
Γκεβόργκ Καζαριάν
Περιοδικό «Aρμενικά» Απρίλιος - Ιούνιος 2014. Τεύχος 81
Η ιστορία και η πνευματική κληρονομιά των ορθοδόξων (χαλκηδονίων) Αρμενίων αποτελούν μια από τις σημαντικές και πλούσιες πτυχές του αρμενικού πολιτισμού. Οι ορθόδοξοι Αρμένιοι είχαν αναπτύξει πολύ στενές σχέσεις με τους ομόδοξους λαούς (Έλληνες, Γεωργιανoύς), κάτι που τους επέτρεψε να ζουν και να δρουν στα μεγάλα κέντρα της Ορθοδοξίας, αφ’ ενός συμβάλλοντας στο περιβάλλον που τους φιλοξενούσε, αφ’ ετέρου εμπλουτίζοντας τον αρμενικό πολιτισμό με στοιχεία άλλων λαών.
Όσιος Ιωσήφ Μυροβλύτης
Το Άγιον Όρος, το ευλογημένο περιβόλι της Παναγίας, είναι το σπουδαιότερο κέντρο του ορθοδόξου μοναχισμού. Η βαθμιαία διαμόρφωση του Άθωνα ως μοναστικής πολιτείας άρχισε τον 7ο αιώνα, αλλά το Όρος γνώρισε και περιόδους ερημώσεων λόγω των αραβικών επιθέσεων. Γύρω στα 859 μετέβηκε στον Άθωνα ο Αγ. Ευθύμιος, ο οποίος εκεί γνωρίστηκε με κάποιον μοναχό Ιωσήφ. Ο τελευταίος «καταγόταν από το γένος των Αρμενίων»1 και «ζούσε στον Άθωνα από πολύν καιρό»2 . Πολύτιμες πληροφορίες για τον Ιωσήφ τον Αρμένιο μας προσφέρει ο βιογράφος του Αγ. Ευθυμίου Βασίλειος, αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης (9-10ος αι.). Ο Βασίλειος χαρακτηρίζει τον Ιωσήφ ως «καλόν» και «σκληρό διαμάντι». Ο Ιωσήφ ήταν «απλός χαρακτήρας, απόνηρος και άδολος, όπως θέλει ο θείος λόγος να είναι ο πνευματικός άνθρωπος»3 . Οι δύο μοναχοί για κάποιο διάστημα ασκήτευαν μαζί στον Άθωνα. Αργότερα, προκειμένου να αποφύγουν μια πειρατική επιδρομή των Αράβων, ο Ιωσήφ και ο Ευθύμιος, μαζί με τους μαθητές τους, κατέφυγαν στην περιοχή του Βραστάμου (σημερινά Βραστά) της Χαλκιδικής. Εκεί, στο ασκητικό σπήλαιό του, ο Ιωσήφ απεβίωσε προ του έτος 875. Ο Βασίλειος Θεσσαλονίκης, ως αυτόπτης μάρτυρας, αναφέρει ότι μετά την κοίμηση του Αγίου το σώμα του έμεινε άφθαρτο. «Και όχι μόνο αυτό, αλλά και μύρο ευωδές από τους κροτάφους του αγίου έκανε ο Θεός να τρέξει, τη στιγμή που ήμασταν εκεί παρόντες. Και τόσο πολύ ήταν το μύρο, ώστε σαν ποτάμι από την ιερή κεφαλή του να φτάσει μέχρι των αγνοτάτων του ποδιών» 4. Το ασκητήριο του Αγ. Ιωσήφ Μυροβλύτη διασώζεται στα Βραστά έως τις μέρες μας, ενώ η μνήμη του αρμενίου Αγίου - ενός από τους πρώτους ασκητές του Αγίου Όρους, τελείται στις 19 Νοεμβρίου. To 883 ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών (867-886)5 , όπως αργότερα και ο γιος του ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (886-912), ανακήρυξε τον Άθωνα αποκλειστικό τόπο μοναχικής άσκησης. Γύρω στα 919, ο αυτοκράτορας Ρωμανός Λεκαπηνός (920-944), επίσης αρμενικής καταγωγής, με ειδικό διάταγμα κατοχύρωσε τα προνόμια των αγιορειτών ασκητών. Όλα αυτά συνέβαλαν ουσιαστικά στη διαμόρφωση του Άθωνα ως αποκλειστικού κέντρου μοναστικής πολιτείας. Η ανάπτυξη του αθωνικού μοναχισμού συνδέεται άρρηκτα με το λαμπρό όνομα του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη (+1000). Ο Αθανάσιος έγινε μοναχός στην Μονή Κυμινά (Βηθυνία), όπου γνωρίστηκε με τον Νικηφόρο Φωκά (αυτοκράτορα τα έτη 963-969) και τον αδελφό του Λέοντα6 και έγινε πνευματικός τους. Αργότερα, όταν ο Αθανάσιος εγκαταστάθηκε στον Άθωνα, με χορηγίες του Λέοντα έκτισε την εκκλησία του Πρωτάτου, ενώ ο Νικηφόρος ώθησε τον Αθανάσιο να ιδρύσει ένα μεγάλο μοναστήρι, υποσχόμενος μάλιστα και ο ίδιος να γίνει μοναχός. Έτσι, το 963 ο Άγιος Αθανάσιος ίδρυσε το πρώτο μεγάλο μοναστήρι του Αγίου Όρους, την ένδοξη Μέγιστη Λαύρα. Η φήμη της Λαύρας πολύ γρήγορα διαδόθηκε σ’ όλο τον κόσμο ώστε πολλοί «από τε Ρώμης αυτής, Ιταλίας, Καλαβρίας, Αμάλφης, Ιβηρίας, Αρμενίας»7 ήρθαν να μονάσουν κοντά στον Άγιο Αθανάσιο. Το 971 ο αυτοκράτορας Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής (969-976)8 εξέδωσε το πρώτο Τυπικό του Αγίου Όρους, το οποίο γράφηκε σε περγαμηνή από δέρμα τράγου και έμεινε γνωστό ως «Τράγος». Το Τυπικό του Τσιμισκή έγινε βάση για τα μετέπειτα αγιορείτικα Τυπικά. Εκτός αυτού, ο Τσιμισκής χρηματοδότησε την ανέγερση κτιρίων της Μεγίστης Λαύρας και αύξησε την ετήσια εισφορά της. Ανάμεσα στους μαθητές του Οσίου Αθανασίου ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Ίβηρ, (κατά κόσμο Αμπουλχερίτ), ο οποίος είχε υπάρξει αξιωματούχος στο παλάτι του ηγεμόνα του Τάικ, Δαβίδ Κουροπαλάτου (961-1001). Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι το Τάικ ήταν αρχικά ένας από τους 15 νομούς της Αρμενίας και αποτελούσε το φέουδο του αρχοντικού οίκου των Μαμιγκονιάν. Τον 9ο αιώνα, στον απρόσιτο για τους άραβες κατακτητές Τάικ κατέφυγαν οι Βαγρατίδες (Μπαγκρατουνί) οι οποίοι και κυριάρχησαν στην περιοχή. Οι Βαγρατίδες του Τάικ αποτέλεσαν τη βάση του γεωργιανού κλάδου της βασιλικής δυναστείας των Μπαγκρατουνί. Η ισχυρή κοινότητα των ορθοδόξων Αρμενίων του Τάικ, η παρουσία της οποίας μαρτυρείται ήδη από τις αρχές του 7ου αιώνα, υπαγόταν στον Ποιμενάρχη της Γεωργίας (Ιβηρίας) και είχε στενές επαφές με τον γεωργιανό πληθυσμό της περιοχής. Λόγω αυτού του γεγονότος, οι ορθόδοξοι Αρμένιοι - μέλη της Γεωργιανής Εκκλησίας, ονομάζονταν «Ίβηρες», βέβαια, από την άποψη της θρησκευτικής, και όχι της εθνικής ταυτότητάς τους . Ο Άγιος Ιωάννης ο Ίβηρ, λοιπόν, έμεινε δύο χρόνια στην Μεγίστη Λαύρα, έχοντας το διακόνημα του μάγειρα. Αργότερα ήρθαν στον Άθωνα ο γιος του Ευθύμιος 9 και ο συγγενής του Τορνίκ (ελλ. Τορνίκιος) Τορνικιάν10 . Όπως δείχνει η μελέτη των πηγών, η οικογένεια των Τορνικιάν αποτελούσε έναν κλάδο του μεγάλου οίκου των Μαμιγκονιάν και η ίδια είχε δύο παρακλάδια: των Τορνικιάν του Ταρόν και των Τορνικιάν του Τάικ11 . Ο Τορνίκ γεννήθηκε στην Καρίν (Θεοδωσιούπολη) της Αρμενίας και διακρίθηκε ως στρατηγός. Παραιτήθηκε όμως και μαζί με τον αδελφό του Βαράζ-Βατσέ κάρηκε μοναχός στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου (Οσκαβάνκ) του Τάικ, λαμβάνοντας και οι δύο το όνομα «Ιωάννης». Είναι ενδιαφέρον ότι ο Τορνίκ είχε στήσει ένα χατσκάρ (σταυρόπετρα) με αρμενική επιγραφή κοντά στην Καρίν, αλλά και ο Βαράζ-Βατσέ προφανώς είχε στήσει ένα παρόμοιο χατσκάρ στην πρωτεύουσα της Αρμενίας Ανί12 . Το 980, ο Αμπουλχερίτ-Ιωάννης και η συνοδεία του, με την ευλογία του Αγίου Αθανασίου Αθωνίτου, αποχώρησαν από τη Μεγίστη Λαύρα και οργάνωσαν την δική τους αδελφότητα -τη Μονή Ιβήρων, η οποία αρχικά απαρτιζόταν από 6-7 άτομα. Ο Τορνίκ θεωρείται ο κύριος κτήτορας της Μονής. Μια μεγάλη ευλογία για τη νεοσύστατη Μονή, αλλά και για ολόκληρο το Άγιον Όρος υπήρξε η ανακάλυψη της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας - Πορταΐτισσας των Ιβήρων.
H Μονή του Αρμενίου
Πιθανότατα την ίδια περίοδο, στο 2ο μισό του 10ου αιώνα, στην τοποθεσία Ξηρόκαστρο του Αγίου Όρους, ιδρύθηκε και η Μονή του Αρμενίου ή Αρμενίων. Σύμφωνα με μια εκδοχή, τη Μονή ίδρυσαν οι Αρμένιοι μοναχοί από το Ταρόν μετά το έτος 967. Όπως όλες οι πρώιμες αγιορείτικες Μονές, έτσι και η Μονή των Αρμενίων ήταν ένα απλό οίκημα με κελιά. Στο τέλος του 10ου ή στις αρχές του 11ου αιώνα στην εγκαταλειμμένη Μονή εγκαταστάθηκε ο Λαυριώτης μοναχός Σάββας. Ο θείος του Σάββα είχε αγοράσει τη μισή Μονή από τον μοναχό Θεοδόσιο Σιδεροκαύστη, ενώ ο μοναχός Βασίλειος δώρισε το υπόλοιπο. Ο Σάββας με δικούς του πόρους έκτισε στη Μονή εκκλησία και οικήματα και καλλιέργησε αμπέλια μαζί με τους δύο υποτακτικούς μοναχούς - τον Γεώργιο και τον Ιγνάτιο. Ένα αγιορείτικο έγγραφο του 1020 έχει υπογράψει κάποιος Νικήτας, μοναχός και πρεσβύτερος «τον Αρμενηον (sic)»13 .
Στα έτη 1023-1038, ο άρρωστος πια Σάββας, με ειδικό αφιερωτικό, δώρισε την Μονή του Αρμενίου στη Μέγιστη Λαύρα - κάτι που εξασφάλισε τη ζωή του μοναστηριού14 . Στο τέλος του 11ου αι., η Μονή του Ξηροκάστρου ή Αρμενίων ήταν πια ευρέως γνωστή, αφού ο ηγούμενός της - ένας άλλος Σάββας, το 1087 ήταν «Πρώτος» (πνευματικός και διοικητικός επικεφαλής) του Αγίου Όρους15 . Πολύ αργότερα, η Μονή των Αρμενίων διαλύθηκε και πέρασε στην κυριαρχία της Κωνσταμονίτου, η οποία στη θέση της Μονής έκτισε έναν πύργο. Σήμερα στο Ξηρόκαστρο, που κείται σε παραθαλάσσια τοποθεσία ανάμεσα στους αρσανάδες των Μονών Ζωγράφου και Κωνσταμονήτου, διασώζονται τα ερείπια του ογκώδους πύργου.
O Αρμένιος Θεόκτιστος
Από το έτος 1001 χρονολογείται το πρώτο ιστορικό έγγραφο της αγιορείτικης Μονής Εσφιγμένου (Εσφαγμένου), το οποίο είχε υπογράψει ο ηγούμενός της, ο Αρμένιος Θεόκτιστος. Ήταν ένα δραστήριο και σεβαστό πρόσωπο, αφού το 1035 τον βρίσκουμε «Πρώτο» του Αγίου Όρους. Ένα άλλο έγγραφο που διασώζεται, το έχει υπογράψει το 1035 ο Θεόκτιστος, αυτόχειρα και μάλιστα αρμενιστί (κάτω από τα ελληνικά). Ο Θεόκτιστος χρημάτισε «Πρώτος» του Αγ. Όρους μέχρι και την κοίμησή του το 104016 . Μία πολύ μεταγενέστερη μαρτυρία για την αρμενική παρουσία στο Άγιον Όρος έχουμε τον 18ο αι. Πρόκειται για το μοναχό Αρσένιο από την Ι. Μ. Διονυσίου, ο οποίος καταγόταν από το χωριό Βανκ, κοντά στο Ακν (Εγκίν) της Δυτικής Αρμενίας. Το Βανκ, όπως και τα γειτονικά χωριά Τζοράκ, Σρζού, Μουσεγκά και άλλα, κατοικούνταν από τους Αρμενίους-Ρωμιούς (αρμ. Π³Ϋ-ΠαιαΩ- Χάι-Χορώμ), δηλαδή ορθοδόξους Αρμενίους. Ο μοναχός Αρσένιος ήταν γιος του ιερέα του Βανκ παπά-Μάρκου. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1762 στην Ι. Μ. Αγίου Διονυσίου του Αγ. Όρους, ο Αρσένιος επιχειρεί να αντιγράψει σ’ ένα χειρόγραφο τη νέα αρμενική μετάφραση του Μεγάλου Ωρολογίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία είχε πραγματοποιηθεί το 1749-1757 στην Κωνσταντινούπολη. Κάποιος μοναχός Μαργκάριος (ίσως Μαρδάριος) προσέφερε υλική βοήθεια στον Αρσένιο, με κάθε τρόπο. Για τον Μαργκάριο γνωρίζουμε ότι κατά κόσμον ονομαζόταν Μάρκος και ότι ήταν γιος κάποιου Ασλάν. Κατά πάσα πιθανότητα ο Μαργκάριος καταγόταν και αυτός από το Βανκ. Οι εργασίες των δύο μοναχών ολοκληρώθηκαν μετά από πέντε χρόνια, στις 12 Μαΐου του 1767. Με βάση το χειρόγραφο του μοναχού Αρσενίου Διονισιάτου, το αρμενορθόδοξο Μέγα Ωρολόγιο εκτυπώθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 180017. Δυστυχώς, είναι άγνωστη η μοίρα τόσο του εν λόγω χειρογράφου, ενώ δεν έχουμε άλλες πληροφορίες για τον Αρσένιο και τον Μαργκάριο, όμως στα αρχεία της Ι. Μ. Διονυσίου θα πρέπει να υπάρχουν και άλλα στοιχεία για αυτούς τους αρμενίους μοναχούς-αγιορείτες.
4 Στο ίδιο, σ. 78.
5 Είναι γνωστό ότι ο Βασίλειος γεννήθηκε στην οικογένεια φτωχών Αρμενίων χωρικών, οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει από το Ταρόν της Αρμενίας στην Μακεδονία. Σύμφωνα δε με τη γενεαλογία του Βασιλείου που προφανώς συνέταξε ο ιερός Φώτος (Οικουμ. Πατριάρχης τα έτη 858- και 877-886) ο αυτοκράτορας ήταν απόγονος των βασιλιάδων Αρσακίδων της Μεγάλης Αρμενίας.
6 «Οι Φωκάδες του 10ου αι. ήταν πιθανότατα μεικτής καταγωγής. Η μία πλευρά τους ήταν ελληνική ή βαθειά ελληνοποιημένη, η άλλη πλευρά ήταν αρμενική. Είναι βέβαια αδύνατο να ειπωθεί με κάποια βεβαιότητα ποια πλευρά ήταν ελληνική και ποια αρμενική, αλλά αν κρίνουμε από το όνομα της οικογένειας η ελληνική πλευρά ήταν πιθανώς η αρσενική» (Χαράνη Πιτ., Οι Αρμένιοι στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μεταφρ. Ι. Κασσεσιάν, εκδ. «Αρμενικοί ορίζοντες», Αθήνα 1992, σ. 36).
7 Μπιλάλη Νικοδήμου (μοναχού) Ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, Τ. Α΄, Βίος του Οσίου, εκδ. Προηγ. Αθανασίου Λαυριώτου, Αγ. Ορος-Αθήνα 1975, σσ. 171-174.
8 Ο Ιωάννης Τσιμισκής γεννήθηκε στην Ιεράπολη της Τετάρτης Αρμενίας, η οποία ύστερα μετονομάστηκε «Τσιμισκατσάγκ» (βΩίΟ³Ν³·), δηλαδή «Πατρίδα του Τσιμισκή».
9 Στον γεωργιανό «Βίο των Αγ. Ιωάννου και Ευθυμίου» αναφέρεται ότι όταν ο νεαρός Ευθύμιος από τον Τάικ ήρθε στην Κωνσταντινούπολη, δεν ήξερε τη γεωργιανή γλώσσα. Πρόκειται για έναν υπαινιγμό περί καταγωγής του Αγίου· αν ο νεαρός δεν ήξερε γεωργιανή γλώσσα, σημαίνει ότι η μητρική του ήταν η αρμενική. Ας θυμηθούμε εδώ και το εξής· όπως είναι γνωστό ο Τορνίκ ήταν γιος της αδελφής της γυναίκας του Ιωάννου Ίβηρα. Ο διακεκριμένος βυζαντινολόγος Καζδάν υποθέτει ότι ο πατέρας του Τορνίκ θα μπορούσε να ήταν Γεωργιανός ενώ η μητέρα του Τορνίκ η Μαριάμ - Αρμένισσα. Άρα, αν αποκλείσουμε το ενδεχόμενο ότι ο Ιωάννης ο Ίβηρ είχε αρμενική καταγωγή, ο Αγ. Ευθύμιος ήταν Αρμένιος τουλάχιστον από την πλευρά της μητέρας του.
10 Για τη βιογραφία του Τορνίκ εν βάσει των αρμενικών, γεωργιανών και βυζαντινών πηγών βλ. Adonts Nik., Tornik le Moine. Etudes arm‘eno-byzantines, Lisbonne 1965, p. 297-318.
11 Βλ.²ΟΗέ»³έ ά»ρλΏλ νρΉ©« ΒαιέΗΟ»³έσ ΧΗυΥ³·ραυΓΗυέΑ© Ψ³ο»έ³·ρ³Ο³έ Ρ»ο³½ϋοαυΓΗυέέ»ρ« Ρ© Έ©« μΗ»έέ³« ΨΗΓ© ξε©«1938 (Ακινιάν Νερσές (αρχιμ.), Η γενεαλογία των Τορνικιάν, Βιβλιογραφικά μελετήματα, Τ. 4ος, εκδ. Μχιταριστών, Βιέννη 1938 (αρμενιστί)), σσ. 49-54.
12 Στο ίδιο, σσ. 62, 65-66. Ας σημειωθεί ότι ο Τορνίκ γνώριζε άριστα και την γεωργιανή γλώσσα, αφού σε μας έχουν φτάσει αρκετά γεωργιανά χειρόγραφα, που ο καλλιγράφος τους ήταν ο Τορνίκ. Η διγλωσσία αυτή κατά το Ρώσο ερευνητή Καζδάν μπορεί να εξηγηθεί με ενδεχόμενο ότι ο πατέρας του Τορνίκ ο Τσορντβανέλ (ελλ. Ζουρβανέλης) ήταν Γεωργιανός (βλ. Καζδάν Α. Π., Οι Αρμένιοι στο σύνολο, ο. παρ., σ.48-49). Ο π. Νερσές Ακινιάν όμως γράφει σχετικά. «Όπως το μαρτυρεί η επιγραφή του χατσκάρ, ο Τορνίκ ήταν Αρμένιος, γνώριζε τη μητρική του γλώσσα, όμως εφόσον στη λατρεία άνηκε στην Εκκλησία της Γεωργίας, συνήθισε και τα γεωργιανά» (Ακινιάν, Η γενεαλογία, οπ. παρ., σ. 64). Άλλωστε η διγλωσσία ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στην αριστοκρατία του Τάικ.
13 Βλ. Archives de l’Athos, XIX, Actes d’Iviron I. Des origins au mileu du XIe si‘ecle, ed. P. Lethielleux, Paris (VIe) 1985, p. 232.
14 Βλ. Actes de l’Athos IV. Actes de Zographou, publ. par W. Regel, E. Kurtz et B. Korablev. Ed Adolf M. Hakkert, Amsterdam 1969, p. 4-7.
15 Βλ. Παπαχρυσάνθου Δ., Ο Αθωνικός μοναχισμός. Αρχές και οργάνωση, εκδ. Μορφοτικού Ιδρύματος Εθν. Τραπέζης, Αθήνα 1992, σ. 351.
16 Βλ. Π© ΄³ρΓΗΟΫ³έ« §Ψ»Ν Ι³νρ³ΫΗ ³ι³ηέαρΉ (ειαοαλ) Β»αΟοΗλοαλΗ Ρ³Ϋ»ρ»έ λοαρ³·ραυΓΫαυέΑ (²ΓαέαυΩ Ρ³Ϋ ω³ΥΟ»Ήαέ³Ο³έέ»ρΗ ·αρΝαυέ»αυΓΫ³έ Ρ³ρσΗ ίαυρηΑ)¦« ΄³έµ»ρ Ψ³ο»έ³Ή³ρ³έΗ« 11 (1973) (Μπαρτικιάν Χ., «Η αρμενική επιγραφή του «Πρώτου» της Μεγίστης Λαύρας Θεόκτιστου (περί θέματος της δραστηριότητας των Αρμενίων χαλκηδονίων στον Άθωνα)», Δελτίο του Ματεναδαράν 11 (1973), (αρμενιστί)), σσ. 68-71.
17 Βλ. ²ΟΗέ»³έ ά»ρλΏλ νρΉ©« κΗΩΏαέ δΥέΣ³Ρ³έ»σΗ »υ Ηρ Γ³ρ·Ω³έαυΓΗυέέ»ρΑ νρ³σ»ρΏέΏ« ²½·³ΫΗέ Ω³ο»έ³Ή³ρ³έ« Ρ© ΦΞΈ« μΗ»έέ³« ΨΗΓ© οε©« 1951 (Ακινιάν Νερσές (αρχιμ.), Ο Συμεών του Πχινδζαχάνκ και οι μεταφράσεις από τα γεωργιανά, Εθνική βιβλιοθήκη, Τ. 164ος, εκδ. Μχιταριστών, Βιέννη 1951 (αρμενιστί), σ. 249-252.
|