Μια σκιαγραφία της αρμενικής κοινότητας της Δράμας στον Μεσοπόλεμο |
![]() |
![]() |
Γεωργία Μπακάλη, δρ Ιστορίας Οι κοινότητες της Δράμας, χριστιανική, αρμενική, εβραϊκή, ρωσική και βέβαια η πολυπληθής μουσουλμανική, μέχρι την υποχρεωτική ανταλλαγή το 1923-1924, χαρτογραφούν τον πάλαι ποτέ πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της πόλης στις αρχές του 20ού αιώνα. Σε εκείνο το πλαίσιο συμβίωσης, οι άνθρωποι, αν και κατοικούσαν μέσα στις οριοθετημένες χωροταξικά συνοικίες τους με βάση την εθνικοθρησκευτική τους προέλευση, αλληλεπιδρούσαν, διατηρώντας συγχρόνως τις πολιτισμικές τους ιδιομορφίες. Από τις υπάρχουσες τότε κοινότητες, η κοινότητα των Αρμενίων παραμένει ανερεύνητη, σε αντίθεση με την εβραϊκή και τη μουσουλμανική. Με βάση την οθωμανική απογραφή του 1881/82-1893, καταγράφονται στη Δράμα τέσσερις άντρες Αρμένιοι. Η απογραφή του 1906-07 εμφανίζει σημαντική αύξηση: 132 άντρες και 50 γυναίκες.1 Οι πρώτοι Αρμένιοι πιθανόν εγκαταστάθηκαν στη Δράμα όταν κατασκευαζόταν η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκη-Κωνσταντινούπολη (1893-1896). Στις αρχές του 20ού αιώνα, Αρμένιοι έμποροι, γιατροί και φαρμακοποιοί επέλεξαν τη Δράμα καθώς και άλλα βορειοελλαδικά αστικά κέντρα για να δραστηριοποιηθούν. Πριν από το 1922, η κοινότητα των Αρμενίων της Δράμας αριθμούσε περίπου είκοσι οικογένειες.2 Με τα προσφυγικά ρεύματα του 1922, Αρμένιοι από την Προύσα, την Κίο, τη Νικομήδεια, την Κιουτάχεια κ.α. βρέθηκαν στη Δράμα, ανάμεσά τους και πολλά ορφανά. Μετά την περίθαλψή τους στα ορφανοτροφεία της πόλης, χίλια περίπου αρμενόπουλα τοποθετήθηκαν σε διάφορες καπνοπαραγωγικές εργασίες.3 Οι Αρμένιοι ερχόμενοι στη Δράμα στεγάστηκαν, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες πρόσφυγες, σε πρόχειρα καταλύματα ή σε ανταλλάξιμα σπίτια μουσουλμάνων, ενώ στους επαγγελματίες (παντοπώλες, καφεπώλες, ράφτες, ξυλουργούς, κ.ά.) παραχωρήθηκαν μικροί χώροι σε βακουφικά οικόπεδα για να κατασκευάσουν με δικές τους δαπάνες ξύλινες παράγκες που θα λειτουργούσαν ως μικροκαταστήματα ή εργαστήρια. Οι προϋπάρχουσες αρμενικές οικογένειες ασφαλώς και δεν ήταν σε θέση να αναλάβουν εξ ολοκλήρου τη στεγαστική αποκατάσταση των νεοαφιχθέντων Αρμενίων.Έσπευσαν όμως να αντιμετωπίσουν με τα μέσα που διέθεταν τις επείγουσες ανάγκες των ομοεθνών τους. Το διάστημα 1924-1925 οργανώθηκε η αναχώρηση των Αρμενίων από την Ελλάδα σε συνεργασία με την ΚτΕ, προκειμένου να διευκολυνθεί η αποκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων.4 Ας σημειωθεί παρενθετικά ότι οι Αρμένιοι ταυτίζονταν με ένα έθνος που γεωγραφικά βρισκόταν μακριά, επομένως δεν αποτελούσε πηγή ανησυχίας για το ελληνικό κράτος (όπως, για παράδειγμα, οι σλαβόφωνοι). Επιπλέον, με τους Έλληνες τούς συνέδεαν κοινά παθήματα και η μοίρα της κοινής προσφυγιάς. Ως εκ τούτου, από την πλευρά των Αρμενίων εκφράστηκε δυσαρέσκεια για το σχέδιο μετακίνησής τους, που αναπόφευκτα συνεπαγόταν νέο ξεριζωμό, τη στιγμή μάλιστα που είχαν αρχίσει να ορθοποδούν στις διάφορες πόλεις υποδοχής τους.5 Το 1924 από τη Δράμα αναχώρησαν περίπου 800 πρόσφυγες Αρμένιοι. Εξαιρέθηκαν οι προ του 1920 εγκατασταθέντες, ενώ από τους νεοαφιχθέντες εξαιρέθηκαν κυρίως έμποροι, επιστήμονες και τα αρμενόπαιδα που τελούσαν υπό την προστασία της Near East Relief και περιθάλπονταν σε ορφανοτροφεία.6 Όσοι παρέμειναν στη Δράμα συγκρότησαν την αρμενική κοινότητα.7 Το 1927-28, η αρμενική κοινότητα αποτελείτο από 200 οικογένειες που αριθμούσαν 820 ψυχές. Μάλιστα, οι νέες οικογένειες υπέβαλαν αιτήσεις για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας,8 και το 1929 πάνω από 50 νέοι Αρμένιοι επρόκειτο να στρατολογηθούν. Οι Αρμένιοι της Δράμας οργάνωσαν μια δραστήρια κοινότητα που τη χαρακτήριζαν οι συνεκτικοί δεσμοί των μελών της και ένα φιλάνθρωπο προφίλ.9 Η κοινότητα διατηρούσε εκκλησία σε ερειπωμένο ανταλλάξιμο κτήριο που της παραχωρήθηκε το 1924 από το τοπικό Γραφείο Ανταλλαγής. Έχοντας αναλάβει η ίδια την επισκευή του, ζήτησε από την Εθνική Τράπεζα την απευθείας (και όχι μέσω δημοπράτησης) αγορά του κτηρίου. Στην εκκλησία της κοινότητας λειτουργούσε το αρμενικό σχολείο (τετρατάξιο ή και εξατάξιο)10, όπου το 1928-29 φοιτούσαν περίπου εκατό μαθητές και δίδασκαν τρεις δασκάλες της ελληνικής γλώσσας και δύο της αρμενικής. Το εκπαιδευτικό προσωπικό πληρωνόταν μηνιαίως από την ίδια την κοινότητα, τα έσοδα της οποίας προέρχονταν από συνδρομές των μελών της, ενώ και οι μαθητές κατέβαλλαν «εισιτήριον σχολής» (40-60 δραχμές μηνιαίως). Η ελληνική γλώσσα διδασκόταν εννέα ώρες την εβδομάδα, ώστε «η Γ΄ και Δ΄ τάξις αρκετά καλά σήμερον αναγιγνώσκει και γράφει την ελληνικήν γλώσσαν». Η διδασκαλία της τελούσε υπό την εποπτεία του επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαίδευσης του νομού Δράμας, ο οποίος για τον σκοπό αυτό τοποθετούσε Ελληνίδες δασκάλες, παρότι το αρμενικό σχολείο λειτουργούσε με ιδιωτική πρωτοβουλία και δεν ήταν κρατικό. Η διδασκαλία της ελληνικής και το γεγονός ότι τα αρμενόπαιδα έψελναν τον εθνικό ύμνο και άλλα «πατριωτικά τραγούδια» λειτουργούσαν ως μηχανισμός καλλιέργειας εθνικού φρονήματος και αφομοίωσης του αρμενικού στοιχείου στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης τότε εθνικής ομογενοποίησης. Ζωηρή ήταν και η συμμετοχή της κοινότητας στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της πόλης, με τον ερασιτεχνικό θίασο του Ομίλου Νέων Αρμενίων. Διοργανώνονταν θεατρικές παραστάσεις με φιλανθρωπικό σκοπό, όπως η παράσταση που δόθηκε (στα αρμενικά) υπέρ των Ελλήνων και Αρμενίων ορφανών καθώς και υπέρ της Αρμενικής Εκκλησίας.11 Οι Αρμένιοι της Δράμας, με την κοινωνική και οικονομική παρουσία τους, συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας νέας αστικής δυναμικής και μιας εντονότερης κοινωνικής διαφοροποίησης. Ως έμποροι, μικροβιοτέχνες και επιστήμονες, κυρίως ως «καλοί επαγγελματίαι προ παντός κτίσται και μαραγκοί», κατείχαν ένα σημαντικό μερίδιο στην τοπική οικονομία, διευρύνοντας τον παραγωγικό τομέα.12 Οι περισσότεροι νέοι Αρμένιοι αλλά και πολλές γυναίκες και νεαρά κορίτσια απασχολούνταν στην καπνεργασία, όπως άλλωστε και η πλειονότητα των γυναικών προσφύγων, γεγονός που σηματοδοτούσε αλλαγές στον τομέα της γυναικείας εργασίας και στην κοινωνική θέση της γυναίκας ευρύτερα. Μεταξύ των Αρμενίων υπήρχαν οικογένειες που στεγάζονταν κακήν κακώς σε διάφορους χώρους (τζαμιά, αποθήκες κτλ.), συνεπώς αθροίζονταν με τους χιλιάδες άστεγους Έλληνες πρόσφυγες και γηγενείς. Με τα πενιχρά τους εισοδήματα, οι βιοπαλαιστές αυτοί δύσκολα θα μπορούσαν να οικοδομήσουν μόνοι τους το δικό τους σπίτι. Έτσι, οι ιθύνοντες της κοινότητας αποφάσισαν να ζητήσουν οικοδομικό δάνειο από την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων για την ανέγερση συνοικισμού. Η πρωτοβουλία της είναι ενδεικτική της υποστήριξης που παρείχε η διοίκηση της κοινότητας ως φορέας αυτοοργάνωσης των Αρμενίων προς τα λιγότερο προνομιούχα μέλη της. Η παρουσία της αρμενικής κοινότητας της Δράμας συνδέεται άμεσα με την τοπική ιστορία, συγχρόνως δε αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της ιστορίας της αρμενικής διασποράς. Η ιστορία της κοινότητας, ωστόσο, παραμένει ερευνητική πρόκληση. Ποια ήταν η διάρθρωση της γειτονιάς/συνοικίας των Αρμενίων, και σε τι διέφερε από τις άλλες; Πώς ήταν οργανωμένη η κοινωνική ζωή των Αρμενίων της Δράμας, και ποια η σχέση τους με τις αρμενικές κοινότητες της ευρύτερης περιοχής; Σε ποιον βαθμό οι Αρμένιοι αναμειγνύονταν στα κοινά; Ποια ήταν η συμβολή τους στην τοπική οικονομία; Υπήρχε ενδογαμία, και τι ρόλο έπαιξε; Με ποιες εθιμικές πρακτικές διατηρούσαν την πολιτισμική τους ταυτότητα; Πρόκειται για μερικά μόνο από τα αναπάντητα ερωτήματα που θα μπορούσαν να τεθούν προκειμένου να καταγραφεί η ιστορία των Αρμενίων της Δράμας, για την οποία ωστόσο οι πηγές λανθάνουν. 1. Για τους Αρμένιους: Kemal H. Karpat, Ottoman population, 1830-1914. Demo-graphic and Social Characteristics, The University of Wisconsin Press 1985˙ Ι. Κ. Χασιώτης (επιμ.), ΗΑρμενικήΚοινότητατηςΘεσσαλονίκης. Ιστορία, Σημερινή Κατάσταση, Προοπτικές, Θεσσαλονίκη 2005˙ Αθανάσιος Ε. Αρμενάκης, Οι αναχωρήσεις των Αρμενίων από την Ελλάδα για τη Σοβιετική Αρμενία κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου (1924-1925) (μεταπτ. εργ. ΔΠΘ), Κομοτηνή 2014. 2. Θεόφιλος Δ. Αθανασιάδης, Οικονομική Στατιστική του Νομού Δράμας 1927, Δράμα 1928, σ. 32. |