Η νέα ταινία της Σουζάν Χαρνταλιάν «Τα τατουάζ της γιαγιάς» |
Εφημερίδα “Αζάτ Ορ”μετάφραση:Ναζίκ Τζαμουζιάν Τεύχος: Ιανουάριος-Μάρτιος 2012
Η Σουζάν Χαρνταλιάν είναι συγγραφέας και σκηνοθέτης. Σπούδασε δημοσιογραφία στη Βηρυτό και το Παρίσι και εργάστηκε ως ανεξάρτητη δημοσιογράφος στο Παρίσι ως το 1985, οπότε κι άρχισε να φτιάχνει ταινίες. Συνεργάζεται με διάφορα περιοδικά. Έχει σκηνοθετήσει περισσότερες από είκοσι ταινίες, που έχουν προβληθεί στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Στην τελευταία της ταινία Τα τατουάζ της γιαγιάς, πραγματεύεται ένα επώδυνο θέμα. Πρόκειται για τη βίαιη αρπαγή πολλών κοριτσιών αρμενικής καταγωγής κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας. Κάποιες από αυτές εξαναγκάστηκαν στην πορνεία, άλλες βιάστηκαν κι άλλες εξαναγκάστηκαν να παντρευτούν και να γεννήσουν τα παιδιά όσων τις είχαν αρπάξει. Όλες έφεραν σημάδια σαν τατουάζ στο σώμα τους, για να τις ξεχωρίζουν. Η γιαγιά της Χαρνταλιάν ήταν μια από αυτές τις γυναίκες...
«Tη γιαγιά μου την Χανούμ δεν την αγάπησα ποτέ, ούτε κι αυτή εμένα. Απέφευγε κάθε σωματική επαφή. Δεν μας αγκάλιαζε, δεν μας ακουμπούσε, ούτε ήθελε να την ακουμπάει κανείς»
Πώς προέκυψε η ιδέα γι’ αυτή την ταινία; Για πολλά χρόνια ο λαός μας έχει μιλήσει για τη γενοκτονία. Έχουμε ερευνήσει το θέμα, το έχουμε συζητήσει, έχουμε απαιτήσει δικαίωση, αλλά δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι θα συναντούσα κάποιον που έχει βιώσει τη γενοκτονία, και μάλιστα μέσα από ένα θέμα «ταμπού». Πρόκειται για ένα τραύμα που δεν έχει επουλωθεί σε όλα αυτά τα χρόνια. Έκανα έρευνες σε διεθνείς οργανισμούς, ψάχνοντας αρχεία και σκαλίζοντας το θέμα της γενοκτονίας, όταν έπεσα πάνω σε φωτογραφίες γυναικών που είχαν σημάδια σαν τατουάζ στα πρόσωπα και τα σώματά τους. Τότε σκέφτηκα «Μα, εγώ τα ξέρω αυτά τα σημάδια, τα έχω δει μέσα στο σπίτι μας»... Μπροστά στα μάτια μου ξετυλιγόταν η τραγική ιστορία χιλιάδων κοριτσιών, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως σκλάβες στα χρόνια της γενοκτονίας. Η γιαγιά μου η Χανούμ ήταν μία από αυτές. Ούτε εγώ την αγάπησα ποτέ, ούτε κι αυτή εμένα. Απέφευγε κάθε σωματική επαφή. Δεν μας αγκάλιαζε, δεν μας ακουμπούσε, ούτε ήθελε να την ακουμπάει κανείς. Ξαφνικά άρχισα ν’ αντιλαμβάνομαι ότι αυτά που έβλεπα δεν ήταν ιστορίες σ’ ένα βιβλίο. Ξαφνικά η ιστορία αφορούσε ένα άτομο από το οικογενειακό μου περιβάλλον. Ο πόνος παίρνει άλλες διαστάσεις όταν δεν τον βλέπεις από μακριά. Γιατί ήταν «ταμπού» αυτό το θέμα; Πάντα προσπαθούσαμε ν’ αποφεύγουμε το θέμα, να περιφρονούμε αυτά τα άτομα, να ξορκίζουμε το κακό. Η μητέρα μου γνώριζε, αλλά δεν μιλούσε. Όλοι έμεναν σιωπηλοί. Η στάση αυτή ήταν αποτέλεσμα της άρνησης που βίωναν. Τελικά μίλησε η μητέρα μου. Η γιαγιά Χανούμ έμεινε για επτά χρόνια με έναν άλλο άντρα. Ήταν μόλις 12 ετών τότε.
Ποια ήταν η μοίρα αυτών των κοριτσιών; Ξέρετε, θεωρώ πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι αναφερόμαστε με μεγάλη υπερηφάνεια στους «φενταΐ»(επαναστάτες) αλλά και όσους Αρμενίους αντιστάθηκαν, δεν λέμε όμως κουβέντα γι’ αυτές τις γυναίκες. Είναι ηρωίδες, όχι μόνο γιατί αντιμετώπισαν αυτή την κατάσταση, αλλά και γιατί συγχρόνως ο λαός μας έριξε στους ώμους αυτών των παιδιών την υποχρέωση της συνέχισης της ζωής, καθώς το έθνος έπρεπε να επιβιώσει. Κι αυτές έφεραν εις πέρας το έργο που τους εμπιστεύθηκαν. Τους ήρωες τους τραγουδήσαμε, γράψαμε γι’ αυτούς βιβλία, διηγηθήκαμε τα κατορθώματά τους. Τις γυναίκες αυτές όμως τις περιφρονήσαμε, τις θεωρήσαμε μίασμα. Οι άντρες δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση μαζί τους. Πολλές, καθώς το αρμενικό περιβάλλον τις απέρριπτε, προσπάθησαν ως και να επιστρέψουν στους Τούρκους. Όσον αφορά τις γυναίκες με τα σημάδια-τατουάζ, η τύχη τους ήταν πολύ χειρότερη. Το παρελθόν που τους επιβλήθηκε δεν ξεχάστηκε ποτέ. Το γεγονός αυτό μου προκαλεί μεγάλο πόνο. Τις γυναίκες αυτές που κυνηγήθηκαν για χρόνια, τις θεωρήσαμε ένοχες. Έχουν γραφτεί ακόμα και άρθρα στις εφημερίδες με τίτλους όπως «πρέπει να καθαριστούν αυτές οι γυναίκες»...
Ήταν εύκολη η ολοκλήρωση της υπόθεσης της ταινίας; Όταν ξεκίνησα την ταινία σκεπτόμουν τις γυναίκες της Ρουάντα, γνωρίζοντας ότι η βία και η γενοκτονία χρησιμοποιούνται στους πολέμους ως στρατιωτικές στρατηγικές. Είναι ένας τρόπος να εξοντώσεις τον αντίπαλο όταν τον νικάς «γενετικά». Γι’ αυτό το λόγο ο ΟΗΕ αποφάσισε να έχει εκπρόσωπο στη Ρουάντα, για να προλάβει αυτού του είδους τα συμβάντα. Εμείς οι Αρμένιοι έχουμε πληρώσει πολύ ακριβό τίμημα, όταν ολόκληρη η νέα γενιά μας, τα νεαρά κορίτσια, έγιναν γυναίκες άλλων, τις άρπαξαν από το λαό τους και τις έκαναν ιδιοκτησία ενός άλλου λαού. Ήταν δύσκολη η πλοκή της ταινίας, γιατί ήθελα να παρουσιάσω τη Γενοκτονία των Αρμενίων με μια νέα οπτική. Ήταν πολύ δύσκολη και η χρηματοδότησή της. Στο μεταξύ η άρνηση συνεχιζόταν. Η αδελφή της γιαγιάς μου ζούσε ενώ γύριζα την ταινία. Ήταν 98 ετών και έπρεπε να δείτε πώς αυτή η γυναίκα αρνιόταν τα γεγονότα με διάφορες δικαιολογίες όπως «τα παιδιά έπαιζαν κι έκαναν τατουάζ»... Η ντροπή, η άρνηση είχε διεισδύσει τόσο στην ψυχολογία τους, ώστε ακόμη και δεκαετίες μετά προσπαθούσαν να κρατήσουν μακριά από τις οικογένειές τους αυτή την τραγωδία. Τα γυρίσματα της διάρκειας μιας ώρας ταινίας «Τα τατουάζ της γιαγιάς» κράτησαν δύο χρόνια κι έγιναν στη Σουηδία, το Λίβανο, τις όχθες του Ευφράτη, την πόλη Ντερ Ζορ της Συρίας, καθώς και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
|