Λουσίν Ντινκ Εκτύπωση

SaroyanLand

Στην Ζοζεφίνα Μαρκαριάν

Αρμενικά Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2013 τεύχος 79

 

Η ται­νί­α «SaroyanLand» εί­ναι η πρώ­τη με­γά­λου μή­κους ται­νί­α της Λου­σίν Ντιν­κ. Πρό­κει­ται για μια ται­νί­α «δρό­μου», έ­να docυ-drama που α­κο­λου­θεί τα ί­χνη του τα­ξι­διού που πραγ­μα­το­ποί­η­σε το 1964, ο γνωστός α­με­ρι­κα­νο-αρμέ­νιος συγ­γρα­φέ­ας Γου­ίλ­λιαμ Σα­ρο­γιάν α­πό την Τρα­πε­ζού­ντα στο Μπ­τλίς, την πό­λη της Α­να­το­λί­ας απ’ ό­που κα­τα­γό­ταν η οι­κο­γέ­νειά του. Χρη­σι­μο­ποιώ­ντας μια Σε­βρο­λέτ της ε­πο­χής ε­κεί­νης και με ο­δη­γό τον ί­διο τον Σα­ρο­γιάν - το πρό­σω­πο του ο­ποί­ου δεν βλέ­που­με πο­τέ- δια­σχί­ζου­με την Α­να­το­λί­α και μοι­ρα­ζό­μα­στε τις σκέ­ψεις και τα αι­σθή­μα­τα του συγ­γρα­φέ­α, σε μια ται­νί­α της ο­ποί­ας το voice over, α­πο­τε­λού­με­νο α­πο­κλει­στι­κά α­πό λό­για του ί­διου του συγ­γρα­φέ­α, κυ­ριαρ­χεί σε συν­δυα­σμό με την υ­πέ­ρο­χη μου­σι­κή ε­πέν­δυ­ση α­πό κομ­μά­τια των Francois Couturier, Bartlomiej Gliniak και Κο­μι­τάς.

Η ται­νί­α έ­κα­νε πρε­μιέ­ρα στο Διε­θνές Φε­στι­βάλ Κι­νη­μα­το­γρά­φου της Κων­στα­ντι­νούπο­λης και στην πο­ρεί­α προ­βλή­θη­κε στα φε­στι­βάλ του Λο­κάρ­νο στην Ελ­βε­τί­α, του Αμ­βούρ­γου στη Γερ­μα­νί­α, της Ατ­τά­λειας στην Τουρ­κί­α, και αλ­λού. Στο φε­στι­βάλ του Golden Apricot στο Ερε­βάν, α­πέ­σπα­σε το βρα­βεί­ο Κα­λύ­τε­ρου Ντο­κι­μα­ντέρ στο τμή­μα «Armenian Panorama» ε­νώ στο Φε­στι­βάλ της Μα­λά­τια στην Τουρ­κί­α βρα­βεύ­τη­κε με το βρα­βεί­ο Κα­λύ­τε­ρου Σε­να­ρί­ου. Στην Α­θή­να, η ται­νί­α προ­βλή­θη­κε στα πλαί­σια του 26ου Πα­νο­ρά­μα­τος του Ευ­ρω­πα­ϊ­κού Κι­νη­μα­το­γρά­φου. Με α­φορ­μή την προ­βο­λή, συ­να­ντη­θή­κα­με με την Λου­σίν Ντιν­κ για μια σύ­ντο­μη συ­ζή­τη­ση.

 

Λί­γα λό­για για την ται­νί­α: πε­ρί τί­νος πρό­κει­ται, πώς προ­έ­κυ­ψε η ι­δέ­α, πώς χει­ρι­στή­κα­τε το θέ­μα;

Ο γνω­στός α­με­ρι­κα­νο-αρμέ­νιος συγ­γρα­φέ­ας Γου­ίλ­λιαμ Σα­ρο­γιάν τα­ξί­δε­ψε στη γη των προ­γό­νων του, στο Μπι­τλίς της Α­να­το­λί­ας. Προ­σπά­θη­σα να α­κο­λου­θή­σω τα ί­χνη αυ­τού του τα­ξι­διού, δη­μιουρ­γώ­ντας δια­φο­ρε­τι­κές σχέ­σεις, ό­πως η σχέ­ση πα­τέ­ρα-γιου, ε­ξο­ρί­ας-ε­πι­στρο­φής, προ­σμο­νής-α­πώ­λειας, μνή­μης-άρ­νη­σης, κλπ. Ως Αρ­μέ­νιοι δι­δα­σκό­μα­στε φυ­σι­κά τα γρα­πτά του Σα­ρο­γιάν στο σχο­λεί­ο, αλ­λά αυ­τό δεν εί­ναι αρ­κε­τό. Ό­ταν ο Α­ράς, ο αρμε­νι­κός εκ­δο­τι­κός οί­κος της Κων­στα­ντι­νούπο­λης, άρ­χι­σε να εκ­δί­δει βι­βλί­α του, άρ­χι­σα κι ε­γώ μια πιο βα­θιά και «ε­σω­τε­ρι­κή α­νά­γνω­ση». Μά­λι­στα μπο­ρώ να πω ό­τι ό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο διά­βα­ζα, η ι­δέ­α της ται­νί­ας με «βρή­κε» και ό­χι το α­ντί­στρο­φο. Η λο­γοτε­χνί­α του Σα­ρο­γιάν εί­ναι τό­σο «κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή» που εί­ναι σχε­δόν α­δύ­να­το να μη δη­μιουρ­γή­σει στο θε­α­τή αι­σθή­μα­τα και ει­κό­νες. Αλ­λά και ως Αρ­μέ­νισ­σα, μου ή­ταν πα­ρά­ξε­νο να κα­τα­λα­βαί­νω έ­ναν καλ­λι­τέ­χνη που πέ­θα­νε το 1981, τη χρο­νιά που ε­γώ γεν­νή­θη­κα. Ε­πί­σης, ή­ταν πα­ρά­ξε­νο να αι­σθά­νο­μαι τι έ­γρα­ψε στην Α­με­ρι­κή, μια χώ­ρα που δεν εί­χα πο­τέ ε­πι­σκε­φθεί. Τό­τε προ­σπά­θη­σα να κα­τα­λά­βω πως γί­νε­ται να μας α­πα­σχο­λούν κοι­νά ε­ρω­τή­μα­τα.

Διά­βα­σα πολ­λά βιβλί­α για να κα­τα­νο­ή­σω την ο­πτι­κή και τα αι­σθή­μα­τά του. Έ­μα­θα α­κό­μα και ποιες μυ­ρω­διές του ά­ρε­σαν, ποιος ή­ταν ο α­γα­πη­μέ­νος του συν­θέ­της ή ζω­γρά­φος, κλπ. Στρά­φη­κα ξα­νά σε συγ­γρα­φείς που εί­χα με­λε­τή­σει πα­λιό­τε­ρα, ό­πως ο John Berger, για να χτί­σω τη δο­μή της ται­νί­ας. Με άλ­λα λό­για, η φόρ­μα και το πε­ριε­χό­με­νο εί­ναι αλ­λη­λέν­δε­τα, ε­πη­ρε­α­ζό­με­να απ’ ό­λες τις μορ­φές τέ­χνης. 

Πό­σο χρό­νο σας πή­ραν τα γυ­ρί­σμα­τα; Η πο­ρεί­α που πε­ρι­γρά­φε­τε, εί­ναι η ί­δια που πραγ­μα­το­ποί­η­σε ο Σα­ρο­γιάν στο τα­ξί­δι του;

Τα γυ­ρί­σματα πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν σε δια­φο­ρε­τι­κές πε­ριό­δους. Πρώ­τα πή­ρα τις συ­νε­ντεύ­ξεις, 2-3 μή­νες αρ­γό­τε­ρα γύ­ρι­σα κά­ποια κομ­μά­τια της ται­νί­ας στην Κων/πο­λη και στο Πα­ρί­σι και στο τέ­λος τρά­βη­ξα το ί­διο το τα­ξί­δι. Συ­νο­λι­κά χρειά­στη­καν πε­ρί­που τρεις εβδο­μά­δες. Η πο­ρεί­α του τα­ξι­διού που ε­πέ­λε­ξα ξε­κι­νά­ει α­πό την Τρα­πε­ζού­ντα και κα­τα­λή­γει στο Μπι­τλίς, περ­νώ­ντας α­πό το Α­γκρί, το Βαν, το Ερ­ζε­ρούμ κλπ. Εί­ναι η ί­δια μ’ αυ­τή που α­κο­λού­θη­σε ο Σα­ρο­γιάν, αν και στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το τα­ξί­δι του ή­ταν πο­λύ μα­κρύ­τε­ρο. Απο­φά­σι­σα ό­μως να ξε­κι­νή­σω α­πό την Τρα­πε­ζού­ντα διό­τι α­πό ε­κεί η οι­κο­γέ­νεια των Σα­ρο­γιάν έ­φυ­γε α­πό την Τουρ­κί­α, με πλοί­ο. Ή­θε­λα να ξε­κι­νή­σω α­πό το ση­μεί­ο α­να­χώ­ρησής τους και να κά­νω το τα­ξί­δι προς τα πί­σω.

Εί­χα­τε α­να­φέρει σε μια συ­νέ­ντευ­ξη ό­τι κά­θε Αρ­μέ­νιος έ­χει τον «δι­κό του Σα­ρο­γιάν». Ποιος εί­ναι ο δι­κός σας Σα­ρο­γιάν;

Ο δι­κός μου Σα­ρο­γιάν εί­ναι έ­νας άν­θρω­πος πε­ρή­φα­νος, που χω­ρίς πα­ρά­πο­νο κου­βα­λά­ει στην πλά­τη του, τους προ­γό­νους του και την Ι­στο­ρί­α. 

Ε­πι­λέ­ξα­τε τον τί­τλο «Saroyan-Land» για την ται­νί­α. Τι συμ­βο­λί­ζει για σας;

Η ται­νί­α στην αρ­χή εί­χε δια­φο­ρε­τι­κό τί­τλο. Θε­λή­σα­με ό­μως να εί­ναι πιο σαφής για το κοι­νό. Για μέ­να, ται­ριά­ζει με τον τρό­πο που έ­ζη­σε ο Σα­ρο­γιάν. Ται­ριά­ζει με την αί­σθη­ση που δη­μιουρ­γεί α­νά­με­σα στον α­να­γνώ­στη και το κεί­με­νο. Γί­νε­ται ο ί­διος «τό­πος» (land). Αυ­τό εί­ναι α­πό­λυ­τα κα­τα­νο­η­τό για μέ­να. 

Στην ται­νί­α υ­πάρ­χει η α­τά­κα «η μνή­μη εί­ναι φα­ντα­σί­α». Αυ­τή εί­ναι κα­θα­ρά μια ται­νί­α για το πα­ρελ­θόν, για τη μνή­μη. Σας α­πα­σχό­λη­σε το γε­γο­νός ό­τι ο πό­νος που πε­ρι­γρά­φε­τε δεν εί­ναι δη­μιούρ­γη­μα της φα­ντα­σί­ας, αλ­λά πραγ­μα­τι­κός; Και ό­τι αυ­τό το τα­ξί­δι θα μπο­ρού­σε να εί­ναι το τα­ξί­δι κά­θε Αρ­με­νίου;

Ό­χι, για να εί­μαι ει­λι­κρι­νής δεν με α­πα­σχό­λη­σε. Μπο­ρού­με να συ­ζη­τή­σου­με ε­κτε­νώς τη σχέ­ση φα­ντα­στι­κού-πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Ό­μως, ό­πως λέ­ει ο Baudrillard, η α­λή­θεια θα σε πιά­σει στο τέ­λος. Ε­πι­πλέ­ον, ναι, αυ­τό εί­ναι το τα­ξί­δι κά­θε Αρ­με­νίου, ε­ξαι­τί­ας της Ι­στο­ρί­ας του, αλ­λά συγ­χρό­νως εί­ναι και η ι­στο­ρί­α κά­θε κα­τα­πιε­σμέ­νου έ­θνους. Τε­λι­κά, «σπί­τι» για τον κα­θέ­να μας εί­ναι ε­κείνο στο ο­ποί­ο βρί­σκε­ται «η δι­κή μας α­λή­θεια». Αν χά­σεις την α­λή­θειά σου, χά­νεις και τον προ­σα­να­το­λι­σμό σου.