ­φόρ­μα έκ­φρα­σης ι­δε­ών και α­γκα­λιά­στη­κε θερ­μά α­πό τον προ­ο­δευ­τικό κό­σμο αυ­τής της χώ­ρας. Δυ­στυ­χώς έ­γι­νε και στό­χος «σκο­τει­νών» δυ­νά­με­ων. Α­πό την πρώ­τη ι­δρυ­τι­κή ε­κεί­νη ο­μά­δα μό­νον ε­γώ έ­χω μείνει πια στην ε­φη­με­ρί­δα μας. Έ­νας-έ­νας έ­χουν φύ­γει ό­λοι. «Εί­σαι και μι­κρό­τε­ρός μου, ε­σύ θα μεί­νεις τε­λευ­ταί­ος», του εί­χα πει κά­ποια φο­ρά αστειευόμενος. Λί­γο αρ­γό­τε­ρα δια­ψεύ­στη­κα πι­κρά. Ο Χραντ κει­τόταν δο­λο­φο­νη­μέ­νος μπρο­στά στο πε­ζο­δρό­μιό μας. Κό­πη­κε πρό­ω­ρα, πολύ πρό­ω­ρα το νή­μα της ζω­ής του...
Ό­λη αυ­τή η ε­μπει­ρί­α, τα τα­ξί­δια στα βά­θη της Ανα­το­λής, οι επα­φές μου με τους αν­θρώ­πους της, με έ­κα­ναν γνω­στό, με α­πο­τέ­λε­σμα πολ­λοί να μου ζη­τούν να τους ξε­να­γώ στα ο­δοι­πο­ρι­κά τους. Κά­ποιοι μά­λι­στα μου προ­τείνουν να το κά­νω ε­πί πλη­ρω­μή. Φυ­σι­κά δέ­χο­μαι με χα­ρά να συ­ντα­ξι­δεύ­ω και να μοι­ρά­ζο­μαι ό­σα ξέ­ρω, αρ­νού­μαι ό­μως την πλη­ρω­μή. Αυ­τό εί­ναι με­ρά­κι, δεν θα το έ­κα­να πο­τέ για λε­φτά. Κα­θη­γη­τές πα­νε­πι­στη­μί­ων, λα­ο­γρά­φοι, ι­στο­ρι­κοί, κοινω­νιο­λό­γοι, α­κό­μη και αρ­χι­τέ­κτο­νες μου ζη­τούν να τους συ­νο­δεύ­ω στις έ­ρευνές τους, τους βο­η­θώ ό­σο μπο­ρώ, ά­σχε­τα αν εί­ναι Τούρ­κοι, Κούρ­δοι ή Αρ­μέ­νιοι. Με­ρι­κοί έ­χουν γρά­ψει συγ­γράμ­μα­τα, τό­μους ο­λό­κλη­ρους βα­σι­σμέ­νοι σε ό­λα αυ­τά. Ε­πί­σης, συμ­με­τέ­χω με­τά χα­ράς στα «ο­δοι­πο­ρι­κά στα ί­χνη των πο­λι­τι­σμών» ό­πως τα λέ­με, που ορ­γα­νώ­νει ε­δώ και έ­ξι χρό­νια ο σύλ­λο­γος αρ­με­νί­ων αρ­χι­τε­κτό­νων Χά­ι­Τζαρ. Βλέ­πεις λοι­πόν, η ε­φη­με­ρί­δα μας εί­ναι έ­νας φά­ρος για ε­κεί­νους που ψά­χνουν τις θαμ­μέ­νες α­λή­θειες αυ­τής της χώ­ρας.

 

Ζεις στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, μα η καρ­διά κι ο νους σου εί­ναι στην Ανα­το­λή. Πώς το ε­ξη­γείς;

 

Ας την λέ­νε ό­πως νο­μί­ζουν, Τουρ­κί­α, Βυ­ζά­ντιο, Περ­σί­α, Δυ­τι­κή ή Ι­στο­ρι­κή Αρ­με­νί­α, για μέ­να αυ­τή εί­ναι η πα­τρί­δα μου. Ό­ταν πα­τά­ω τη γη του Βαν νιώ­θω δυ­νατό­τε­ρος, στη Σε­βά­στεια εί­μαι ευ­τυ­χι­σμέ­νος, με μια χού­φτα νε­ρό α­πό τον Ευφρά­τη νιώ­θω α­να­κού­φι­ση. Κι ας σε συν­θλί­βουν οι κά­θε­τες α­κτί­νες του ή­λιου, η ζέ­στη και ο καυ­τός α­έ­ρας. Και ας σε κοι­τούν κα­μιά φο­ρά ε­χθρι­κά και με α­ντι­πά­θεια οι σύγ­χρο­νοί της κά­τοι­κοι. Ί­σως α­κού­γε­ται ρο­μα­ντικό, μα το να περ­πα­τώ ξυ­πό­λυ­τος πά­νω στις πα­λιές πέ­τρες ή στις ό­χθες των αρ­χαί­ων πο­τα­μών, με φέρ­νει πιο κο­ντά στους προ­γό­νους μου. Εί­μαι έ­νας ο­νει­ρο­πόλος, που ε­κεί στις ό­χθες της λί­μνης Βαν, φα­ντά­ζο­μαι τον Κατ­ς Βαρ­τάν με τους ά­ντρες του να κα­τη­φο­ρί­ζουν στις πε­διά­δες. Ή στέ­κο­μαι σε ένα αρ­χαί­ο μο­νο­πά­τι μέ­σα στο δά­σος και ξέ­ρω πως α­πό ε­κεί πέ­ρα­σε ο Αρ­ντα­σές.

Ή­ταν η ε­σω­τε­ρι­κή μου α­νά­γκη λοι­πόν, που ε­κεί στις ό­χθες του Ευ­φρά­τη, στον δρό­μο α­πό το Χαρ­πέρ­τ προς Μους, γο­νά­τι­σα κά­τω α­πό μια γέ­φυ­ρα και ή­πια τα λα­σπω­μέ­να και θο­λά νε­ρά του. «Μην το πί­νεις, θα αρ­ρω­στή­σεις, εί­ναι βρώ­μι­κο», μου φώ­να­ζαν. Ή­ταν, αλ­λά πώς να το κά­νου­με, εί­χα πά­ρει όρ­κο να πιω μια χού­φτα στο πρώ­το α­ντά­μω­μα με το πο­τά­μι. Πού να τους ε­ξη­γώ, πως α­πό ε­κεί­νη τη γέ­φυ­ρα εί­χε πέ­σει η θεί­α μου, για να σω­θεί α­πό τη βί­α και την κα­κο­ποί­η­ση. Η μη­τέ­ρα μου τεσ­σά­ρων χρο­νών και τα α­δελ­φά­κια της, εί­χαν φω­νά­ξει: «Κοί­τα τι ό­μορ­φα κο­λυ­μπά­ει η θεί­α»... Με αυ­τή την ε­ντύ­πω­ση εί­χαν πε­ρά­σει τη γέ­φυ­ρα, στο δρό­μο για την ε­ξο­ρί­α. Με αυ­τή την ε­ντύ­πω­ση έ­μει­ναν μέ­χρι πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν συ­νει­δη­το­ποί­η­σαν τι πραγ­μα­τι­κά εί­χε συμ­βεί το 1915. Ευ­φρά­της, Τί­γρης, Μουν­ζούρ, Α­χου­ριάν, α­πό ό­λα τα πο­τά­μια ή­πια. Σε ό­λα ά­φη­σε θύ­μα­τα ο λα­ός μου. Ό­σο για τις σχέ­σεις που δη­μιούρ­γη­σα σε αυ­τούς τους τό­πους; Μη με πα­ρε­ξη­γείς, μα σαν τους πα­λιούς ναυ­τι­κούς, που εί­χαν α­γα­πη­μέ­νες σε κά­θε λιμά­νι, μό­νο έ­τσι μπο­ρώ να πα­ρο­μοιά­σω αυ­τό που νιώ­θω σε κά­θε τό­πο που επι­στρέ­φω. Οι φί­λοι μου θα εί­ναι ε­κεί και ό­πως εί­δες οι ε­γκάρ­διοι δε­σμοί μας περ­νούν α­πό γε­νιά σε γε­νιά...
Μα τα γε­γο­νό­τα έ­τρε­χαν. Ε­πισκε­πτό­μουν έ­να μέ­ρος και την ε­πό­με­νη φο­ρά έ­βλε­πα βομ­βαρ­δι­σμέ­νους τους ναούς. Ή­θε­λα να ρω­τή­σω κά­τι α­κό­μη έ­ναν γέ­ρο­ντα και την ε­πό­με­νη φο­ρά στε­κό­μουν μπρο­στά στο μνή­μα του. Κα­θό­μουν στη σκιά ε­νός δέ­ντρου σε μια ό­χθη και στην ε­πό­μενη ε­πί­σκεψή μου το μέ­ρος εί­χε χα­θεί στα νε­ρά του φράγ­μα­τος. Τα πο­λι­τι­κά γε­γο­νό­τα, οι δι­κτα­το­ρί­ες και οι κυ­βερνή­σεις συ­ντά­ρα­ζαν συ­θέ­με­λα τη χώ­ρα αυ­τή. Ε­νερ­γο­ποι­ή­θη­κα εδια­φέρ­θη­κα, δεν ή­θε­λα να θα­φτούν ό­λα στη λή­θη. Γεν­νή­θηκα 20 μό­λις χρό­νια με­τά τη γε­νο­κτο­νί­α. Οι ε­νή­λι­κες που με πε­ριέ­βα­λαν, συγ­γε­νείς, γεί­το­νες, φί­λοι, ή­ταν άν­θρω­ποι που εί­χαν ζή­σει τα γε­γο­νό­τα. Ο πό­νος της α­πώ­λειας της πα­τρί­δας και των α­γα­πη­μένων από την μια, ο κα­θη­με­ρι­νός κά­μα­τος για τον ε­πιού­σιο από τη άλλη. Έτσι έ­ζη­σαν. Α­ντί για Στα­χτο­πού­τες και Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσες οι δι­κοί μας μάς δι­η­γούνταν τα βιώ­μα­τά τους, αλ­λά τα έ­λε­γαν λες και ή­ταν παρα­μύ­θια. Τα ο­νό­μα­τα των χω­ριών και των πό­λε­ων, των πο­τα­μών και των βου­νών εκεί­νων των πα­ρα­μυ­θιών ή­ταν αυ­τά που εί­δα αρ­γό­τε­ρα, κα­τά τη στρα­τιω­τι­κή μου θη­τεί­α. Α­κό­μη και τα σπί­τια που κά­ποια τα βρή­κα πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, ή­ταν α­κρι­βώς ό­πως μου τα εί­χαν πε­ρι­γρά­ψει στις δι­η­γή­σεις τους. Και τα πρό­σω­πα ή­ταν πραγ­μα­τι­κά, οι δι­κοί μας άν­θρω­ποι. Αυ­τοί που αν ζού­σαν, θα ή­ταν ο παπ­πούς μου οι θεί­οι και θεί­ες μου. Ζω 79 χρό­νια σ’ αυ­τή τη χώ­ρα, έ­χω α­κού­σει ε­κα­το­ντά­δες μαρ­τυ­ρί­ες θυ­μά­των και θυ­τών, έ­χω δια­βά­σει χι­λιά­δες άλ­λων. Ό­λοι τους έ­λε­γαν την α­λή­θεια. Το ξέ­ρω κα­λά, διό­τι δια­σταύ­ρω­σα ό­λα τα στοι­χεί­α. Και ρω­τώ τους αρ­νη­τές της γε­νο­κτονί­ας: Εί­ναι δυ­να­τόν να εί­δαν ό­λοι το ί­διο ό­νει­ρο, τον ί­διο ε­φιάλ­τη; Ε­δώ και στη δια­σπο­ρά, ως τις τέσ­σε­ρις ά­κρες της γης; Έ­να ό­νει­ρο που ξε­κι­νού­σε ό­μορ­φα, γε­μά­το α­στεί­α, γλέ­ντια, γά­μους, πα­νη­γύ­ρια και τρα­γού­δια, πολ­λά τρα­γού­δια που με να­νού­ρι­ζαν τις νύ­χτες του χει­μώ­να. Μα ό­λα αυ­τά έ­γιναν πριν τον ε­φιάλ­τη: τον α­πο­κε­φα­λι­σμό του πα­τέ­ρα, το σφά­ξι­μο της πε­θε­ράς, τον βια­σμό της α­δερ­φής, το πνί­ξι­μο της θεί­ας. Και ε­γώ ε­πι­μένω να δι­η­γού­μαι αυ­τές τις ι­στο­ρί­ες. Διό­τι εί­ναι τα βιώ­μα­τά μου, είναι οι α­λή­θειες μου.

 

Με­τά α­πό ό­λα αυ­τά: «Τι δου­λειά εί­χες να μεί­νεις στην Τουρ­κί­α, στην χώ­ρα του ε­χθρού;», θα το έ­χεις α­κού­σει κι αυ­τό, φα­ντά­ζο­μαι. Πώς ά­ντε­ξες, Σαρ­κίς αγ­πα­ρίκ; Ή μή­πως τε­λι­κά εί­σαι έ­νας τι­τά­νας φρου­ρός και φύ­λα­κας του πο­λι­τι­σμού μας;

 

Ό­ταν το 1915 οι μι­σοί δο­λο­φο­νή­θη­καν και οι άλ­λοι μι­σοί ε­ξα­ναγκά­στη­καν σε ε­ξο­ρί­α, ε­μείς οι λί­γοι που μεί­να­με ε­δώ, ό­σοι δεν φύ­γα­με στους με­τέ­πει­τα διωγ­μούς και δεν α­δια­φο­ρή­σα­με για τα κοι­νά, δώ­σα­με και δί­νου­με α­γώ­να, για να κρα­τή­σου­με ό­τι μπο­ρεί να σω­θεί. Τώ­ρα φα­ντά­ζει εύ­κο­λο, αλ­λά τότε ή­ταν τρο­με­ρά δυ­σμε­νείς οι συν­θή­κες. Και ε­γώ θέ­λη­σα να φύγω, στο εί­πα νω­ρί­τε­ρα. Θα πή­γαι­να στον θεί­ο μου τον Μπα­γντα­σάρ Α­βε­ντι­σιάν στην Αρ­με­νί­α. Τε­λι­κά συ­να­ντη­θή­κα­με πο­λύ αρ­γό­τε­ρα. Αυ­τά που μου εί­χε δι­ηγη­θεί η μη­τέ­ρα μου για τη γε­νο­κτο­νί­α, αυ­το­λε­ξεί μου τα δι­η­γή­θη­κε και ο θεί­ος μου. Ο «ου­στά Μπα­γντίκ», ό­πως τον ή­ξε­ραν ό­λοι, εί­χε έρ­θει α­πό τα 16 του μό­νος στην Πό­λη, να βρει τη μοίρα του. Το 1922 εί­χε φύγει με έ­να ελ­λη­νι­κό πλοί­ο για τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, ό­που έ­ζη­σε 26 χρό­νια. Έ­πει­τα, το 1947 ε­γκα­τα­στά­θη­κε στο Κα­τζι­κορ­τζα­ράν του Ερε­βάν, ό­που εί­χαν έρ­θει χι­λιά­δες Αρμέ­νιοι της δια­σπο­ράς, ε­πί το πλεί­στον α­πό την Ελ­λά­δα και τα Βαλ­κά­νια. Το 1965, ό­ταν για πρώ­τη φο­ρά θα τε­λού­ταν με ε­πι­ση­μό­τη­τα η 50η ε­πέ­τειος της γε­νο­κτο­νί­ας, γνω­ρί­ζεις ό­τι το με­γά­λο μνη­μεί­ο του Τζι­τζερ­να­γκα­πέρ­τ δεν ή­ταν έ­τοι­μο. Δεν το πρό­λα­βαν. Πρό­λα­βε ό­μως ο θεί­ος μου μα­ζί με τους κα­τοί­κους του Κα­τζι­κορ­τζα­ράν να φτιά­ξουν μια βρύ­ση στην εί­σο­δο της συ­νοι­κί­ας τους, με ε­πι­γρα­φή α­φιε­ρω­μέ­νη στα θύ­μα­τα του 1915. Έ­χει και αυ­τό την ι­στο­ρί­α του και α­ξί­ζει μια πα­ρέν­θε­ση. Στη Σο­βιε­τι­κή Έ­νω­ση τό­τε, χρειά­ζο­νταν ει­δι­κή ά­δεια α­πό τα Κε­ντρι­κά και κά­θε σχέ­διο που τους πή­γαι­ναν, α­πορ­ρι­πτό­ταν. Ό­ταν με μια ε­πι­τρο­πή κα­τοί­κων πή­γαν και ρώ­τη­σαν πιο εί­ναι το πρό­βλη­μα, τους α­ποκρι­θή­καν, πως η ε­πι­γρα­φή πά­νω στη βρύ­ση ή­ταν ε­μπό­διο στις σχέσεις της χώ­ρας με τη γεί­το­να Τουρ­κί­α. Πα­ρου­σί­α­σαν ευ­θύς έ­να νέ­ο σχέ­διο, δί­χως ε­πι­γρα­φή και φυ­σι­κά πή­ραν α­μέ­σως την έγκρι­ση. Η βρύ­ση ε­τοι­μά­στη­κε και στις 23 Α­πρί­λη του 1965 τη νύ­χτα έφεραν κρυ­φά τους μα­στό­ρους και τε­λευ­ταί­α στιγ­μή έ­φτια­ξαν και την ε­πι­γρα­φή. Την ε­πο­μέ­νη, στα ε­γκαί­νια, μπρο­στά στους ε­πι­σή­μους και τις κάμε­ρες, μα­ζί με τη βρύ­ση α­πο­κα­λύ­φθη­κε και η ε­πι­γρα­φή. Ή­ταν αρ­γά πλέ­ον για να το πά­ρουν πί­σω. Στο βι­βλί­ο ντο­κου­μέ­ντων του Α­ρίς Ναλ­τζί για το 1965 υ­πάρ­χει η φω­το­γρα­φί­α αυ­τής της βρύ­σης. Εί­ναι το πρώ­το μνη­μεί­ο στην Αρ­με­νί­α. Και μάλι­στα φτιά­χτη­κε με τα έ­ξο­δα των ί­διων των κα­τοί­κων, γρό­σι-γρό­σι μά­ζε­ψαν το πο­σό. Πώς μπο­ρούν κά­ποιοι να πι­στεύ­ουν ό­τι θα κου­κου­λωθεί μια συμ­φο­ρά τέ­τοιας έ­κτα­σης; Πώς;
Ε­κεί­νοι οι ο­ποί­οι δεν είδαν τον λα­ό τους να ξε­ριζώ­νε­ται, δεν τα κα­τα­λα­βαί­νουν αυ­τά τα λό­για, τα πα­ρε­ξη­γούν. Στους υπολοί­πους α­πα­ντώ να μην α­νη­συ­χούν, το Α­ρα­ράτ εί­ναι στη θέ­ση του, χιο­νο­σκε­πές κι α­γέ­ρω­χο. Τό­σες ε­πι­δρο­μές, τό­σοι πό­λε­μοι, τόσοι δυ­νά­στες, πέ­ρα­σαν κι έ­φυ­γαν. Και ναι, ε­γώ μέ­νω στην Τουρ­κί­α. Να έ­φευ­γα; Να με­γά­λω­να τα παι­διά μου κά­που στη δια­σπο­ρά; Στη Γαλ­λί­α, την Ελ­λά­δα, ή την Α­με­ρι­κή; Ποιος ο λό­γος; Ό­χι. Ε­δώ γεν­νή­θη­κα, ε­δώ εί­ναι η πα­τρί­δα μου. Ό­πως εί­χε πει κι ο Χρα­ντ: «...ναι, την α­γα­πά­με αυ­τή τη γη, αλ­λά δεν την α­γα­πά­με για να την πά­ρου­με μα­ζί μας, την α­γα­πά­με για να μας σκε­πά­σει το χώ­μα της, ό­ταν κοι­μη­θού­με για πά­ντα...». Ε­γώ δεν βιά­ζο­μαι να κατέβω στον Άδη. Εί­μαι ε­δώ και ναι, σερ­για­νί­ζω ξυ­πό­λυ­τος στα αρ­χαί­α μο­νο­πά­τια, πί­νω νε­ρό α­πό τις πη­γές μας, χο­ρεύ­ω στα δι­κά μας βή­μα­τα και τρα­γου­δώ με τη μη­τρι­κή μας λα­λιά γύ­ρω α­πό τις βρύ­σες μας. Εγώ μέ­νω ε­δώ και έ­χω και επι­μο­νή, έχω γι­νά­τι!

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 24 επισκέπτες συνδεδεμένους