«Η Νέα Πατρίδα»: μία επετειακή ταινία τεκμηρίωσης που ανέδειξε την ιστορική πορεία των αρμενικών κοινοτήτων της Ελλάδας |
Χρήστος Ρανταβέλλας Ίσως οι πιο ενδιαφέρουσες από τις καλλιτεχνικές δημιουργίες να είναι εκείνες που κρύβουν συλλογική δουλειά και συλλογική χρηματοδότηση. Το ντοκιμαντέρ του περιοδικού «Αρμενικά» με τίτλο «Η νέα πατρίδα» συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η ιδέα γεννήθηκε στους κόλπους του περιοδικού, χωρίς να υπάρχει προγενέστερη εμπειρία στη δημιουργία ντοκιμαντέρ, αλλά ούτε και το αναγκαίο χρηματικό ποσό. Το μόνο που υπήρχε ήταν η πεποίθηση ότι μια ταινία τεκμηρίωσης η οποία θα επιχειρούσε μια ιστορική αναδρομή στο παρελθόν της αρμενικής παρουσίας στον ελληνικό χώρο θα ήταν ένας εξαιρετικός τρόπος για να τιμήσει το περιοδικό τα εκατό χρόνια από τη μικρασιατική καταστροφή και την έλευση των Αρμενίων προσφύγων στην Ελλάδα. Ένα πρόσθετο, λοιπόν, χαρακτηριστικό του ντοκιμαντέρ που το καθιστά ιδιαίτερο είναι ο επετειακός του χαρακτήρας και η οφειλόμενη απόδοση τιμής στους Αρμένιους που ήρθαν μετά τη μικρασιατική καταστροφή στην Ελλάδα, την αγάπησαν και έγιναν ένα με αυτή. Στους Αρμένιους που αγωνίστηκαν για ένα καλύτερο αύριο για τις οικογένειές τους στη νέα τους πατρίδα, παρά τις τεράστιες οικονομικές και άλλες δυσκολίες που αντιμετώπισαν όταν πρωτοήρθαν. Σε αυτούς που δεν ξέχασαν την καταγωγή τους, που οργανώθηκαν στους κόλπους της αρμενικής κοινότητας, που δημιούργησαν πολιτισμό και διατήρησαν ζωντανή τη φλόγα της Αρμενίας στην Ελλάδα. Σε αυτούς που δεν ξέχασαν την εθνική τους τραγωδία, τη Γενοκτονία που υπέστη ο λαός τους, οδηγώντας σε τεράστιες ανθρώπινες και περιουσιακές απώλειες και στον διασκορπισμό των Αρμενίων στα πέρατα της οικουμένης. Σε αυτούς που σήμερα —εκατό χρόνια μετά— αγωνιούν το ίδιο τόσο για την Ελλάδα, τη νέα τους πατρίδα, όσο και για την ιδιαίτερη πατρίδα τους, την Αρμενία, ή μάλλον αυτή τη μικρή έκταση γης που αποτελεί πλέον το σημερινό κράτος της Αρμενίας και το οποίο αντιμετωπίζει σήμερα πολύ σοβαρές προκλήσεις και απειλές ως προς την εθνική ασφάλεια και την οικονομική του επιβίωση. Σε αυτό, λοιπόν, το πλαίσιο βρέθηκε ένας νέος σκηνοθέτης που αγκάλιασε την ιδέα, ο Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος. Αποδέχθηκε την καλλιτεχνική αυτή πρόκληση δίχως να διαθέτει εξαρχής έναν χρηματικό προϋπολογισμό. Η χρηματοδότηση του ντοκιμαντέρ ήταν συλλογική· μέλη και φίλοι του συλλόγου, φορείς, επιχειρήσεις και φίλοι της κοινότητας πίστεψαν στην προσπάθεια των δημιουργών και συνέδραμαν οικονομικά το εγχείρημα, συμβάλλοντας καθοριστικά στην επιτυχή του ολοκλήρωση. Το αποτέλεσμα ήταν ο σκηνοθέτης, ύστερα από σκληρή δουλειά, να δημιουργήσει με επιτυχία την πρώτη μεγάλου μήκους του ταινία και να συνδέσει το καλλιτεχνικό του έργο με την ιστορία της αρμενικής κοινότητας στην Ελλάδα. Είχε τη βοήθεια ενός καταξιωμένου και βραβευμένου συνθέτη που ανέλαβε τη μουσική του ντοκιμαντέρ, του Μιράν Τσαλικιάν, ενώ εμπνευστής και καθοδηγητής της όλης προσπάθειας ήταν ο διευθυντής του περιοδικού «Αρμενικά» Μάικ Τσιλιγκιριάν, που συνέβαλε καθοριστικά στο σενάριο, στην ιστορική έρευνα, και γενικότερα στον συντονισμό και στην επιτυχή κατάληξη του όλου εγχειρήματος. Το μεγάλο αρχείο του περιοδικού «Αρμενικά» —ίσως το μεγαλύτερο και πιο οργανωμένο που διαθέτει η αρμενική κοινότητα στην Ελλάδα— τέθηκε στη διάθεση του σκηνοθέτη. Πολλά μέλη του περιοδικού συμμετείχαν επίσης ενεργά στην προσπάθεια αυτή με αφηγήσεις και καλλιτεχνικές παρεμβάσεις, όπως ο αιδεσιμότατος Βικέν Τσολακιάν, η Κουήν Μινασιάν, η Αναΐς Καζαντζιάν και άλλοι. Πολυάριθμα πρόσωπα και φορείς της αρμενικής κοινότιτας ενθάρρυναν και συνέδραμαν με διάφορους τρόπους το ντοκιμαντέρ, μεταξύ των οποίων ιστορικοί, ερευνητές, εκκλησιαστικοί φορείς καθώς και απόγονοι των πρώτων προσφύγων που κατέθεσαν τις μαρτυρίες τους. Από τους ιστορικούς και τους ερευνητές που συνέδραμαν σημειώνουμε τα ονόματα του ιστορικού Ιωάννη Χασιώτη, που με τη μαρτυρία του βοηθά τον θεατή να διαμορφώσει μια σφαιρική εικόνα για το παρελθόν της αρμενικής παρουσίας στον ελληνικό χώρο, του ιστορικού Βαχέ Ταχτσιάν, που περιγράφει το γεωγραφικό εύρος της ιστορικής Αρμενίας, του ερευνητή Γεώργιου Πέππα, που παρουσιάζει στοιχεία για την άφιξη και την εγκατάσταση των Αρμενίων στην πόλη του Λαυρίου, του αρχαιολόγου Ελευθέριου Ζώρζου, που καταθέτει πολύ σημαντικά στοιχεία για τη δημιουργία και τη λειτουργία του ορφανοτροφείου της Σύρου —του μεγαλύτερου ορφανοτροφείου εκείνης της περιόδου στην Ανατολική Μεσόγειο—, της ερευνήτριας Πόπης Αραπίνη, που αναδεικνύει τη σημαντική πολιτιστική δραστηριότητα των Αρμενίων στο Δουργούτι, της ερευνήτριας του Ινστιτούτου-Μουσείου της Γενοκτονίας των Αρμενίων Τεχμινές Μαρντογιάν, που αναφέρεται στην καταστροφή της Σμύρνης και στη Γενοκτονία που υπέστησαν οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Ανατολής, και τέλος της ιστορικού Τακουή Βακιρτζιάν, που περιγράφει την ιστορική διαδρομή των Αρμενίων της Κρήτης. Από τους εκκλησιαστικούς φορείς, εκτός του προαναφερθέντα αιδεσιμότατου Βικέν Τσολακιάν, επικεφαλή της Αρμενικής Ευαγγελικής Εκκλησίας της Ελλάδας, με μαρτυρίες τους συνεισέφεραν ο αρχιεπίσκοπος Κεγάμ Χατσεριάν, μητροπολίτης των ορθοδόξων Αρμενίων Ελλάδος, και ο αρχιμανδρίτης Χοβσέπ Μπεζαζιάν, έξαρχος της Αρμενικής Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα. Αξίζει ακόμη να αναφερθεί το όνομα της ηθοποιού Χριστίνας Αλεξανιάν, καθώς στην ταινία προβάλλονται αποσπάσματα της θεατρικής παράστασης «Τα τετράδια της Ανζέλ Κουρτιάν», την οποία έχει η ίδια σκηνοθετήσει και όπου πρωταγωνιστεί. Συγκλονιστική ήταν και η μαρτυρία του αείμνηστου Αγκόπ Τζελαλιάν, που αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στη γιαγιά του, λέγοντας ότι πνευματικά δεν έφυγε ποτέ από τη Σμύρνη και δεν πίστεψε στιγμή ότι έχασε τον άντρα της και τον αδερφό της, τους οποίους περίμενε καρτερικά να επιστρέψουν μέχρι τον θάνατό της. Μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία παρουσίασε τα πρώτα καλλιτεχνικά βήματα μιας σπουδαίας Αρμένισσας τραγουδίστριας, της Ευαγγελίας Αταμιάν, γνωστής ως Μαρίκα Νίνου, η οποία γεννήθηκε στο καράβι που έφερνε την οικογένειά της στην Ελλάδα, μεγάλωσε στην Κοκκινιά, και ξεκίνησε να τραγουδάει στην αρμενική εκκλησία του Αγίου Ιακώβου στην Κοκκινιά, ως μαθήτρια ακόμη. Το ντοκιμαντέρ αναδεικνύει άγνωστες ιστορικές πτυχές της σύγχρονης Ελλάδας που έχουν καταγραφεί στη συλλογική μνήμη των Αρμενίων της χώρας. Περιλαμβάνονται πλάνα και αφηγήσεις ανθρώπων στην Κοκκινιά, στον Νέο Κόσμο, στο Λαύριο, στη Θεσσαλονίκη, στην Ξάνθη, στην Κομοτηνή, στην Αλεξανδρούπολη, στο Διδυμότειχο, στο Ηράκλειο, στη Σύρο αλλά και στο Γερεβάν. Ταυτόχρονα, παρουσιάζονται και πλάνα από τους μαθητές της έκτης τάξης του Δημοτικού Σχολείου Λεβόν και Σοφία Αγκοπιάν στον Νέο Κόσμο. Μέσα από τα μαθήματα και τις δραστηριότητες, οι μαθητές έρχονται σε επαφή με την ιστορία και τις παραδόσεις των Αρμενίων, μαθαίνουν την αρμενική γλώσσα, και προσπαθούν να διατηρήσουν την αρμενική τους ταυτότητα στη σύγχρονη Αθήνα. Αξιολογώντας κανείς αντικειμενικά και ψύχραιμα το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας μπορεί με ασφάλεια να εκτιμήσει ότι ήταν ιδιαίτερα θετικό, πόσο μάλλον λαμβάνοντας υπόψιν την έλλειψη προηγούμενης εμπειρίας. Καταρχάς, το ντοκιμαντέρ αφήνει πίσω του ένα ιστορικό οπτικό ντοκουμέντο με πληθώρα ιστορικών καταγραφών και μαρτυριών μέσω των οποίων ο θεατής μυείται στο παρελθόν της αρμενικής παρουσίας στην Ελλάδα. Επιτεύχθηκε επίσης ο αρχικός στόχος να αναδειχθεί και να τιμηθεί ο αγώνας των Αρμενίων για να ζήσουν και να δημιουργήσουν στη νέα τους πατρίδα μετά την καταστροφή χωρίς όμως να ξεχάσουν την εθνική τους καταγωγή, τη γλώσσα και την ιστορία τους. Τόσο οι καταγραφές των ιστορικών και των ερευνητών όσο και οι μαρτυρίες των προσφύγων έμειναν πλέον για πάντα στην ιστορία, και η αξία τους είναι ανυπολόγιστη για την αρμενική κοινότητα στην Ελλάδα. Και αισθητικά όμως το αποτέλεσμα ήταν πολύ καλό, παρά το γεγονός ότι υπήρχε η αντικειμενική δυσκολία στα όρια μίας ταινίας, έστω και μεγάλου μήκους, να καλυφθεί, τόσο χρονικά όσο και γεωγραφικά, η ιστορία των σημαντικότερων αρμενικών κοινοτήτων της Ελλάδας σε βάθος εκατό χρόνων. Τόσο το πλήθος των μαρτυριών όσο και το μεγάλο αρχειακό υλικό που προβλήθηκε έφτασε πραγματικά στο μέγιστο όριο και πέτυχε τον στόχο της ιστορικής καταγραφής, χωρίς να κουράσει τον θεατή. Το σενάριο, η σκηνοθεσία, το φωτογραφικό υλικό και η μουσική επένδυση «έδεσαν», αφήνοντας ένα πολύ καλό αισθητικό αποτέλεσμα. Ξεχωρίζουμε μια στιγμή που το ντοκιμαντέρ κορυφώθηκε σε καλλιτεχνικό και πνευματικό επίπεδο, συμπυκνώνοντας μάλιστα το συμπέρασμα και το μήνυμα που επιδίωκε να περάσει. Αυτό έγινε στο κλείσιμό του, όπου μέσω της μουσικής, του κειμένου και της εικόνας επήλθε η σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν και η σύνδεση της Αρμενίας με την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, πρόκειται για το σημείο όπου προβάλλονται πλάνα της ερευνήτριας Τεχμινές Μαρντογιάν να καταθέτει λουλούδια στο Μνημείο της Γενοκτονίας στην Αρμενία, την ίδια στιγμή που νέα κορίτσια στην Αθήνα τραγουδούν ένα γνωστό αρμενικό πατριωτικό τραγούδι, ενώ ανάμεσά τους παρεμβάλλονται πλάνα της Χριστίνας Αλεξανιάν από την παράσταση «Τα τετράδια της Ανζέλ Κουρτιάν», μαζί με εικόνες παιδιών της κοινότητας να αφήνουν λουλούδια στο μνημείο όπου τιμάται η επέτειος της Γενοκτονίας των Αρμενίων στην Αθήνα. Παράλληλα, στην οθόνη προβάλλονται εικόνες που παρουσιάζουν σύντομα κείμενα με συνοπτικές πληροφορίες για το μέγεθος και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της αρμενικής παρουσίας στην Ελλάδα. Ανάμεσα σε αυτό τον καταιγισμό των όμορφων πλάνων, την εξαιρετική μουσική επένδυση και τις επεξηγηματικές πληροφορίες, ο ιστορικός και μελετητής της αρμενικής κοινότητας στην Ελλάδα καθηγητής Ιωάννης Χασιώτης καταλήγει στο εξής: «Όταν είσαι συνειδητοποιημένος Αρμένιος, μπορείς να ζήσεις σε μια ευρύτερη κοινωνία πολυεθνική. Γιατί να παραμείνω Αρμένιος; Γιατί να παραμείνω Έλληνας; Και τελικά το συμπέρασμα είναι ότι αν παραμείνεις Αρμένιος, θα είσαι καλύτερος πολίτης ενός ευρύτερου πολυεθνικού περιβάλλοντος». Η επιλογή και προβολή της ταινίας στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ένα από τα σημαντικότερα του είδους παγκοσμίως, επιβεβαιώνει την ανωτέρω εκτίμηση ότι το κινηματογραφικό εγχείρημα πέτυχε όχι μόνο τον ιστορικό αλλά και τον καλλιτεχνικό του στόχο. Το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε σε μια μεγάλη κινηματογραφική αίθουσα, δίπλα σε σπουδαίες παραγωγές από όλο τον κόσμο, και συνεχίζει την καλλιτεχνική του πορεία. Όμως αυτό που περισσότερο επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι το όραμα των δημιουργών δικαιώθηκε ήταν τα συγκινημένα μάτια όλων όσων βγήκαν από την αίθουσα μετά το τέλος της προβολής. Σε αυτό το όραμα πίστεψαν δεκάδες φίλοι και συνεργάτες, χορηγοί, δωρητές και θεσμικοί παράγοντες της αρμενικής κοινότητας που εμπιστεύτηκαν το περιοδικό. Χωρίς αυτούς θα ήταν αδύνατον να καρποφορήσει αυτή η προσπάθεια, και η επιτυχία είναι σίγουρα και δική τους. |