Η αρμενική κοινότητα της Κοκκινιάς Εκτύπωση E-mail

Kokkinia 1923

Παντελής Μάναλης

      Η έρευνα «Η αρμενική κοινότητα της Κοκκινιάς», η οποία εκδόθηκε με την ευγενική χορηγία του Δήμου Νίκαιας – Α.Ι. Ρέντη, προέκυψε ως φυσικό επακόλουθο της συμμετοχής μου σε Ομάδα Προφορικής Ιστορίας του ερευνητικού προγράμματος «Προσφυγικές γειτονιές του Πειραιά: από την ανάδυση στην ανάδειξη της ιστορικής μνήμης». Το εν λόγω πρόγραμμα υλοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και από το Εργαστήριο Αστικού Περιβάλλοντος της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, το διάστημα Ιανουάριος 2017-Απρίλιος 2018. Στην πραγματοποίηση της έρευνας συνέβαλε και η ευρύτερη ενασχόλησή μου με την τοπική ιστορία ως εκπαιδευτικός και υπεύθυνος Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης στη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Πειραιά.

Σκοπός της έρευνας είναι η διερεύνηση και η μελέτη της αρμενικής κοινότητας της Κοκκινιάς, από την εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή μέχρι κυρίως τη δεκαετία του ’60, κατά την οποία οι Αρμένιοι πρόσφυγες κατοχυρώθηκαν νομικά (παροχή ελληνικής ιθαγένειας, 1968) και ενσωματώθηκαν κοινωνικά (αστική αποκατάσταση).

Για την πραγματοποίηση της έρευνας αξιοποιήθηκαν τα εξής ερευνητικά εργαλεία: α) βιβλιογραφική ανασκόπηση (βιβλία, Τύπος, αρχεία, κ.ά.), β) έρευνα πεδίου σε γειτονιές της Κοκκινιάς (παρατηρήσεις, καταγραφές, μετρήσεις, φωτογραφήσεις, συνεντεύξεις) και γ) συνεντεύξεις προφορικής ιστορίας από πρόσφυγες και γηγενείς κατοίκους, για τη συλλογή προσωπικών μαρτυριών. Συνολικά συλλέχθηκαν είκοσι πέντε (25) μαρτυρίες, εκ των οποίων δεκαεπτά αντιστοιχούν σε Αρμένιους πρόσφυγες, τρεις σε Μικρασιάτες και πέντε σε γηγενείς.

Η έρευνα δομείται σε οκτώ κεφάλαια:

- Στο πρώτο γίνεται αναφορά στη συγκρότηση των πρώτων κοινοτήτων Αρμενίων στην Ελλάδα, πριν και μετά το 1922, στις πληθυσμιακές μεταβολές που συνέβησαν με το πέρασμα του χρόνου, και στις ενέργειες του ελληνικού κράτους για την παροχή ελληνικής υπηκοότητας. Εστιάζει δε, κυρίως, στη δημιουργία της αρμενικής κοινότητας στον Πειραιά.

- Στο δεύτερο κεφάλαιο προσδιορίζεται χωροταξικά η κοινότητα της Κοκκινιάς και εντοπίζονται οι περιοχές όπου δημιουργήθηκαν οι πρώτες αρμενικές εστίες.

Η πρώτη εγκατάσταση Αρμενίων προσφύγων, πριν από το 1922, εντοπίζεται νότια του ρέματος της Σούδας (σημερινή οδός Μπελογιάννη), στα όρια με τα Άσπρα Χώματα. Μετά το 1922, ακολουθεί η εγκατάσταση, σε παραπήγματα, των φτωχότερων στρωμάτων εκατέρωθεν του ρέματος (περιοχή Αρμένικα), μαζί με Μικρασιάτες πρόσφυγες. Οι πιο εύποροι Αρμένιοι εγκαθίστανται διάσπαρτα στην Παλιά Κοκκινιά και στο νότιο τμήμα της Νέας Κοκκινιάς. Καταγράφονται επίσης τρεις επιπλέον μικρής διάρκειας εστίες εγκατάστασης:

α) στην παραχωρηθείσα το 1922, από τον Δήμο Πειραιά, περιοχή Κουμούση-Πηγάδα, όπου τα περιβόλια της Παλιάς Κοκκινιάς συναντούσαν αυτά του Ρέντη. Εκεί λειτούργησε η πρώτη εκκλησία, Σουρπ Γκαραμπέτ, και το πρώτο σχολείο της κοινότητας, το Παναρμενικό (Χαμασκαΐν).

β) στην οδό Μεγάρων, όπου το στρατόπεδο Βελισσαρίου παραχωρήθηκε για εγκατάσταση Αρμενίων και Ελλήνων προσφύγων.

γ) στη Νεάπολη της Κοκκινιάς, βόρεια της οδού Γρηγορίου Λαμπράκη, κοντά στην πλατεία Διαμάντως Κουμπάκη, περιοχή που συνδέθηκε με τις εγκληματικές δραστηριότητες των Γερμανών κατακτητών και των ταγματασφαλιτών, την ημέρα του Μπλόκου της Κοκκινιάς (17/8/1944).

- Στο τρίτο κεφάλαιο διερευνώνται οι μορφές κοινωνικής οργάνωσης της αρμενικής κοινότητας της Κοκκινιάς, ο ρόλος των αρμενικών πολιτικών κομμάτων στη διαδικασία αυτής της οργάνωσης, καθώς επίσης οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων και η επαγγελματική τους ενασχόληση.

Βασικό χαρακτηριστικό των θεσμικών φορέων της κοινότητας είναι η δόμησή τους με κριτήρια πολιτικά και θρησκευτικά. Επίκεντρο αποτέλεσε η περιοχή γύρω από την ορθόδοξη αρμενική εκκλησία και τα πολιτιστικά κέντρα «Ζαβαριάν» και «Αραράτ». Οι ορθόδοξοι Αρμένιοι ανεγείρουν (θεμελίωση 1929, αποπεράτωση 1939) την εκκλησία του Αγίου Ιακώβου (Σουρπ Αγκόπ), στις σημερινές οδούς Αρμενικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και Φλωρίνης, στη θέση των Αγίων Πάντων, μιας ξύλινης αρμενικής εκκλησίας. Ιδρύουν δύο δημοτικά σχολεία: το σχολείο «Ζαβαριάν» του Αρμενικoύ Κυανού Σταυρού, (1927), επί των οδών Μπελογιάννη και Μυλασσών 18 στη Νίκαια, και την «Εθνική Αρμενική Σχολή» («Ασκαΐν», 1932), δίπλα στην ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Ιακώβου. Το 1927 ιδρύεται, από την κεντρική επιτροπή του Αρμενικού Κυανού Σταυρού, το «Χριψιμιάντς», το πρώτο νηπιαγωγείο, που αρχικά στεγάζεται σε νοικιασμένο κτήριο επί των οδών Λεβαδείας και Μεγάρων. Πρώτη δασκάλα ήταν η Χαϊαστάν Ουσακλιάν. Αντίστοιχα, οι καθολικοί Αρμένιοι ανεγείρουν το 1925 τον ναό της Αγίας Θηρεσίας (Αγία Τερέζα), επί των οδών Ρούμελης και Χαλκηδόνος. Δίπλα στην εκκλησία οικοδομούν το σχολείο τους, το «Αραρατιάν» (1926-1936). Οι προτεστάντες διατηρούν από το 1928 την αρμενική ευαγγελική εκκλησία στην οδό Λαμίας 30. Στη μεγάλη αυλή της εκκλησίας λειτούργησε το δημοτικό σχολείο (1929-1982) και το νηπιαγωγείο (1936-2018). Οι αυτοσχέδιες, κατασκευασμένες από ευτελή υλικά, παράγκες της Σούδας, καθώς και το ρέμα, που ουσιαστικά είχε μετατραπεί σε εστία μολύνσεων, η έλλειψη αποχέτευσης, τα κοινά αποχωρητήρια, η φτώχεια και ο υποσιτισμός καθιστούν απάνθρωπες τις συνθήκες διαβίωσης και ευνοούν την εμφάνιση και διασπορά πολλών ασθενειών.

- Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στη λειτουργία των δομών και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που επέτρεψαν στην κοινότητα των Αρμενίων να λειτουργήσει ως διακριτή κοινότητα και να διατηρήσει την εθνική και πολιτισμική της ταυτότητα.

Η γλώσσα αποτελεί βασικό προσδιοριστικό στοιχείο της εθνότητας των Αρμενίων την εποχή εκείνη. Όταν εγκαταστάθηκαν στην Κοκκινιά, τα τουρκικά και αρμενικά ήταν οι γλώσσες επικοινωνίας. Σταδιακά, επικράτησε η χρήση της αρμενικής γλώσσας, ως αποτέλεσμα της διδασκαλίας της στα σχολεία, και αναγκαία αναδείχθηκε η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, ώστε να διευκολυνθεί η επικοινωνία με τους γηγενείς κατοίκους και τους θεσμικούς φορείς της χώρας υποδοχής.

Η ενδογαμία, η διατήρηση των παραδόσεων και των πολιτιστικών στοιχείων, η ενδυνάμωση των μεταξύ τους σχέσεων, μέσω των δομών που τους παρείχε η ίδια η κοινότητα (εκκλησία, σχολεία, σύλλογοι), αποτέλεσαν μορφές διατήρησης της πολιτισμικής τους ταυτότητας. Για να μπορέσουν να επιβιώσουν και να ορθοποδήσουν, είχαν την ανάγκη του αρμενικού σχολείου και της εκκλησίας, αλλά και του αρμενικού πολιτισμού. Το 1924 λειτουργεί στην Κοκκινιά το πρώτο θέατρο σε μια παράγκα στη «Γέφυρα», με ηθοποιούς στην πλειοψηφία τους πρόσφυγες Αρμένιους. Παράλληλα, στα καφενεία της πόλης εμφανίζονται συγκροτήματα με δεξιοτέχνες οργανοπαίκτες Έλληνες και Αρμένιους πρόσφυγες, που συνέβαλαν καθοριστικά στη διάδοση του μικρασιατικού τραγουδιού. Θεατρικές, μουσικές, χορευτικές εκδηλώσεις αλλά και αρμενικές οπερέτες ανθούν την εποχή εκείνη. Στην πολιτιστική ζωή της Κοκκινιάς διακρίθηκαν πολλοί Αρμένιοι καλλιτέχνες, όπως ο Πωλ Φαρατζιάν και η οικογένεια Διλδιλιάν στην τέχνη της φωτογραφίας, ο Γρηγόρης Τουφεξιάν, ζωγράφος-χαράκτης, η Φλώρα Δουμανιάν-Καζαντζιάν, σοπράνο στην Εθνική Λυρική Σκηνή, οι Αρίς και Κρικόρ Απαρτιάν, ονομαστοί οργανοποιοί, η μεγάλη λαϊκή τραγουδίστρια Μαρίκα Νίνου, και πολλοί άλλοι.

- Το πέμπτο κεφάλαιο επικεντρώνεται στις σχέσεις μεταξύ Αρμενίων προσφύγων και Ελλήνων γηγενών στην Κοκκινιά.

- Το έκτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην Κατοχή, όπως τη βίωσαν οι Αρμένιοι πρόσφυγες, και στη συμμετοχή και συνεισφορά τους στην Εθνική Αντίσταση.

- Στο έβδομο κεφάλαιο διερευνάται διεξοδικά η διαδικασία της αστικής αποκατάστασης των Αρμενίων προσφύγων της κοινότητας, που έλαβε χώρα κυρίως τη δεκαετία του ’60.

Μελετάται, συγκεκριμένα, η αστική αποκατάσταση σε δύο περιοχές όπου συμβίωναν Αρμένιοι και Έλληνες πρόσφυγες, στην περιοχή του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου και στην περιοχή της Σούδας, όπου δρούσε ο σύλλογος του Αγίου Φανουρίου. Στην πρώτη περιοχή, η αστική αποκατάσταση υλοποιήθηκε από το κράτος, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, με τη λύση της αυτοστέγασης, ανεξάρτητα αν οι Αρμένιοι ήταν κάτοχοι ελληνικής ιθαγένειας ή όχι. Στην περίπτωση της Σούδας, όμως, η αποκατάσταση έλαβε χώρα το 1962, στη βάση ενός προγράμματος που ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση το 1960 και αφορούσε τους Μικρασιάτες και Αρμένιους πρόσφυγες που είχαν αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια. Στη θέση των παραπηγμάτων ανεγέρθηκαν διώροφες οικίες. Οι Αρμένιοι πρόσφυγες των παραπηγμάτων που δεν είχαν ελληνική ιθαγένεια, όπως και αυτοί που διέμεναν σε ενοικιαζόμενα σπίτια της Κοκκινιάς, αποκαταστάθηκαν στη βάση ενός προγράμματος της Ύπατης Αρμοστείας (Υ.Α.) του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, που υλοποιήθηκε την περίοδο 1954-1970, με τη συμβολή του ελληνικού κράτους και τη συμμετοχή αρμενικών φιλανθρωπικών οργανώσεων (ιδρύματα Γκιουλμπενκιάν και Καραγκιοζιάν). Το πρόγραμμα αυτό απευθυνόταν στους Αρμένιους και στους ελληνικής καταγωγής πρόσφυγες από τη Ρουμανία και τη Ρωσία. Οι πρόσφυγες αυτοί εγκαταστάθηκαν τη δεκαετία του 1960 σε πολυκατοικίες που οικοδομήθηκαν στην Κοπή, στην Αγιά Σοφιά, στο Ρέντη, στην Καλλιθέα, κυρίως όμως στα Τσουβαλάδικα (Μακρυγιάννη και Θεσσαλονίκης, Ρέντη).

- Τέλος, στο όγδοο κεφάλαιο σκιαγραφείται ο τρόπος οργάνωσης και η λειτουργία της κοινότητας σήμερα.

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 23 επισκέπτες συνδεδεμένους