Μικρά παιδιά που λιμοκτονούν σ’ έναν δρόμο της Μοσούλης. Άρμιν Βέγκερ, Οκτώβριος του 1916.
Nαζίκ Τζαμουζιάν
Περιοδικό «Aρμενικά» Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2014. Τεύχος 82
Η Μοσούλη, η δεύτερη σε μέγεθος πόλη του Ιράκ, βρίσκεται στα βόρεια της χώρας, κοντά στον ποταμό Τίγρη και στην ιστορική πόλη Νινευή. Στα βόρεια σύνορα της Μεσοποταμίας, υπήρχαν αρμενικές παροικίες ήδη από τον 10ο αιώνα, όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατέλαβε τις περιοχές της Συρίας και της Μεσοποταμίας από το Χαλιφάτο. Οι κάτοικοι των περιοχών αυτών, άφησαν τα σπίτια τους κι ακολούθησαν το στρατό που οπισθοχωρούσε. Οι Βυζαντινοί έφεραν κι εγκατέστησαν εκεί Αρμένιους, Έλληνες και Ασσύριους. Δυστυχώς, ο βίος αυτών των παροικιών ήταν πολύ βραχύς, καθώς στα μέσα του 10ου αιώνα, οι Σελτζούκοι καταλαμβάνουν το Ιράκ, και θύματα των αγριοτήτων τους είναι πρωτίστως οι Αρμένιοι. Αργότερα πλήττονται και πάλι, αυτή τη φορά από τους Μογγόλους, οι οποίοι καταλαμβάνουν την περιοχή το 1250. Τον 14ο αιώνα, η παροικία διαθέτει κληρικούς και εκκλησίες, οι οποίες όμως καταστρέφονται το 1397, μετά τις επιδρομές του Ταμερλάνου (Λενκ Τιμούρ).
Μετά το 1638, όταν ξεκινά η οθωμανική κυριαρχία που έμελλε να διαρκέσει τέσσερις αιώνες, εγκαθίσταται στη Μοσούλη ένας μικρός αριθμός Αρμενίων. Κάποιοι από αυτούς είναι δημόσιοι υπάλληλοι, άλλοι έμποροι, ενώ κάποιοι έρχονται για να γλυτώσουν από τις διώξεις. Αυτοί προέρχονται κυρίως από την επαρχία Σιίρτ, τη Ντόκα το Ντικρανακέρτ και άλλες περιοχές. Λόγω της γειτνίασης με την ιστορική Νινευή, την περιοχή επισκέπτονται συχνά ξένοι περιηγητές και τουρίστες ήδη από τον 16ο αιώνα. Πολλοί από αυτούς κατόπιν μαρτυρούν την ύπαρξη χριστιανικών και μάλιστα αρμενικών κοινοτήτων. Καθώς αρχικά ο αριθμός των Αρμενίων είναι μικρός, δεν έχουν εκκλησίες και χρησιμοποιούν αυτές των Ασσυρίων της περιοχής. Το 1851 χτίζεται προσωρινά ένα μικρό εκκλησάκι, ενώ το 1857 ανεγείρεται στη Μοσούλη ο ναός Σουρπ Ετσμιατζίν. Οι Αρμένιοι συσπειρώνονται γύρω από τον ναό, που λειτουργεί και ως πόλος διατήρησης της γλώσσας και της παράδοσης. Το 1910 η παροικία, που αποτελείται από 20-25 οικογένειες, αποκτά δημοτικό σχολείο. Δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία για τη διάρκεια ζωής του σχολείου αυτού. Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, κύματα προσφύγων καταφεύγουν στη Μοσούλη. Ανάμεσά τους υπάρχουν Αρμένιοι, Ασσύριοι, Νεστοριανοί, Κούρδοι και άλλοι. Άνθρωποι διωγμένοι από διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας, ταλαιπωρημένοι και βασανισμένοι. Επίσης πολλοί Αρμένιοι που είχαν γλιτώσει σαν από θαύμα από τις σφαγές και τις κακουχίες στην έρημο Ντερ Ζορ της Συρίας. Η κατάσταση των προσφύγων είναι τραγική. Η πείνα, οι κακουχίες και το χαμηλό ηθικό τους είναι απερίγραπτα, με αποτέλεσμα να καταγράφονται περίπου δέκα θάνατοι την ημέρα. Στην περιοχή Σιντζάρ, που βρίσκεται σε απόσταση 100 χιλιομέτρων δυτικά της Μοσούλης, όπου κατοικούν ως επί το πλείστον Γεζιντί, το 1915 βρίσκουν καταφύγιο πολλοί Αρμένιοι οι οποίοι είχαν γλιτώσει από τον εφιάλτη της Ντερ Ζορ. Στους ανθρώπους αυτούς προσφέρουν καταφύγιο και περίθαλψη οι κάτοικοι της περιοχής. Το 1920 οι Αρμένιοι της Μοσούλης ανέρχονται σε τρεις με τέσσερις χιλιάδες. Είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη ύπαρξης ενός σχολείου. Ένας Αρμένιος παραχωρεί τμήμα του σπιτιού του, για να χρησιμοποιηθεί ως σχολείο. Οι μαθητές που φοιτούν σ’ αυτό είναι 110. Λίγα χρόνια μετά, η έδρα του σχολείου μεταφέρεται σε κάποιες αίθουσες που βρίσκονται στον περίβολο της εκκλησίας και έτσι, λειτουργεί μέχρι το 1926. Το 1927 νοικιάζεται ένα κτήριο σε μια περιοχή όπου κατοικούν πολλοί Αρμένιοι και μεταφέρονται εκεί οι έξι τάξεις του δημοτικού και το νηπιαγωγείο. Καθώς είναι έκδηλη η επιθυμία απόκτησης ιδιόκτητου σχολείου στα μέλη της παροικίας, αγοράζεται ένα οικόπεδο στο κέντρο της πόλης, όπου και ανεγείρεται διώροφο κτήριο. Εκεί, το 1934 ξεκινά η λειτουργία του σχολείου και συνεχίζεται ως το 1974, οπότε και κρατικοποιούνται τα σχολεία που ανήκουν σε κοινότητες. Το 1960 ιδρύεται στη Μοσούλη παράρτημα της Ένωσης Αρμενίων Αθλητών «Χομενετμέν», το οποίο είχε έντονη δραστηριότητα για δεκαετίες. Το 1950 ο ναός του Σουρπ Ετσμιατζίν έχει συμπληρώσει σχεδόν έναν αιώνα ζωής. Είναι φανερό πως χρειάζεται συντήρηση και ανακαίνιση, καθώς το θέαμα που παρουσιάζει δεν είναι καθόλου ευχάριστο. Αποφασίζεται αντί ανακαίνισης να ανεγερθεί ένας νέος ναός στην ίδια περιοχή, που ονομάζεται επίσης Σουρπ Ετσμιατζίν. Ο ναός χτίζεται τελικά το 1968. Καθώς η πόλη επεκτείνεται σταδιακά, όλο και περισσότεροι Αρμένιοι απομακρύνονται από το κέντρο. Η περιοχή γύρω από την εκκλησία εγκαταλείπεται από τους Αρμενίους. Ξεκινά η αναζήτηση οικοπέδου, όπου θα χτιστεί σύγχρονο συγκρότημα πολλαπλών χρήσεων, που θα περιλαμβάνει και εκκλησία. Το 1993, ικανοποιώντας το αίτημα της αρμενικής κοινότητας, η πολιτεία παραχωρεί τελικά ένα οικόπεδο στην αριστερή όχθη του ποταμού Τίγρη. Τα θεμέλια της εκκλησίας μπαίνουν το 2001. Το έργο είχε σχεδόν ολοκληρωθεί το 2004, όταν ο ναός έγινε στόχος και βομβαρδίστηκε. Το 2003, μετά την κατάρρευση του καθεστώτος, οι περίπου 1500 Αρμένιοι της Μοσούλης μαζί με κατοίκους άλλων χριστιανικών κοινοτήτων δέχονται πιέσεις και εγκαταλείπουν την περιοχή. Ένα τμήμα τους εγκαθίσταται στις κουρδικές περιοχές στο βόρειο Ιράκ, όπου υπάρχει σχετικά μεγαλύτερη ασφάλεια. Ένα άλλο τμήμα κατευθύνεται στη Συρία, με σκοπό να μεταναστεύσει σε άλλες χώρες. Με πρωτοβουλία της αρμενικής αρχιεπισκοπής του Ιράκ και τη βοήθεια των ιθυνόντων των κουρδικών περιοχών του βορείου Ιράκ, κατασκευάζονται κατοικίες και παραχωρούνται στους Αρμενίους που είχαν εγκαταλείψει τη Μοσούλη. Οι κατοικίες αυτές κατασκευάζονται στην κωμόπολη Καραμανλής, η οποία βρίσκεται 35 χιλιόμετρα ΝΑ της Μοσούλης και κατοικείται από χριστιανούς. Στην περιοχή υπήρχε αρμενική κοινότητα ήδη από τον 14ο αιώνα. Πότε και γιατί εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της δεν είναι γνωστό. Το πιθανότερο είναι να την εγκατέλειψαν λόγω των επιδρομών διαφόρων φυλών. Είναι οι ίδιοι Κούρδοι ιθύνοντες που ανοικοδομούν το χωριό Χαβρέζ και φροντίζουν ώστε να μεταφερθούν εκεί αρμενικές οικογένειες από τη Μοσούλη. Το χωριό Χαβρέζ (που στα κουρδικά σημαίνει εκδίκηση) βρίσκεται περίπου 65 χιλιόμετρα βόρεια της Μοσούλης. Το 1923 είχαν εγκατασταθεί εκεί πρόσφυγες από την περιοχή του Βασπουρακάν. Το 1974-1975 το χωριό είχε καταστραφεί λόγω των συγκρούσεων του ιρακινού στρατού με την κουρδική πολιτοφυλακή. Με τα σημερινά δεδομένα, ο αριθμός των Αρμενίων στη Μοσούλη έχει μειωθεί δραματικά. Το ισλαμικό καθεστώς απαίτησε από τους χριστιανικούς πληθυσμούς είτε να εξισλαμιστούν, είτε να πληρώσουν θρησκευτικό φόρο, αλλιώς θα θανατωθούν. Κατόπιν τούτου, οι ελάχιστες αρμενικές οικογένειες που είχαν απομείνει στη Μοσούλη εγκατέλειψαν την πόλη και κατευθύνθηκαν στις κουρδικές περιοχές.
|