Συννεφιασμένες Κυριακές... Εκτύπωση E-mail

armenioi proskopoi 1946Εκδρομή Αρμενίων προσκόπων (Αθήνα 1946)

 

Μικρές ιστορίες Αρμενίων που μετανάστευσαν από την Ελλάδα στη μακρινή Αργεντινή

Ρικάρντο Γεργκανιάν
Ιανουάριος- Μάρτιος 2016, τεύχος 88

Είναι μια συννεφιασμένη Κυριακή του 1956 στο Μπουένος Άιρες. Η μέρα της επίσημης έναρξης της λειτουργίας του προσκοπικού σώματος «Αραράτ» του Χομενετμέν. Στο γήπεδο όλα είναι έτοιμα για την τελετή και ο κόσμος ανυπομονεί να δει την παρέλαση. Στην εξέδρα βρίσκονται οι επίσημοι προσκεκλημένοι, τα μέλη του Δ.Σ. και ο Ντερ Σαβάρς, ο ιερέας που θα ευλογήσει την εκδήλωση. Δίπλα του ο «γεχπάιρ» Γκαρμπίς και ο «γεχπάιρ» Μπαρούιρ, αρχηγοί και ιδρυτές του σώματος. Και οι τρεις τους γνωρίζονται από παλιά. «Άντε, και καλή αρχή», λένε μεταξύ τους, αλλά όχι στα αρμενικά ούτε στα ισπανικά. Έχουν φτάσει από την Ελλάδα λίγα χρόνια πριν -μαζί με χιλιάδες αρμένιους μετανάστες- στη «γη της επαγγελίας», τη μακρινή Αργεντινή και συνεχίζουν το έργο του αρμενικού προσκοπισμού που έμαθαν στην Αθήνα. Εξήντα ολόκληρα χρόνια τώρα, οι διάφορες γενιές οφείλουν σε αυτούς –μεταξύ άλλων- το "Επεράσαμε όμορφα" και το "Γιούπι για για", με αρμένικους στίχους. Το πρώτο στην ακριβή του μετάφραση. Το δεύτερο με λόγια αλλαγμένα και προσαρμοσμένα. Έπρεπε να περάσουν δεκαετίες μέχρι να ανακαλύψω την καταγωγή αυτών των τραγουδιών. Την πρώτη φορά που άκουσα στα ελληνικά από έναν, άγνωστο για μένα, ασπρομάλλη-μακρυμάλλη τραγουδιστή το "Τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά…", ξαφνιάστηκα και χάρηκα. Αρχές του 1969, λυκόπουλο στα εννέα μου και στην πρώτη κατασκήνωση, είχα μάθει –χωρίς να το ξέρω- ένα αντάρτικο τραγούδι.

***

Μεταξύ των πρώτων ελληνικών λέξεων που μαθαίνω από τους γονείς μου είναι «ο μικρός» και «η παρέα». Την πρώτη τη λένε κάθε φορά που δεν πρέπει να καταλάβω κάτι όσον αφορά εμένα. Η δεύτερη είναι πανταχού παρούσα στην κοινωνική μας ζωή. (Ετυμολογικά περίεργη λέξη. Προέρχεται από την ισπανική «παρέχα» που σημαίνει ζευγάρι, ταίρι, και έχει περάσει στα ελληνικά με τη γνωστή έννοια, όταν στα ισπανικά δεν υπάρχει ένας όρος για να αποκαλέσεις μια ομάδα φίλων…) Η παρέα λοιπόν, μαζεύεται συχνά, ειδικά τις αργίες και τα σαββατοκύριακα. Αποτελείται από τριαντάρηδες και σαραντάρηδες, οι περισσότεροι ζευγάρια με παιδιά. Είναι όλοι τους πρώτη γενιά παιδιών από επιζώντες της γενοκτονίας του 1915 ή του 1922. Και όλοι τους, ανεξαιρέτως, γεννημένοι στην Ελλάδα. Μιλούν αρμενικά μεταξύ τους και τους κακοφαίνεται που οι περισσότεροι «ντόπιοι» έχουν γίνει «ισπανόφωνοι». Όταν μαζεύονται, όμως, κοροϊδεύουν ή λένε αστεία στα ελληνικά. Έχουν και μια περίεργη χειρονομία με ανοιχτές παλάμες που δεν φαίνεται να σημαίνει κάτι καλό. Και πάνω απ’ όλα, τραγουδάνε και γλεντάνε σχεδόν αποκλειστικά στα ελληνικά. Μια λεπτομέρεια: είναι στην πλειοψηφία τους «Κοκκινιώτες» και «Φιξετσίδες», με ελάχιστες εξαιρέσεις από τη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα. Ο «Σιμονίγκ» παίζει το ακορντεόν ή το μπουζούκι. Τραγουδάνε όλοι μαζί με πάθος και χαρά το "Ένα βράδυ που ‘βρεχε", το "Άλλα μου λεν τα μάτια σου", το "Μαντουβάλα". Με το "Δεν είμαι ο Γιώργος που αγαπούσες μια φορά" γίνεται χαμός, ειδικά όταν τα βάσανάαα μας λέγαμε…. Γύρω τους έχουν το «κοινό» που θαυμάζει τον τρόπο με τον οποίο γλεντάνε. Είναι η παρέα των μικρών, των παιδιών τους, που δεν καταλαβαίνουν τις λέξεις, αλλά έχουν μάθει απ’ έξω όλο το ρεπερτόριο. Δεν είναι τα "παιδιά του Πειραιά", και όμως τρελαίνονται μόλις το ακούνε από τις μητέρες τους.

***

Και στο σχολείο μας –το Χριμιάν- έχουμε «εκπροσώπους» από την Ελλάδα. Η κυρία Ελίζ και η κυρία Μπαϊτζάρ, δασκάλα και διευθύντρια των αρμενικών. Μέχρι και η κυρία Μαντλέν, που κατάγεται από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ξέρει ελληνικά. Αρχές της δεκαετίας του ’70, πρέπει να ετοιμάσω την παρουσίασή μου για το μάθημα της γεωγραφίας της Στ’ δημοτικού. Έχω επιλέξει ως θέμα την Ελλάδα. Πηγαινοέρχομαι στην πρεσβεία για να μαζέψω φυλλάδια, τουριστικούς οδηγούς και φωτογραφίες. «Μα, εσύ παιδί μου γεννήθηκες εκεί;» ρωτάει η κυρία Σέλφα, έκπληκτη από την οικειότητα με την οποία παρουσιάζω στους συμμαθητές μου τα διάφορα αξιοθέατα της χώρας… Περίπου την ίδια εποχή έρχεται στο σχολείο η Μαίρη. Μετά από τον θάνατο του πατέρα της στην Αθήνα, εγκαθίστανται οικογενειακώς στην Αργεντινή. Είναι, ίσως, οι τελευταίοι μετανάστες από την Ελλάδα. Θέλω να της μιλήσω, να δω έναν άνθρωπο που μόλις ήρθε από εκεί. «Ξέρω κάτι λίγα ελληνικά». Της τα λέω και χαίρεται. «Ξέρω και πολλά τραγούδια». Επιμένει να της πω ένα. Το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό είναι το "Τώρα που σ’ έχασα, ένιωσα τι ήσουν για μένα…", ένα ελληνικό ερωτικό τάγκο του 1949 που το είχα μάθει από τη μητέρα μου. Η κοπέλα, που αντίθετα από μένα καταλαβαίνει τις λέξεις, κοκκινίζει. «Πάντως, τα λες με καλή προφορά…»

***

Το αθάνατο ελληνικό τραγούδι ακούγεται και στο σχολικό λεωφορείο μέσα στο οποίο περνάμε αρκετές ώρες την ημέρα, λόγω αποστάσεων της μεγαλούπολης. Είναι τα αδέλφια Κιραζιάν που τα ξέρουν όλα. Και πώς να μην τα ξέρουν; O πατέρας τους είναι ιδιοκτήτης του κέντρου «Ζόρμπα ελ γκριέγκο» (Οι περισσότεροι θαμώνες του μαγαζιού είναι ναύτες, που κατεβαίνουν στο λιμάνι από τα εμπορικά ελληνικά καράβια, και μέλη της «ελληνο-αρμενικής κοινότητας» του Μπουένος Άιρες). Έτσι, αυτοί οι δυο, μαζί με τον Ρομπέρτο –άλλος «μάγκας»- και εμένα, αποτελούμε μια χορωδία φάλτσων που σπάμε τα νεύρα των άλλων μαθητών, και προπαντός του οδηγού, τραγουδώντας συχνά πυκνά το "Έφυγες και πήγες μακριά", το "Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά" και το αγαπημένο μας, "Του Βοτανικού ο μάγκας". Ο καημένος δεν καταλαβαίνει γρι ελληνικά –όπως και εμείς άλλωστε- αλλιώς σίγουρα θα μας έλεγε κάτι σαν το «Θα σου δείξω εγώ Ζαμπέτα πώς την παίζουν την τρομπέτα…». Αργότερα ανοίγει το κέντρο «Καλησπέρα». Πάλι το ίδιο σκηνικό από θαμώνες. Ο ιδιοκτήτης είναι ο Γιάννης, ένας μουστακαλής με φάτσα Κρητικού, που παίζει μπουζούκι και τραγουδά, παίρνοντας «παραγγελιές» από αρμένιους «ρεμπέτες». Μαθαίνω τι σημαίνει η λέξη, αλλά δεν ξέρω ακόμα τι ακριβώς είναι η «παραγγελιά»… Εν τω μεταξύ, ο θείος μου τρέχει στο λιμάνι. Ήρθε καράβι από την Ελλάδα. Αυτός και αν έχει παραγγελίες. Όλο και κάτι ούζα ή ένα κουτί λακέρδας θα εξασφαλίσει. Του δίνουν και αρκετά βινύλια των 45 στροφών. Ακούω και αναρωτιέμαι γιατί του αρέσει τόσο πολύ αυτός ο «μεθύστακας» που λέει για ένα "βαπόρι απ’ την Περσία…"

***

Το 1968 φέρνει τη χαρά των παιδιών: εδώ και μέρες, το σχολείο μας παραμένει κλειστό. Δεν είναι διακοπές, απλά έχουμε πλημμύρες λόγω των συνεχόμενων δυνατών βροχών, και το «ριατσουέλο» -το ποταμάκι- έχει ξεχειλίσει, αυτήν τη φορά υπερβολικά. Όλη η περιοχή βρίσκεται κάτω από ογδόντα τουλάχιστον πόντους βρώμικου νερού. Η συνηθισμένη περιέργεια του πατέρα μου εκδηλώνεται για μια ακόμη φορά. «Πρέπει να πάμε να δούμε από κοντά». Το ταξί μας αφήνει στην γέφυρα «Αλσίνα». Είναι τα όρια της πρωτεύουσας με το ομώνυμο προάστιο όπου βρίσκεται το σχολείο. Πλησιάζουμε με τα πόδια όσο μπορούμε, μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο. Ξαφνικά, διακρίνω στο βάθος μια βάρκα στο νερό. Μέσα φαίνεται να είναι μια οικογένεια που προσπαθεί να σωθεί. Το σκηνικό ολοκληρώνεται όταν ακούω τον πατέρα μου να φωνάζει στα ελληνικά τον ορθόδοξο παπά, ο οποίος κουνάει με δύναμη τα κουπιά… Το θυμάμαι σαν το πιο σουρεάλ "Βγαίνει η βαρκούλα" που έχω ακούσει, μόνο που δεν ήταν του ψαρά αλλά του παπά…

***

Ο θείος –αδελφός του πατέρα μου- είναι μόλις 14 χρονών όταν οι δικοί μας έρχονται από την Ελλάδα το 1949. Είναι, όμως, πολύ δεμένος με την γενέτειρά του. Καλοκαίρι του 1970 δεν κρατιέται και ταξιδεύει για πρώτη φορά προς την Αθήνα. Τέσσερα χρόνια μετά ξανά, και ζει από κοντά τις εξελίξεις του Κυπριακού… Και τις δυο φορές, στην επιστροφή τα διηγείται όλα λεπτομερώς. Ποιος και τι έχει μείνει από τους γνωστούς και φίλους. Ποιος έχει φύγει για Καναδά και αλλού. Μου φέρνει δώρο ένα μαύρο τετράγωνο κουτί, είναι ένα κασετόφωνο Phillips. Και πολλές κασέτες με τα γνωστά παλιά τραγούδια και το νέο σουξέ, το Να ’τανε το ’21, με τη φωνή του Νταλάρα. Τα επόμενα χρόνια τα ακούμε κάθε μέρα στο σπίτι και στο μαγαζί, όπου τα μεσημέρια μαζεύονται οι γνωστοί για καφέ. «Καλώς τον Αγκόπ αγά», λέει ο θείος και τρέχει να ετοιμάσει τα φλιτζάνια. Έρχονται και οι άλλοι. Πάλι θα πουν ιστορίες από το Δουργούτι. Για όλους σχεδόν έχουν ένα παρατσούκλι. Λένε για την «νταρντάνα» Μαρί, για την «κουτσή» Μάρω κ.ο.κ. Η «πλάκα», όμως, αρχίζει όταν έρχεται ο «Γερμανός». Τζίμη τον λένε. Ξανθός, πάντα χαμογελαστός, μοιάζει σαν ηθοποιός του Χόλυγουντ και έχει μια απίστευτη ευκολία στο να κάνει μιμήσεις σε όλες τις γλώσσες, χωρίς να ξέρει καμιά. Τα ελληνικά τα μιλάει πολύ γρήγορα, σαν τους Έλληνες. Είναι η χαρά του πατέρα μου. Παίρνει τηλέφωνο τους εβραίους προμηθευτές του και λέει στον Τζίμη να μιλήσει μαζί τους -στα ισπανικά- κάνοντας την χαρακτηριστική προφορά ενός «εβραίου πελάτη». Το γέλιο πάει σύννεφο. Η κασέτα συνεχίζει και παίζει Ο Αντώνης, ο βαρκάρης. Όλοι τραγουδάνε. Αυτήν τη φορά, όμως, σιγανά.

***

Επικρατεί αναβρασμός στην παρέα. Έρχεται ο Θεοδωράκης –μαζί με την Φαραντούρη-για συναυλία στο Μπουένος Άιρες. Έχω ακούσει τον Τσιτσάνη, τον Μητσάκη, τον Βαμβακάρη, μέχρι και τον Χατζιδάκι. Τώρα είναι η σειρά του Μίκη. Ο πατέρας μου επιστρέφει ενθουσιασμένος από το κατάμεστο θέατρο, αλλά «δεν ήταν τα γνωστά μας», μου λέει. Στο τέλος έχει αγοράσει τρία βινύλια των 33 στροφών του διάσημου συνθέτη. Το στερεοφωνικό έπιπλο στο σαλόνι του σπιτιού δε σταματά να παίζει "Το τρένο φεύγει στις οχτώ", "Ο δικαστής", "Το γελαστό παιδί"… Αναβρασμός επικρατεί και στη χώρα. Είναι 1973 και η χούντα έχει καλέσει για εκλογές. Κερδίζουν οι «περονιστές» και ο εβδομηντάρης Περόν ετοιμάζεται να γυρίσει για να αναλάβει την τρίτη του προεδρία. Στις ειδήσεις ακούω για ένα «Πολυτεχνείο» και για φασαρίες στην Αθήνα με την χούντα των συνταγματαρχών. Τις Κυριακές ακούμε από το ραδιόφωνο «Λα ώρα γκριέγκα», μια εκπομπή με ελληνική μουσική και τα νέα από την Ελλάδα, που παρουσιάζει σε άριστα ισπανικά μια κυρία με ωραία φωνή. Η εκπομπή ξεκινά πάντα με μια όμορφη μελωδία που θυμίζει εξοχή. Χρόνια αργότερα μαθαίνω ότι λέγεται "Τσοπανάκος" και ότι είναι το σήμα της ΕΡΤ. Και για να καταλάβω πόσο μικρός είναι τελικά ο κόσμος, γνωρίζω την Κυρία Νίνα -αυτή με την ωραία φωνή- που έχει έρθει να ζήσει στην Αθήνα. Μαθαίνω ότι ήταν για πάρα πολλά χρόνια γραμματέας στην ελληνική πρεσβεία στην Αργεντινή. Συχνά σκέπτομαι ότι ίσως να είναι μια από εκείνες τις κυρίες που μου έδιναν τα φυλλάδια σε κάθε μου επίσκεψη.

***

Είναι χειμώνας του 1980 και επισκέπτομαι για πρώτη φορά την Αθήνα. Όλα μου φαίνονται γνωστά. Μου λένε ότι στην οδό Σφιγγός, εκεί όπου λειτουργεί ένα συνεργείο αυτοκινήτων, ήταν η παλιά μας εκκλησία. Λίγα μέτρα μακριά είναι το σημείο όπου ζούσαν οι δικοί μου. Την επόμενη χρονιά έρχομαι ξανά. Ο αγαπημένος μου φίλος, ο Ζιράιρ, μου έχει ετοιμάσει μια έκπληξη. «Θα σου αρέσει, είμαι σίγουρος» μου λέει. Το ίδιο βράδυ καθόμαστε σε ένα τραπέζι και μπροστά μας παίζουν και τραγουδούν ο Τσιτσάνης με την Μπέλλου. Δεν είναι πια εκείνος ο «μεθύστακας». Ακούω τη Συννεφιασμένη Κυριακή και τραγουδώ μαζί τους. Σήμερα, ακόμα δεν το πιστεύω…

 

 

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 31 επισκέπτες συνδεδεμένους