Ρομπέρ Γκεντιγκιάν |
Διευθυντής – Συγγραφέας και σεναριογράφος Παραγωγός της AGAT FILMS & Cie et EX NIHILO από το 1990
Στην Αζνίβ Γεραμιάν Τεύχος: Mάιος-Ιούνιος 2009
Στα πλαίσια του φεστιβάλ γαλλόφωνου κινηματογράφου το οποίο διοργανώθηκε από το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος, στην Αθήνα (2-12/4/09) και στη Θεσσαλονίκη (9-15/4/09), μεταξύ άλλων προβλήθηκε και η ταινία «Lady Jane» του Γαλλοαρμένιου σκηνοθέτη Ρομπέρ Γκεντιγκιάν. Παραβρεθήκαμε στην προβολή της ταινίας και συναντηθήκαμε με τον σκηνοθέτη, ο οποίος με μεγάλη ευχαρίστηση παραχώρησε συνέντευξη για το περιοδικό μας.
Γεννήθηκε το1953 στη Μασσαλία, πήρε διδακτορικό στην κοινωνιολογία και το 1980 γύρισε την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους. Το 1995 γύρισε μια ταινία - ύμνο στην αλληλεγγύη με τον τίτλο «A la vie, a la mort», με την οποία τον ανακάλυψαν οι κριτικοί και έστρεψαν επάνω του τους προβολείς. Αργότερα ο Ρομπέρ Γκεντιγκιάν κατέκτησε το ευρύ κοινό με την αισιόδοξη ταινία του «Marius et Jeannette». Η πρωταγωνίστρια Ariane Ascaride πήρε το βραβείο Cesar της καλύτερης γυναικείας ερμηνείας το 1998. Έκτοτε έχει γυρίσει διάφορες κινηματογραφικές ταινίες από film noir (A la place du coeur» μέχρι τον μύθο «Mon pere est ingenieur», περιστοιχισμένος από μια ομάδα ηθοποιών με τους οποίους συνεργάζεται μόνιμα. Ως γνήσιος απόγονος του γαλλικού λαϊκού κινηματογράφου 1930-1950, δημιουργεί το μελόδραμα «Marie-Jo et se deux amour», με το οποίο έλαβε μέρος στο φεστιβάλ των Καννών το 2002. Το 2004 ο σκηνοθέτης ο οποίος για πολλά χρόνια διατηρούσε κομματική ταυτότητα του κομμουνιστικού κόμματος Γαλλίας, εγκαταλείπει το μικρό θέατρο Estaque για να αφιερωθεί στο γύρισμα της ταινίας «Ο Περιπατητής του πεδίου του Άρεως», μια σεμνή, απαλλαγμένη από πάθη ταινία. Είναι η εξιστόρηση των τελευταίων ημερών του Francois Mitterrand. To 2005 έλαβε μέρος στο φεστιβάλ διεθνών ταινιών του Ερεβάν «Χρυσό Βερίκοκο», με την ταινία «Le voyage en Armenie», μέσα από την οποία ο σκηνοθέτης αναζητά τις προσωπικές του ρίζες, Έλαβε το 2ο βραβείο «Ασημένιο Βερίκοκο». Με την ίδια ταινία διαγωνίστηκε στο φεστιβάλ Διεθνών ταινιών της Ρώμης «Rome Film Fest» το 2006 και η Ariane Ascaride πήρε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας. Τιμήθηκε με το βραβείο «Henri Langlois» για το σύνολο της σκηνοθετικής του σταδιοδρομίας. Με την επιστροφή του από την Αρμενία, σκηνοθέτησε στη Μασσαλία την αστυνομική ταινία «Lady Jane», με την οποία διαγωνίστηκε στο φεστιβάλ του Βερολίνου το 2008. Η ταινία παρουσιάστηκε στην Αθήνα στην κινηματογραφική αίθουσα «Απόλλων», στα πλαίσια του φεστιβάλ γαλλόφωνου κινηματογράφου τη Δευτέρα 6 Απριλίου 2009. Το 2000, ανέβασε το θεατρικό έργο «Le grand Theatre» των Ε. Pieiller με την Ariane Ascaride στο εθνικό θέατρο Chaillot. Έχει γράψει πολλά βιβλία στα Γαλλικά, Ιταλικά και Ισπανικά.
Όταν κάνεις ταινίες γίνεσαι κατά κάποιο τρόπο πληρεξούσιος ομιλητής, ένας τηλεβόας…
Κύριε Γκεντιγκιάν, το μεγαλύτερο μέρος των κινηματογραφικών σας δημιουργιών προβάλει ένα αιχμηρό και ποικίλο πορτρέτο της πόλης και των κατοίκων της, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα με στοιχεία πολιτικά, κοινωνικά, φιλοσοφικά, ψυχολογικά και συναισθηματικά. Ποια είναι τα κριτήρια, τα συναισθήματά σας ή οι εξωτερικές σας επιρροές τα οποία καθορίζουν τον τρόπο και το τελικό αποτέλεσμα την δημιουργιών σας; Θεωρώ ότι, όταν κάνεις ταινίες γίνεσαι κατά κάποιο τρόπο πληρεξούσιος ομιλητής, ένας τηλεβόας… Είναι αυταπάτη να θεωρούμε ότι η δημιουργία παράγει πράγματα τα οποία αποδεικνύουν μοναδικά τα ενδόμυχα, την ιδιωτική ζωή του ανθρώπου. Όλοι οι δημιουργοί είναι εκπρόσωποι της εποχής τους, της οικογένειάς τους, της κοινωνικής τους τάξης. Εν ολίγοις, είναι αρκετό αν πούμε ότι οι πράξεις των δημιουργιών βρίσκονται ακριβώς στο σταυροδρόμι το ατομικού και του συλλογικού. Με αυτό το σκεπτικό οι ταινίες μου εξαρτώνται από τα συναισθήματά μου, τα οποία επηρεάζονται από τους εξωτερικούς παράγοντες. Αφορά το πλήρες ενδιαφέρον των έργων των οποίων μας αρέσει να διηγούμαστε την εποχή τους μέσα στην αισθητική τους ολότητα, υπερβαίνουμε επομένως όσα τα προκάλεσαν. Η τελευταία σας ταινία η οποία προβλήθηκε στην Αθήνα στα πλαίσια του φεστιβάλ του γαλλικού κιν/φου, ήταν μια κοινωνική ταινία με στοιχεία film noir αλλά και ρεαλιστικά. Απεικόνισε την αντιθετική πραγματικότητα πλούσιων και φτωχών, ωστόσο οι πρωταγωνιστές ξέφυγαν μεν από το άγχος της φτώχειας, δεν κατόρθωσαν όμως να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους. Πιστεύετε ότι αυτή είναι η σύγχρονη πραγματικότητα; Ναι, επειδή δεν υπάρχουν ατομικές διέξοδοι, παρά μόνο συλλογικές. Αντίθετα με αυτό το οποίο προσπαθεί να μας πείσει εδώ και τρεις δεκαετίες ο δυτικός κόσμος, είναι ότι ο ατομικισμός δεν οδηγεί πουθενά… Δεν μπορεί να υπάρξει προσωπική επιτυχία, παρά μόνο στο πλαίσιο της βελτίωσης των συνθηκών του συνόλου.
Η ταινία τέλειωσε με μια αρμενική παροιμία και με τον τρόπο αυτό υπογραμμίσατε ουσιαστικά το ηθικό συμπέρασμα το οποίο “έπρεπε” να αποκομίσει ο θεατής. Γιατί διαλέξατε αυτό τον τρόπο; Σας το υποβάλλει η αρμενική σας καταγωγή; Ναι, διότι πρόκειται για θέμα εκδίκησης-τιμωρίας. Γενικά στις αστυνομικές ταινίες, αυτό το θέμα το χειριζόμαστε με συγκατάβαση. Βρισκόμαστε πάντα στο πλευρό του εκδικούμενου. Όσον με αφορά, ο ηρωισμός βρίσκεται με το μέρος αυτού ο οποίος προσπαθεί να συντρίψει τον κύκλο της εκδίκησης. Βεβαίως, οι σχέσεις μεταξύ Αρμενίων και Τούρκων ή εγγύτερά μας, των Ισραηλινών και των Παλαιστίνιων πρέπει να οικοδομηθούν, αλλά σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ώστε να αποκλείεται η ιδέα της εκδίκησης.
Η ταινία σας «Le voyage en Armenie» είναι μια επιστροφή στις πατρογονικές ρίζες, στην «άλλη Αρμενία» μετά την πτώση του κομμουνισμού. Έχετε γνωρίσει την κομμουνιστική Αρμενία; Θεωρείτε ότι η αλλαγή θα έχει αρνητικές συνέπειες για τη χώρα; Νομίζετε ότι η αρμενική διασπορά θα έχει θετική ή αρνητική επιρροή στους προβληματισμούς οι οποίοι προκύπτουν από την ταινία, δηλ. να διατηρήσει η Αρμενία την ταυτότητα και τη γοητεία της; Μιλήστε μας διεξοδικά για την ταινία αυτή, η οποία δυστυχώς δεν προβλήθηκε στους ελληνικούς κιν/φους, όμως κάποιοι κινηματο-γραφόφιλοι την έχουν δει σε dvd. Δεν έχω πάει ποτέ στη σοβιετική Αρμενία. Η έξοδος από τον κομμουνισμό έγινε χωρίς κανένα πρότυπο, χωρίς προετοιμασία, χωρίς να επιστρατευτούν κάποιοι σύγχρονοι τρόποι, χωρίς σκέψη και προετοιμασία για συνύπαρξη. Ήταν μια στιγμιαία και βίαια απόφαση, η οποία έχει παρασύρει τη χώρα σε ένα είδος φεουδαρχικής κεφαλαιοκρατίας, στην οποία ο μεγάλος πλούτος συνυπάρχει με τη μεγάλη φτώχεια. Οι οικονομικά ασθενείς πολύ σκωπτικά λένε ότι: «πριν τα είχαμε όλα εκτός από την ελευθερία, σήμερα έχουμε ελευθερία και τίποτα άλλο». Ελπίζω, αυτές οι νέες χώρες (αρχαίοι λαοί, αλλά καινούργιες χώρες) θα μπορέσουν να βρουν τον τρόπο να σχηματίσουν αρμονικές σύγχρονες κοινωνίες και τρόπους ανάπτυξης ώστε ο εκσυγχρονισμός να μπορέσει να προασπίσει τις παραδόσεις και να έχει το σθένος να αντιμετωπίσει τα προβλήματα του μέλλοντος. Η διασπορά μπορεί και πρέπει να ενημερώσει για τα ολέθρια αποτελέσματα των δυτικών κοινωνιών. Η ταινία πραγματεύεται όλα αυτά τα ερωτήματα, προσπαθώντας να ενθαρρύνει την αρμενική νεολαία να μείνει στην Αρμενία και να μην αυτοεξοριστεί στο Λος Άντζελες ή στη Μόσχα σκεπτόμενη ότι είναι παράδεισοι. Αντίθετα προτείνει και προτρέπει τους νέους να εξετάσουν με ποιο τρόπο πρέπει να εξελίξουν τις δεξιότητές τους, ώστε να κτίσουν έναν παράδεισο στον τόπο τους.
Στη συζήτηση, η οποία ακολούθησε μετά το τέλος της ταινίας στην Αθήνα, είπατε ότι τα οικονομικά μεγέθη της κιν/φικής τέχνης στην Ευρώπη και την Αμερική δεν είναι συγκρίσιμα και ότι αν δεν εξισορροπηθεί αυτή η πραγματικότητα υπάρχει κίνδυνος να εξαφανιστεί ο εθνικός κιν/φος. Εντούτοις τα τελευταία χρόνια βλέπουμε να αναδύεται επιτυχώς ο ιρανικός κιν/φος, ο οποίος νομίζω ότι ισάξια ανταγωνίζεται τις υπερπαραγωγές. Παράλληλα στην Αρμενία -με τα όποια οικονομικά προβλήματα- έχει τα τελευταία χρόνια καθιερωθεί το Φεστιβάλ Κινηματογράφου το οποίο στα πρώτα του βήματα στέλνει ενθαρρυντικά και αισιόδοξα μηνύματα. Ποια είναι η γνώμη σας; Μπορεί να γίνει θεσμός; Επιθυμείτε να συμβάλετε με οποιοδήποτε τρόπο; Συμμετέχω σε αυτό το φεστιβάλ σχεδόν όλα τα χρόνια, ελπίζοντας ότι θα κεντρίσω το ενδιαφέρον των νέων αρμενίων κινηματογραφιστών στην Αρμενία και κατ’ επέκταση σε όλη αυτή την περιοχή του κόσμου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε το γεγονός ότι ο ιρανικός κινηματογράφος σήμερα βρίσκεται σε εξαιρετικό επίπεδο, επειδή πάντα υποστηριζόταν από το Χόλυγουντ. Ο ιρανός σκηνοθέτης Αμπάς Kιαροστάμι δήλωσε με χιούμορ κάποια μέρα στο φεστιβάλ του Ερεβάν ότι: «το μόνο πλεονέκτημα της ανελευθερίας στο Ιράν, είναι ότι έχουμε ιδιωτικό αμερικανικό κινηματογράφο!».
|