Φετχιέ Τσετίν Εκτύπωση

Η Φετχιέ Τσετίν είναι δικηγόρος, ακτιβίστρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συγγραφέας. Υπήρξε μέλος του Συμβουλίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Δικηγορικού Συλλόγου της Κωνσταντινούπολης. Καθώς υπήρξε και εκπρόσωπος τύπου της Επιτροπής Εργασίας για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων του ίδιου συλλόγου.Είναι μία από τους δικηγόρους της υπόθεσης της δολοφονίας του Αρμένιου δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ το 2007. Επίσης είναι δικηγόρος του ιδρύματος Χραντ Ντινκ που έχει δημιουργηθεί στη μνήμη του.
Άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά της Τουρκίας και του εξωτερικού.
Έχει συγγράψει τα βιβλία Η γιαγιά μου (2004) το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση της Φραγκώς Καράογλαν, Τα εγγόνια (2009, μαζί με την Αϊσέ Γκιούλ Αλτίναϊ) και Ντρέπομαι – Η δίκη της δολοφονίας του Χραντ Ντινκ (2013 Save ).
Έχει τιμηθεί με το Βραβείο Ορθότητας –για τον αγώνα της για τη γενοκτονία των Αρμενίων– από τον δήμο της Πάντοβα και με το Βραβείο Ελευθερίας του Αρμενικού Εθνικού Συμβουλίου της Αμερικής.
Η Φετχιέ Τσετίν βρέθηκε τον Μάιο για μερικές μέρες στην Ελλάδα προσκεκλημένη του Αρμενικού Κυανού Σταυρού και ήταν η κεντρική ομιλήτρια στην εκδήλωση για την «Ημέρα της μητέρας» στο Αρμενικό Πολιτιστικό Κέντρο «Ζαβαριάν» στις 14 Μαΐου 2017. Με την ευκαιρία της επίσκεψης τα «Αρμενικά» συνομίλησαν με την γυναίκα που έμαθε με απροσδόκητο τρόπο την πραγματική της ταυτότητα, μάχιμη δικηγόρο, ακτιβίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αγωνίζεται εδώ και χρόνια για να αποδοθεί δικαιοσύνη στην υπόθεση της δολοφονίας του Χραντ Ντινκ.

fethie tsetin
Στον Μάικ Τσιλιγκιριάν

Απρίλιος- Ιούνιος 2017, τεύχος 93

Η έκδοση του βιβλίου σας «Η γιαγιά μου» το 2004 ήταν πραγματικά μια αποκάλυψη για την αρμενική κοινότητα αλλά και για την τουρκική κοινωνία. Πότε ωρίμασε η ιδέα να γράψετε και να εκδώσετε το συγκεκριμένο βιβλίο;
Από την πρώτη στιγμή που άκουσα αυτήν την ιστορία, συνειδητοποίησα πως είναι κάτι που αφορά όλους μας, είναι ένα κομμάτι από το παρελθόν μας. Για πολλά χρόνια έκανα προσπάθειες να γίνει η συγγραφή της ιστορίας. Τότε, θεωρούσα σωστό να το κάνει κάποιος επαγγελματίας συγγραφέας. Έτσι, απευθύνθηκα σε φίλους και γνωστούς μου εξηγώντας πόσο σπουδαίο πράγμα θεωρούσα την καταγραφή της. Μάταια, όμως, αφού δεν μου έδωσαν την παραμικρή σημασία. Κάποιοι από τους ανθρώπους που απευθύνθηκα ίσως να δείλιασαν και δεν τους κατηγορώ για αυτό˙ εκείνη την περίοδο ήταν δύσκολο και επικίνδυνο να αναδείξεις αυτό το ζήτημα. Ευτυχώς, υπήρχαν κάποιοι φίλοι που με υποστήριζαν και με έπεισαν πως εγώ είμαι η καταλληλότερη για να την γράψω. Έτσι, το βάρος της συγγραφής έπεσε πάνω μου. Ήμουν περίπου τριάντα χρονών όταν πήρα την απόφαση.
Εκείνη την περίοδο η Τουρκία ζούσε στρατιωτικό πραξικόπημα, με είχαν συλλάβει και ήμουν φυλακή. Αφού βγήκα, για πολύ μεγάλο διάστημα ζούσα στην αβεβαιότητα. Ήμουν παράνομη εντός της χώρας. Αυτή η περίοδος της ζωής μου καθυστέρησε σημαντικά τη συγγραφή του βιβλίου μου. Δυσκολεύτηκα πολύ, καθώς στο παρελθόν δεν είχα επιχειρήσει κάτι παρόμοιο. Αλλά τελικά τα κατάφερα. Αφού ολοκλήρωσα το βιβλίο, για ένα μεγάλο διάστημα δεν το δημοσιοποίησα, είχα ενδοιασμούς μήπως δεν είχα καταφέρει να αποδώσω αυτά που ήθελα, με τον κατάλληλο τρόπο. Για μένα είχε μεγάλη σημασία να γίνεται εύκολα αντιληπτό το νόημα του μυθιστορήματος από τον αναγνώστη. Δεν βρήκα το θάρρος να απευθυνθώ σε εκδοτικό οίκο. Θεωρώ πως το έργο του συγγραφέα είναι πολύ σπουδαίο και με βασάνιζε το ερώτημα μήπως τελικά δεν θα τα κατάφερνα να εντυπωσιάσω τον αναγνώστη μου, μιας και δεν ήμουν συγγραφέας.

Το 2004 ήταν το έτος που, με ένα αποκαλυπτικό άρθρο, ο Χραντ Ντινκ αποκάλυψε ή πιο σωστά δημοσιοποίησε το γεγονός της αρμενικής καταγωγής της θετής κόρης του Μουσταφά Κεμάλ, της Σαμπιχά Γκόκτσεν, και έγινε στόχος των τούρκων εθνικιστών. Μετά την έκδοση του βιβλίου σας είχατε κάποιες ανάλογες εμπειρίες;
Είναι πολύ παράξενο, μετά την έκδοση του βιβλίου δεν έγινε καμία αγωγή, ούτε η παραμικρή διαμαρτυρία. Η στάση αυτή με προβλημάτισε και μου γεννήθηκαν πολλά ερωτήματα. Παραβρέθηκα σε τηλεοπτικές εκπομπές μαζί με πολλούς ανθρώπους, εξιστόρησα τη ζωή της γιαγιάς μου και δεν μου έγινε καμία επίθεση. Ποια ήταν η αιτία; Ήταν σύμπτωση; Τύχη; Το Αρμενικό Ζήτημα ήταν τότε στην επικαιρότητα, είχαν γίνει επιθέσεις και δικαστικές αγωγές κατά του Ορχάν Παμούκ, του Χραντ Ντινκ, της Ελίφ Σαφάκ˙ και για το βιβλίο μου η παραμικρή διαμαρτυρία. Ήταν όντως παράξενο. Μετά από πολλή σκέψη, ερμήνευσα το γεγονός με το εξής τρόπο: το ζήτημα ήταν ένα θέμα ευρέως γνωστό στο κοινό, λίγο-πολύ σε κάθε οικογένεια υπάρχει μια ιστορία της γιαγιάς ή του παππού. Μια δικαστική αγωγή εναντίον μου θα έφερνε το αντίθετο αποτέλεσμα από το αποδιωκόμενο, θα ήταν μια καλή διαφήμισή του, και σαφώς δεν ήθελαν να γίνει κάτι τέτοιο. Για αυτό δεν ασχολήθηκαν. Από την άλλη, αναρωτιόμουν ποιος άραγε δικαστής θα τολμούσε να ξεκινήσει μια τέτοια δίκη˙ είμαι δικηγόρος και ξέρω από μαρτυρίες δικαστών και εισαγγελέων πως και αυτοί έχουν αρμένιους προγόνους! Αυτή η ιστορία είναι μια ιστορία που έχουν ζήσει όλοι τους, ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που δεν ασχολήθηκαν μαζί μου. Στον Ορχάν Παμούκ επιτέθηκαν με τη δικαιολογία ότι έλεγε ψέματα. Σε εμένα δεν μπόρεσαν να πουν κάτι τέτοιο. Όλα όσα έγραψα ήταν η αλήθεια, με φωτογραφίες, με ονόματα, κανείς δεν μπορούσε να με αμφισβητήσει.

Με ποιο τρόπο υποδέχθηκαν οι τούρκοι αναγνώστες το βιβλίο σας;
Το βιβλίο είχε μεγάλη αποδοχή στην Τουρκία. Την πρώτη εβδομάδα εξαντλήθηκαν τρεις χιλιάδες αντίτυπα και ήρθαν άμεσα οι επανεκδόσεις. Έγινε ένα ξέσπασμα, κάποιοι δημοσιογράφοι άρχισαν να γράφουν για τη δική τους «γιαγιά». Μυθιστορήματα με σχετικό θεματολόγιο ξεκίνησαν να κυκλοφορούν. Για αρκετό διάστημα αδυνατούσα να δουλέψω στο γραφείο μου, δεχόμουν καθημερινά τηλέφωνα και e-mail από ανθρώπους με την ίδια ιστορία. Αυτό που έγινε το παρομοιάζω με το άνοιγμα ενός αεριούχου ποτού που εκτοξεύεται παντού .

Το τελευταίο διάστημα παρακολουθούμε πως γίνεται πολιτική εκμετάλλευση της δίκης για τη δολοφονία του Χραντ Ντινκ, με την κυβέρνηση να επιρρίπτει αποκλειστικά τις ευθύνες στο δίκτυο του Φετουλάχ Γκιουλέν. Εσείς, ως δικηγόρος της οικογένειας Ντινκ, τι άποψη έχετε;
Όσο ήταν εν ζωή ο Χραντ Ντινκ χρησιμοποιήθηκε ως μέσο πολιτικής διαμάχης της εξουσίας. Την εποχή εκείνη, το στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας και το κυβερνόν κόμμα του Α.Κ.P. βρίσκονταν σε πόλεμο εξουσίας. Δυστυχώς, η ζωή και ο θάνατος του Ντινκ χρησιμοποιήθηκαν με ανέντιμο τρόπο σε αυτήν τη διαμάχη. Αργότερα, στη διάρκεια των δικαστικών αγωγών, οι έχοντες εξουσία προσπάθησαν να εξοντώσουν τους αντιπάλους τους, μετατρέποντας τη δολοφονία του Ντινκ σε εργαλείο προπαγάνδας στα χέρια τους. Σήμερα, το κυβερνών κόμμα ισχυρίζεται πως πίσω από τη δολοφονία του Ντινκ βρίσκεται το δίκτυο του Γκιουλέν και πως με αυτήν τη δολοφονία θα άνοιγαν το δρόμο για να βρεθούν στην εξουσία. Αν δεχτούμε αυτήν την εκδοχή, και πως το δίκτυο του Γκιουλέν δεν είχε επιρροή στην κυβέρνηση, τότε αναρωτιέμαι γιατί δεν προστάτεψαν τον Χραντ Ντινκ; Πρέπει να κάνουμε αυτήν την ερώτηση. Τώρα, δυστυχώς, κατασκευάζουν ένα κατηγορητήριο που ενοχοποιεί αποκλειστικά τον Φετουλάχ Γκιουλέν και το δίκτυό του. Μέσα σε αυτό υπάρχει ένα κομμάτι αλήθειας. Μαζί με τον Γκιουλέν, η εισαγγελία της Κωνσταντινούπολης ζητά τη σύλληψη ακόμη πέντε προσώπων. Μεταξύ αυτών και ο πρώην εισαγγελέας Ζεκεριγιά Οζ. Όσοι δεν ανήκουν στο δίκτυο του ιεροκήρυκα Γκιουλέν και είναι μπλεγμένοι στην υπόθεση είναι εκτός κινδύνου, όμως κανείς δεν ψάχνει τον εντολέα αυτής της δολοφονίας, αυτόν που σχεδίασε και όπλισε το χέρι του δολοφόνου. Η πλευρά του Γκιουλέν έχει μεγάλη ευθύνη για τη δολοφονία του Ντινκ αλλά όχι μόνο αυτή. Στο φάκελο υπάρχουν πολλά στοιχεία και αποδείξεις, όπως π.χ. ότι την ώρα της δολοφονίας στο χώρο βρίσκονταν οι πληροφοριοδότες της χωροφυλακής, κατέγραψαν την ώρα της δολοφονίας, οι ίδιοι μετέφεραν τον δολοφόνο στον τόπο του εγκλήματος, οι ίδιοι επίσης σχεδίασαν την απόσταση μεταξύ του γραφείου και της οικίας του θύματος. Αναρωτηθείτε τώρα σε ποιο στρατό ο χωροφύλακας μπορεί να διαπράξει έγκλημα ή να κινηθεί εκτός ιεραρχίας; Οι θεμελιώδεις αρχές οι οποίες διέπουν τον στρατό είναι η ιεραρχία και η πειθαρχία, όλοι το γνωρίζουμε αυτό. Ο στρατός, η αστυνομία, η διεύθυνση ασφάλειας της Κωνσταντινούπολης, όλοι εμπλέκονται στην υπόθεση και δεν ανήκουν όλοι στο δίκτυο του Γκιουλέν.

Η δολοφονία του Χραντ Ντινκ προκάλεσε μεγάλη θλίψη και οργή σε ολόκληρο τον αρμενικό κόσμο, αλλά όχι μόνο. Ανέλπιστα μεγάλος ήταν και ο αριθμός των Τούρκων που συμπαραστάθηκαν και διαδήλωσαν κατά της εγκληματικής πράξης. Στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας που πέρασε, υπήρξαν αλλαγές στην Τουρκία ως προς το αρμενικό ζήτημα και τις μειονότητες.
Πραγματικά άλλαξαν πολλά πράγματα. Ο Χραντ έκανε ένα τεράστιο έργο στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την ισότιμη αντιμετώπιση των μειονοτήτων. Και φυσικά, καινοτόμησε στη δημοσιογραφία και την ενημέρωση, μέσω της «Αγκός». Η δολοφονία του ήταν αυτή που επηρέασε με καθολικό τρόπο την κοινή γνώμη και δημιούργησε νέα δεδομένα στην Τουρκία. Μετά τη δολοφονία του, ο αγώνας, το ήθος και το έργο του έγιναν γνωστά σε όλον τον κόσμο. Στην Τουρκία, ο περισσότερος κόσμος δεν γνώριζε τους Αρμένιους˙ δεν γνώριζαν καν αν αυτός ο λαός ζει στην Τουρκία. Η δολοφονία του έγινε η αιτία για να μάθουν. Το δεύτερο και το πιο σημαντικό αναπάντητο ερώτημα του κόσμου ήταν «γιατί σκοτώνουν τους Αρμένιους». Δημιουργήθηκε ένα ενδιαφέρον για το 1915, αναπτύχθηκαν συζητήσεις από το ευρύ κοινό σχετικά με την Γενοκτονία και οι αδικίες που διεπράχθησαν προς τους λαούς στην Τουρκία βγήκαν από την αφάνεια.

Τα τελευταία χρόνια, μεγάλη δημοσιότητα έχει λάβει το θέμα των εξισλαμισμένων Αρμενίων της Τουρκίας, ένα ζήτημα πολύπλοκο που συχνά έχει δημιουργήσει διχογνωμίες. Ποια είναι η προσέγγισή σας στο θέμα αυτό;
Οι εξισλαμισμένοι Αρμένιοι, σας το λέω ειλικρινά, δεν είναι λίγοι, είναι παντού σε όλη την Τουρκία. Το 1915 εξισλαμίστηκαν αμέτρητα γυναικόπαιδα. Αλλά ας τους πάρουμε ανά κατηγορία υπάρχουν εξισλαμισμένοι Αρμένιοι και κρυπτοαρμένιοι. Από αυτές τις ομάδες, ορισμένοι από φόβο δεν ομολόγησαν ποτέ την καταγωγή τους, ενώ άλλοι μόνο σε μεγάλη ηλικία και μόνο σε στενούς συγγενείς. Η στάση των παιδιών και των εγγονών τους, αφού έμαθαν την αλήθεια, είναι διαφορετική κατά περίπτωση. Το τελευταίο διάστημα, μια μερίδα ανθρώπων, ιδιαίτερα απόγονοι Αρμενίων από την Ανατολία, απευθύνθηκαν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης για να βαπτιστούν.
Το Πατριαρχείο ήταν σχετικά απροετοίμαστο για να αντιμετωπίσει αυτό το ζήτημα. Όρισε, λοιπόν, μια εξάμηνη διαδικασία εκπαίδευσης που θεωρεί απαραίτητη για την προετοιμασία των υποψηφίων που θα ενταχθούν στην Αρμενική Εκκλησία. Οι υποψήφιοι αισθάνονται άβολα με αυτήν τη διαδικασία, που είναι χρονοβόρα και έχει μεγάλο κόστος.
Σχεδόν όλοι τους κατοικούν στην Ανατολία και δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τα μαθήματα που γίνονται στην Πόλη. Μελλοντικά, ίσως επιλεγεί μια πιο πρακτική διαδικασία. Ένας αριθμός απογόνων εξισλαμισμένων Αρμενίων δηλώνει ότι δεν έχει σημασία η εθνική ρίζα και η θρησκεία και συνεχίζει τη ζωή του σεβόμενος την πολυπολιτισμικότητα. Υπάρχουν και εκείνοι που, φοβούμενοι τον αποκλεισμό, αρνούνται την ταυτότητά τους και πολλές φόρες επιδεικνύουν υπέρμετρα το πόσο μουσουλμάνοι και Τούρκοι είναι!

Σε ένα άρθρο σας το 2015 με τίτλο « Ένα αναπόφευκτο ταξίδι» είχατε γράψει τα εξής λόγια: «Είμαστε ακόμη στην αρχή αυτού του δύσκολου αλλά αναπόφευκτου ταξιδιού». Μπορείτε να μας δώσετε το πλαίσιο του νοήματος αυτής της φράσης;
Η αλήθεια είναι ότι αργήσαμε πολύ να κοιτάξουμε κατάματα και με ειλικρίνεια το 1915. Πέρασαν 100 χρόνια και εμείς μόλις τώρα θέτουμε ερωτήματα και προβληματισμούς. Παρόλα αυτά, ανοίξαμε μια χαραμάδα στην πόρτα και κάνουμε δύσκολες ερωτήσεις για να ανακαλύψουμε την αλήθεια. Μια από τις δικές μου νέες ερωτήσεις αφορά την περίοδο της Γενοκτονίας˙ όταν η γιαγιά μου ήταν θύμα αυτής της κατάστασης, τι έκανε η πλευρά του παππού μου; Κι αυτό το επίπονο ταξίδι θα συνεχιστεί. Αυτό το κράτος αν δεν απαντήσει σε όλα αυτά τα ερωτήματα και δεν λογοδοτήσει, δεν θα μπορέσει να αλλάξει. Τα όσα έγιναν το 1915 επαναλαμβάνονται και σήμερα στην Τουρκία με τους Κούρδους, με τις γυναίκες, με την αντιπολίτευση, και αυτό θα συνεχιστεί. Η Τουρκία δεν πρόκειται να γαληνέψει αν δεν αντιμετωπίσει με ειλικρίνεια τις εγκληματικές πράξεις που διέπραξε και να τις καταδικάσει. Η προηγούμενη γενιά δεν μίλησε, σώπασε, αλλά η νέα γενιά άρχισε την αναζήτηση και νιώθει την ανάγκη να αναδείξει την πραγματικότητα. Έχω πίστη σε αυτήν τη νέα γενιά. Θέλω να προσθέσω κάτι που θεωρώ πολύ σημαντικό. Μέχρι χθες ακούγαμε τις ιστορίες των θυμάτων, όπως της γιαγιάς μου. Σήμερα στην Τουρκία ακούγονται ιστορίες και από τα εγγόνια των δραστών της Γενοκτονίας και αυτό είναι πολύ σημαντικό για το μέλλον. Μπήκαμε σε αυτόν το δρόμο και κανείς δεν μπορεί να μας γυρίσει πίσω.