Οι Αρμένιοι της Ξάνθης |
Οβαννές Γαζαριάν Τεύχος: Aπρίλιος-Ιούνιος 2011
Το κείμενο είναι βασισμένο στην ομιλία του ιστορικού και συγγραφέα Δρ. Πέτρου Γεωργαντζή, κατά την εκδήλωση για την 85η επέτειο των θυρανοιξίων του Ι. Ναού των Αρμενίων Ξάνθης, στις 26-3-2011
Η γέφυρα του Νέστου είναι η δίοδος, το πέρασμα, το σύνορο που αφού το πατήσεις πιάνεις Θράκη. Ο αέρας, οι μυρωδιές, τα χρώματα του τοπίου αλλάζουν. Μια άπλα κι ένας ατέρμονος ορίζοντας κάνουν τα μάτια να κιαλάρουν απίστευτης ευκρίνειας και ομορφιάς τοπία, ανθρώπους, συνήθειες και πολιτισμό. Η πρώτη πόλη που συναντάς είναι η Ξάνθη, στην οποία μιναρέδες και μουσουλμάνες με παραδοσιακές φορεσιές, διασταυρώνονται με εκκλησίες και αυτοκίνητα υβριδικής τεχνολογίας. Έλληνες, Τούρκοι, Πομάκοι, Αρμένιοι και Αθίγγανοι δημιουργούν ένα χαρμάνι διαπολιτισμικότητας που όμοιο του δεν συναντάς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Μέρος αυτής της διαπολιτισμικότητας και οι Αρμένιοι, η σχέση των οποίων με τη Θράκη μνημονεύεται έντονα ήδη από τα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Πολλές δεκάδες χιλιάδων Αρμενίων κατά περιόδους εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη Θράκη, άλλοτε εκούσια κι άλλοτε ακούσια. Ήταν εγκατεστημένοι στην ύπαιθρο και στις πόλεις πολύ πριν εμφανισθούν στον ορίζοντα οι οθωμανοί κατακτητές.
Η πρώτη μαρτυρία για την ύπαρξη Αρμενίων στην Ξάνθη ανάγεται στο 1875-1880, οπότε μαρτυρούνται να υπάρχουν εγκατεστημένες 18-20 οικογένειες με συνολικά 52 μέλη. Η διαβίωσή τους στην τότε πόλη του καπνού και του πλούτου είναι κατά πάσα πιθανότητα προγενέστερη. Στην πλειοψηφία τους είναι τεχνίτες, καπνεργάτες, μικροέμποροι και υπάλληλοι καπνεμπόρων, ενώ δεν μαρτυρούνται άλλα στοιχεία για την εν γένει ζωή και δραστηριότητά τους. Σε έκθεση του έλληνα γενικού επιθεωρητή σχολείων Δ. Σάρρου το 1906 αναγράφεται να υφίστανται στην Ξάνθη 20 οικογένειες. Σε ταυτόχρονη απογραφή του ελληνικού Προξενείου Ανδριανουπόλεως αναφέρονται στην Ξάνθη 100 Αρμένιοι, ενώ στην τουρκική στατιστική απογραφή αναφέρονται μόλις 37. Σύμφωνα με άλλη αναλυτικότερη και πλέον εμπεριστατωμένη απογραφή του 1907 υπήρχαν 6 μόνιμοι και 113 παρεπίδημοι. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την εγκατάστασή τους εκεί μετά τη γενοκτονία του 1915. Εξάλλου την εποχή εκείνη η Ξάνθη, όπως και όλη η Ανατολική Μακεδονία και Δυτική Θράκη, βρισκόταν κάτω από το βουλγαρικό ζυγό, οπότε εξαναγκάσθηκαν Έλληνες και Αρμένιοι που ζούσαν εκεί μέχρι τους βαλκανικούς πολέμους του ’12-’13 να φύγουν πέραν του Νέστου και να διασκορπιστούν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αμέσως μετά την απελευθέρωσή της, τον Οκτώβριο του 1919, μαζί με τους Έλληνες παλαιούς κατοίκους της επέστρεψαν και οι παλαιοί Αρμένιοι αυτής. Δεν υπάρχει ο ακριβής αριθμός των παλιννοστούντων, γιατί στο διάστημα της επταετίας 1913-1919 πολλοί από αυτούς είτε απεβίωσαν, είτε δεν αποφάσισαν να επιστρέψουν φοβούμενοι μήπως επαναληφθεί η προσάρτηση της Θράκης και πάλι στη Βουλγαρία, είτε διότι είχαν δημιουργήσει βάσεις εργασίες στις νέες τους πατρίδες. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, όμως, το 1922 και με την κατάρρευση του μετώπου περίπου 3000 Αρμένιοι έφθασαν στην πόλη και στις γύρω περιοχές. Η πλειοψηφία αυτών σύμφωνα με κάποια ενδεικτικά στοιχεία που καταγράφονται σε βιβλία δαμαλισμού μαθημάτων της αρμενικής κοινότητας των ετών 1929 και 1930, κατάγονταν από τις περιοχές Γενή Σεχίρ, Ερζερούμ, Εσκή Σεχίρ, Ικόνιο, Κιουτάχεια, Μάλγαρα, Νικομήδεια, Προύσα, Σεβάστεια, Σαμπίν Καραχισάρ, Κεμάχ, Ανδριανούπολη, Σμύρνη και Κωνσταντινούπολη. Αμέσως με την εγκατάστασή τους φρόντισαν να δημιουργήσουν μια μικρή εκκλησία για τις θρησκευτικές λατρευτικές τους ανάγκες. Για το λόγο αυτό το επόμενο έτος το 1923 έκαναν αίτηση προς την ελληνική κυβέρνηση (η οποία προηγουμένως τους είχε παραχωρήσει τροφή, ρούχα και σπίτια για τη διαμονή τους) να τους παραχωρηθεί ένα κτίριο προκειμένου να δημιουργήσουν το λατρευτικό τους χώρο. Η απάντηση ήταν απροσδόκητα αρνητική, οπότε ο αρμένιος καπνέμπορος Τακβόρ Τακβοριάν παραχώρησε ένα χώρο στις καπναποθήκες του ώστε να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό. Επίσης, δώρισε στην αρμενική κοινότητα της Ξάνθης το ποσό των 10.000 δραχμών ως ετήσια συνεισφορά. Η πρώτη λειτουργία αυτού του ναού των καπναποθηκών έγινε στις 5 Ιανουαρίου 1923 ημέρα παραμονής των Χριστουγέννων και τη λειτουργία τέλεσε ο ιερέας Μαργκός Τοβαγιμιάν. Τo 1924 αγοράστηκε οικόπεδο προς ανέγερση του ναού και σχολείου και τον Ιανουάριο του 1925 συγκροτήθηκε επιτροπή για τη συλλογή χρημάτων. Έτσι στις 2 Οκτωβρίου 1925 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος του αφιερωμένου στην Παναγία ιερού ναού και στις 30 Μαρτίου 1926 τελέσθηκαν τα θυρανοίξια και η πρώτη θεία λειτουργία ενώ τα επίσημα εγκαίνια έγιναν τον επόμενο χρόνο στις 17 Απριλίου 1927, Κυριακή των Βαΐων. Η λειτουργία του με εξαίρεση κάποια δυσάρεστα γεγονότα κατά τη βουλγαρική κατοχή του 1941-1944 είναι αδιάλειπτη μέχρι και σήμερα. Αρχικά είχε μόνιμο ιερέα, ενώ από το 1957 και εφεξής έχει περιοδεύοντα που λειτουργεί μια φορά το μήνα. Παράλληλα με την ανέγερση της εκκλησίας την ίδια χρονιά στον προαύλιο χώρο της, φτιάχθηκε και σχολείο με νηπιαγωγείο και πλήρες δημοτικό, αρχικά πενταθέσιο και από το 1929 εξαθέσιο. Βέβαια, σχολείο στην Ξάνθη λειτουργούσε από το 1880 και στεγαζόταν σε σπίτια Αρμενίων με δάσκαλο που έφερναν από την Πόλη. Το 1885 μνημονεύεται να έχει 15 μαθητές. Κλείνει το 1893 με διαταγή του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ. Λίγο αργότερα με πρωτοβουλία αρμενίων νέων δημιουργήθηκε σύλλογος ο οποίος με τις συνδρομές των μελών του νοίκιασε ένα χώρο και από το 1895 άρχισε η επαναλειτουργία του σχολείου. Έτσι το 1904 μαρτυρείται να λειτουργεί σχολείο με 30 μαθητές και 3 δασκάλους, οι οποίοι πληρώνονταν από την αρμενική κοινότητα. Αυτό λειτούργησε μέχρι το 1913 οπότε οι Βούλγαροι μαζί με τα ελληνικά, έκλεισαν και το αρμενικό σχολείο της πόλης. Το 1920-21 ανασυστάθηκε και πάλι και στεγάσθηκε σε σπίτια, ενώ από την επόμενη χρονιά με τον ερχομό των προσφύγων λειτούργησε με δύο τάξεις σε χώρο που παραχωρήθηκε από μέλος της κοινότητας. Το σχολείο αυτό είχε κατά το 1923 121 μαθητές, το 1929 132, ενώ στη μεγαλύτερη ακμή του το 1933 έφθασε τους 160 μαθητές. Το 1940 άρχισε με 69 μαθητές, αλλά λόγω του πολέμου έκλεισε για να ανοίξει και πάλι το 1944 με τέσσερις τάξεις και 60 μαθητές και τον επόμενο χρόνο με 5 τάξεις και 78 μαθητές. Με την παλλινόστηση, όμως, 270 Αρμενίων της Ξάνθης στην πατρίδα, το 1947 έπαυσε να λειτουργεί. Έκτοτε λειτουργεί εβδομαδιαίο σχολείο κάθε Σάββατο στη λέσχη της κοινότητας με 35 περίπου μαθητές. Το 1923 δημιουργήθηκε ο πρώτος ληξιαρχικός κατάλογος και απέκτησαν την ελληνική υπηκοότητα 600 άτομα. Το 1925 δημιουργείται επιτροπή ορφανών και τακτοποιεί σε διάφορες οικογένειες 30 από τα 35.000 ορφανά Αρμενόπουλα που στάλθηκαν από τις χαμένες πατρίδες. Έτσι σύμφωνα με την επίσημη απογραφή του 1928 στην Ξάνθη υπήρχαν 900 Αρμένιοι ενώ το 1937, 861. Το 1924 δημιουργείται ο πρώτος επίσημος σύλλογος με την επωνυμία «Αρμενική Νεολαία Ξάνθης» με 45 μέλη και 8μελές διοικητικό συμβούλιο. Σκοπός τους η σωματική, διανοητική και ηθική ανάπτυξη των μελών του. Αργότερα ο εν λόγω σύλλογος έφθασε να έχει 200 μέλη και το 1929 αναγνωρίστηκε επίσημα από την ελληνική πολιτεία. Επίσης, δημιούργησε βιβλιοθήκη η οποία ξεκίνησε με 65 βιβλία και έφθασε τα 908 από τα οποία τα 284 ήταν ξενόγλωσσα. Είχε 10.920 αναγνώστες-δανειστές και κατά μέσο όρο δανείζονταν 91 βιβλία κάθε εβδομάδα. Σχεδόν ταυτόχρονα δημιουργείται και η Φιλαρμονική μπάντα. Δίνονται ρεσιτάλ τραγουδιού, παραστάσεις, διαλέξεις και ομιλίες. Το 1926 υπήρχε 50μελής χο-ρωδία η οποία πραγματοποιούσε εξαιρετικές εμφανίσεις. Στο πιάνο τους συνόδευε η Άννα Αλτουνιάν που υπήρξε αργότερα η πρώτη δασκάλα στο πιάνο του παγκοσμίου φήμης ξανθιώτη μουσικοσυνθέτη Μάνου Χατζηδάκη. Την ίδια χρονιά με την ίδρυση της Αρμενικής Νεολαίας ιδρύεται και η ποδοσφαιρική ομάδα των Αρμενίων με την ονομασία «Γκάιτζ» που απαρτίζεται από 30 αθλητές και έχει δικό της αθλητικό κέντρο, προκειμένου να αθλούνται οι νέοι κυρίως καπνεργάτες που μαστίζονταν και από τη φυματίωση. Το χώρο ευγενικά παραχώρησε ο Γκιραγκός Παρτεμιάν. Ταυτόχρονα υπήρχαν ομάδες βόλεϊ (ανδρών και γυναικών), μπάσκετ και ομάδα κλασικού αθλητισμού, όλες με μεγάλες επιτυχίες στους αγώνες που έδιναν. Το 1927 ιδρύθηκε ορχηστρική ομάδα από νέους ενώ δυο χρόνια αργότερα και συγκρότημα μουσικής τζαζ που έδινε άλλη λάμψη στις χοροεσπερίδες. Επίσης, υπήρχε θεατρική ομάδα η οποία έφθασε στην ακμή της το 1931-32, δίνοντας πλήθος παραστάσεων. Στον οικονομικό κι επιστημονικό τομέα οι Αρμένιοι της Ξάνθης, συγκριτικά με τον αριθμό τους διακρίνονταν για τις επιδόσεις τους. Από τα 12 φαρμακεία της πόλης τα μισά ανήκαν σε Αρμενίους, υπήρχαν 5 αρμένιοι γιατροί και πλείστοι άλλοι επαγγελματίες όπως καπνέμποροι, υφασματέμποροι, χρυσοχόοι, υποδηματοποιοί, σιδεράδες και καπνεργάτες. Ο πόλεμος του 1940 και η κατοχή 41-44 πλήττει εξίσου Έλληνες και Αρμενίους στη Θράκη. Η ζωή τους μπορεί να περιγραφεί με ξυλοδαρμούς, απειλές, πείνα και θανατώσεις, με εφόδους και συλλήψεις ομήρων, μεταφορά τους σε «τάγματα εργασίας» (ντουρντουβάκια) στη Βουλγαρία. Η μόνη λύτρωση ήταν να πολιτογραφηθούν Βούλγαροι (να βουλγαρογραφούν όπως έλεγαν τότε), κάτι που ελάχιστοι έκαναν. Η απελευθέρωση του 1944 βρίσκει τους Αρμενίους αποδεκατισμένους και καθημαγμένους. Παρόλα αυτά εξακολουθούν να είναι μια σχετικά πολυπληθείς κοινότητα μέχρι το 1946, οπότε σύμφωνα με την τότε απογραφή είχε δυναμικό 516 ατόμων. Τον επόμενο χρόνο όμως ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς, περίπου 270 άτομα, παλιννόστησε στην Αρμενία με συνέπεια η κοινότητα να συρρικνωθεί δραματικά, πόσο μάλλον όταν από το 1948 ο εμφύλιος, η φτώχεια και γενικώς οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης ειδικά στη Βόρειο Ελλάδα έστειλαν έναν εξίσου μεγάλο αριθμό Αρμενίων στη μετανάστευση με αποτέλεσμα να μην ξεπερνούν πλέον τις μερικές δεκάδες. Το 1989 είχε μόλις 29 οικογένειες με 78 άτομα. Σήμερα μετά την εγκατάσταση νεο-προσφύγων από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ μεταξύ των οποίων ήταν και πολλοί Αρμένιοι κυρίως της Αρμενίας αλλά και της διασποράς στις εν λόγω χώρες ο αριθμός ανέρχεται στους 1300 περίπου, από τους οποίους 65 είναι γηγενείς τρίτης, αν μη παλαιότερης γενιάς, ενώ από τους υπόλοιπους μόνο ένα μικρό ποσοστό, περίπου 100 ατόμων, είναι συνδεδεμένα με τον παλαιό κορμό της κοινότητας και συμμετέχουν στις εργασίες της. Σήμερα οι Αρμένιοι της Ξάνθης αποτελούν μια μικρή μεν αλλά θαυμαστή και πολύ δυναμική κοινότητα. Διατηρούν άσβεστη τη φλόγα της αλησμόνητης πατρίδας, δεν αφήνουν να ξεχαστεί το χθες, οι παραδόσεις και η ιστορία. Με υπομονή και επιμονή προσπαθούν να μεταδώσουν την αρμενική κληρονομιά τους στα παιδιά και στα εγγόνια τους. Τέλος, με την εργατικότητα και τη διάθεσή τους για πρόοδο και δημιουργία, όπως είπε στην ομιλία του για την 85η επέτειο των θυρανοιξίων του Ιερού Ναού της Παναγίας ο ιστορικός και συγγραφέας Δρ. Πέτρος Γεωργαντζής: «Είναι κυριολεκτικά κόσμημα και σέμνωμα της Ξάνθης».
|